Θα σήμαινε ότι θα είχε γλιτώσει τη σύλληψή του στην Τεργέστη, ή θα είχε αποδράσει στον δρόμο για τη Βιέννη ή από τον Πύργο Νεμπόισα στο Βελιγράδι. Πιθανότατα θα είχε μάθει με ευέλπιδα χαρά για την Παρθενόπεια Δημοκρατία των Ιακωβίνων στη Νάπολη και θα είχε παρακολουθήσει σκεπτικός την πρώτη φάση των Ναπολεόντειων Πολέμων. Σίγουρα λοιπόν, αφού θα συναντούσε τον Ανώνυμο, ίσως στο Λιβόρνο, αρχικά θα τον ευχαριστούσε για την εύφημο αναφορά του στην πρώτη σελίδα του βιβλίου της Ελληνικής Νομαρχίας και θα τον ενημέρωνε για τα καθέκαστα της εποχής τους. Κατόπιν, θα του ενεχείριζε τη Νέα Πολιτική Διοίκηση (ΝΠΔ) με προσεγμένη αφιέρωση, θα τον συνέχαιρε για την –έστω σε ορισμένα σημεία– ριζοσπαστικότητα του βιβλίου του και θα του συνιστούσε με πατρικό τόνο να αφοσιωθεί επιμελώς στη μελέτη και την εκπόνηση πολιτειακών σχεδιασμάτων, διότι δεν αρκεί η εξέγερση και η απελευθέρωση των Ελλήνων, πρέπει να τύχει ανάλογης φροντίδας και η επόμενη μέρα. Η συζήτηση με τον Ρήγα θα έβαζε τον Ανώνυμο σε σκέψεις αναθεώρησης: θα έπρεπε να διευκρινίσει με σαφήνεια το πολιτικό του όραμα και να συγκεκριμενοποιήσει το πολίτευμα στο οποίο θα ήθελε να ζήσει στην απελεύθερη Ελλάδα.
Τα μυθικά κείμενα, αυτά που γεννήθηκαν μέσα στις σκιές, στην παρανομία και στον φόβο και θάφτηκαν πριν γίνουν κτήμα των πολλών, αυτά που η φιλολογική και ιστορική σκαπάνη έφερε στο φως πολύ αργότερα, όταν πλέον ο ιστορικός τους ρόλος και η πρακτική τους συμβολή είχε παρέλθει και πλέον αντιμετωπίζονταν ως ενδεικτικά ενός πνεύματος εποχής, ηγεμονικού ή περιφερειακού, είναι εκ φύσεως κατασκευασμένα να προκαλούν συγκρούσεις. Η Ελληνική Νομαρχία του Ανώνυμου δεν ρίχτηκε στους Φαρενάιτ 451 από τους εχθρούς της αλήθειας, όπως φοβόταν ο συγγραφέας του, ωστόσο έχουμε ελάχιστες γνώσεις σχετικά με το πόσο κυκλοφόρησε στα χέρια των Ελλήνων της διασποράς ή της τουρκοκρατούμενης επικράτειας που βρίσκονταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Λόγω του απροσδόκητα εν μέρει ανατρεπτικού της χαρακτήρα «καταχωνιάστηκε», όπως γράφει ο Μπελογιάννης το 1951,[1] για να βρει τον δρόμο προς την έκδοση 140 και πλέον χρόνια αργότερα, σε μια εποχή που ο καθημαγμένος από τον πόλεμο τόπος συγκλονιζόταν από τον οικείο του εμφύλιο.
Οι συγκρούσεις στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 δεν ήταν μόνο στρατιωτικές: γύρω από τη Νομαρχία εκτυλίχθηκε κατά πρώτον ένας αγώνας δρόμου για την έκδοσή της και κατά δεύτερον μια ιδεολογική διαμάχη πέριξ του αντικληρικαλισμού της. Ο Γεώργιος Βαλέτας ήταν ο ιθύνων νους πίσω από την πρώτη επιμελημένη και σχολιασμένη έκδοσή του κειμένου και κατηγόρησε τον Νικόλαο Τωμαδάκη για την επισπευσμένη και αρκετά πρόχειρη δική του έκδοση που στόχο είχε να προλάβει την «αριστερή» Νομαρχία και να προβάλει μια ισχυρά απονευρωμένη «δεξιά». Αμφότερες εκδόθηκαν το 1948. Για τον Τωμαδάκη, η απροκάλυπτη επίθεση του Ανώνυμου στους μεγαλόσχημους κληρικούς τής εποχής του θεωρήθηκε παραστράτισμα λόγω της επιρροής της επαναστατικότητας της εποχής και της ανόδου της μόδας του ορθολογισμού. Για τον Βαλέτα όμως, η Νομαρχία ήταν η κρυστάλλωση των ιδεωδών της ελευθερίας και του αγνού πατριωτισμού του ευρύτερου περιβάλλοντος των αρχών του 19ου αιώνα και έκκληση για μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας που μαστιζόταν από την τυφλότητα και την υποταγή του κλήρου, των κοτζαμπάσηδων και των ευγενών.
Μόλα ταύτα, η σφοδρή και ανελέητη επίθεση του Ανώνυμου στον κλήρο και στους προύχοντες της εποχής πριν την Επανάσταση δεν είναι το μοναδικό άξιο προσοχής επίδικο του κειμένου αυτού. Εδώ δεν αναφερόμαστε στην αρκετά εκτεταμένη βιβλιογραφικά έρευνα γύρω από την πραγματική ταυτότητα του συγγραφέα, αλλά στο κατά πόσο ήταν ένα γνήσια εξ ολοκλήρου ριζοσπαστικό πολιτικό πόνημα, το οποίο απηχούσε στον μέγιστο βαθμό που συνήθως του αποδίδεται τα κελεύσματα και τις ιδέες του καιρού του, με προεξάρχουσα θέση ανάμεσά τους να καταλαμβάνει το ιδεολογικό φτερούγισμα του Ρήγα, στον οποίο άλλωστε αφιερώνεται το βιβλίο. Το ερώτημα, αν μάλιστα διερευνηθεί στα πλαίσια της υποθετικής σύγκλισης της Νομαρχίας με την ΝΠΔ, εκτείνεται στο κατά πόσο γνώριζε ο Ανώνυμος το έργο του Ρήγα και αν ενέκρινε πολλές από τις πιο ρηξικέλευθες θέσεις του, όπως λ.χ. το αίτημα για παμβαλκανικό ξεσηκωμό και την εγκαθίδρυση παμβαλκανικής ομοσπονδίας. Θα συγκατατιθόταν ο Ανώνυμος στο Αρ. 34 της ΝΠΔ, κατά το οποίο όλοι οι κάτοικοι του παμβαλκανικού βασιλείου οφείλουν να προστατεύουν όχι μόνο την κοινή κρατική τους οντότητα αλλά και τους πολίτες της ξεχωριστά, Έλληνες, Βούλγαρους, Αλβανούς και Βλάχους; Έχει υποστηριχτεί ότι ο Ανώνυμος γνώριζε τη δυναμική του έργου του Ρήγα,[2] ωστόσο είναι αμφίβολο αν είχε διαβάσει τη ΝΠΔ, όσο κι αν αναφέρεται –όχι ονομαστικά– σε αρκετά από τα άλλα έργα του.
Εξάλλου, ενώ ο Ρήγας μιλάει για φυσική ισότητα (Αρ. 3 των Δικαίων του ανθρώπου), πιστός στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, ο Ανώνυμος κάνει λόγο (σ. 22)[3] για φυσική ομοιότητα –και ως εκ τούτου οι νόμοι θα πρέπει να ισχύουν χωρίς διαφορές για όλους–, αποδίδοντάς της προφανώς το ίδιο σημαινόμενο με αυτό της ΝΠΔ, όσο κι αν λίγο πιο πριν (σσ. 17-18) μοιάζει να αυτοαναιρείται υπογραμμίζοντας ότι η φύση μάς έκανε όλους ανόμοιους. Μικρό το κακό, πρόκειται μάλλον για σύγχυση στη χρήση των όρων, καθώς η φυσική ανομοιότητα (στο πεδίο λ.χ. της σωματικής ή της πνευματικής ρώμης), δεν συνεπάγεται ανισότητα έναντι των νόμων (ανομοιότητα κατά τον Ανώνυμο). Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση της πρόκρισης του ιδανικού πολιτεύματος, δηλαδή της νομαρχίας: η αποκήρυξη της μοναρχίας από τον Ανώνυμο, την οποία θεωρεί δικαίως πηγή σκλαβιάς, τον αφήνει να μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο ριζικά διαφορετικά πολιτεύματα (σ. 16), την αριστοκρατία και τη δημοκρατία, χωρίς να εκλέγει αποφασιστικά κάποιο από τα δύο, αφού δεν προβαίνει καν σε κάποιον στοιχειώδη καταστατικό ορισμό τους παρά μόνο αποφατικά –δεν είναι ολιγαρχία και αναρχία αντίστοιχα–, πράγμα που κατά τη θέση του αποτελεί τη μόνη τους διαφορά. Τι θα σχολίαζε άραγε επ’ αυτού ο Ρήγας, ο οποίος, έχοντας καταρτίσει ένα ολόκληρο σχέδιο δημοκρατικής λειτουργίας θεσμών, φτάνει στο σημείο να κάνει λόγο για βούλευση του λαού περί των νόμων του (Αρ. 10 του Περί της αυτοκρατορίας του λαού) και για τις συναθροίσεις του λαού (Περί των πρώτων συναθροίσεων), εισάγοντας επί της ουσίας στοιχεία άμεσης δημοκρατίας στη διακυβέρνηση των απελευθερωμένων λαών των Βαλκανίων;
Αν πράγματι στη σκέψη του Ανώνυμου η αδυναμία επιλογής μεταξύ των δύο εναλλακτικών (αριστοκρατίας και δημοκρατίας) έγκειται σε «άλλες κοινωνιολογικές συντεταγμένες της πολιτείας», όπως το μέγεθος του πληθυσμού και το κλίμα, και ενδεικνύει σαφή επιρροή του Μοντεσκιέ,[4] δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι η Ελληνική Νομαρχία στερείται πολυεπίπεδων συνδέσεων με το παρόν της εποχής της: απουσιάζουν αναφορές στην εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων και της διασποράς –γίνεται λόγος σ’ αυτές και στις δυνατότητες που ξετυλίγουν για την ενδεχόμενη επανάσταση από τον Κοραή, για τον οποίο ο Ανώνυμος εκφράζει ωστόσο εξίσου τον σεβασμό του–, λείπουν οι παραπομπές στη Γαλλική Επανάσταση και στα διάσημα κεντρικά της προτάγματα, αγνοείται τέλος οποιαδήποτε μνεία σε συνωμοτικές οργανώσεις (τεκτονικές στοές και καρμπονάρους) που θα έθεταν τα θεμέλια μιας επιτυχούς εξέγερσης κατά τα ειωθότα της περιόδου.[5] Αντιθέτως, ο Ρήγας φαίνεται να είχε έρθει σε επαφή με τον Οθωμανό Επαναστάτη Πασβάνογλου, ο οποίος ίδρυσε το δικό του χειραφετημένο από τον σουλτάνο κράτος στην καρδιά των Βαλκανίων, ενώ είχε επίσης γνωριστεί με μέλη μυστικών εταιριών που συνωμοτούσαν για να υλοποιήσουν τις εθνικοαπελευθερωτικές διδαχές της εποχής.[6]