Στις μέρες μας, 200 χρόνια μετά την ελληνική επανάσταση, με τις ομογενοποιητικές αναγκαιότητες του νέου ελληνικού κράτους να έχουν υποχωρήσει και τις ιδεολογικές ωραιοποιήσεις να μην κατέχουν πια το μονοπώλιο της δημόσιας ιστορίας, αναδύονται πολλές από τις αντινομίες που συγκροτούν το φόντο της πολιτισμικής γκάμας του νέου ελληνισμού. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις γνωστές γλωσσικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ή πολιτισμικές ετερότητες, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει συστηματικά αναδείξει η ακαδημαϊκή έρευνα, αλλά και σε δυσερμήνευτα –ίσως– ανεκδοτολογικά περιστατικά που συγκροτούν ιδεοτυπικά τις ψηφίδες μια ιστορίας τόσο ετερογενούς που δεν μπορεί να ενταχθεί εύκολα σε γενικές ερμηνείες. Γιατί αν το θεωρητικό αφήγημα της εθνικής συγκρότησης του νέου ελληνισμού πάνω στα χνάρια της διαφωτιστικής επίδρασης, με κύριες πηγές την αρχαιότητα και τον χριστιανισμό, είναι το κυρίαρχο, πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου πως η πραγματικότητα ήταν συνήθως αρκετά πιο περίπλοκη. Ας δούμε ορισμένα, σχετικώς άγνωστα, παραδείγματα.
Μοριακές αντινομίες του νέου ελληνισμού
Όταν το 1770 ο εραστής της Μεγάλης Αικατερίνης κόμης Ορλόφ κατέφθασε (μετά του αδελφού του) στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει τους ορθοδόξους, απέτυχε παταγωδώς. Οι επιστολές προς την Αυτοκράτειρα δεν περιέχουν παρά απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους ραγιάδες του Μοριά, για τους οποίους η λέξη «πατρίδα», δε σήμαινε «παρά το χωριό του καθενός» και οι οποίοι ήταν «δόλιοι κόλακες», «δειλοί» που ενδιαφέρονταν παρά μόνο για το «πλιάτσικο». Κι όμως. Όταν 51 χρόνια αργότερα αυτοί οι ραγιάδες θα επαναστατήσουν με την συναίσθηση ενός ενιαίου συνόλου, θα είναι, κατά ένα παράξενο τρόπο, το μαχαίρι των τουρκαλβανών μισθοφόρων, που κατέσφαξε τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Πελοποννήσου μετά την αποχώρηση των Ορλόφ και χάραξε έκτοτε έναν ποταμό αίματος μεταξύ των ντόπιων ραγιάδων και των Οθωμανών, που θα τους συγκροτήσει αρνητικά. Γιατί το «έθνος» των ραγιάδων, σαν ένα ακόμα μεσόγειο ασκέρι της τιμής και της ντροπής, θα το μορφοποιήσει αποφασιστικά η άγρια χαρακιά ενός αίματος∙ η συλλογική συναίσθηση μιας πρωτόγονης (αρβανίτικης ή μανιάτικης) βεντέτας∙ η συλλογική κατανόηση πως με τους Τούρκους δεν μπορούμε να ζήσουμε πια μαζί. Όταν ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης πάτησε το πόδι του ξανά στον Μοριά, θα ζητήσει να πάρει εκδίκηση όχι μόνο για τον πατέρα και τον παππού του, αλλά και για όλους της φάρας του που χαλάστηκαν μετά τα ορλοφικά.
Μπορεί, βέβαια, οι επιστολές του αυτοκρατορικού εραστή να είχαν δημιουργήσει στην ρωσική αυλή την εικόνα του κατσαπλιά, αγροίκου ληστή, όμως την ίδια περίοδο στην εσπερία η εικόνα για τους πελοποννήσιους ραγιάδες ήταν κάπως διαφορετική. Βλέπετε, το 18ο αιώνα, ευρωπαίοι ποιητές έφταναν στην Πελοπόννησο γοητευμένοι από το μύθο του Πάνα, εκείνου του κατσικοπόδαρου γιου του Ερμή και θεού της γονιμότητας που τους χρησμούς του ερμήνευε η νύμφη Ερατώ και που την αχαλίνωτη δίψα του για έρωτα πλήρωσε κάποτε η Σύριγγα, η νεαρή κόρη του Λάδωνα· λίγο πριν ο Δίας τη μετατρέψει και αυτή σε καλαμιά –για να γλιτώσει η καψερή από τον σεξομανή– και ο Πάνας ξεμείνει να παρηγορείται με ένα κλαδάκι της, που το έκανε φλογέρα. Αυτόν τον Πάνα λοιπόν οι ρομαντικοί ποιητές της δύσης αναγνώριζαν στη μορφή των φουστανελάδων γιδοβοσκών της Πελοποννήσου, που έβοσκαν ανέμελοι τις αίγες τους και βέβαια καμία γνώση δεν είχαν οι έρημοι περί Πανός και αρχαίων λοιπών μύθων. Η φλογερή γραφή όμως εκείνων των ποιητών μετέτρεπε αυτούς του αθώους βοσκούς σε σύμβολα αρχαίας ερωτικής ακολασίας που γαργαλούσε τη φαντασία στις αυλές της Δύσης και ανανέωνε τα πάθη στα κρεβάτια της αριστοκρατίας. Για να συντριβεί, βέβαια, αυτή η φαντασία όταν μερικά χρόνια αργότερα ο διασημότερος ίσως όλων των ρομαντικών, λόρδος Βύρων, κατέφτασε (όπως και άλλοι σύγχρονοί του) γοητευμένος από τους ίδιους μύθους αλλά και από τα σύγχρονα κατορθώματα της επανάστασης, για να διαπιστώσει πως το μόνο που κάποιοι ήθελαν από αυτόν ήταν τα λεφτά και τη μεσολάβησή του για βρετανικά δάνεια. Το όραμα της αναβίωσης των αρχαίων ελλήνων είχε πνίγει στα ματωμένα λασπόνερα του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Οι Έλληνες δεν είχαν σχέση με τους αρχαίους, ήταν έναν ασκέρι από απατεώνες κατσαπλιάδες. Ή μήπως τελικά, κατά ένα παράξενο τρόπο, όχι.
Στα απομνημονεύματα του Φωτάκου αναφέρεται το εξής πολύ ενδιαφέρον συμβάν. Σε μια μάχη ο Πλαπούτας πολιορκώντας ένα σπίτι μέσα στο οποίο είχαν βρει καταφύγιο δέκα Τούρκοι, καταπλάκωσε τον Τουφεξίμπαση. Ο Πλαπούτας προσπάθησε όμως να τον σώσει, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, καθώς ο Τουφεξίμπασης ήταν «ο ευμορφότερος άνθρωπος αφ’ όσους έκαμεν η φύσις». Η ομορφιά του ήταν τόσο ξακουστή που ο Φωτάκος γράφει «αν ήξευρα ζωγραφικήν ήθελα τον ζωγραφήσει». Αλήθεια πόσο αλλόκοτο ακούγεται δυο φουστανελάδες καπεταναίοι του εικοσιένα, να αναγνωρίζουν την ομορφιά ενός άνδρα ως θεϊκή αυταξία, να την θαυμάζουν ανυπόκριτα και να παλεύουν για να μην «χαλαστεί» από του πολέμου την μανία; Δεν είναι άραγε δείγμα πως ήτανε και αυτοί οι «αγροίκοι» ολίγων τι, απόγονοι του Περικλή;
Λίγες ψηφίδες, από αναρίθμητα θραύσματα. Και τα ερωτήματα παραμένουν: τι ήταν τελικά οι έλληνες που επαναστάτησαν το 21; Ήρωες ή «καπάκιδες»; Κλέφτες ή αρματολοί; Δειλοί ή τυχοδιώκτες; Απάτριδες ή πατριώτες; Θρησκόληπτοι ή θεομπαίχτες; Βυζαντινοί ρωμιοί, αρβανίτες ή αρχαιολάτρες; Ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά και όλα αυτά μαζί. Το βέβαιο είναι πως για να ανασυγκροτήσεις έναν κόσμο δεν μπορείς να μείνεις σε απλοϊκά σχήματα, εύκολες εξηγήσεις και εκ των υστέρων αφαιρέσεις. Για να ανασυγκροτήσεις έναν κόσμο πρέπει να αναδείξεις όλες τις πολλαπλότητες και όλες τις αντιφάσεις του.