Στις 20 Δεκεμβρίου 2011, στην εφημερίδα Το Βήμα, είχε γραφτεί ότι «ο κορμός της ποίησης που γράφεται σήμερα στον τόπο μας παραμένει η Γενιά του ’70, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνόδευσαν την εμφάνιση και την καθιέρωση της…» (Π. Καπώνης: Πρόσωπα στην ομίχλη, 2012 σ. 106). Εάν αυτός είναι ο κανόνας, τότε η εξαίρεση είναι μια σειρά από νέους ποιητές που συμπεριλήφθηκαν στην Ανθολογία Ποιητικών Διαλόγων που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Γκοβόστη. Μεταξύ αυτών, πρωταγωνίστρια καλή ποιήτρια και η Νάγια Κυριαζοπούλου. Μια ποιητική μορφή, πραγματικά και μεταφορικά, που σηματοδοτεί αυτή την «εξαίρεση» που είπαμε παραπάνω. Έτσι σε μια διαδρομή από την Ευτυχία Παναγιώτου και μετά, σκόνταψα πάνω στην Κυριαζοπούλου, που χωρίς να γνωρίζω την πρώτη της συλλογή (Γυάλινες ραφές) που εκδόθηκε το 2015 από τις εκδ. Μελάνι, η νέα ποιήτρια εμφανίστηκε πέρυσι στα γράμματα με μια δεύτερη σημαντική συλλογή ποιημάτων της, τον Αφόρετο χειμώνα, γράφοντας στο διαδίκτυο (στις 15 Μαρτίου 2020): «Άντε να ανοίξουν οι καιροί να πάμε και στη Δήλο…». Και ναι μεν οι καιροί δεν «άνοιξαν», αντίθετα μας έκλεισαν μέσα, αλλά ο Αφόρετος χειμώνας, αναδεικνύει για μια ακόμη φορά αυτή την ιδιότυπη μεταφυσική της Κυριαζοπούλου, όπως έγραψε γι’αυτήν ο ποιητής και καλός φίλος, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου (περ. Τα ποιητικά, τχ. 35). Και ιδού :
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Το σπίτι μου είναι στ’ άστρα / Σ’ αυτό το έγχρωμο σκοτάδι που / Αρνείται να μου συστηθεί / Εκεί γεννήθηκα / Μικρός ήλιος έμπλεος προθέσεων…
Συνήθως γράφεται από μερίδα της κριτικής ένας διαχωρισμός γυναικείας και ανδρικής ποιητικής. Φρονώ ότι η αληθινή ποίηση δεν επιδέχεται τέτοιους διαχωρισμούς σε γυναικωνίτες και ανδρωνίτες. Και η ποίηση της Κυριαζοπούλου, χωρίς να απεμπολεί το θηλυκό στοιχείο «γιατί ήταν σώμα ανθισμένο με αίμα….» («Γυναίκα» σ. 11) έχει ανοιχτούς ορίζοντες και όχι μόνον στην ποίηση.
Η ποιήτρια, «ἐντυγχάνουσα πλείοσιν, ἐν μὲν ταῖς ἄλλαις τέχναις καὶ ἐπιστῆμαις» (Μέγας Βασίλειος) στην, κατά τον Κ.Γ. Παπαγεωργίου «εξομολογητικής υφής» εξωτερίκευση αισθημάτων του Αφόρετου χειμώνα, ίσως ήταν σώμα που ερωτεύτηκε —για να παίξω με τους στίχους της— για λογαριασμό μας την ποίηση, την ώριμη ποίηση εννοώ, που την έχει ήδη κατακτήσει με τις δύο συλλογές της, αφού δεν χρησιμοποιεί «διαφορετικά παράθυρα στην γεωμετρία της ψυχής», αφού η ψυχή στην ποίηση δεν είναι γεωμετρία αλλά υπηρετεί τα τέλεια όνειρα.
ΑΓΓΙΓΜΑΤΑ ΣΕ ΕΛΛΕΙΨΗ
Δεν είσαι εδώ κι ο χρόνος με εμπαίζει / Δεν έχω χθες να θυμηθώ ούτε αύριο για να ξυπνήσω / Μια ανάσα επιθυμίας η απόσταση / Από την άκρη των δαχτύλων μου έως το σώμα σου / Η απουσία συντηρεί την πορσελάνη του ονείρου / Η φαντασία μού αφήνει ίχνη στα δάχτυλα / Προσεκτικά θα σε τυλίξω σε μια σελίδα / Να σε κρατήσω ανεξίτηλα.
Ο έρωτας, η ευαισθησία, η ομορφιά, τα συναισθήματα αλλά και η καθαρή αποτύπωση της ερημιάς των αισθημάτων και ενός χειμώνα αφόρετου, αναδύονται μέσα από τα τριάντα οκτώ μικρά κατά κανόνα ποιήματα της συλλογής αυτής, μαζί με το άρωμα της ποιήτριας, της γυναίκας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που η ελλειπτικότητα των ποιημάτων της και το διφορούμενο των λέξεων που χρησιμοποιεί, πιστοποιεί μια προσωπική ξεχωριστή κατάθεση, που όπως και η Έμιλι Ντίκινσον καταδεικνύουν ότι η Κυριαζοπούλου «απεχθάνεται το κοινότοπο». Ακόμη κι εκεί που ζει, σε μια μικρή πόλη, τον Διόνυσο, πλάι σε δάση, τρέφεται η ποιητική της από το ένα διονυσιακό περιβάλλον, αλλά ενδόμυχα και από την αρκαδική της καταγωγή. Είναι πιστεύω μια Αρτέμιδα της νεότερης ποίησης μας, αλλά και μια επιβεβαίωση του «προφητικού» χαρακτήρα των ποιητών και γι’ αυτό γνήσια ποιήτρια, με την αναγραφή των καταπληκτικών στίχων, αφού
Έγκλειστη σε μια παρατεταμένη ομορφιά / ψηλαφώ τα χαρακώματα εσωτερικών εμφυλίων
Και εύχομαι μαζί με την Νάγια Κυριαζοπούλου: «Άντε να ανοίξουν οι καιροί να πάμε και στη Δήλο…».
|
|