H αποκαθήλωση του ονείρου

H αποκαθήλωση του ονείρου

Ζέφη Δαράκη, «Συναντήσεις στο άβατο», εκδ. Ύψιλον 2020


Δύο χρό­νια με­τά από την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Το χα­μέ­νο ποί­η­μα, η Ζέ­φη Δα­ρά­κη επα­νέρ­χε­ται με την συλ­λο­γή Συ­να­ντή­σεις στο άβα­το.
Οι συ­να­ντή­σεις στο άβα­το έχουν το στοι­χείο του απρό­σμε­νου. Με πρώ­τη ύλη την αγω­νία, τον πό­νο προ­σεγ­γί­ζει το άρ­ρη­το για να κερ­δί­σει μέ­σα από αυ­τό την διαύ­γεια. Μας αιφ­νι­διά­ζει ο τρό­πος που η Δα­ρά­κη αφου­γκρά­ζε­ται τον αν­θρώ­πι­νο πό­νο. Ο τρό­πος που προ­σεγ­γί­ζει αγα­πη­μέ­να της μο­τί­βα όπως ο κα­θρέ­φτης και τ’ όνει­ρο. Ο τρό­πος που το φως και το σκο­τά­δι λει­τουρ­γούν στα τρο­μα­κτι­κά αδιέ­ξο­δα των αν­θρώ­πων. Η Δα­ρά­κη μέ­σα από τους στί­χους αυ­τής της συλ­λο­γής φτά­νει στα έγκα­τα της αν­θρώ­πι­νης τρα­γω­δί­ας. Απο­κα­λύ­πτει τις δια­στά­σεις του αν­θρώ­πι­νου δρά­μα­τος και μέ­σα από την στά­ση της διεκ­δι­κεί την αν­θρώ­πι­νη αξιο­πρέ­πεια.
Kαι σε προη­γού­με­νες συλ­λο­γές όπως τη Θά­λεια ή στη Σπη­λιά με τα βεγ­γα­λι­κά: «underground banda» ή στην συλ­λο­γή Σε ονο­μά­ζω θα πει σε χά­νω και ακό­μα στη τε­λευ­ταία συλ­λο­γή, Το χα­μέ­νο ποί­η­μα συ­να­ντά ο ανα­γνώ­στης ένα υπο­φώ­σκον πυ­ρε­τι­κό κλι­μα σαν διαρ­κής προ­σω­πι­κός καη­μός απέ­να­ντι στα φο­βε­ρά γε­γο­νό­τα. Στην πα­ρού­σα συλ­λο­γή Συ­να­ντή­σεις στο άβα­το πα­ράλ­λη­λα πά­ντα με το υπερ­δο­τι­κό ως σαν ου­ρά­νιο τα­ξί­δι στην ποί­η­ση όπου: «Το ποί­η­μα έχει /Το δι­κό του πα­ρά­φο­ρο πα­ρόν/ Ύστε­ρα /κλέι­νει τα ου­ρά­νια πί­σω του/και χά­νε­ται/σαν φτε­ρού­γα νε­κρού».
Πέ­ρα από αυ­τή την με­τα­φυ­σι­κή του θα­νά­του ως μιας άλ­λης ζω­ής, ως το πί­σω πρό­σω­πο του θα­νά­του, στη πα­ρού­σα συλ­λο­γή ει­σέρ­χε­ται ξαφ­νι­κά η σπα­ρα­κτι­κή περ­σό­να ενός μου­σι­κού, ενός μου­σι­κού στα τρέ­να όπου ο κα­ταγ­γελ­τι­κός του λό­γος μι­λά­ει για ένα κό­σμο ο οποιός σκό­πι­μα και μό­νι­μα αναι­ρεί την ελ­πί­δα ενός κο­ντι­νού ή έστω και μα­κρι­νού ου­μα­νι­στι­κού ορί­ζο­ντα «απέ­να­ντι στους ανε­μι­στή­ρες των φο­βε­ρών γε­γο­νό­των», της προ­σφυ­γιάς του πο­λέ­μου των βα­σα­νι­στη­ρί­ων των θα­νά­των «των παι­διών με τις μι­σά­νυ­χτες λάμ­ψεις στα μά­τια που κου­ρά­ζο­νται και ήσυ­χα πε­θαί­νουν».

Απέ­να­ντι σε αυ­τό «το αστρί­φω­το φως» του κό­σμου, απέ­να­ντι σε αυ­τόν «τον άγγ­γε­λο που περ­πα­τά­ει με τα φτε­ρά του κα­τα­σκο­νι­σμέ­νος», το άλ­γος υπα­γο­ρεύ­ει μια εκρη­κτι­κή ει­κο­νο­ποι­ία αλ­λά και μια εκ βα­θέ­ων εφη­βι­κό­τη­τα ενά­ντι «του τρο­με­ρού που αιώ­νες τώ­ρα σου­λα­τσά­ρει στην ιστο­ρία».

Πα­ρό­λα αυ­τά πά­ντα το αό­ρα­το υπο­φώ­σκει και το ανεί­πω­το το ανα­ζη­τά­ει «Με ξε­φυ­λί­ζει το αό­ρα­το μου κα­τα­φι­λώ τα ίχνη του φυ­τρώ­νω επά­νω μου/σαν λου­λού­δι σε ανα­ζη­τώ σε ξα­να­βρί­σκω/ Ο θά­να­τος μου, που ψι­θυ­ρί­ζω,/δεν θ’ αφο­ρά εμέ­να Αλ­λά/τα δά­κρυά σου για μέ­να».

Η Δα­ρά­κη βιώ­νει το τρο­μα­κτι­κό πα­ρόν και την αν­θρώ­πι­νη συμ­φο­ρά συ­γκλο­νι­σμέ­νη. Μα δεν αφή­νει το πε­ρί­λυ­πο να την κα­θη­λώ­σει. Τα ποι­ή­μα­τα αυ­τής της συλ­λο­γής εί­ναι γραμ­μέ­να με «το με­λά­νι της λύ­πης». Εξε­γεί­ρε­ται διά της λύ­πης. Ζη­τά από «το όμορ­φο τί­πο­τα» να της μι­λή­σει. Ακού­ει τα βή­μα­τα της από ένα πε­ρα­στι­κό. Δί­νει λό­γο στον με­τα­νά­στη μέ­σα στο ποί­η­μα. Στιγ­μα­τί­ζει την αδια­φο­ρία για τον θά­να­το μι­κρών παι­διών. Οι κραυ­γές και οι οι­μω­γές παι­διών ακού­γο­νται ακό­μα και μέ­σα στ’ όνει­ρο.

Η ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των της μας εξοι­κειώ­νει με το ασύλ­λη­πτο. Στα ποι­ή­μα­τα της δια­σταυ­ρώ­νε­ται η ου­το­πία με την δυ­στο­πία. Αρ­θρώ­νει λό­γο τρα­γι­κό σε δια­βά­σεις αφύ­λα­κτες που τί­πο­τα δεν πα­ρα­μέ­νει στα­τι­κό. Η πα­τρί­δα της την πλη­γώ­νει. Την πλη­γώ­νει τό­σο πο­λύ που ζη­τά από την πα­τρί­δα της να της εκ­μυ­στη­ρευ­θεί αυ­τό που δεν θα ήθε­λε να εί­ναι.

Ο χρό­νος δεν απο­λι­θώ­νε­ται μέ­σα στο ποί­η­μα. Ο χρό­νος δεν βγαί­νει αλώ­βη­τος από την αν­θρώ­πι­νη συμ­φο­ρά. Η ποι­ή­τρια «ανα­πο­δο­γυ­ρί­ζει το βά­θος του χρό­νου». «Οι ώρες κλώ­θουν το κί­τρι­νο φό­ρε­μα του χρό­νου. Το αστρί­φω­το φως απο­μα­γεύ­τη­κε να ρά­βει ξαφ­νι­κά τα σπα­σμέ­να κου­μπιά των ωρών κα­πνί­ζο­ντας ένα δι­κό του σκο­τά­δι».

Σε αυ­τή την συλ­λο­γή δεν συ­να­ντού­με τον ου­ρα­νό της ου­το­πί­ας. Ο ου­ρα­νός κα­τε­βαί­νει τον ου­ρα­νό του. Ο ου­ρα­νός συ­σκο­τί­ζει τον ου­ρα­νό. Ο ου­ρα­νός γί­νε­ται νό­μι­σμα χα­μέ­νο και τα νεύ­ρα του φεγ­γα­ριού τε­ντω­μέ­να.

Οι λέ­ξεις γί­νο­νται από­κρη­μνες. Τα λό­για μό­λις ει­πω­θούν ξε­χνιού­νται και τρέ­χουν για μιαν άλ­λη ιε­ρο­τε­λε­στία τα­φής. Πρό­κει­ται για λό­για δί­χως γλώσ­σα, σκο­τει­νά δί­χως βλέμ­μα. Λό­για που πη­γαι­νο­έρ­χο­νται, ανοι­γο­κλεί­νουν πόρ­τες, λό­για που σκορ­πούν στους κα­θρέ­φτες.

Η ποι­ή­τρια απαλ­λάσ­σε­ται από τις απαι­τή­σεις ενός κα­θρε­φτι­ζό­με­νου. Ο κα­θρέ­φτης με­τα­τρέ­πε­ται σε πε­δίο σπα­ραγ­μού. «Βρέ­χει κα­ταρ­ρα­κτω­δώς μες στον κα­θρέ­φτη». «Η απα­λή πρα­σι­νά­δα μιας αμνη­σί­ας λι­μνά­ζει μες στον κα­θρέ­φτη κι ένα ταν­γκό πνιγ­μέ­νο βρί­σκε­ται στο προ­αύ­λιο του κα­θρέ­φτη».

Τα όνει­ρο παύ­ει να εί­ναι τό­πος κα­τα­φυ­γής. Με­τα­τρέ­πε­ται σ’ όνει­ρο εφιάλ­τη. Ξυ­πνά μέ­σα στο ποί­η­μα και προει­δο­ποιεί: «Άκου να δεις, μου λέ­ει/Τα φο­βε­ρά γε­γο­νό­τα ή τα πο­νάς ή δεν τα πο­νάς/Άδι­κα τρέ­χεις/στα δι­κά μου στέ­κια να γλι­τώ­σεις».

Η Δα­ρά­κη αφου­γκρά­ζε­ται τα αγριε­μέ­να χο­ρι­κά της ιστο­ρί­ας στο ποί­η­μα. Αί­μα­τα και κλαγ­γές οπλο­στα­σί­ων. Πο­δο­βο­λη­τά πά­νω από μό­λις βρέ­φη κοι­μι­σμέ­να. Στη­λι­τεύ­ει την ανε­κτι­κό­τη­τα των σύγ­χρο­νων κοι­νω­νιών και ιδιαί­τε­ρα των πο­λι­τι­κών στο απάν­θρω­πο. Δί­νει τον λό­γο στον με­τα­νά­στη. Συ­μπά­σχει με τους κα­τα­τρεγ­μέ­νους.

O έρω­τας ως κύ­ρια συ­νι­στα­μέ­νη της ύπαρ­ξης δί­νει αιφ­νι­δια­στι­κά το πα­ρόν του ακό­μα και σε στιγ­μές από­γνω­σης. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί εί­ναι οι στί­χοι:

«Έρω­τας κό­σμον έπλε­κε / Έρω­τας τον εξέ­πλε­κε»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: