Ποιήματα για το τίποτα

Ποιήματα για το τίποτα

Δημήτρης Λεοντζάκος, «Περπατώντας /μερικά ποιήματα για το τίποτα/», Εκδόσεις Υποκείμενο 2020

Το Περ­πα­τώ­ντας /με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για το τί­πο­τα/ απο­τε­λεί το όγδοο ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Δη­μή­τρη Λε­ον­τζά­κου, το οποίο κυ­κλο­φό­ρη­σε σχε­δόν ταυ­τό­χρο­να με το ένα­το βι­βλίο του τη Χλόη ή ομι­λώ­ντας ακα­τά­παυ­στα σαν δέ­ντρο (εκδ. Κου­κού­τσι), τον Οκτώ­βριο του 2020. Τα δύο προη­γού­με­να βι­βλία του ποι­η­τή (Η αγά­πη και Το­πίο ξα­νά) κυ­κλο­φό­ρη­σαν επί­σης ταυ­τό­χρο­να και μά­λι­στα πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και τα δύο σε έναν ενιαίο τό­μο. Τα δύο βι­βλία βρί­σκο­νται ανε­στραμ­μέ­να με­τα­ξύ τους, υπο­δει­κνύ­ο­ντας τό­σο τη σύν­δε­ση όσο και την ποι­η­τι­κή αυ­το­νο­μία τους. Η πρα­κτι­κή της ταυ­τό­χρο­νης δη­μο­σί­ευ­σης δύο βι­βλί­ων δεί­χνει από τη μία τη στε­νή σύν­δε­ση του ποι­η­τι­κού υλι­κού και από την άλ­λη φα­νε­ρώ­νει τον πλού­το και την ποι­κι­λία των κει­μέ­νων που πα­ρά­γει ο ποι­η­τής, δη­μιουρ­γώ­ντας προσ­δο­κί­ες για την έκ­δο­ση μιας πλη­θώ­ρας ακό­μη αδη­μο­σί­ευ­του υλι­κού.
Η συγ­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή του Λε­ον­τζά­κου χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από διά­θε­ση πει­ρα­μα­τι­σμού και εξε­ρεύ­νη­σης νέ­ων ποι­η­τι­κών τρό­πων και κα­θα­ρό­τη­τα στη δια­τύ­πω­ση. Κά­θε βι­βλίο του συγ­γρα­φέα συν­δέ­ε­ται με τα προη­γού­με­να αλ­λά ταυ­τό­χρο­να διε­ρευ­νά νέ­ες κα­τευ­θύν­σεις και γλωσ­σι­κά μο­νο­πά­τια, δεί­χνο­ντας μια τά­ση συ­νε­χούς εξέ­λι­ξης της φω­νής του ποι­η­τή.
Μία από τις πρώ­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις που μπο­ρεί να κά­νει κα­νείς για το βι­βλίο Περ­πα­τώ­ντας / με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για το τί­πο­τα/ εί­ναι ότι συν­δέ­ε­ται αρ­κε­τά στε­νά με το βι­βλίο Χλόη ή ομι­λώ­ντας ακα­τά­παυ­στα σαν δέ­ντρο τό­σο θε­μα­τι­κά όσο και σε επί­πε­δο ύφους χω­ρίς αυ­τό να ση­μαί­νει ότι τα δύο βι­βλία δε δια­τη­ρούν την αυ­το­νο­μία τους. Για πα­ρά­δειγ­μα και στα δύο βι­βλία υπάρ­χει ποί­η­μα με τί­τλο «Ανά­τα­σης άνυ­σμα» ενώ το «Πε­ρί ύψους» (Περ­πα­τώ­ντας) συ­να­ντά­ται ελα­φρώς πα­ραλ­λαγ­μέ­νο και στη Χλόη ως «Ασκή­σεις ύψους». Μια άλ­λη ομοιό­τη­τα σε μορ­φο­λο­γι­κό επί­πε­δο εί­ναι η δό­μη­ση ολι­γό­στι­χων σχε­τι­κά ποι­η­μά­των (μιας σε­λί­δας πε­ρί­που το κα­θέ­να), η χρή­ση της παύ­λας ως ση­μεί­ου στί­ξης του κει­μέ­νου κα­θώς και ο χω­ρι­σμός κά­ποιων ποι­η­μά­των σε ολι­γό­στι­χες αριθ­μη­μέ­νες μι­κρο-ενό­τη­τες.
Τέ­λος, τί­τλοι ποι­η­μά­των που υπάρ­χουν στο Περ­πα­τώ­ντας («Η ανά­στα­ση και ο χώ­ρος ιδω­μέ­νος σαν δέ­ντρο», «Προ­φέ­ρο­ντας δά­ση», «Ερω­τι­κή ζωή των δέ­ντρων», «Μό­νο τα δέ­ντρα» και «Χλω­ρί­δα και πα­νί­δα του θεί­ου») συν­δέ­ο­νται με τα δέ­ντρα και πα­ρα­πέ­μπο­ντας στον τί­τλο της συλ­λο­γής Χλόη ή ομι­λώ­ντας ακα­τά­παυ­στα σαν δέ­ντρο. Από την άλ­λη ποι­ή­μα­τα που βρί­σκο­νται στη Χλόη έχουν τί­τλους όπως «Περ­πα­τώ­ντας» και «η Ποί­η­ση γρά­φε­ται περ­πα­τώ­ντας» οι οποί­οι πα­ρα­πέ­μπουν ρη­τά στο βι­βλίο Περ­πα­τώ­ντας. Ο ποι­η­τής επι­λέ­γει συ­νει­δη­τά να «μο­λύ­νει» το βι­βλίο του με βα­σι­κά θέ­μα­τα και λέ­ξεις κλει­διά του άλ­λου βι­βλί­ου ώστε να αξιο­ποι­ή­σει τον πλού­το του κα­θε­νός μέ­σα από τη μί­ξη και τη δια­σταύ­ρω­ση του υλι­κού του.
Ωστό­σο, αφού ανα­φερ­θή­κα­με στις εξω­τε­ρι­κές ομοιό­τη­τες των δύο βι­βλί­ων θα επι­κε­ντρω­θού­με στο βι­βλίο Περ­πα­τώ­ντας /με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για το τί­πο­τα/. Ένας βα­σι­κός άξο­νας για να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς το βι­βλίο εί­ναι η κα­τα­νό­η­ση της λα­κα­νι­κής ψυ­χα­νά­λυ­σης. Ο ποι­η­τής φαί­νε­ται να γνω­ρί­ζει σε βά­θος τις λα­κα­νι­κές έν­νοιες της ψυ­χα­νά­λυ­σης και ότι αξιο­ποιεί το βα­ρύ θε­ω­ρη­τι­κό της οπλο­στά­σιο στην εκ­δί­πλω­ση των θε­μά­των του. Βα­σι­κές λέ­ξεις κλει­διά της λα­κα­νι­κής ψυ­χα­νά­λυ­σης εντο­πί­ζο­νται διά­σπαρ­τες μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα. Κε­ντρι­κή έν­νοια του βι­βλί­ου θε­ω­ρού­με ότι εί­ναι η έλ­λει­ψη (Προ­φέ­ρο­ντας δά­ση, Ιλα­σμός και σύν­δε­σμοι στη γραμ­μα­τι­κή), η οποία ανα­φέ­ρε­ται επί­σης ως κε­νό (Ο μέλ­λων της ύπαρ­ξης, Λευ­κή σε­λί­δα/αγριο­πε­ρί­στε­ρο), απου­σία, ρήγ­μα (Η κρύα φω­τιά του ποι­ή­μα­τος) ή τί­πο­τα. Η έλ­λει­ψη σύμ­φω­να με τη λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση απο­τε­λεί τη βά­ση της επι­θυ­μί­ας και δο­μεί το υπο­κεί­με­νο. Επί­σης, μια άλ­λη κε­ντρι­κή έν­νοια της λα­κα­νι­κής ψυ­χα­νά­λυ­σης η οποία εμ­φα­νί­ζε­ται στο βι­βλίο εί­ναι το αδύ­να­το (Ερω­τι­κή ζωή των δέ­ντρων, Επέ­λα­ση της γε­ω­με­τρί­ας τη νύ­χτα, Ξι­φα­σκώ­ντας αόμ­μα­τοι στο σκο­τά­δι). Το αδύ­να­το στη λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση σχε­τί­ζε­ται με το άρ­ρη­το και την αδυ­να­μία ανα­πα­ρά­στα­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας μέ­σα από τη γλώσ­σα. Επι­πρό­σθε­τα, η γλώσ­σα ως σύ­στη­μα φαί­νε­ται να απο­τε­λεί κε­ντρι­κή έν­νοια αρ­κε­τών ποι­η­μά­των του Λε­ον­τζά­κου (Χει­λι­κό, Η κα­τά­στα­ση του κό­σμου, Δευ­κα­λί­ων, Λυ­κώ­ρεια, Το σύ­μπαν δεν εί­ναι αγράμ­μα­το, Το άγνω­στο εί­ναι μό­νο γλώσ­σα, Σύν­νε­φα, με­τέ­ω­ρα, νέ­φη και που­λιά, Η ύπτια θλί­ψη των που­λιών). Η γλώσ­σα στην λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση παί­ζει ση­μα­ντι­κό ρό­λο κα­θώς σύμ­φω­να με την πε­ρί­φη­μη δια­τύ­πω­ση του Λα­κάν, το ασυ­νεί­δη­το εί­ναι δια­τυ­πω­μέ­νο σαν γλώσ­σα. Τέ­λος, βα­σι­κές έν­νοιες της λα­κα­νι­κής ψυ­χα­νά­λυ­σης, οι οποί­ες εντο­πί­ζο­νται σε κά­ποια ποι­ή­μα­τα εί­ναι ο δι­χα­σμός του υπο­κει­μέ­νου (Υπερ­συ­ντέ­λι­κος, Ιλα­σμός και σύν­δε­σμοι στην γραμ­μα­τι­κή) και οι ταυ­τί­σεις του υπο­κει­μέ­νου (Ορι­σμοί).
Ο ποι­η­τής μέ­σα από την πλού­σια και πα­ντο­δύ­να­μη θε­ω­ρη­τι­κή σκευή της λα­κα­νι­κής ψυ­χα­νά­λυ­σης μι­λά για την ίδια την ποί­η­ση και την ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία. Ύλη της ποί­η­σης σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή εί­ναι το τί­πο­τα, η έλ­λει­ψη, το κε­νό, το ρήγ­μα. Η ίδια η γρα­φή αρ­χί­ζει και τε­λειώ­νει με αυ­τή την έλ­λει­ψη. Η επι­θυ­μία γρα­φής βα­σί­ζε­ται στην ανά­γκη να κα­λυ­φθεί αυ­τό το κε­νό. Επει­δή όμως κά­τι τέ­τοιο εί­ναι αδύ­να­το, η γρα­φή δεν παύ­ει να γρά­φε­ται, προ­σπα­θώ­ντας μά­ταια να γε­μί­σει αυ­τό το κα­τα­στα­τι­κό κε­νό που υπάρ­χει στη δο­μή της γλώσ­σας. Από την άλ­λη το υπο­κεί­με­νο εί­ναι δι­χα­σμέ­νο με­τα­ξύ εκ­φο­ράς και εκ­φε­ρό­με­νου, με­τα­ξύ αι­τή­μα­τος και επι­θυ­μί­ας, με­τα­ξύ συ­νει­δη­τού και ασυ­νεί­δη­του.
Έχο­ντας αυ­τά στο μυα­λό μπο­ρεί κά­ποιος να κα­τα­νο­ή­σει ότι ο τί­τλος του βι­βλί­ου απο­κα­λύ­πτει πολ­λά πράγ­μα­τα για τις βα­θύ­τε­ρες προ­θέ­σεις του ποι­η­τή και το βα­σι­κό ζή­τη­μα του βι­βλί­ου. Η με­το­χή «Περ­πα­τώ­ντας» που βρί­σκε­ται στον τί­τλο του βι­βλί­ου, επι­λέ­γε­ται συ­νει­δη­τά για να απο­δώ­σει αυ­τή την κί­νη­ση διά­σχι­σης, πλη­σιά­σμα­τος, προ­σέγ­γι­σης του ενός με τον Άλ­λο. Με­τα­ξύ του ενός και του Άλ­λου, πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ένα κε­νό, ένα χά­σμα, μια έλ­λει­ψη ή με τα λό­για του Λα­κάν η σχέ­ση με τον Άλ­λον εί­ναι αδύ­να­τη. Ο Λε­ον­τζά­κος στο βι­βλίο του προ­σπα­θεί να κα­λύ­ψει αυ­τόν τον κε­νό χώ­ρο με­τα­ξύ του ενός και του Άλ­λου μέ­σω της γλώσ­σας, της γρα­φής, της ποί­η­σης. Η γρα­φή απο­δει­κνύ­ε­ται μέ­σα από τα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου ως γέ­φυ­ρα για να πλη­σιά­σου­με ο ένας τον Άλ­λο, να δια­σχί­σου­με την άβυσ­σο της επι­θυ­μί­ας, να κα­λύ­ψου­με έστω και ατε­λώς αυ­τό το αβυσ­σα­λέο τί­πο­τα που μας χω­ρί­ζει.
Ένα άλ­λο ση­μα­ντι­κό στοι­χείο της ποι­η­τι­κής του Λε­ον­τζά­κου εί­ναι η μου­σι­κό­τη­τα του ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου. Η μου­σι­κό­τη­τα δια­κρί­νει σχε­δόν το σύ­νο­λο του έρ­γου και συν­δέ­ε­ται στε­νά με την επαγ­γελ­μα­τι­κή ενα­σχό­λη­ση του ποι­η­τή με τη μου­σι­κή. Όμως πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι η μου­σι­κό­τη­τα των ποι­η­μά­των συν­δέ­ε­ται και ίσως θε­με­λιώ­νε­ται μέ­σα από ανα­φο­ρές στη λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση. Σύμ­φω­να με τον Λα­κάν, το ση­μαί­νον (ήχος της λέ­ξης) στη γλώσ­σα έχει προ­τε­ραιό­τη­τα ένα­ντι του ση­μαι­νό­με­νου (νο­ή­μα της λέ­ξης). Ο Λε­ον­τζά­κος αξιο­ποιεί τις λέ­ξεις ως ηχη­τι­κό υλι­κό κα­τά κύ­ριο λό­γο και με­τά ως φο­ρείς νο­ή­μα­τος, πι­στεύ­ο­ντας ότι το ση­μαί­νον εί­ναι αυ­τό που επι­τρέ­πει στην ποί­η­ση να ανα­δεί­ξει εντά­σεις, χρω­μα­τι­σμούς και ρυθ­μό. Η προ­τε­ραιό­τη­τα του ση­μαί­νο­ντος και η μου­σι­κό­τη­τα του στί­χου επι­τυγ­χά­νε­ται μέ­σα από τα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου με τη χρή­ση ομώ­νυ­μων και πα­ρώ­νυ­μων λέ­ξε­ων, την αξιο­ποί­η­ση πα­ρη­χή­σε­ων και τη χρή­ση ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας η οποία πολ­λές φο­ρές λει­τουρ­γεί και ως στί­ξη του κει­μέ­νου. Επί­σης, οι ηχη­τι­κοί συν­δυα­σμοί των λέ­ξε­ων δη­μιουρ­γούν συ­χνά απροσ­δό­κη­τες ει­κό­νες και συ­νειρ­μούς που εκ­πλήσ­σουν ευ­χά­ρι­στα τον ανα­γνώ­στη. Η μου­σι­κό­τη­τα της ποί­η­σης του Λε­ον­τζά­κου συν­δέ­ε­ται στε­νά με την ανά­γκη να εκ­φέ­ρου­με προ­φο­ρι­κά τις λέ­ξεις των ποι­η­μά­των, να αι­σθαν­θού­με τους κρα­δα­σμούς τους, να κα­τα­νο­ή­σου­με ότι η ποί­η­ση εί­ναι ου­σιω­δώς μια τέ­χνη προ­φο­ρι­κής απαγ­γε­λί­ας και απεύ­θυν­σης στο κοι­νό.
Ένα άλ­λο ση­μα­ντι­κό στοι­χείο του βι­βλί­ου σχε­τί­ζε­ται με την προ­σπά­θεια του Λε­ον­τζά­κου να δη­μιουρ­γή­σει μια ποι­η­τι­κή αντι-γραμ­μα­τι­κή (Υπερ­συ­ντέ­λι­κος, Γραμ­μα­τι­κή και ευ­φο­ρία, Ιλα­σμός και σύν­δε­σμοι στη γραμ­μα­τι­κή, Πε­ρι­σπω­μέ­νη) και μια αντι- αριθ­μη­τι­κή (Arithmetica infinitorum, Οπτι­κή 3χ0=0) της ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας. Ο ίδιος ο ποι­η­τής έχει δη­λώ­σει σε συ­νέ­ντευ­ξή του ότι «θα μπο­ρού­σε κα­νείς να φα­ντα­στεί τη δια της επι­στή­μης κα­τα­σκευή της γραμ­μα­τι­κής και του συ­ντα­κτι­κού της ποί­η­σης. Πράγ­μα που θα ήταν κά­τι σαν από­λυ­τη κα­τα­στρο­φή, κά­τι σαν το Ντα­χά­ου της λο­γο­τε­χνί­ας». Μέ­σα από τα ποι­ή­μα­τά του πα­ρω­δεί την προ­σπά­θεια της επι­στή­μης να θέ­σει κα­νό­νες για την ποι­η­τι­κή γρα­φή, να την κα­τα­νο­ή­σει με τρό­πο απο­στει­ρω­μέ­νο, στε­γνό και στην ου­σία θε­τι­κι­στι­κό. Η ποί­η­ση για τον Λε­ον­τζά­κο εμπε­ριέ­χει το στοι­χείο του άλο­γου, του μυ­στη­ρια­κού, του με­τα­φυ­σι­κού, πέ­ρα από αυ­τό που μπο­ρεί να προ­σεγ­γί­σει η σύγ­χρο­νη επι­στή­μη.
Εκτός από τη λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση μια άλ­λη βα­σι­κή συ­νι­στώ­σα της ποι­η­τι­κής του Λε­ον­τζά­κου εί­ναι η φι­λο­σο­φία. Μέ­σα από τα ποι­ή­μα­τα του βι­βλί­ου ανα­φέ­ρο­νται πλή­θος φι­λο­σό­φων όπως ο Πλά­τω­νας (Alma mater), ο Χέ­γκελ και ο Σπι­νό­ζα (Ο Αι­γύ­πτιος του ποι­η­τή), ο Χέ­γκελ (Φαι­νο­με­νο­λο­γία του πνεύ­μα­τος), ο Φου­κώ (Οι λέ­ξεις και τα πράγ­μα­τα), ο Σε­νέ­κας (θρή­νος και επο­ποι­ία της γλώσ­σας στον Σε­νέ­κα), ο Μπέν­θαμ (Πα­νο­πτι­κόν), ο Νί­τσε και ο Μπέν­για­μιν (Θα­λάσ­σια αύ­ρα/ Nietzsche). Επί­σης, υπάρ­χουν ανα­φο­ρές σε άλ­λους ση­μα­ντι­κούς μα­θη­μα­τι­κούς όπως ο John Wallis (Arithmetica Infinitorum), μου­σι­κούς, (Vivaldi και Bach), αλ­λά και μυ­θι­κά πρό­σω­πα όπως ο Έκτο­ρας και ο Αχιλ­λέ­ας (Πε­ρί ύψους), η Πυ­ρά και η Παν­δώ­ρα (Δευ­κα­λί­ων), ο Ίκα­ρος (Οπτι­κή), ο Κρέ­ων (Σφίγ­γου­σα πνέ­ου­σα επί των ρη­μά­των). Πη­γές της ποί­η­σης του Λε­ον­τζά­κου ανα­δει­κνύ­ο­νται η ψυ­χα­νά­λυ­ση, η φι­λο­σο­φία, η μου­σι­κή, η μυ­θο­λο­γία δεί­χνο­ντας την εμ­βρί­θεια με την οποία ο ποι­η­τής έχει εν­σκύ­ψει στα πα­ρα­πά­νω πε­δία. Από την άλ­λη οι πο­λυ­πλη­θείς αυ­τές ανα­φο­ρές υπο­βάλ­λουν στον ανα­γνώ­στη την ιδέα της εγ­γύ­τη­τας με­τα­ξύ αυ­τών των γνω­στι­κών πε­δί­ων με την ποί­η­ση.
Από μια δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή, αυ­τή της ψυ­χα­νά­λυ­σης, τα πρό­σω­πα που πα­ρου­σιά­ζο­νται μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα δεν εί­ναι τυ­χαία αλ­λά οι εμ­φα­νί­σεις τους εί­ναι σκη­νο­θε­τη­μέ­νες εμ­φα­νί­σεις του πα­τέ­ρα. Το βι­βλίο συ­νε­χί­ζει τη στρο­φή προς τη γρα­φή, προς την ομι­λία και προς τον πα­τέ­ρα που συ­ντε­λέ­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά στο Το­πίο ξα­νά. Όλες αυ­τές οι ανα­φο­ρές στα διά­φο­ρα πρό­σω­πα μέ­σα στα ποι­ή­μα­τα δεν εί­ναι πα­ρά Ονό­μα­τα του πα­τέ­ρα. Εκτός από κύ­ρια ονό­μα­τα, τα ποι­ή­μα­τα πε­ριέ­χουν ανα­φο­ρές σε πλή­θος ση­μαι­νό­ντων που αρ­χι­κά του­λά­χι­στον φαί­νο­νται αρ­κε­τά ερ­μη­τι­κά ως προς τη ση­μα­σία τους. Το δά­σος, η φω­τιά, τα που­λιά, το φως, η φω­νή, η Πο­λω­νία, η Ασία, το σώ­μα, ο βρά­χος, τα φύλ­λα, τα ψά­ρια, οι τί­γρεις, ο ναυα­γός, το κομ­μέ­νο χέ­ρι, η αυ­γή, τα σύν­νε­φα, οι πέ­τρες, ο κύ­κνος εί­ναι ση­μαί­νο­ντα που σχε­τί­ζο­νται με τα ονό­μα­τα του πα­τέ­ρα και απο­τε­λούν ση­μα­ντι­κά στοι­χεία στην προ­σω­πι­κή ανά­λυ­ση του ποι­η­τή. Έχει εν­δια­φέ­ρον ότι κά­ποια ση­μαί­νο­ντα από αυ­τά που εμ­φα­νί­ζο­νται στο Το­πίο ξα­νά, επα­νεμ­φα­νί­ζο­νται στο Περ­πα­τώ­ντας / με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για το τί­πο­τα/. Το φως, η Πο­λω­νία, το χέ­ρι, η φω­νή, η πέ­τρα, η φω­τιά εί­ναι ση­μαί­νο­ντα στα οποία ο ποι­η­τής επα­νέρ­χε­ται στο νέο του βι­βλίο για να τα επε­ξερ­γα­στεί εκ νέ­ου. Η νέα τους προ­σέγ­γι­ση εί­ναι πιο λι­τή και απο­γυ­μνω­μέ­νη, δεί­χνο­ντας έτσι μια με­τα­τό­πι­ση στη γρα­φή του ποι­η­τή αλ­λά και μια με­τα­τό­πι­ση σε ψυ­χι­κό επί­πε­δο που έχει συ­ντε­λε­στεί πι­θα­νόν μέ­σα από την ανα­λυ­τι­κή ερ­γα­σία.

Το βι­βλίο Περ­πα­τώ­ντας / με­ρι­κά ποι­ή­μα­τα για το τί­πο­τα/ θε­μα­το­ποιεί την ποί­η­ση, τη γρα­φή, τη γλώσ­σα αλ­λά και την απο­τυ­χία τους να ανα­πα­ρα­στή­σουν τον κό­σμο ως έχει. Ανα­φέ­ρε­ται στο κε­νό που δεν παύ­ει να διαρ­ρη­γνύ­ει τη σχέ­ση μας με τον άλ­λο και που προ­σπα­θού­με μέ­σα από τις λέ­ξεις μας να γε­φυ­ρώ­σου­με. Ταυ­τό­χρο­να, το βι­βλίο επι­στρέ­φει στο ζή­τη­μα του πα­τέ­ρα επι­διώ­κο­ντας να το επε­ξερ­γα­στεί εκ νέ­ου.
Η ποί­η­ση του Λε­ον­τζά­κου προ­σπα­θεί να εκ­φέ­ρει ολό­κλη­ρη την αλή­θεια και να άρει τον δι­χα­σμό μας ως αν­θρώ­πι­να υπο­κεί­με­να. Κι όμως πα­ρά την κα­τα­στα­τι­κή αδυ­να­τό­τη­τα της ποί­η­σης να μι­λή­σει για όσα μέ­νουν μέ­σα μας άρ­ρη­τα, ο ποι­η­τής τολ­μά να μι­λή­σει για αυ­τή την απο­τυ­χία με συ­γκι­νη­τι­κά γεν­ναίο τρό­πο μη δι­στά­ζο­ντας να απο­τύ­χει ξα­νά και ξα­νά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: