The modern Greek, in tolerable verse
BYRON, Don Juan
Με ανοιχτό διακύβευμα την πριμοδότηση της λαϊκότητας ή της λογιοσύνης, ως αποτέλεσμα της σκληρής διαμάχης ανάμεσα σε δημοτικιστές και καθαρολόγους, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η ελληνική γλώσσα περιεβλήθη –στον έσχατο βαθμό– το εθνικό σχήμα, δηλαδή το σχήμα εκείνο που αποκαθιστά το κύρος της ιστορικής συνείδησης, όταν η ποίηση, με την παραδειγματική συμπύκνωση του νοήματός της, την ακαριαία επίδραση της συναισθηματικής της έντασης και τη ρυθμική δυνατότητα απομνημόνευσης των εκφράσεών της, ταυτίστηκε οργανικά με το αίτημα της ελευθερίας. Επειδή μόνον υπό τον όρο της απαθανάτισης, γραπτής ή προφορικής, μπορεί η ελευθερία να ολοκληρώσει τον εθνικό και πανανθρώπινο σκοπό της, να γίνει δηλαδή, εντός του λόγου, οδηγός πορείας για το παρόν και κτήμα εσαεί για το μέλλον. Από αυτή την άποψη, αν το αίτημα ενός υποδουλωμένου έθνους αποτυπώνεται με απόλυτο τρόπο, για τον ποιητή του έθνους, στη φράση «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα»,[1] το όραμα της ελεύθερης πολιτείας συνοψίζεται, για τον ιστορικό του έθνους, στην υψηλότερη στιγμή της ποιητικής δημιουργίας: «Η μεγάλη Ποίησις απαρτίζει και συγκεφαλαιοί την πολιτείαν, αντανακλά το φως όλης ιστορικής εποχής».[2]
Η απόσταση ανάμεσα στον Πίνδαρο και στον Ανακρέοντα, για τους Έλληνες του 19ου αιώνα, τόσο πριν όσο και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, οριοθετεί το πεδίο στο οποίο θα κινηθεί, άλλοτε προς τη μία και άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση, η γραμματειακή παράδοση του έθνους. Βέβαια, η αρχαία κληρονομιά, στην περίπτωση των Ελλήνων, δεν είναι μόνο η παγκόσμια παρακαταθήκη που θα εμπνεύσει απελευθερωτικά ιδεώδη και λυρικά οράματα, που θα διδάξει την αυταπάρνηση των ηρώων και τη λατρεία της φύσης, που θα γίνει πρότυπο για την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά και για τη μίμηση μετρικών τύπων –γιατί εδώ, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, η αρχαία κληρονομιά αποτελεί, πρωτίστως, φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμα. Τόσο φυσικό που ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, εποπτεύοντας –με τα μάτια και το πνεύμα– το ελληνικό τοπίο, από την παραμεθόριο των Επτανήσων, προτεκτοράτο τότε του Ηνωμένου Βασιλείου (η Ιόνιος Πολιτεία), προβαίνει, τέσσερα χρόνια πριν από το 1821, στις εξής κανονιστικές διευθετήσεις:
Ο Πίνδαρος πετά εις τας κορυφάς του Ολύμπου, του Παρνασσού και του Ελικώνος, ίνα εξυμνήση τον Παιάνα της νίκης και του θριάμβου.
Ο Ανακρέων πλανάται εις τα δάση και εις τους Λειμώνας, άδων με τους Έρωτας, μα τας Χάριτας, με τας Νύμφας και με τον Βάκχον.
Ένα ακόμα όνομα θα προστεθεί, για πρώτη ίσως φορά σε αμιγώς φιλολογικό κείμενο της νεοελληνικής γραμματείας, για να εγκατασταθεί το απαιτούμενο σχήμα του τριγώνου: αυτού που ρυθμίζει διαλεκτικές σχέσεις, που ανασκευάζει και επανεισάγει βεβαιότητες, που αποδομεί και οργανώνει εκ νέου το χάος της ανθρώπινης ιστορίας.
Η Σαπφώ περιφέρεται σκυθρωπή εις τους ναούς και εις τα ερείπια, ίνα κλαύση παράπονα έρωτος και δόξης.[3]
Η αναπόφευκτη σύγκριση ανάμεσα στη δύναμη του άντρα και στην ευαισθησία της γυναίκας, αν πάρουμε ως παράδειγμα σύγκρισης τον Πίνδαρο και τη Σαπφώ, η διελκυστίνδα μεταξύ του πολεμοχαρούς και του ειρηνοποιού φύλου, μεταφέρεται και στο αναπεπταμένο πεδίο της ποιητικής τέχνης. Το αποτέλεσμα είναι σαρωτικό. Εκείνος: αγέρωχος, τολμηρός, υψιπέτης. Εκείνη: καχεκτική, μεμψίμοιρη, γήινη. Ο Πίνδαρος, πετώντας στις κορυφές των βουνών, συνθέτει ηρωικούς ύμνους. Η Σαπφώ, περιπλανώμενη στα αρχαία ερείπια, πενθεί χαμένους έρωτες. Όμως, αν η εικόνα που παραδίδει ο Ζαμπέλιος για τον Πίνδαρο, με τις χτυπητές μεταφορές που αναδεικνύουν τον ποιητή των διθυραμβικών ωδών, είναι ακριβής, η περιγραφή των γνωρισμάτων της σαπφικής ποίησης, παρά τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, προκαλεί αμηχανία. Ναοί και ερείπια δεν απαντώνται στα αποσπάσματα· η αναφορά σε θρήνους και παράπονα στοιχειοθετεί οριακή, αν όχι καταχρηστική, ερμηνευτική δυνατότητα. Αλλά όλα αυτά –γκρίνιες και καπρίτσια– αποτελούν, στη συνείδηση ενός άντρα του 19ου αιώνα, διαχρονικά στοιχεία του γυναικείου κόσμου. Παρεμπιπτόντως, όταν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο γιος του Ιωάννη, διατρανώνει ότι οι Έλληνες, εγκαινιάζοντας το Δράμα, ανακαλύπτουν πρώτοι «εν τη ευσπλαχνία της γυναικός […] το έτερον και έως τότε άγνωστον της ανθρωπίνου ψυχής ημισφαίριον», η πατροπαράδοτη σύγκριση υψηλού-χαμηλού επαναλαμβάνεται:
Ο ήττων τόνος του αδυνάτου φύλου ποικίλλει τον μείζονα τόνον του ανδρός![4]
Υπό αυτούς τους όρους, η αντιβολή των διαζευκτικών προτάσεων του Ι. Ζαμπέλιου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χρήση της κυριολεξίας απέχει από την αποτύπωση των φιλολογικών του κρίσεων περισσότερο από όσο η χρήση της μεταφοράς. Εκτός κι αν το σχήμα της κυριολεξίας ταυτίζεται εδώ με το νόημα μιας λανθάνουσας μεταφοράς, η οποία σχετίζεται με την παράδοση και την έκδοση των ίδιων αυτών των αρχαίων ποιημάτων. Γιατί το ξεδίπλωμα της διαλεκτικής σκέψης του Ζαμπέλιου –συνειδητά ή ασύνειδα, μάλλον ασύνειδα– τεκμηριώνει την αναλογία ανάμεσα στην περήφανη ανάβαση σε τρία ιερά βουνά της Ελλάδας, τα οποία αντιπροσωπεύουν, κατά σειρά, την κατοικία των θεών, τη γέννηση του ανθρώπινου είδους και τον τόπο των Μουσών, δηλαδή την καταστατική τριλογία των αξιών που συνιστούν κορυφαίες εκφάνσεις της θρησκείας, της λογικής και της τέχνης, και στην ευθεία αναγνώριση ενός έργου περατωμένου, από τη μία· από την άλλη, την αναλογία ανάμεσα στην αβάσταχτη περιπλάνηση στα αρχαία ερείπια και στην πικρή παραδοχή ενός έργου αποσπασματικού. Εντούτοις, το αίσθημα αποκαρδίωσης δεν βαραίνει την ίδια τη Σαπφώ –η Σαπφώ δεν συνέθεσε αποσπάσματα–, αλλά λειτουργεί ως αποτέλεσμα μιας κίνησης αντανακλαστικής, η οποία διορθώνει τους δείκτες της παράστασης: η Σαπφώ περιφέρεται σκυθρωπή στα ερείπια των ποιημάτων της επειδή, στην πραγματικότητα, σκυθρωπός περιφέρεται ο Ζαμπέλιος στα ερείπια των ποιημάτων της Σαπφώς.
Αν για τον πατέρα Ζαμπέλιο η απόρριψη της αποσπασματικότητας σκιαγραφεί τη διαδρομή της αισθητικής του παιδείας, αλλά και τη διαδρομή μιας πιο ψηλαφητής, πιο βιωματικής σχέσης με την ιστορία της ποίησης, για τον γιο, τον φιλόσοφο της ιστορίας, τον συστηματικότερο ιστοριονόμο της εποχής και βασικό εισηγητή της ιδέας για την ελληνική διαχρονία,[5] η ποίηση εντάσσεται, προγραμματικά και αδιαπραγμάτευτα, στις ίδιες τούτες διακηρυγμένες ιδεολογικές επιταγές που αφορούν την ιδιοσυστασία της εθνικής συνείδησης. Θεμέλιο της ιστοριονομίας, όπως –επί το ελληνικότερον– μεταφράζει ο Σ. Ζαμπέλιος τον όρο φιλοσοφία της ιστορίας, η πεποίθηση ότι τα μέρη που αποτελούν την ολότητα του κόσμου «εξαρτώνται το εν εκ του άλλου και […] συνδυάζονται». Σκοπός της ιστοριονομίας να διευρύνει «εν παντί χώρω και χρόνω, τας απορρήτους αιτίας, αίτινες εγέννησαν τας μεταβολάς, και τας σπουδαίας περιπτώσεις, όσαι συνέτρεξαν εις την γένεσιν των συμβεβηκότων».[6]
Υπό αυτό το πρίσμα, η ενότητα της ελληνικής ιστορίας δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντανάκλαση της ενότητας της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς ο Ζαμπέλιος, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την πρόταση της «εθνικής σύμπτυξης»[7] των τριών μεγάλων περιόδων της ελληνικής ιστορίας, προσαρμόζει στο ιστοριονομικό του σύστημα βασικές αρχές από τη φιλοσοφία της ιστορίας του Hegel: τη βεβαιότητα ότι η παγκόσμια ιστορία, ακόμα και στις πλέον παράλογες εκφάνσεις της, κυβερνάται από τον Λόγο, οπότε η ιστορία του Λόγου συνίσταται στη σύνθεση των επιμέρους στοιχείων που απαρτίζουν την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς και τη διαβεβαίωση ότι η παγκόσμια ιστορία αποτελεί πεδίο υλοποίησης της Ιδέας «μέσω του “λαϊκού πνεύματος” (Volksgeist), ήτοι μέσω της συλλογικής έκφρασης της εκάστοτε συγκεκριμένης ιστορικής κοινωνίας, και όπως αυτή αποτυπώνεται στα ήθη, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές και πολιτισμικές συμβάσεις της».[8]
Αφού το Απόλυτο Πνεύμα του Hegel, η ύψιστη έκφραση της αυτοσυνειδησίας του Πνεύματος, πραγματοποιείται σε τρία πεδία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, τα οποία συνάπτονται αντιστοίχως με τρεις μεγάλες ιστορικές περιόδους –η τέχνη με την αρχαιότητα, η θρησκεία με τον Μεσαίωνα και η φιλοσοφία με τη νεότερη εποχή–ο Ζαμπέλιος θεμελιώνει την αρχή της τρισυπόστατης ιστορίας της Ελλάδας πάνω στη συμφιλίωση του πραγματικού με το ιδανικό εισάγοντας την έννοια του «μέσου όρου», που εκπροσωπεί ο χριστιανικός κόσμος του Μεσαίωνα, η ανώτερη ποιοτικά εποχή της ελληνικής ιστορίας, κατά την κρίση του Ζαμπέλιου, και συνδετικός κρίκος της αρχαιότητας με τους νεότερους χρόνους,[9] οι οποίοι, με αφετηρία το 1821, οφείλουν να αποτελέσουν τον συγκερασμό των προηγουμένων εποχών. Βέβαια, ο Ζαμπέλιος παραχαράζει το φιλοσοφικό σύστημα του Hegel: στη θέση του Πνεύματος τοποθετεί τον Θεό (ο Θεός, «ο χαλκεύσας του Παντός την άλυσον», μεριμνά ώστε τα μέρη της ολότητας να εξαρτώνται το ένα από το άλλο και να συνδυάζονται) και προσδίδει ειδική αξία στη συμβολή του χριστιανικού κόσμου, αξία που αντιτίθεται στις αρχές του Hegel. Γι’ αυτό, ο Σολωμός, όταν διαβάζει τα Άσματα δημοτικά, αποφαίνεται: «Καλέ, τι έπαθε ο Σπύρος; Έντυσε τον Έγελ με το φελόνι του παπά μας;».[10]
Υπό τους όρους ενός τόσο κλειστού ανθρωπολογικού συστήματος, όπου όλες οι λεπτομέρειες συνυφαίνονται με σκοπό την τεκμηρίωση της αδιαίρετης ολότητας στην ιστορία του ελληνικού έθνους, ο εθνικός ποιητής οφείλει να καταλείψει έργο αρραγές και ολοκληρωμένο, με δομή σαφή και συνεκτική, με μορφικά στοιχεία αποκρυσταλλωμένα και διαυγή, με πίστη σε ένα όραμα που θα κατορθωθεί μέσα από την ενότητα της γλωσσικής καλαισθησίας, της ηθικής σταθερότητας και της αισθητικής επάρκειας· δηλαδή έργο που να αποτελεί πιστή αντανάκλαση του ίδιου αυτού του ανθρωπολογικού συστήματος. Εντούτοις, ένα τόσο απαρτισμένο φιλοσοφικό μοντέλο δεν συμβιβάζεται με ένα τόσο αποσπασματικό ποιητικό έργο. Αλλιώς, η ολότητα της Ιδέας, δηλαδή τα ίδια τα θεμέλια του έθνους καταρρέουν.[11]
Η απόφαση του Ζαμπέλιου είναι σταθερή· σε (ακόμα μία) λυρική του επίνοια, η οποία ανακαλεί τον περίφημο στοχασμό του Σολωμού, «εφάρμοσε εις την πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού, το οποίον αρχινάει από το σπόρο, και γυρίζει εις αυτόν»,[12] αλλά δεν ολοκληρώνεται με τον διαλεκτικό τρόπο του Hegel, όπως στον Σολωμό, ο Ζαμπέλιος λέει: «Ό,τι το άνθος προς το φυτόν, ό,τι το άρωμα προς το άνθος, τούτο δη και προς την πολιτείαν ο ποιητής. Η μεγάλη Ποίησις απαρτίζει και συγκεφαλαιοί την πολιτείαν, αντανακλά το φως όλης ιστορικής εποχής».[13] Γι’ αυτό, ό,τι αναγνωρίζεται με θαυμασμό ως «πολύτιμα συντρίμματα» από τον Ιάκωβο Πολυλά,[14] θεωρείται, για τον Ζαμπέλιο, τεμάχια «ασυναρτήτων […] σχεδιασμάτων […] ασυρράπτων σκιαγραφημάτων», αποτέλεσμα της «ολιγοδρανίας» και του «ποιητικού μαρασμού», της «ιδιοτροπίας», της «κακοθυμίας» και της «φυγανθρωπίας», που προκάλεσε η στροφή του Σολωμού στον «μυστικισμό» και στη «μεταφυσικομανία» με την «αυτομόλησή» του στον «γερμανισμό», στη μελέτη δηλαδή της γερμανικής φιλοσοφίας.[15] Έξοχο δείγμα μυστικισμού, για τον Ζαμπέλιο, η «Σαπφώ», όψιμο ιταλικό ποίημα του Σολωμού, από όπου παραθέτει τους εξής στίχους: