Εδώ βρίσκεται η πρώτη διατύπωση της περίφημης φράσης «Είμαστε όλοι Έλληνες», μιας φράσης που τόσες φορές και σε τόσο διαφορετικές περιπτώσεις έχει έκτοτε χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει η ανθρωπότητα την αλληλεγγύη της προς διάφορα έθνη, μειονότητες και άλλες ομάδες που βρίσκονται υπό διωγμό – βλέπε ως ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα και το γαλλικό «Nous sommes tous Charlie» [Είμαστε όλοι Σαρλί], σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους δημοσιογράφους που έπεσαν θύματα της επίθεσης τζιχαντιστών στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo, στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2015, μιας επίθεσης που επανήλθε στην επικαιρότητα με τον πιο φρικτό τρόπο όταν, τον Οκτώβριο του 2020, αποκεφαλίστηκε Γάλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης επειδή έδειξε στους μαθητές του τα σκίτσα του Charlie
που σατίριζαν τον Μωάμεθ, και, εν συνεχεία, αναζωπυρώθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ κοσμικού γαλλικού κράτους και Μουσουλμάνων, με τον πρόεδρο Μακρόν να αναρτά γιγαντιαίων διαστάσεων σκίτσα του Charlie στις προσόψεις πολλών δημόσιων κτηρίων στη Γαλλία, και τους αποκεφαλισμούς Γάλλων από «τζιχαντιστές» να συνεχίζονται.
Μεγάλη η απόσταση από την Πίζα του 1821 στο Παρίσι του 2015 και του 2020, αλλά ίσως μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε.
Αυτό με έκανε να θέλω να γράψω για τον Σέλλεϋ σήμερα – η αίσθηση ότι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει ο ίδιος στο τέλος του δραματικού του ποιήματος, ο κόσμος δεν έχει καθόλου κουραστεί να ζει στα περασμένα, ή, αν έχει κουραστεί, δεν μπορεί παρά να τα ξαναζεί, καταδικασμένος να τα επαναλαμβάνει καθηλωτικά.
Και πάνω σ’ αυτήν την καθήλωση, κάτι ενδιαφέρον κομίζει ο Σέλλεϋ από τα βάθη του μεγαλορρήμονος Ρομαντισμού του.
Ακολουθώντας τους Πέρσες του Αισχύλου και προτάσσοντας μια προμετωπίδα από τον Οιδίποδα
του Σοφοκλή, ο Σέλλεϋ κάνει απόλυτα σαφές ότι τον κινεί και τον συγκινεί ο δεσμός των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους. Επιβεβαιώνοντας αλλά και προεκτείνοντας την πνευματική σύλληψη του Winckelmann[2] και όλων των λοιπών Γερμανών του Νεοκλασικισμού, που είδαν τα αρχαία μνημεία ως κάτι σύγχρονο, ως κάτι που έπρεπε να μελετηθεί συστηματικά, ο Σέλλεϋ βλέπει «στα αρχαία μνημεία τη σύγχρονη θλίψη» αλλά και τη δυνατότητα της επαναμάγευσης, της μυθο-ποίησης, στην οποία τόσο πιστεύουν οι Ρομαντικοί. Η αρχαιότητα είναι γι’ αυτόν –που μόλις έχει γράψει το μείζον ποίημα «Adonais» (δηλαδή Άδωνις) για τον πρόωρα χαμένο φίλο του, τον John Keats, και λίγο πριν, τον Προμηθέα Λυόμενο, πάλι στα χνάρια του Αισχύλου– ζωντανή, απτή πραγματικότητα, αλλά και μύθος, ο μείζων μύθος που μπορεί να μας αποκαλύψει την πραγματική ζωή. Οι αναφορές στην αρχαία μυθολογία και ιστορία κατακλύζουν ολόκληρο το έργο του. Και η σύνδεση, αν όχι ταύτιση, των αρχαίων με τους νέους Έλληνες, που μιλούν την ίδια γλώσσα και κατοικούν, ως τοποτηρητές του αρχαίου πνεύματος, τα ίδια μέρη, είναι μια πράξη σχεδόν φυσική για τον Σέλλεϋ και τους Ρομαντικούς. Η σύγχρονη «Αρκαδία», η νέα Ελλάδα με την παραμυθένια φύση και τα εγκατεσπαρμένα ερείπια, είναι γι’ αυτούς η πιο μεστή, η πιο οριστική διαφυγή από τον στείρο κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων και των τεχνολογικών επιτεύξεων – και η καλύτερη αφορμή για την ανικανοποίητη νοσταλγία, για το αγγλικό yearning, το γερμανικό Sehnsucht: για τον αρχέγονο όλβο, τη μακάριο ευτυχία που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να γευτούμε ξανά.
Απόρροια, σχεδόν, αυτής της μυθοποιητικής αρχαιολατρίας είναι και η ποιητική διατύπωση στο δράμα «Ελλάς», για άλλη μια φορά από τον Σέλλεϋ, της κατασταλαγμένης πλέον αθεΐας του και της εχθρότητάς του προς κάθε μορφή εκκλησιαστικά οργανωμένης θρησκείας. Δεν είναι η Χριστιανοσύνη η κατάληξη που προφητεύει ο εξόδιος χορός, αλλά η Κρόνιος ευτυχία, δηλαδή η επάνοδος σε μια εποχή «πριν από τους θεούς» και την έριδα που αυτοί εγκαινίασαν:
Κρόνος και Έρως ξαναφέρνουν νέα ήθη,
πιο καλοί κ’ αγαθοί
από τον Έναν που αναστήθη
κι απ’ τους θεούς που πέσαν ή επιζήσανε στη γη:
Ούτε αίμα, ούτε χρυσάφι τους βωμούς τους δεν προικίζει,
μονάχα δάκρυα και ό,τι το άνθος συμβολίζει.
Ο ποιητής γίνεται ακόμα πιο σαφής στις σημειώσεις που συνοδεύουν το ποίημα. Παρ’ όλο που εκφράζει τον θαυμασμό του για την ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού και το μεγαλείο του μαρτυρίου του, αρνείται να αποδεχθεί τον χριστιανικό Θεό που επιμένει να βασανίζει τους ανθρώπους που ο ίδιος δημιούργησε. Τα σχετικά χωρία είχαν, βεβαίως, φρονίμως αφαιρεθεί από τον εκδότη Ollier, όμως αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος του έργου: