Το ζωντανό «1821»

Λίγοι μήνες απομένουν για να εκπνεύσει το 2021. Έτος εορταστικό μας είχαν πει· επειδή συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από το 1821, έτος επαναστατικό. Οι όποιοι εορτασμοί δεν προκαλούν ως τώρα ιδιαίτερα ρίγη συγκίνησης. Παρά την πληθώρα δημοσιεύσεων από ειδικούς και μη διαπιστώνει κανείς συχνά μια συγκατάβαση και κάποτε μια θυμηδία, η οποία φτάνει ανέτως μ’ έναν πήδο ως την αλύπητη ροΐδεια σάτιρα, όπως μαρτυρεί το παιγνιώδες μυθιστόρημα Η Επιτροπή του Αλέκου Σμπαρούνη (Νεφέλη 2021). Έφταιξε μήπως η προέλαση του κορονοϊού; Πιο πολύ βάρυνε η δυσπιστία απέναντι στη θεσμική οικειοποίηση του ορόσημου «1821», μια δυσπιστία με ρίζες στα θρανία και στις αλήστου μνήμης έδρες των σχολικών τάξεων· όσο κι η κόπωση από τις κάθε λογής ιδεολογικές και ρητορικές χρήσεις της ιστορίας. Το «1821» αντιστέκεται σθεναρά στις μονόπλευρες αναγωγές και στα κανονιστικά σχήματα, μάλιστα η πρόοδος της έρευνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες πέτυχε σε μεγάλο βαθμό την απεμπλοκή του «1821» από τα στερεότυπα του παρελθόντος.
Συλλογιστείτε πόσο διαφέρει ο Κοραής από τον Μακρυγιάννη, έγραφε ένας δοκιμιογράφος ήδη το 1943, και τι ποικιλία βλέπει κανείς «σ’αυτά τα διακόσια χρόνια που αποτελούν την καθαυτό νεοελληνική ιστορία». Αυτή η ποικιλία δεν έχει μόνον να κάνει με «τις ιδιοσυγκρασίες, τις νοοτροπίες, τις τάσεις και τους τρόπους έκφρασης», συνέχιζε τότε ο Γιώργος Θεοτοκάς, αλλά μπορεί να γίνει και κάπως ανησυχητική, αφού «κάνει τους βιαστικούς [sic] παρατηρητές ν’ αναρωτιούνται αν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στις τόσο διαφορετικές αυτές μορφές».* Αλλά τους «βιαστικούς» παρατηρητές μόνον; Τόσες δεκαετίες πέρασαν από τότε που ο Θεοτοκάς και άλλοι αποπειράθηκαν ποικιλοτρόπως να βρουν το «κοινό» μέσα στην πολυειδία και στον κατακερματισμό συνειδήσεων και φρονημάτων που απελευθέρωσε το «1821», μόνο και μόνο για καταλήξουν σε υβρίδια και σε γενικά σχήματα μερικώς ή ολικώς ασύμβατα μεταξύ τους. Σήμερα αμφιβάλλει κανείς αν υφίσταται ακόμη καμιά αδήριτη ανάγκη να βρεθεί μια ομογενοποιητική αφήγηση γύρω από το 1821. Κι είναι αυτή μια γόνιμη αμφιβολία, ένα δείγμα ωρίμανσης του στοχασμού και της έρευνας. Το 1821 δεν λειτουργεί πια καλά ως τυπικό ιστορικό ορόσημο που κάτι πρέπει να σημαίνει· αλλά ως απρόβλεπτη κι ελεύθερη γεννήτρια ιδεών: από την ιστορία της επιστήμης και την ιστορία των ιδεών ως τη νομική σκέψη, την κοινωνική ιστορία και τη φιλολογία· κι από τη λογοτεχνία ως τις εικαστικές τέχνες, το «1821» τροφοδοτεί την επιστήμη και τη δημιουργία προκαλώντας άμεσα ή έμμεσα τον αναστοχασμό και την εκλέπτυνση της ιστορικής αυτοσυνείδησης.
Ακριβώς το «1821» ως ζωντανό ερέθισμα για αναστοχασμό και δημιουργία βρίσκεται στον πυρήνα του αφιέρωματος του Χάρτη. Οι δοκιμές που ακολουθούν αφήνουν σκοπίμως κατά μέρος τον στεγνό ακαδημαϊκό λόγο και επενδύουν στην προσωπική ματιά των συγγραφέων ακόμη και όταν έχει προηγηθεί η έρευνα: Πρόκειται για μιαν άσκηση κατά την οποία οι συγγραφείς δεν μεταφέρουν απλώς γνώσεις, αλλά δοκιμάζουν –ρητώς ή υπορρήτως και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας– να συνδέσουν όψεις του «1821» με τη σημερινή νεοελληνική εμπειρία.
Διατρέχω τα περιεχόμενα του αφιερώματος με τρόπο μη συστηματικό και άναρχο φτιάχνοντας επί τόπου ένα πρώτο δίκτυο από συνάψεις: Ο Θωμάς Συμεωνίδης και ο Θεοφάνης Τάσης γράφουν σε πρώτο πρόσωπο· ο μεν Συμεωνίδης (Τίποτα δικό μου δεν έχει χαθεί) με τρόπο ημερολογιακό από το σύγχρονο Παρίσι σε καιρό καραντίνας, ο δε Τάσης (Χλωμός ήλιος: Για τον Fallmerayer και την ελληνική ταυτότητα) επιστρέφοντας με τα εργαλεία της αυτοβιογραφίας στο Μόναχο των παιδικών χρόνων, όπου συναντά τον ίσκιο του Φαλμεράγιερ. Το βλέμμα που ρίχνουμε στην Ελλάδα και στον εαυτό μας απ’ έξω κι από μακριά έχει πάντα μια ιδιότυπη ψυχραιμία και μαζί ζεστασιά. Αλλά κι ο Γιώργος-΄Ικαρος Μπαμπασάκης (Διαλεκτικό Παπιγιόν: Φουστανέλες και πολυβόλα) καταθέτει μια άσκηση αυτοβιογραφίας και μνήμης, καθώς θυμάται την πρόσληψη της «φουστανέλας» σε υπερπαραγωγές του ελληνικού σινεμά κατά το μεσουράνημα της χούντας, όταν το «1821» ήταν συνυφασμένο με την προπαγάνδα. Συχνά ο τρόπος που θυμόμαστε το «1821» – ή που το θυμούνται οι άλλοι για μας – καθίσταται προϊόντος του χρόνου ένα περίπλοκο ιστορικό ζήτημα: Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης (Η Επανάσταση του 1821 και οι εορτασμοί της στα 200 χρόνια της ανεξαρτησίας) παρατηρεί ότι από την ημέρα της καθιέρωσης της 25ης Μαρτίου σε εθνική γιορτή, το 1838, ο εορτασμός της επετείου αποτέλεσε «σημείο σύγκλισης, διαφωνίας, σύγκρουσης» και εξετάζει τη διαδρομή από τη ζωντανή μνήμη στην μνημειοποίηση της Επανάστασης, καθώς «το κρίσιμο ερώτημα ήταν ποιος μπορούσε να εκφράσει το νόημα αυτής της επετείου». Κι οι εορτασμοί του μέλλοντος; Ο Δημοσθένης Αγραφιώτης («1821 – 2021 – 2221» [ορόσημα, προσημειώσεις]) μας προκαλεί να δούμε το «1821» επιλέγοντας το μέλλον ως σημείο αναφοράς· οπότε αντί για τους εορτασμούς στο όνομα των 200 χρόνων που πέρασαν, η ιστορική αυτοσυνείδηση τινάσσεται σαν έλασμα στον ανοιχτό ορίζοντα του 2221: Τι θα έχουμε φτιάξει από το παρελθόν στο μεταξύ; Ο Ηρακλής Λογοθέτης (Η χαμένη γλωσσική μας μεσοποταμία ή ένας μύθος, δύο παραμύθια) καταθέτει ένα παιγνιώδες δοκίμιο για τη νεοελληνική γλωσσική Βαβέλ που απολήγει σε μια ιδέα παραδόξως συμφιλιωτική: Ότι ενδεχομένως η μόνη «συνέχεια» που συνέχει τον νεώτερο ελληνισμό συνίσταται σε αέναες γλωσσικές περιελίξεις. Το φλέγον ζήτημα της γλώσσας πραγματεύεται και το κείμενο του Κωστή Παπαγιώργη (Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι το ’21) που προλογίζει ο Δημήτρης Καράμπελας και προέρχεται από μια συλλογή με αθησαύριστα παπαγιωργικά κείμενα, η οποία μόλις κυκλοφόρησε. Κι η γλώσσα των άλλων, η ποίηση των «ξένων» που εμπνεύστηκαν από το «1821»; Ο Ορφέας Απέργης («Όπως γνωρίζει όποιος απαρνιέται γι’ αυτήν τη ζωή του»: Ο φιλελληνισμός ενός σκεπτικιστή) γράφει για τον σκεπτόμενο φιλελευθερισμό και τον σκεπτικιστικό φιλελληνισμό του Σέλλεϋ· ο δε Παναγιώτης Αντωνόπουλος (Από τη Σαπφώ στον Mπάιρον και στον Σολωμό. Το έθνος, το ήθος: η διόρθωση) εξερευνά ένα άγνωστο δίκτυο σαπφικών ιδεών και προσλήψεων. Συνάψεις μεταξύ παρελθόντος, παρόντος, Ελλάδας και «Δύσης» κρύβονται εκεί που δεν το περιμένεις! Όπως οι αναπάντεχες ευρέσεις κι οι λοξές ψηφίδες στο Φυσικής Απάνθισμα του Ρήγα που ανασύρει ο Κώστας Ταμπάκης (Οι βρυκόλακες και η Επανάσταση του 1821), οι οποίες μας αποκαλύπτουν μια βασική πεποίθηση του Ρήγα σχετικά με την έμπρακτη διάσταση της επιστημονικής προόδου: Ότι μέρος της προκοπής είναι εκεί που κάποτε οι άνθρωποι φαντάζονταν βρουκόλακες να βλέπουν τώρα αξιοθαύμαστα πύρινα φυσικά φαινόμενα. Την πρόσληψη δύο εμβληματικών κειμένων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού εξετάζουν από νέες οπτικές γωνίες ο Χαράλαμπος Μαγουλάς (Κι αν ο Ρήγας διάβαζε την Ελληνική Νομαρχία;), ο οποίος διαβάζει την Ελληνική Νομαρχία μέσα από το διανοητικό πρίσμα του Ρήγα, και ο Νίκος Μαυρέλος (Η «ευωδία της αδικίας»: η κοινωνική πλευρά των επαναστατικών τάσεων στον λεγόμενο Ανώνυμο του 1789), ο οποίος μας συστήνει εκ νέου ένα αλλόκοτο έργο που εκφράζει την κοινωνική διάσταση της επανάστασης μέσα από ένα αναπάντεχο «κειμενικό μόρφωμα, τη σάτιρα, που διαλέγεται με την ελληνική παράδοση, αλλά μπολιάζεται με τα τότε ευρωπαϊκά τεκταινόμενα». Το πολιτικό όραμα, λοιπόν· αλλά και το απτό εγχείρημα των ελληνικών Συνταγμάτων: Ο Γιάννης Τασόπουλος (Το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης) μας εισάγει στον κόσμο των πρώτων συνταγματικών κειμένων και των δύο συνταγματικών όψεων της Επανάστασης, του Ρήγα και του Κοραή, παρατηρώντας ψύχραιμα πως «ίσως το ιδανικό Σύνταγμα της Επανάστασης υποσχέθηκε ένα θησαυρό που δεν πρόλαβε να σχηματίσει. Δεν είναι καν χαμένη κληρονομιά, είναι μάλλον ανεκπλήρωτη επαγγελία...». Το ιδανικό Σύνταγμα είναι πάντοτε ανολοκλήρωτο και μια υπόθεση ανοιχτή. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν οι πολιτικές κοινότητες (μήπως και κάθε άνθρωπος;) είναι καταστατικά ετερογενείς; Ο Σωτήρης Λυκουργιώτης (Μοριακές αντινομίες του νέου ελληνισμού) συλλέγει θραύσματα από τις επιστολές του κόμητος Ορλόφ και θρύμματα της επίσημης ιστορίας για να αναδείξει τη ριζική απροσδιοριστία κι αδιαφάνεια των εξεγερμένων Ελλήνων: «Λίγες ψηφίδες, από αναρίθμητα θραύσματα. Και τα ερωτήματα παραμένουν: τι ήταν τελικά οι Έλληνες που επαναστάτησαν το 21; Ήρωες ή “καπάκιδες”; Κλέφτες ή αρματολοί; Δειλοί ή τυχοδιώκτες; Απάτριδες ή πατριώτες; Θρησκόληπτοι ή θεομπαίχτες; Βυζαντινοί ρωμιοί, αρβανίτες ή αρχαιολάτρες; Ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά και όλα αυτά μαζί». Κι έπειτα έχουμε τους ίδιους τους αγωνιστές που κάποτε μοιάζουν παραδομένοι σε μια αδιαπέραστη θύελλα του θυμικού· το σώμα κι η ψυχή του μαχητή έχουν την αδιαφάνεια και το μυστήριό τους. Πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτά και πώς να αποτολμήσει μια σύνδεση πιο προσωπική; Με όχημα την ιστορική λογοτεχνία η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (Προσφιλέστατε Κάρπο) συνομιλεί με τον όχι και τόσο γνωστό αγωνιστή Κάρπο Παπαδόπουλο. Κι ο υπογράφων (Ο Σατανάς και ο Μακρυγιάννης) δοκιμάζει να διαχωρίσει τον μακρυγιαννισμό από τον Μακρυγιάννη ξαναδιαβάζοντας τα Οράματα και Θάματα, ένα έργο που κάποιοι το πήραν για θεόπνευστο κι άλλοι για σατανικό.

Ο αναγνώστης του αφιερώματος ας περιπλανηθεί φτιάχνοντας τα δικά του πλέγματα νοήματος καμωμένα από λέξεις, πληροφορίες, ιδέες. Αυτά έχουν τη θαυμαστή ιδιότητα να διαλέγονται και να διασταυρώνονται με εκείνα των άλλων παράγοντας νέες δοκιμές και νέα πειράματα. Το «1821» είναι πάντα υπο κατασκευή· κι είναι αυτός ο τρόπος του να γεννά συμβάντα κι ιστορία ακόμη.

Νικήτας Σινιόσογλου



* Γ. Θεοτοκάς, Αναζητώντας τη διαύγεια. Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, επιμ. Δ. Τζιόβας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 2005, σ. 456.



Βλ. επίσης:

Σελίδες/ Το 1821 στο θέατρο και τον κινηματογράφο

Επιμέλεια: Ελίζα Άννα Δελβερούδη