Μοριακές αντινομίες του νέου ελληνισμού


Στις μέ­ρες μας, 200 χρό­νια με­τά την ελ­λη­νι­κή επα­νά­στα­ση, με τις ομο­γε­νο­ποι­η­τι­κές ανα­γκαιό­τη­τες του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους να έχουν υπο­χω­ρή­σει και τις ιδε­ο­λο­γι­κές ωραιο­ποι­ή­σεις να μην κα­τέ­χουν πια το μο­νο­πώ­λιο της δη­μό­σιας ιστο­ρί­ας, ανα­δύ­ο­νται πολ­λές από τις αντι­νο­μί­ες που συ­γκρο­τούν το φό­ντο της πο­λι­τι­σμι­κής γκά­μας του νέ­ου ελ­λη­νι­σμού. Και δεν ανα­φε­ρό­μα­στε μό­νο στις γνω­στές γλωσ­σι­κές, θρη­σκευ­τι­κές, εθνο­τι­κές ή πο­λι­τι­σμι­κές ετε­ρό­τη­τες, που τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες έχει συ­στη­μα­τι­κά ανα­δεί­ξει η ακα­δη­μαϊ­κή έρευ­να, αλ­λά και σε δυ­σερ­μή­νευ­τα –ίσως– ανεκ­δο­το­λο­γι­κά πε­ρι­στα­τι­κά που συ­γκρο­τούν ιδε­ο­τυ­πι­κά τις ψη­φί­δες μια ιστο­ρί­ας τό­σο ετε­ρο­γε­νούς που δεν μπο­ρεί να εντα­χθεί εύ­κο­λα σε γε­νι­κές ερ­μη­νεί­ες. Για­τί αν το θε­ω­ρη­τι­κό αφή­γη­μα της εθνι­κής συ­γκρό­τη­σης του νέ­ου ελ­λη­νι­σμού πά­νω στα χνά­ρια της δια­φω­τι­στι­κής επί­δρα­σης, με κύ­ριες πη­γές την αρ­χαιό­τη­τα και τον χρι­στια­νι­σμό, εί­ναι το κυ­ρί­αρ­χο, πρέ­πει πά­ντα να έχου­με κα­τά νου πως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν συ­νή­θως αρ­κε­τά πιο πε­ρί­πλο­κη. Ας δού­με ορι­σμέ­να, σχε­τι­κώς άγνω­στα, πα­ρα­δείγ­μα­τα.

Ο κόμης Αλέξιος Ορλόφ
Ο κόμης Αλέξιος Ορλόφ


Όταν το 1770 ο ερα­στής της Με­γά­λης Αι­κα­τε­ρί­νης κό­μης Ορ­λόφ κα­τέ­φθα­σε (με­τά του αδελ­φού του) στην Πε­λο­πόν­νη­σο για να ξε­ση­κώ­σει τους ορ­θο­δό­ξους, απέ­τυ­χε πα­τα­γω­δώς. Οι επι­στο­λές προς την Αυ­το­κρά­τει­ρα δεν πε­ριέ­χουν πα­ρά απα­ξιω­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς για τους ρα­γιά­δες του Μο­ριά, για τους οποί­ους η λέ­ξη «πα­τρί­δα», δε σή­μαι­νε «πα­ρά το χω­ριό του κα­θε­νός» και οι οποί­οι ήταν «δό­λιοι κό­λα­κες», «δει­λοί» που εν­δια­φέ­ρο­νταν πα­ρά μό­νο για το «πλιά­τσι­κο». Κι όμως. Όταν 51 χρό­νια αρ­γό­τε­ρα αυ­τοί οι ρα­γιά­δες θα επα­να­στα­τή­σουν με την συ­ναί­σθη­ση ενός ενιαί­ου συ­νό­λου, θα εί­ναι, κα­τά ένα πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, το μα­χαί­ρι των τουρ­καλ­βα­νών μι­σθο­φό­ρων, που κα­τέ­σφα­ξε τους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς της Πε­λο­πον­νή­σου με­τά την απο­χώ­ρη­ση των Ορ­λόφ και χά­ρα­ξε έκτο­τε έναν πο­τα­μό αί­μα­τος με­τα­ξύ των ντό­πιων ρα­γιά­δων και των Οθω­μα­νών, που θα τους συ­γκρο­τή­σει αρ­νη­τι­κά. Για­τί το «έθνος» των ρα­γιά­δων, σαν ένα ακό­μα με­σό­γειο ασκέ­ρι της τι­μής και της ντρο­πής, θα το μορ­φο­ποι­ή­σει απο­φα­σι­στι­κά η άγρια χα­ρα­κιά ενός αί­μα­τος∙ η συλ­λο­γι­κή συ­ναί­σθη­ση μιας πρω­τό­γο­νης (αρ­βα­νί­τι­κης ή μα­νιά­τι­κης) βε­ντέ­τας∙ η συλ­λο­γι­κή κα­τα­νό­η­ση πως με τους Τούρ­κους δεν μπο­ρού­με να ζή­σου­με πια μα­ζί. Όταν ο Θο­δω­ρά­κης Κο­λο­κο­τρώ­νης πά­τη­σε το πό­δι του ξα­νά στον Μο­ριά, θα ζη­τή­σει να πά­ρει εκ­δί­κη­ση όχι μό­νο για τον πα­τέ­ρα και τον παπ­πού του, αλ­λά και για όλους της φά­ρας του που χα­λά­στη­καν με­τά τα ορ­λο­φι­κά.

Fedor Rokotov: «Η Μεγάλη Αικατερίνη» (1763), Πινακοθήκη Tretyakov
Fedor Rokotov: «Η Μεγάλη Αικατερίνη» (1763), Πινακοθήκη Tretyakov


Μπο­ρεί, βέ­βαια, οι επι­στο­λές του αυ­το­κρα­το­ρι­κού ερα­στή να εί­χαν δη­μιουρ­γή­σει στην ρω­σι­κή αυ­λή την ει­κό­να του κα­τσα­πλιά, αγροί­κου λη­στή, όμως την ίδια πε­ρί­ο­δο στην εσπε­ρία η ει­κό­να για τους πε­λο­πον­νή­σιους ρα­γιά­δες ήταν κά­πως δια­φο­ρε­τι­κή. Βλέ­πε­τε, το 18ο αιώ­να, ευ­ρω­παί­οι ποι­η­τές έφτα­ναν στην Πε­λο­πόν­νη­σο γοη­τευ­μέ­νοι από το μύ­θο του Πά­να, εκεί­νου του κα­τσι­κο­πό­δα­ρου γιου του Ερ­μή και θε­ού της γο­νι­μό­τη­τας που τους χρη­σμούς του ερ­μή­νευε η νύμ­φη Ερα­τώ και που την αχα­λί­νω­τη δί­ψα του για έρω­τα πλή­ρω­σε κά­πο­τε η Σύ­ριγ­γα, η νε­α­ρή κό­ρη του Λά­δω­να· λί­γο πριν ο Δί­ας τη με­τα­τρέ­ψει και αυ­τή σε κα­λα­μιά –για να γλι­τώ­σει η κα­ψε­ρή από τον σε­ξο­μα­νή– και ο Πά­νας ξε­μεί­νει να πα­ρη­γο­ρεί­ται με ένα κλα­δά­κι της, που το έκα­νε φλο­γέ­ρα. Αυ­τόν τον Πά­να λοι­πόν οι ρο­μα­ντι­κοί ποι­η­τές της δύ­σης ανα­γνώ­ρι­ζαν στη μορ­φή των φου­στα­νε­λά­δων γι­δο­βο­σκών της Πε­λο­πον­νή­σου, που έβο­σκαν ανέ­με­λοι τις αί­γες τους και βέ­βαια κα­μία γνώ­ση δεν εί­χαν οι έρη­μοι πε­ρί Πα­νός και αρ­χαί­ων λοι­πών μύ­θων. Η φλο­γε­ρή γρα­φή όμως εκεί­νων των ποι­η­τών με­τέ­τρε­πε αυ­τούς του αθώ­ους βο­σκούς σε σύμ­βο­λα αρ­χαί­ας ερω­τι­κής ακο­λα­σί­ας που γαρ­γα­λού­σε τη φα­ντα­σία στις αυ­λές της Δύ­σης και ανα­νέ­ω­νε τα πά­θη στα κρε­βά­τια της αρι­στο­κρα­τί­ας. Για να συ­ντρι­βεί, βέ­βαια, αυ­τή η φα­ντα­σία όταν με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο δια­ση­μό­τε­ρος ίσως όλων των ρο­μα­ντι­κών, λόρ­δος Βύ­ρων, κα­τέ­φτα­σε (όπως και άλ­λοι σύγ­χρο­νοί του) γοη­τευ­μέ­νος από τους ίδιους μύ­θους αλ­λά και από τα σύγ­χρο­να κα­τορ­θώ­μα­τα της επα­νά­στα­σης, για να δια­πι­στώ­σει πως το μό­νο που κά­ποιοι ήθε­λαν από αυ­τόν ήταν τα λε­φτά και τη με­σο­λά­βη­σή του για βρε­τα­νι­κά δά­νεια. Το όρα­μα της ανα­βί­ω­σης των αρ­χαί­ων ελ­λή­νων εί­χε πνί­γει στα μα­τω­μέ­να λα­σπό­νε­ρα του πο­λιορ­κη­μέ­νου Με­σο­λογ­γί­ου. Οι Έλ­λη­νες δεν εί­χαν σχέ­ση με τους αρ­χαί­ους, ήταν έναν ασκέ­ρι από απα­τε­ώ­νες κα­τσα­πλιά­δες. Ή μή­πως τε­λι­κά, κα­τά ένα πα­ρά­ξε­νο τρό­πο, όχι.

Στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Φω­τά­κου ανα­φέ­ρε­ται το εξής πο­λύ εν­δια­φέ­ρον συμ­βάν. Σε μια μά­χη ο Πλα­πού­τας πο­λιορ­κώ­ντας ένα σπί­τι μέ­σα στο οποίο εί­χαν βρει κα­τα­φύ­γιο δέ­κα Τούρ­κοι, κα­τα­πλά­κω­σε τον Του­φε­ξί­μπα­ση. Ο Πλα­πού­τας προ­σπά­θη­σε όμως να τον σώ­σει, δια­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας τη ζωή του, κα­θώς ο Του­φε­ξί­μπα­σης ήταν «ο ευ­μορ­φό­τε­ρος άν­θρω­πος αφ’ όσους έκα­μεν η φύ­σις». Η ομορ­φιά του ήταν τό­σο ξα­κου­στή που ο Φω­τά­κος γρά­φει «αν ήξευ­ρα ζω­γρα­φι­κήν ήθε­λα τον ζω­γρα­φή­σει». Αλή­θεια πό­σο αλ­λό­κο­το ακού­γε­ται δυο φου­στα­νε­λά­δες κα­πε­τα­ναί­οι του ει­κο­σιέ­να, να ανα­γνω­ρί­ζουν την ομορ­φιά ενός άν­δρα ως θεϊ­κή αυ­τα­ξία, να την θαυ­μά­ζουν ανυ­πό­κρι­τα και να πα­λεύ­ουν για να μην «χα­λα­στεί» από του πο­λέ­μου την μα­νία; Δεν εί­ναι άρα­γε δείγ­μα πως ήτα­νε και αυ­τοί οι «αγροί­κοι» ολί­γων τι, από­γο­νοι του Πε­ρι­κλή;

J.B. Van Mour (1671-1737), «Αλβανός πολεμιστής». Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι. Πηγή: «Τόπος & Εικόνα», τόμ. Γ΄, εκδ. Ολκός
J.B. Van Mour (1671-1737), «Αλβανός πολεμιστής». Επιχρωματισμένη χαλκογραφία. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι. Πηγή: «Τόπος & Εικόνα», τόμ. Γ΄, εκδ. Ολκός


Λί­γες ψη­φί­δες, από ανα­ρίθ­μη­τα θραύ­σμα­τα. Και τα ερω­τή­μα­τα πα­ρα­μέ­νουν: τι ήταν τε­λι­κά οι έλ­λη­νες που επα­να­στά­τη­σαν το 21; Ήρω­ες ή «κα­πά­κι­δες»; Κλέ­φτες ή αρ­μα­το­λοί; Δει­λοί ή τυ­χο­διώ­κτες; Απά­τρι­δες ή πα­τριώ­τες; Θρη­σκό­λη­πτοι ή θε­ο­μπαί­χτες; Βυ­ζα­ντι­νοί ρω­μιοί, αρ­βα­νί­τες ή αρ­χαιο­λά­τρες; Ίσως τί­πο­τα απ’ όλα αυ­τά και όλα αυ­τά μα­ζί. Το βέ­βαιο εί­ναι πως για να ανα­συ­γκρο­τή­σεις έναν κό­σμο δεν μπο­ρείς να μεί­νεις σε απλοϊ­κά σχή­μα­τα, εύ­κο­λες εξη­γή­σεις και εκ των υστέ­ρων αφαι­ρέ­σεις. Για να ανα­συ­γκρο­τή­σεις έναν κό­σμο πρέ­πει να ανα­δεί­ξεις όλες τις πολ­λα­πλό­τη­τες και όλες τις αντι­φά­σεις του.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: