Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του '21;


Εισαγωγικό σημείωμα

———— ≈ ————

Μετά τη δημοσίευση των τριών βιβλίων του για την ελληνική επανάσταση – Κανέλλος Δεληγιάννης (2001), Τα καπάκια. Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος (2003) και Εμμανουήλ Ξάνθος. Ο Φιλικός (2005) –, ο Κωστής Παπαγιώργης σχεδίασε έναν τέταρτο τόμο με τίτλο εργασίας «Συντροφοναύτες και Μελαχήδες», ο οποίος θα ήταν αφιερωμένος στον ναυτικό αγώνα του 1821. Παρά την εκτεταμένη ερευνητική προεργασία, το σχέδιο τελικά δεν ευοδώθηκε, αλλά στο αρχείο του διασώθηκαν σχεδιάσματα από διάφορα κεφάλαια του έργου. Το ανέκδοτο αυτό υλικό, μαζί με άλλα αθησαύριστα παπαγιωργικά κείμενα για την επανάσταση και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος συγκεντρώθηκαν στον τόμο: Κωστή Παπαγιώργη, Κατάλοιπα του ΄21 (εισαγωγή-επιμέλεια: Δ.Π. Σωτηρόπουλος), εκδόσεις Καστανιώτη, 2021. Το απόσπασμα που δημοσιεύεται στον Χάρτη προέρχεται από σχεδίασμα του πρώτου κεφαλαίου και επικεντρώνεται στο ερώτημα της γλώσσας που μιλούσαν «οι άνθρωποι του ‘21».

Δημήτρης Καράμπελας

———— ≈ ————

Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του '21;



Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του ’21; Άγνωστο. Τι λογής ομιλία διέκρινε τους Ντρέδες από τους Μπαρδουνιώτες, τους Λαλαίους από τους Μανιάτες, τους Υδραίους από τους Ψαριανούς, τους Καβοντορίτες από τους Αθηναίους, τους Βραχωρίτες από τους Σουλιώτες; Ασφαλώς μιλούσαν την ελληνική και την αρβανίτικη καθότι, όπως γράφει ο Φίνλεϋ, δύο φυλές κατοικούσαν στην Ελλάδα, οι Έλληνες και οι Αρβανίτες. Μιλούσαν επίσης ντοπιολαλιές, άλλη οι Κρητικοί και άλλη οι Μοραΐτες, ωστόσο λαλούσαν αλλά σπανίως έγραφαν διότι οι πληθυσμοί ήταν αναλφάβητοι και ελάχιστοι ανάμεσά τους γνώριζαν τη γραφή – ιερείς, γραμματικοί, σπουδασμένοι, έμποροι. Κάποιοι βέβαια είχαν μαθητεύσει σε αλληλοδιδακτικά σχολεία, κατάφερναν να μουτζουρώνουν ανορθόγραφα τις σκέψεις τους, αλλά δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του συχνότατου πολεμικού ταχυδρομείου. Η γραφή θα ανατεθεί για ευνόητους λόγους σε λογίους και πεπαιδευμένους οι οποίοι, στην υπηρεσία στρατιωτικών και πολιτικών, σε ακραιφνή καθαρεύουσα και ενίοτε αρχαΐζουσα γλώσσα, θα επικαλύψουν ολοκληρωτικά τη ζωντανή λαλιά των ντόπιων με μακαρονισμούς της εποχής.

Όταν οι Λαλαίοι του Αλή Φαρμάκη, τα «πρώτα τουφέκια του Μοριά», δέχονται την επίθεση των επτανησίων, ο αγγελιοφόρος Μεσσάρης έλαβε μιαν επιστολή από την κοινότητά τους που αποδίδει το ιδιότυπο ήθος εκείνων των χρόνων. «Καπεταναίοι Κεφαλλωνίτες και Ζακυνθινοί, ελάβομεν το γράμμα σας και είδαμε όσα μας γράφετε. Αλλά επειδή και οι μπέηδες και οι αγάδες είναι τριγύρω στου Λάλα με τα ασκέρια, δεν ημπορούμεν να σας αποκριθούμεν σήμερον... Λάβετε ως τόσον ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ρεβανιά δι’ αγάπην και μένομεν». Όταν πάλι έφτασε ο Μπέικος Κεχαγιάς, απεσταλμένος των Λαλαίων, στο επτανήσιο στρατόπεδο και του είπαν ότι πρέπει να εμφανισθεί με δεμένα μάτια, απάντησε: «Μόνον ο θάνατος και ο ύπνος μπορεί να κλείσει τα μάτια των Λαλαίων». Πληροφορούμενος δε το γενικό ξεσηκωμό του Μοριά, έδωσε την καίρια απάντηση: «Αφού εχύθηκε τόσο αίμα τούρκικο, ποια ωφέλεια να σωθεί ένα ποτήρι αίμα των Λαλαίων;»

Έτσι μιλούσαν οι άνθρωποι της εποχής, έτσι αισθάνονταν, και για να καταλάβουμε τη φρικαλέα διαφορά από την επίσημη γραφή, μπορούμε να παραθέσουμε ένα απόσπασμα του γραμματικού του Μιαούλη, Δημήτριου Σαλτέρη: «Τότε δε τότε και αυτός ο σοβαρώτατος Πλούτων μετά του αγριωτάτου Κερβέρου ήθελον μειδιάσει, βλέποντες εξ ενός μέρους τον εχθρόν απηλπισμένως κατά των ελληνικών πλοίων ορμώντα ως άγριος αίλουρος και από το άλλο τους Έλληνας, πότε μεν αντικρούοντας την ορμήν των και εις μηδέν αυτήν λογιζομένους, ως άλλοι μεγαλόφρονες και των μικρών άξιοι καταφρονηταί λέοντες, πότε εφορμώντες κατ’ αυτών, ως υψιπετείς αετοί και δριμείς σαρκοφάγοι ιέρακες, πότε πάλιν τον Δίαν μιμουμένους και ως εξ ύψους του ουρανού μακρόθεν τους εχθρούς κεραυνοβολούντας, και άλλοτε τον νεκρόν προσποιούμενους, ως ο γέρων της οικίας αίλουρος τους όνυχάς του πρός τους μύας, υπό την όρασιν των εχθρών αποκρύπτοντας...»

Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του '21;


Ο Μιαούλης, όπως γνωρίζουμε, μιλούσε την αρβανίτικη διάλεκτο, δεν ήξερε ούτε να υπογράφει, μπέρδευε τα άρθρα (έλεγε ο γυναίκας μου...) και φυσικά ούτε μπορούσε να διαβάσει τα κατεβατά του γενναίου Σαλτέρη – και βέβαια να τα καταλάβει. Αυτός ναυμαχούσε, ο γραμματικός του κατέγραφε κατά το δοκούν χωρίς καν να υποψιάζεται ότι, με πάσα αθωότητα, διέπραττε ένα εθνικό έγκλημα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα περιέγραφε ο ίδιος ο Μιαούλης τη ναυμαχία, με ποια χυμώδη λαλιά θα απέδιδε τα γεγονότα και τη διάθεσή του. Η απώλεια είναι ανυπολόγιστη καθώς, με την επιδρομή της αρχαΐζουσας που ρεκάζει κυριολεκτικά σε βάρος του πραγματικού, εξαφανίζεται τόσο ο ναυμάχος όσο και η ναυμαχία.

Απορίας άξιον παραμένει πώς ο σώφρων Φωτάκος, ο οποίος αναφέρεται στους «γράφοντες μέσα εις τα γραφεία των», δεν συνέλαβε αυτή τη χαοτική παραδρομή η οποία κυριολεκτικά έθαψε τους τρόπους και το σκέπτεσθαι των αγωνιστών. Μιλάει βέβαια για τους λογίους και πεπαιδευμένους που «καταγίνονται εις το γλαφυρόν του ύφους και το συναρμολογημένον των λέξεων και εις την ρητορικήν ευφράδειαν», αλλά το πράττει με σκοπό να υπερασπιστεί την αλήθεια των συμβάντων που αγνοούσαν οι καλαμαράδες και όχι την αλήθεια των προσώπων. Γράφει για παράδειγμα: «Θέλετε να μάθετε καθαρά την αλήθειαν; Αναγνώσατε τα μέχρι τούδε εκδοθέντα απομνημονεύματα εις τους χωρικούς εκάστου τόπου όπου η μάχη έγεινε, και τότε ακούετε την αλήθειαν». Ούτε στιγμή δεν του περνάει από το νου η σκέψη ότι κάποτε, η ελεύθερη πλέον χώρα, θα νοσταλγούσε την αληθινή λαλιά των χωρικών που εκτοπίστηκε από την ανοστανάλατη λογιοσύνη.

Το νέο πνεύμα, φορείς του οποίου ήταν οι πεπαιδευμένοι (και οι «αριστοκρατικοί» που μέμφεται ο Φωτάκος, αυτοί που δεν πολέμησαν αλλά «παίρνουν τον κόπον των άλλων»), δεν έτρεφε καμιά εκτίμηση για τον φακήρ φουκαρά και για τους άγριους στρατιωτικούς. Η χώρα είχε ελευθερωθεί, είχε επιτέλους δική της πολιτειακή αρχή οπότε οι τουρκομαθημένοι, οι αναλφάβητοι, οι ραγιάδες και οι σφάχτες όφειλαν να παραδώσουν την εξουσία τηρώντας υπακοή. Τι να περιμένουν από τον άθλιο χωρικό που δεν είχε βγει ποτέ του από τα όρια του χωριού του; Από αυτόν που τιμούσε το χωράφι του λέγοντας «και άνθρωπο να φυτέψεις φυτρώνει;» Η καθαρεύουσα γλώσσα, αγνή (σαν το Έθνος) και χωρίς προσμίξεις, επεβλήθη σαν άμεσο παρακολούθημα της απελεύθερωσης. Οι νέοι πολίτες όφειλαν να αποδείξουν ότι κατέχουν «δική τους» γλώσσα, μακριά από τουρκισμούς και αρβανιτισμούς, απόδειξη ότι όλα σχεδόν τα απομνημονεύματα γράφτηκαν καθαρευουσιανιστί. Η λαϊκή ρωμιοαρβανιτοτούρκικη γλώσσα έπρεπε να κηρυχθεί εκτός νόμου.

Σε καθαρεύουσα έγραψαν ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Φωτάκος, ο Φραντζής, ο Κοντάκης, ο Σπηλιάδης, ο Φιλήμων, ο Ξάνθος, ο Κασομούλης. Ο τελευταίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Γεννημένος στην Κοζάνη το 1795, ευτύχησε να είναι παρών σε πολλά κρίσιμα γεγονότα του Αγώνα (κατάληψη της Τριπολιτσάς, Όλυμπο, δίκη του Καραϊσκάκη, Μεσολόγγι, Παλαμήδι). Ως εκ τούτου τα Ενθυμήματά του έχουν βαρύνουσα σημασία, η οποία θα ήταν απείρως μεγαλύτερη αν αυτός ο γιος εμπόρου έγραφε σε λαϊκή γλώσσα –όπως ένιωθε τέλος πάντων– και όχι σε μια απίθανη μιξοκαθαρεύουσα που έβαλε σε μεγάλα βάσανα τον εκδότη του Βλαχογιάννη. Παραδόξως είναι ο μόνος που διέσωσε κάποια ζώπυρα από τα λεγόμενα του Καραϊσκάκη, ικανά για να δώσουν μια αμυδρή ιδέα για το λέγειν της εποχής.

Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του '21;


Στο Αιτωλικό, ο Καραϊσκάκης συναντά τον Νότη Μπότζαρη και τον Νικόλαο Στορνάρη. Ο πρώτος του λέει ότι πηγαίνουν στον Μαχαλά για να λάβουν οδηγίες από την κυβέρνηση. Και η απάντηση:

«Ποία κυβέρνηση καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του ρεΐζ εφέντη, ο τεσσαρομάτης (δηλ. Μαυροκορδάτος, επειδή φορούσε γυαλιά); Ποιοι τον έκαμαν κυβέρνηση; Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν. Ή σύναξε δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν διά τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποίοι τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, όπου όλα θέλεις να έρχονται με τον ζουρνά (εύκολα και πανηγυρικά). Ο Σκαλτσάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ μπαγκ. Ο Μακρής Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα, δεν εχόρταινεν με 80 χιλ. φοραίς την ώραν, ο ξεινογαλοΓιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται (ήταν Σαρακατσάνος και ξυνογαλάς), και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου την εκστρατείαν σας».

Οι χυδαιολογίες, οι βωμολοχίες και οι βαριές βρισιές κατά πάντων προφανώς θα ήταν γνώρισμα ανθρώπων που κινδύνευαν να σκοτωθούν από τη μια μέρα στην άλλη και δεν ορρωδούσαν προ ουδενός. Όταν λοιπόν στις αφηγήσεις των ιστορικών διαβάζουμε ότι ο τάδε οπλαρχηγός έστειλε το δείνα μήνυμα ή αναφορά στην κυβέρνηση, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη μας ότι αλλιώς μιλούσε ο οπλαρχηγός και άλλα έγραφε ο γραμματικός. Ο ένας αράδιαζε αθυροστομίες και βαριά λόγια, ο άλλος τις συμμόρφωνε κατά τα δέοντα (Πανευσεβέστατε, Πανεξοχότατε... κτλ). Από τη μια μιλούσε το αξιοκαταφρόνητο δουλικό παρελθόν, ενώ από την άλλη φθεγγόταν ο εκσυγχρονισμός και η προοπτική του Έθνους. Αν είχαμε τις πραγματικές φράσεις των αγωνιστών η εντύπωσή μας για την εποχή θα ήταν διαφορετική και για τα ήθη βέβαια ανθρώπων που έζησαν μέσα σε σκληρές συνθήκες, που ήταν επαγγελματίες πολεμιστές και αγνοούσαν παντελώς την ευπρέπεια.

Οι γραμματικοί με άλλα λόγια πρόσφεραν μεγάλη υπηρεσία στον Αγώνα, έγιναν το δεξί χέρι και το επίσημο μυαλό της επικοινωνίας μεταξύ μετώπου και κυβερνήσεως, αλλά φίμωσαν κυριολεκτικά την ντόπια λαλιά που είχε κάθε δικαίωμα να γίνει γνωστή. Ευτυχώς, τουλάχιστον κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, «γλίτωσαν» κάποιες αυτόγραφες επιστολές αγωνιστών που διασώζουν μερικές πτυχές από την ψυχοσύνθεση των ανδρών εν πολέμω. Από την Αγία Μαύρα όπου έχει βρει καταφύγιο μετά τον χαλασμό των Σουλιωτών, ο Κίτζος Μπότζαρης γράφει το 1805 στους χερσοελλαδίτες καπεταναίους (δεν τηρούμε την ανορθογραφία της επιστολής): «Εις την αφεντιά σου καπετάν Γιωργάκη αδελφικώς σας ακριβοασπάζομαι. Τον Θεόν παρακαλώ διά την καλήν σας υγείαν, μάθετε διά λόγου μου την υγείαν καλώς έχω, εγώ οπού εγλίτωσα από του εχθρού το γαζέπι και ας έχει δόξα ο Θεός οπού ήμασταν φταίχτες και μας το ’δωκε (...) Όθεν κουβέντιασε και τον αδελφόν μας καπετάν Θανάση οπού να στέλλει να είναι πάντα κυβερνημένοι οι άνθρωποί του και ο αδελφός του, διότι αυτός δεν αφήνει κάναν χριστιανό να φάει ψωμί. Το ίδιον του γράφω κι εγώ, μονάχα στοχάζομαι πως δεν με πιστεύει επειδή όντας ήμασταν εις τα συγκαλά μας δεν στάθει τρόπος οπού είχεν όλον τον ταϊφά δικόνα του και ξένους και δικούς από κάπου από την γης ένα χαμπέρι να γλιτώσουν και ένα παιδί μας ή ένα παλικάρι μας ή μια γάτα μας. Αδέλφια σας ασπάζομαι αδελφικώς και εν βία σας γράφω».

Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε πώς θα καταντούσε αυτή η επιστολή αν ο Μπότζαρης την υπαγόρευε σε κάποιον ξεσκολισμένο γραμματικό. Ποιος από το συνάφι τους θα μπορούσε να γράψει τη φράση «σε χαιρετώ και σου φιλώ τα μάτια» που σημειώνει ο Καραΐσκος το 1812; Στη θέση τους ο καλαμαράς θα άφηνε ελεύθερη την λογιότατη κενολογία, όπως ακριβώς κάνει ο Φυσεντζίδης που διέσωσε αυτές τις επιστολές. Το 1817, από τη Ζάκυνθο όπου βρίσκεται, γράφει ο Κολοκοτρώνης με πικρό παράπονο στον Βαρνακιώτη: «Το αίτιο οπού δεν σας έγραφα είναι ετούτο, ότι η ευγένειά σας ελάβατε την πατρίδαν σας και τρώτε κριάς αζύγιαστο ενώ εγώ ούτε την ηύρα αλλ’ ούτε θέλει την εύρω και το τρώγω με την λίτραν και εις αυτό σας έχω παράπονα, ότι ο χορτάτος του νηστικού δεν του πιστεύει. Όμως έτζι είναι ο ντονιάς, και εγώ παρακαλώ τον θεόν να ακούσω τους φίλους μου και τους συμπατριώτας μου να είναι καλά και ας τρώνε τα αρνιά και εγώ τρώγω γελαδοκρέατο (...)». Και σχολιάζει ο Φυσεντζίδης: «Και διήγον ούτως αθυμούντες, ως οι λέοντες εν τοις κλωβοίς οι ιεροφάνται και μύσται ούτοι της ελευθερίας, οι υψιπέται ούτοι αετοί του Ολύμπου και του Ταϋγέτου...»

Πώς μιλούσαν οι άνθρωποι του '21;


Τα παραδείγματα που προδίδουν το χάσμα ανάμεσα στο ντόπιο στοιχείο και στους εκσυγχρονιστές πεπαιδευμένους είναι άφθονα, πειστικότατα χωρίς αυτό να υποκρύπτει φτηνή δολιότητα. Η ντοπιολαλιά μετερχόταν λέξεις όπως μουτ λακ (ταχέως), μαξούς (επί τούτου), ταράφια (φατρίες) και αμέτρητες άλλες· πώς μπορούσε να ανεχθεί «ελληνική» παρόμοια δάνεια από το δουλικό παρελθόν; Η κάστα των επαναστατών διανοουμένων, προτείνοντας το όραμα της ελεύθερης χώρας, όφειλε να μεταρρυθμίσει άρδην την επίσημη γλώσσα.. Οι αυτόχθονες ήταν χρήσιμοι για να πολεμήσουν –άλλωστε αυτοί πολέμησαν–, αντίθετα οι ετερόχθονες ήταν οι μόνοι που είχαν συλλάβει τα μηνύματα των καιρών. Ενώ οι ντόπιες ηγετικές ομάδες αντιλαμβάνονταν τον ξεσηκωμό με τις κατηγορίες των περιφερειακών δικτύων και συμμαχιών, οι εκσυγχρονιστές προέβαλλαν την αφηρημένη ιδέα του Έθνους, υπεράνω τοπικισμών και οικογενειακών συνδέσεων. Ο Κολοκοτρώνης για παράδειγμα και βέβαια οι Υδραίοι είχαν βλέψεις τοπικιστικές· η ριζική αναμόρφωση των διαφωτιστών του εξωτερικού τους φαινόταν εχθρικό σχέδιο και κυρίως ξένο και επικίνδυνο.

Ο Γάλλος Εμίλ Ντεζάζ, υπάλληλος της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, παρατηρούσε: «Οι άνθρωποι αυτοί είναι από τη φύση τους περήφανοι, ζηλόφθονοι, οξύθυμοι και εν μέρει θηριώδεις. Αν χάσουν κάθε ελπίδα ότι θα καταφέρουν να αποσπάσουν τον έλεγχο της εξουσίας, που θεωρούσαν ότι τους ανήκε με βάση τα αρχικά τους επιτεύγματα, από εκείνους που την έχουν σφετεριστεί, ενδέχεται να αρχίσουν να τρέφουν την ανόητη ελπίδα ότι θα μπορέσουν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα αν συνθηκολογήσουν έξυπνα με εκείνους στων οποίων την πτώση και την ανατροπή είχαν οι ίδιοι συμβάλει· και αν η κατάσταση στον Μοριά είναι αυτή που φαίνεται πως είναι, οι δυσαρεστημένοι δεν θα έχουν καν πρόβλημα να δικαιολογήσουν την αποσκίρτησή τους από έναν αγώνα που, αντί να φέρνει στη χώρα τους ευημερία, τη ρίχνει σε μιαν άβυσσο συμφορών, παραδομένη στα χέρια μιας φατρίας που είναι ανίκανη να την κυβερνήσει». Επίσηςη εξαλάμβαν το οργανωτικό σχήμα των εκσυγχρονιστών «ως πολιτική απάτη που επινόησαν (100 περίπου) άνθρωποι για να ξεγελάσουν την Ευρώπη όσον αφορά την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων και να αποσπάσουν πρόωρα από αυτή την ευνοϊκή της στάση απέναντί τους. Έχω πια πειστεί ότι οι ιδέες τους είναι ξένες προς τη μάζα του λαού...»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αγώνας διεξήχθη κατά του Οθωμανού κατακτητή αναδεικνύοντας συνάμα δύο εγχώρια έθνη: τους ανθρώπους του παρελθόντος και τους αποστόλους του μέλλοντος. Όσο φιλοπάτριδες κι αν ήταν οι ετερόχθονες φιλοδυτικοί, θεωρούσαν επαναστατικό τους καθήκον να «κλέψουν» την Επανάσταση από τους πρωτόγονους αυτόχθονες και να την οδηγήσουν σε ένα κράτος δυτικού τύπου με τίμημα φυσικά την άγρια διαμάχη μεταξύ κοινωνίας και κράτους που ακόμα και σήμερα επιβιώνει με διαφορετική μορφή. Αρκεί να αναλογιστούμε τα θλιβερά συμβάντα σχετικά με το «τακτικό» στράτευμα και την σφοδρή άρνηση των ντόπιων να «μπουν στα στενά», δηλαδή να φορέσουν ευρωπαϊκή στολή, για να έχουμε μιαν ιδέα του πόσο κόστιζαν οι δυτικές καινοτομίες.

Απομένει εντούτοις η απορία: τι λογής φύραμα ήταν εκείνοι οι άνθρωποι; Αποτελούσαν απλώς τα απόβλητα της νέας ιστορικής περιόδου ή μήπως υπερτερούσαν σε ψυχική βαθύτητα έναντι των εκσυγχρονιστών; Τα γραπτά που μας άφησαν κληρονομιά συνιστούν χωρίς αμφιβολία τεκμήριο.

Το πλέον προβεβλημένο γραπτό των εκσυγχρονιστών είναι η Ιστορία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, έξοχο κείμενο στο είδος του, γραμμένο από αγγλοσπουδαγμένο και ανυποχώρητο υποστηρικτή της γραμμής Μαυροκοδράτου. Όσο για τη γλώσσα είναι σαφής: «Σφάλλει όστις φρονεί ότι αρκεί μόνο να καταλαμβάνη ο λαός ό,τι λαλεί και ό,τι γράφει ο πεπαιδευμένος. Ο λαός ανάγκη πάσα να λαλλή και να γράφη όπως γράφει ο πεπαιδευμένος». Με βάση αυτό το κριτήριο όμως μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη στειρότητα που επέδειξαν οι γραμματικοί κάθε λογής. Βιβλίο του Μαυροκορδάτου δεν έχουμε, ο Πραίδης, ο οποίος κρατούσε ημερολόγιο γαλλιστί στο Μεσολόγγι, δεν απέδωσε, ούτε βέβαια έχουμε κιτάπι του Κωλέτη, του Βάμβα, του Ιγνάτιου Ουγγροβλαχίας, του Λουριώτη, του Νέγρη, του Γλαράκη και λοιπών. Όσο για τους συγγράψαντας, όπως ο Μάμουκος, ο Ψύλλας, ο Σκυλίτσης Ομηρίδης, ο Δραγούμης, ο Κωνσταντάς –όλοι τους λογιότατοι– δεν ευτύχησαν να αφήσουν στις κατοπινές γενιές μια μαρτυρία που θα ήταν εσαεί περηφάνεια για τους ομοϊδεάτους τους.

Τι απέμεινε; Τι άλλο από τα γραπτά των ντόπιων με τα κολλυβογράμματα και την απαιδευσία τους. Ο εικοστός αιώνας, ποιος να το ’λεγε; ανήκε σε έναν αγράμματο στρατιωτικό από τη Δωρίδα, στον Ιωάννη Τριανταφύλλου που απαθανίστηκε ως Μακρυγιάννης, ο οποίος έγραψε σε φυσική γλώσσα, εκφράστηκε σαν λαός τιμώντας με ένα λόγο το φρόνημα που είχε κηρυχθεί παράπονο και εκτός εποχής. Το γραφτό του είναι πολύτιμο όχι για τις ιστορικές του πληροφορίες, οι οποίες ελέγχονται καθότι ο συγγραφέας ψευδολογούσε και παραφερόταν όπως όλοι, αλλά για το απαίδευτο πάθος του χωριάτη και ανθρώπου παλαιάς κοπής το οποίο πάσχιζαν με κάθε μέσο να αφανίσουν οι αυτόκλητοι σωτήρες του τόπου. Χάρη σε αυτό το ανεκτίμητο βιβλίο έχουμε τρόπο να ισχυριστούμε ότι οι υπόδουλοι πληθυσμοί είχαν κι αυτοί «μερίδιο εις αυτήν την πατρίδα και κοινωνία».

Αν κάθε περιοχή είχε τον Μακρυγιάννη της –και τον είχε κατά κάποιο προφορικό τρόπο– είναι βέβαιο ότι το ένστικτο των κατοπινών ιστορικών θα έβρισκε καλύτερη καθοδήγηση. Η Ιστορία γράφτηκε εκ των άνω, ο λαός ορίστηκε ως απρόσωπη δύναμη με αποτέλεσμα να θυσιαστεί στην στρατηγική του νέου κράτους. Κάθε ιδιοτυπία αποσιωπήθηκε, πάσα γόνιμη διαφορά παραμερίστηκε· εφόσον το ενιαίο κράτος απαιτούσε και έναν ενιαίο λαό, πληθυσμοί, γλώσσες, τρόποι, εθνοτικές διαφορές αποσιωπήθηκαν εν ονόματι του μείζονος σκοπού. Ο Μοριάς. Η Χέρσος Ελλάδα, η Μακεδονία, η Ύδρα και οι Σπέτσες, ο ρωμαίικος ελληνισμός της αντίπερα ακτής ομογενοποιήθηκαν τεχνητά για να ανταποκριθούν στα νέα κελεύσματα. Ήταν οι υπόδουλοι – αυτό και μόνον αρκούσε. Δεν αρκεί όμως για τον αναγνώστη που έχει περήφανα αυτιά, που δυσανασχετεί με τα απλοϊκά ιστορικά τεχνάσματα και φρονεί ότι, πίσω από την εξαναγκαστική εξομοίωση, ενδέχεται να κρύβεται η βαθύτερη αφήγηση.

Το πρόβλημα δεν είναι αμιγώς γλωσσικό. Το λεκτικό ιδίωμα αποτελεί μόνο μια πτυχή αλλά, σε συνάρτηση με την αντοχή της γραφής στο χρόνο, αποβαίνει αποφασιστικός παράγοντας που τελικά κλείνει τον ορίζοντα και υποκαθιστά την πραγματικότητα. Με θλίψη αναλογίζεται ο σημερινός αναγνώστης του ’21 ότι ποτέ του δεν θα μάθει τι έλεγαν μεταξύ τους οι Σουλιώτες, πώς μιλούσαν οι άνδρες ενός υδραίικου καραβιού εν ώρα ναυμαχίας, τι έκοψαν και τι έραψαν οι γλώσσες μέσα στο Μεσολόγγι, τι ειπώθηκε ανάμεσα στα σώματα απου πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Η απώλεια φαντάζει τρομακτική διότι δεν πρόκειται για περιέργεια και γραφικότητα, αλλά για την ταυτότητα των πληθυσμών και της ίδιας της χώρας. Τα γεγονότα μιλούσαν την διεθνή γλώσσα του πολέμου, αναγνωρίζονταν απ’ όλους, ξένους και ντόπιους, αλλά οι άνθρωποι που τα προκάλεσαν καταδικάστηκαν σε σιωπή.

Κατά μία έννοια, απέναντι στους πληθυσμούς ήταν όλοι «ξένοι». Ξένοι οι επαγγελματίες ιστορικοί που κατέγιναν με την εξιστόρηση του ’21 χωρίς να είναι αυτόπτες και αυτήκοοι· ξένοι οι φιλέλληνες και μισέλληνες που ήλθαν, είδαν, άκουσαν και κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους· ξένοι οι καλαμαράδες που άκουγαν ολόγυρά τους τις ντοπιολαλιές και τις αντιπαρέρχονταν με περιφρονητική συγκατάβαση εν ονόματι της νεκρής επίσημης γλώσσας· ξένοι ακόμα και οι ντόπιοι εγγράμματοι, σαν τον Φωτάκο, που ποτέ τους δεν σκέφτηκαν να περισώσουν έστω και μια φράση από τις γλώσσες που έσφυζαν και βούιζαν γύρω τους· η πολυφωνία των ντόπιων θεωρήθηκε εθνική ντροπή, ως εκ τούτου παντί σθένει να έπρεπε να αποσιωπηθεί. Το αποτέλεσμα παραμένει υποβλητικό. Πληθυσμοί που έδωσαν το είναι και το έχει τους για να σωθούν από τη λαίλαπα του ξεσηκωμού, που έγραψαν Ιστορία με τα κατορθώματα και την τύφλα τους, δεν ευεργετήθηκαν με το θεμιτό δικαίωμα να ακουστεί η φυσική φωνή τους.

Αναδιφώντας σήμερα αρχεία, επιστολές, ανακοινωθέντα, απομνημονεύματα, Ιστορίες, πρακτικά εθνοσυνελεύσεων βαδίζουμε πάνω σε μια παγωμένη λεκτική κρούστα η οποία προβάλλει το άλλοθι των εθνικών αναγκών. Συγκεκριμένα, αν θέλουμε να μάθουμε τα μυστικά κοινοτήτων κλειστών, κατάκλειστων όπως η Ύδρα, που ήταν δίγλωσσες και επικοινωνούσαν τακτικότατα με τον καπουδάν πασά, η μόνη πηγή που διαθέτουμε είναι τα Αρχεία της κοινότητας τα οποία είναι γραμμένα σε μιξοκαθαρεύουσα με άφθονους τουρκισμούς. Υπάρχουν βέβαια και οι Ιστορίες της νήσου, γραμμένες από τον Λιγνό, τον Κριεζή, τον Παπαμανώλη, τον Ευαγγελίδη και λοιπούς, μόνο που σε κάθε σελίδα προέχει η «ελληνικότητα» των πληθυσμών. Αλλά ματαιοπονεί όποιος θα περίμενε να βρει έστω και μια επιστολή σε αρβανίτικη διάλεκτο. Η αιτία δεν είνα ότι οι Αρβανίτες δεν είχαν αλφάβητο –θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτυπώσουν τη λαλιά τους με ελληνικούς χαρακτήρες–, αλλά η γενικευμένη απαγόρευση της γλώσσας.

Τρόπος για να εισέλθουμε στα ενδότερα της κοινότητας δεν υπάρχει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ογκώδη αλληλογραφία των Κουντουριώτηδων, οι οποίοι ήταν εγγράμματοι, δε βρίσκουμε πουθενά την παραμικρή νύξη στη «μέσα» γλώσσα του νησιού. Και τι θα πρόσθεταν στην εικόνα που έχουμε σήμερα φράσεις όπως εκείνη των Λαλαίων: «Έρδε Μανιάτμπεη με Μανιάτενε, Ίκινι, ήτοι: Έφθασε ο Μπέης της Μάνης με τους Μανιάτες, φεύγετε»; Τίποτα το ιδιαίτερο. Πλην όμως οι κοινότητες ζουν με εσωτερικές αφηγήσεις, με δικό τους γλωσσικό και εθιμικό κόσμο, οπότε κάθε απιστία στην επίσημη ελληνική αποτελεί από μόνη της τεκμήριο. Και τεκμήριο δεν υπάρχει. Οι Κουντουριώτες αλληλογραφούν σε «ξένη» γλώσσα, όχι στη γλώσσα του νησιού τους, πράγμα που αν γίνει δεχτό, αναγκαζόμαστε εκ των πραγμάτων αν σκεφτούμε ότι το υδραίικο τσούρμο, οι σεφερλήδες, οι συντροφοναύτες και οι μελλάχηδες, συνεννοούνταν σε λόγια διάλεκτο.

Σύμφωνα με έναν υδραίικο θρύλο, τον οποίο αναφέρει ο Αντώνιος Μιαούλης, οι παλαιοί, όταν οι γονείς τους έφταναν σε βαθιά γεράματα, δηλαδή σε ηλικία 60-65 ετών, συνήθιζαν να τους πετούν στη θάλασσα από ένα βράχο ύψους εκατό μέτρων, ονόματι Ζάστανο. Η ρίψη γινόταν μέσα σε κοφίνι και η συνήθεια έλαβε τέλος όταν ένας γιος, προτού ξεφορτωθεί τον πατέρα του, άκουσε να του λέει: «Να φυλάξεις το κοφίνι για τα παιδιά σου». «Και τι τους χρειάζεται;» απόρησε ο γιος. «Για να ρίξουν και σένα όταν έρθει η ώρα σου», απάντησε ο πατέρας. Έτσι γλίτωσε ο γέρος και έπαυσε η απάνθρωπος παράδοση. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο Μιαούλης σχολιάζει: «Την μυθώδη ιστορίαν αυτήν διηγούνται οι χυδαίοι». Περιττό να πούμε πόσο μας λείπουν οι τρόποι και τα λόγια των «χυδαίων», δηλαδή του κοινού λαού που συνήθιζε για παράδειγμα να λέει: «Του Σταυρού και λύσε, του Σταυρού και δέσε». Το παράγγελμα σήμαινε ότι τα πλοία έπρεπε να μην ταξιδεύουν στο διάστημα ανάμεσα στις 14 Σεπτεμβρίου και στην τρίτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής, ανάμεσα δηλαδή στις δύο εορτές του Σταυρού που σημειώνονται οι μεγάλες σοροκάδες. Εντούτοις οι παράτολμοι Υδραίοι απέπλεαν χειμώνα-καλοκαίρι.

Αν δεν είναι ντροπή, πρόκειται τουλάχιστον για ιστορική απάτη, μια ιστορία της Ύδρας ή των Σουλιωτών να μην αναφέρει ούτε μια ντόπια φράση (εκτός από το περίφημο: θοτ Λάζαρι: το ’πεν ο Λάζαρος). Στην προσπάθεια λοιπόν να αφηγηθούμε την πορεία της νήσου από τον εποικισμό και την εγκατάσταση των Αρβανιτών ως την ανάπτυξη του ναυτεμπορίου και την είσοδο στην Επανάσταση, αναγκαστικά μέσα σε αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα θα κινηθούμε. Υποχρεούμαστε να μιλάμε για πληθυσμούς που παρίστανται μέσω δραγουμάνου, βουβά πρόσωπα στο βάθος της εικόνας που, απαρχής μέχρι τέλους, όταν πια το νησί χάνει τη ισχύ του, ενσωματώνονται στο μετεπαναστατικό καθεστώς.

Μέσα από τα Αρχεία, τα οποία παραμένουν η μόνη σχεδόν αξιόπιστη πηγή, εθιζόμαστε να διαβάζουμε τα έγγραφα που συνέτασσαν οι ελληνομαθείς γραμματείς και, παραλλήλως, να αναπλάθουμε με τη φαντασία μας την κατάσταση της κοινότητας εξαντλώντας τη μέθοδο της υποψίας βάσει νύξεων και πλαγίων αναφορών. Δεν ξέρουμε αν τα έγγραφα έχουν υποστεί την απαραίτητη «λογοκρισία» από τον εκδότη και επιμελητή τους, πάντως ο ίδιος ο Λιγνός επιτρέπει αυτή την επιφύλαξη. Δεν είναι, για παράδειγμα, τυχαίο ότι μια και μόνη φορά βρίσκουμε στην επιστολή ενός ανωνύμου (που ζητεί να καταστραφεί το γράμμα του) την ακόλουθη φράση: «Η Ύδρα εκατόρθωνε το περισσότερον με το ξίππασμα της υπολήψεώς της· αν χάσωμεν λοιπόν το αρβανίτικον, προσμένετε όσα ποτέ δεν ήταν να γίνωνται». Αυτά εν έτει 1797(;). Εξάλλου δεν δικαιούμαστε να υποθέσουμε κάποια αρβανίτικη, φυλετική αλληλεγγύη μεταξύ ομόγλωσσων και ομόφυλων πληθυσμών – υδραίων, σπετσιωτών, ανδριωτών, κορίνθιων, αθηναίων, σουλιωτών και ντρέδων. Απεναντίας, όπως στα χωρία κάθε ξενοχωρίτης ήταν εκ προοιμίου «ξένος», παρόμοια και στα νησιά κυριαρχούσε άκρατος τοπικισμός. Εκτός από τη θάλασσα, Υδραίους και Σπετσιώτες τους χώριζε αγεφύρωη αντιζηλία: «Να φυλαχθώμεν να μην καταντήσωμεν σαν τις Πέτσες».

Η μετεπαναστατική ιστοριογραφία τελούσε υπό τον τρόμο του συνδρόμου Φαλμεράγιερ, παρότι ο Βαυαρός ιστορικός, στο δίτομο έργο του μιλούσε για Σλαύους και όχι για Αρβανίτες. Το Έθνος –στην πλασματική του εκδοχή– όφειλε να εμφανισθεί όμαιμον, ομόθρησκον, ομόγλωσσον· κυρίως ομόγλωσσον, διότι η κοινή γλώσσα παρασήμαινε ευθέως τη συνέχεια με το αρχαίο παρελθόν και εμφάνιζε ως αρραγές σώμα τους πληθυσμούς. Ο Ορλάνδος, ιστοριογραφώντας τη γενέθλια νήσο του, θα επιστρατεύσει τα γνωστά επιχειρήματα υπέρ της ελληνικότητας των νήσων του αργοσαρωνικού. «Ρομαντική αποβαίνει καθ’ ημάς η μέχρι τούδε επικρατούσα ιδέα, ότι οι κάτοικοι των νήσων τούτων, εισί δήθεν Αλβανοί, διότι ομιλούσι την Αλβανικήν. Άρα και οι Αργείοι και οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι και πλείστοι όσοι άλλοι εν Πελοποννήσω και νήσοις εισίν άπαντες Αλβανοί, διότι λαλούσι την Αλβανικήν, άρα εξέλιπεν από προσώπου της ελληνικής Γης η αρχαία Ελληνική φυλή, άρα δικαίως τότε ο Φαλμεράυερ αποκαλεί τους σημερινούς Έλληνας απογόνους των Αλβανών, των Σλαύων ή οιασδήποτε άλλης φυλής».

Ο συλλογισμός αποδεικνύεται επικίνδυνος για το Έθνος μόνο και μόνο επειδή συμπεραίνουμε την φυλετική καταγωγή με βάση τη γλώσσα. Ορθότερο είναι, κατά τον Ορλάνδο, να θυμηθούμε ότι πολλοί πληθυσμοί, στην Τουρκία και στη Συρία, παρότι είναι ελληνικής καταγωγής, μιλούν αραβιστί ή τουρκιστί και αγνοούν τη μητρική τους γλώσσα. Κατά συνέπεια, στην Ύδρα και στις Σπέτσες δεν έχουμε αλβανοφωνία εξ επικοίσεως· η γλώσσα είχε εισαχθεί αφού πρώτα επικράτησε στην Ερμιονίδα. Άλλωστε η πετρώδης Ύδρα και οι μικρές Σπέτσες τι θα μπορούσαν να προσφέρουν «εις φυλήν ζωηρών, κατακτητικήν και ορεσίβιον» όπως ήταν οι Αλβανοί; Η λύση είναι προφανής: για να ερμηνευτεί υπέρ του ελληνισμού η αλβανοφωνία των πληθυσμών, προτιμούμε τον εξαλβανισμό κάποιων ελληνικών κοινοτήτων, παρά την σταδιακή ελληνοφωνία των κατερχομένων Αρβανιτών.

Ο Ορλάνδος συντάσσει το ιστόρημά του το 1877, αλλά ήδη το πρόβλημα των Αλβανών ή Σκιπετάρων ή Αρβανιτών ή Γκέγκηδων ή Τόσκηδων ή Λιάπηδων ή Τσάμηδων –ως «απηλπισμένη κληρονομία», καθώς γράφει το 1879 ο Παναγιώτης Κουπιτώρης– απασχολούσε τους ιστορικούς αιώνες πριν. Ακόμα και ο Λάιμπνιτς καταπιάστηκε με την μελέτη της αλβανικής διαλέκτου, παρότι γνώριζε μόνο 100 λέξεις.

Σήμερα, η ιστορική έρευνα διαρρήδην πλέον αποδέχεται την κάθοδο των Αλβανών, την αναγνώριση της φυλετικής τους ταυτότητας στον εν γένει ελληνικό γεωγραφικό χώρο καθορίζοντας μάλιστα με σχετική ακρίβεια τα μεταναστευτικά κύματα. Γύρω στον 12 αι. κάνουν την σποραδική εμφάνισή τους στις βόρειες περιοχές και στα τέλητου 13 αι. εγκαθίστανται στη δυτική Θεσσαλία, περιοχή Φαναρίου, κατόπιν «βασιλικού προστάγματος». Αρχομένου του 14 αι., πλήθη Αλβανών, 12.000 τον αριθμό, Αρβανιτόβλαχοι (λατινόφωνες ή Καραγκούνηδες), Μαλακάσιοι, Μπούιοι, Μεσαρίτες, που ξεκίνησαν από τη νότια Αλβανία, δηλαδή την Τοσκαριά, λυμαίνονται τη θεσσαλική ύπαιθρο χώρα και δηλώνουν υποταγή στον Ανδρόνικο Γ. Ο κράλης Στέφανος Ντουσάν (1331-1355), κυριεύοντας τμήματα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, ανοίγει το δρόμο σε Αρβανιτόβλαχους τους οποίους εντάσσει στη στρατιωτική του δύναμη σαν μισθοφόρους. Ο Νικηφόρος Β που θα θελήσει να τους απωθήσει και πάλι στα εδάφη τους θα νικηθεί στη μάχη του Αχελώου (1359).

Όταν ο Σέρβος ηγεμόνας Συμεών Ούρεσης εγκαθιδρύει την αυλή του στα Τρίκαλα, παραχωρεί την Αιτωλία και την Ακαρνανία στους οίκους Μπούα και Λιώσα. Όσο για την πρώτη κάθοδο στην Αττική και στην Πελοπόννησο τοποθετείται κατά τον 14 αι., επί καταλανικής κυριαρχίας. Ο Κάρολος Α᾽ Τόκκος θα καταλύσει την αλβανική κυριαρχία στην Ήπειρο, γεγονός που πιθανότατα επέφερε την κάθοδο στο δουκάτο της Αθήνας κι από κει στη Βοιωτία, στην Εύβοια και επί τουρκοκρατίας στη Σαλαμίνα (Κούλουρη), Αίγινα, Αγγίστρι και Άνδρο.

Έχει υποστηριχτεί ότι η πρώτη μετακίνηση Αλβανών προς την Πελοπόννησο σημειώθηκε ήδη κατά τον 6ο ή τον 8ο αι. (Κανελλίδης, Μέξης, Μπίρης). Ασφαλέστερα πάντως τεκμηριώνεται η άποψη ότι 10.000 Αλβανοί εκλήθησαν από τον Μανουήλ Καντακουζηνό για να εγκατασταθούν στην λεηλατημένη Πελοπόννησο, και ισάριθμοι άλλοι εμφανίσθηκαν πανοικί στον Ισθμό επί Θεοδώρου Α΄ Παλαιολόγου (1383-1407) και εγκαταστάθηκαν στην Αχαΐα, στην Ηλεία, στην Αρκαδία και κατόπιν στην Μεσσηνία και στην Αργολίδα. Αυτοί θα αποτελέσουν τους πυρήνες των πρώτων οικισμών. Η πτώση του δεσποτάτου του Μορέως (1461) θα τους αναγκάσει να καταφύγουν στην Ύδρα, στις Σπέτσες και στον Πόρο όπου, μετά από σκληρές δοκιμασίες, θα αναδειχθούν σε απαράμιλλους ναυτικούς. Ενώ λοιπόν πολλοί αλβανικοί πληθυσμοί εκχριστανίσθηκαν και εξελληνίστηκαν με τα χρόνια, η αντίθετη εκδοχή δεν αποκλείεται. Αναφέρονται μάλιστα εξαλβανισμοί ελληνικών χωριών, όπως στην Αττική, με το αιτιολογικό ότι οι ντόπιοι γνώριζαν πως οι Τουρκαλβανοί επιδρομείς δεν στρέφονταν εναντίον χριστιανών Αλβανών.

Ωστόσο αερολογούμε ασυγχώρητα αν μείνουμε σε παρόμοιους διαχωρισμούς και δεν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι οι πληθυσμοί ήταν σαν τα νερά του ποταμού· δέχονταν παραπόταμα ύδατα, άλλαζαν κατεύθυνση, ακόμα και φυσιογνωμία ανάλογα με τον τόπο. Αυτό δεν αφορά μόνο τους χριστιανικούς πληθυσμούς αλλά και τους μουσουλμανικούς. Παίρνουμε μιαν ιδέα περί τούτου από την Ιστορία του Φιλήμονα όταν περιγράφει τους κατοίκους της Ολυμπίας (Φανάρι):

«Η μεσόγειος επαρχία Ολυμπίας, περίφημος εν τη αρχαιότητι διά τους Ολυμπιακούς αγώνας, διετέλει εν της αυτή Λακεδαίμονος καταστάσει και έτι χείρονι βεβαίως, διότι εστερείτο στρατιωτικών εξ επαγγέλματος, και ηνόχλει αυτήν ουκ ολίγον το μίασμα εν μέρει ενεργουμένης μικτογαμίας. Οι σκληροί Τούρκοι ταύτης, κατοικούντες εν τω Φαναρίω, Ζάχα και Μούνδριζα, παρεβάλλοντο επί της πολεμική γενναιότητι και ορμή μετά των Βαρδουνιωτών και Λαλαίων, των μεν πρώτων ολιγώτερα όπλα όντες, των δε δευτέων ισάριθμα ως έγγιστα. Διέφερον δε των Φαναριτών Τούρκων οι Ζαχιώται και Μουνδριζάνοι, ή Μουρτατοχωρίται, διότι εσχηματίζοντο όλω υπό γεωργών αλβανικής καταγωγής, και μισθωτών, κοινώς τουρκοκοπέλων, αλλοαξοπιστησάντων ένακα της αφορήτου τυραννίας. Αλλά και εκτούτων οι Ζαχιώται ήσαν μάλλον Τούρκοι, διότι προ τριάκοντα χρόνων μετέβησαν εις τον μωχαμεθανισμόν· οι δε Μουνδριζάνοι, ως προ ολιγωτέρων τουρκίσαντες χρόνων, μόνον έφερον το όνομα Τούρκοι, μη γνωρίζοντες, τίνα ελάτρευον πίστιν, και ουδέ τσαμίον ή ιμάμην έχοντες. Προσέτι δε ενυμφεύοντο ούτοι Ελληνίδας, και εκ των γεννωμένων τα μεν άρρενα ηκολούθουν του πατρός την θρησκείαν, τα δε θήλεα την της μητρός. Και διά τούτο ο συνήθης παρά τοις Τούρκοις πλακούς (φαγητό) κατεσκευάζετο εν τοις νηστίμοις ημέραις εξ ημισείας δι’ ελαίου και εξ ημισείας διά βουτύρου· τον δε χοίρον, ον έτρεφον, σφάττοντες κατά τας αποκρέω, εμαγείρευον επί της αυτής κακκάβης μετά του προβατείου κρέατος· και τούτο μεν έτρωγον ο πατήρ και τα άρρενα, το δε χοίρειον η μήτηρ και τα θήλεα».

Μέσα στην ίδια οικογένεια συμβίωναν Τούρκοι και Έλληνες, αλλά ο διαχωρισμός μουσουλμάνου και χριστιανού ίσχυε ακόμα και μέσα στο κοινό ταψί. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αδελφοποιία ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη (από τη Ζάκυνθο όπου βρισκόταν) και στον τουρκάλβανο Αλή Φαρμάκη η οποία έφτασε μέχρι σημείου να συλλάβουν από κοινού το σχέδιο για τη δημιουργία ενός ελληνοτουρκικού, ακριβέστερα ελληνοαλβανικού κράτους στον Μοριά υπό την επικυριαρχία των Γάλλων. «Και ήλθαν όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και ομίλησαν εις την Ζάκυνθο, να κάμομεν μια κυβέρνηση, συνθεμένη από 12 Τούρκους και 12 Έλληνας να κυβερνούν τον λαόν. Η σημαία μας από το ένα μέρος το φεγγάρι και το από το άλλο το Σταυρό...»

Ο Κολοκοτρώνης πάντα πίστευε σε μιαν ελληνο-αλβανική συστράτευση με την διορατική σκέψη ότι, αν οι Τουρκάλβανοι εγκατέλειπαν τους Τούρκους, το έργο της Επανάστασης θα ήταν πιο εύκολο. Ίσχυσε άλλωστε για μικρό διάστημα μια ελληνοαλβανική «Ομαιχμία» –στην πρώτη Εθνοσυνέλευση παρίστατο και Τουρκαλβανός εκπρόσωπος– η οποία όμως διαλύθηκε από τη στιγμή που ο Ταχήρ Αμπάζης, προσκεκλημένος του Μαυροκορδάτου στο Μεσολόγγι, «είδε κατακρημνισμένα και μεμολυσμένα τα εκείσε οθωμανικά τζαμία, μοναστήρια και τας γυναίκας αιχμαλώτους και τετραχηλισμένας». Η Εθνική Επανάσταση και το θρησκευτικό μίσος υπερακόντισαν το φρόνημα των Αλβανών και έτσι επέστρεψαν στην μουσουλμανική οικογένεια.

Είχαν πάντως συνυπογράψει με τους αιτωλακαρνάνες οπλαρχηγούς κοινή συμμαχία:

«Ημείς οι υπογεγραμμένοι δίδωμεν το γράμμα μας, των προεστών και καπεταναρέων όπου είναι εις το σιάρτι οπού έχωμεν κάμη αναμεταξύ τους τούρκοι και ρωμαίοι, οπού εγίναμεν ένα σώμα, και εδεθήκαμε και χωρισμό δεν έχωμεν ο ένας από τον άλλον, και έχωμεν να τζαλιστήσωμεν με όλαις ταις δυνάμεις μας χωρίς χυλέ και χωρίς κουσούρι· και όποιος άνθρωπος μεγάλος ή μικρός, ή τούρκος ή ρωμιός ήθελεν γγίξη, ή πολεμήσει κανέναν από ημάς, να ήμεθα όλοι εις την βοήθειά του».

Η αποσκίρτησή τους σήμαινε πολλά για τον Αγώνα. Αξίζει να τονίσουμε ότι τα σουλτανικά στρατεύματα που κλήθηκαν να καταπνίξουν την Επανάσταση δεν ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η Πύλη. Απαρτίζονταν από χαλτούπηδες, κονιάρους, μιδρίτες, μαζέματα δηλαδή που δεν συγκρίνονταν με τους τουρκαλβανούς πολεμιστές. Δικαιολογημένα λοιπόν έχει υποστηριχτεί ότι, αν τα ελληνικά σώματα δεν έβρισκαν απέναντί τους τους τουρκαλβανούς, η Επανάσταση θα είχε πατήσει πόδι στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Τότε κρίθηκε και το φρόνημα των αλβανόφωνων. Όποιος μετείχε στον επαναστατικό Αγώνα ουσιαστικά έπαιρνε την ιστορική του απόφαση. Οι χριστιανοί αρβανίτες εντάχθηκαν στις δυνάμεις του Έθνους, όρισαν την εθνική τους συνείδηση, οπότε η διαφορά μεταξύ Αλβανού και Αρβανίτη απέβη αγεφύρωτη. Σουλιώτες, Ντρέδες, Υδραίοι και Σπετσιώτες, Αττικοβοιωτοί πήραν το μέρος των επαναστατών· αντίθετα, Μπαρδουνιώτες, Λαλαίοι, τουρκαλβανοί της Ηπείρου και της Στερεάς τάχθηκαν με τις σουλτανικές δυνάμεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: