Τα χρόνια τα παλιά με την επανάσταση του 1821, Έλληνες, Ρωμιοί και κατ’ άλλους Γραικοί, καταστάθηκαν ελεύθεροι πια σε μία ευλογημένη μεσοποταμία με απαράμιλλη ευρυχωρία γλωσσική. Δεν επρόκειτο για φυλές διαφορετικές αλλά για ξέχωρες ονομασίες του ιδίου γένους, που προμηνούσαν επιπλοκές και μαλώματα στην όμορφη χώρα τους, της οποίας τα ψηλώματα, του Ολύμπου και της Όσσας, ήταν γεμάτα κρυστάλλινες πηγές απ’ όπου έρρεαν εν αφθονία ηχοτονικώς διαφέροντα και ποικιλοτρόπως φερόμενα, τα μελίσματα της ελληνικής γλώσσας. Πολίτικα και ποντιακά, κρητικά και κυπριακά, πελοποννησιακά και επτανησιακά, αιγαιοπελαγίτικα και θεσσαλικά, ηπειρώτικα και ρουμελιώτικα, μακεδονικά και κάτω-ιταλικά, ανατολίτικα της Καππαδοκίας, εκκλησιαστικά του Σινά και λεβαντίνικα εμποροναυτικά — κι άλλα πολλά ιδιώματα εξόχως ανισοσκελή και ιδιόμελα, αντάμα με σπανίζουσες διαλέκτους δωρικού σφρίγους και ιωνικές ντοπιολαλιές εγκάρδιου ρίγους, σε ανάμικτη σαλάτα δανείων και αντιπαροχών από την Ιταλική και την Τουρκική, τις σλάβικες φωνές και την αλβανική. Μα η μεταξωτή λαλιά θέλει επιδέξιους φθόγγους κι ο πλούτος ο πολύς, ασύνηθα βαρύς, φέρνει πενία. Σύγχυση και πολυλαλία βαβυλωνιακή, που διακωμώδησαν στα έργα τους ο Βυζάντιος, του ’21 αγωνιστής, ο Μποστ, πικρά γλυκύς, κι όλοι οι μείζονες σατιρικοί. Το γαϊτανάκι των παρανοήσεων εντούτοις, μπορεί στη θεατρική σκηνή να καταλήγει σε ξεφάντωμα συμφιλιωτικό μα στην πλατεία της ζωής, σαν απολείπει το πνεύμα της αμοιβαίας συγχωρήσεως των διαφορών κι η αρετή της γενναιοδωρίας, βγάζει αντί γινόμενο ακριβό, άθροισμα ελλειπτικό, αλληλομαχόμενο ως προς τα μέρη του, παιδιά μου, και αποκαρδιωτικά φτηνό.
Τρομάξανε λοιπόν με την ανοικονόμητη καλοτυχία τους οι πολίτες του νεόκοπου κρατιδίου κι αφού είδαν πως με τις πολλές ενδογλωσσικές διασταυρώσεις δεν τα ’βγαζαν πέρα, χωρίστηκαν σε δύο μονάχα παρατάξεις (στο εσωτερικό των οποίων δεν έλειψαν οι φατριασμοί) και ενεπλάκησαν στον παραλογισμό του γλωσσικού πολέμου, αδυνατώντας να προβλέψουν τα επερχόμενα δεινά του. Κατέβαλλαν δηλαδή συντονισμένες προσπάθειες να μετατρέψουν την εύφορη κοιλάδα σε χέρσα γη, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον Τίγρη της δημοτικής με τον Ευφράτη της λόγιας παράδοσής μας και ξεκίνησαν την αμάχη με εξορκιστικούς αφορισμούς των κακών για τον κάθε μονόφθαλμο, απαράδεκτων λέξεων, ημερήσιους λιθοβολισμούς της γραφής τους και απόπειρες νυχτερινών επιχωματώσεων της φωνής τους. Ευτυχώς τα ποτάμια αυτά ήταν μεγάλα και με πλούσια κατεβασιά, όχι τίποτα ρέματα για να καταφέρουν οι αντίπαλες πλευρές να τα μπαζώσουν κατά το άθλιο, ως τα σήμερα, συνήθειό μας. Καταδίκασαν όμως τους οπαδούς τους σε επιλεκτική ανυδρία απαγορεύοντάς τους πόση και άρδευση εξ αμφοτέρων των πηγών. Διότι, βλέπετε, από το ένα ποτάμι κυλούσε νερό ενώ από το άλλο ύδωρ και η αμοιβαία τους επιμόλυνση (συμφωνούσαν επ’ αυτού οι γιατροί και των δύο πλευρών) θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι επιδημιολόγοι του συντακτικού τα κάνανε πλακάκια με τους ορθοπεδικούς της γραμματικής και βάλανε τους κάθε λογής αντιφρονούντες στο γύψο για να μην έχουνε πολλά-πολλά μεταξύ τους και η αρρώστια του ενός γίνει νόσος για τον άλλο. Γι αυτό ίδρυσαν, στην επικράτειά της η κάθε παράταξη, γλωσσικά ξερονήσια όπου η μία περιμάντρωνε σε διαρκή καραντίνα τις εξόριστες λέξεις της άλλης. Χωρίσανε δηλαδή τα τσανάκια τους και η γλώσσα μας, «υπερεκχειλής και ατάσθαλος, ανυπότακτος και δαιμονιώσα», κατά τον Δημήτριο Βερναρδάκη, ζορίστηκε να μπει σε δύο στενά κι αταίριαστα καλούπια.
Η γλώσσα, παιδιά μου, είναι το σπίτι του ανθρώπου. Οι τοίχοι του και η σκεπή είναι από τα υλικά των κλασικών κειμένων της παράδοσής μας ενώ από τα πορτοπαράθυρα μπαίνει ανανεωτικός ο αέρας της συγκαιρινής προφορικότητας. Άμα παραμελήσεις τη σταθερή δομή του γραπτού λόγου, όπως έκαναν οι πούροι δημοτικιστές, η στέγη θα πέσει να σε πλακώσει. Άμα πάλι κλειδαμπαρώσεις κάθε άνοιγμα για να μη μπουν καινούργιες λέξεις και τρόποι εκφραστικοί, όπως έκαναν οι αρχαϊστές, το σπίτι θα μουχλιάσει και η ατμόσφαιρά του θα γίνει αφόρητα πνιγηρή. Έτσι η σύγκρουση των ακραίων παρατάξεων ήταν σπασμωδική και οι πεποιθήσεις τους έπασχαν από ακρισία των εξουθενωτικών αποκλεισμών. Πράγμα κατανοητό ως ένα βαθμό γιατί παράλληλα με ένα εθνικό κράτος οι Έλληνες ήθελαν και μία γλώσσα. Μόνο που την είχαν ήδη: με τις ρίζες βαθιές, τον κορμό γερό και τη φυλλωσιά της τρανή. Μα επειδή μερικοί την προσέγγιζαν ως γλώττα, άλλοι την αποκαλούσαν γλώσα και κάποιοι τρίτοι τη φώναζαν γλόσα, όλοι μαζί δεν επείθοντο ότι η γλώσσα τους, ήταν όντως μία — και η μοναδική της λάμψη θα ταξίδευε ανεμόεσσα, αρκεί να είχαν την τόλμη να την αγκαλιάσουν στην ολότητά της, χωρίς έντρομους ακρωτηριασμούς ούτε στο ιστορικό ούτε στο παροντικό της σώμα. Τούτη η τόλμη όμως έλειψε και τα γλωσσικά μας πράγματα πήραν να στραβώνουν από νωρίς.
Η μόνη συνέχεια που προκύπτει εντελώς αβίαστα στη δαιδαλώδη διαδρομή της ελληνικότητας δεν είναι βέβαια η θρησκευτική ούτε η πολιτειακή αλλά η γλωσσική — και παρά τους ξυλοσχίστες που κατά καιρούς την αρνήθηκαν καθίσταται προφανής για όποιον έχει διαβάσει έστω και μία ραψωδία του Ομήρου. Η συνέχεια όμως, όσο και να φαίνεται παράδοξο, δεν είναι ποτέ συνεχής. Εγκυμονείται μέσω ρήξεων, είναι μία συνέχεια ρηξιγενής μέσω της οποίας η γλώσσα μας εξελίχθηκε διατηρώντας στοιχεία από τις αρχαίες διαλέκτους, την αλεξανδρινή κοινή, τη μεσαιωνική ελληνική, τη λόγια, γραπτή παράδοση που αναπτύχθηκε μετά την Άλωση και τα λαλίστατα δημοτικά μας τραγούδια — αλλά και σε τούτη την αυτονόητη σήμερα διαπίστωση, τότε δεν καταφέραμε να ομογνωμήσουμε. Αντιθέτως. Δύο αιώνες πριν από την επανάσταση του 1821, ο Κορυδαλεύς και αργότερα ο Ευγένιος Βούλγαρις πίστευαν ότι για να αναγεννηθούμε εθνικώς πρέπει να κάμουμε ιστία από την αρχαία γλώσσα, ενώ υστερότερα ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ και ο Αδαμάντιος Κοραής ήθελαν για το πλοίο του Διαφωτισμού πιο σύγχρονα πανιά. Λίγες δεκαετίες πριν το ’21 και αμέσως μετά, οι εντάσεις αναβίβασαν τους τόνους γιατί μπήκαν ορμητικά στο παιχνίδι οι δημοτικιστές. Έτσι ο Βηλαράς και ο Ψαλίδας παρατάχτηκαν μπροστάρηδες στη μπάντα που υποστήριζε πως η «ρωμέηκη γλόσα» πρέπει να βγαίνει από την κοινή λαλιά και να γράφεται αφτιασίδωτη, όπως μιλιέται. Ενώ στη γραμμή του παρατραβηγμένου αρχαϊσμού βρέθηκαν ο Κομμητάς, ο Δούκας και ο Φωτιάδης που φρονούσαν ότι η «βάρβαρος, ακαλλιέργητος και ακανόνιστος χυδαϊκή διάλεκτος» πρέπει να απορριφθεί. Η διάσταση των δύο απόψεων αποτυπώθηκε καθαρά στο γεγονός ότι οι αγωνιστές του ’21, όπως ο Μακρυγιάννης, έγραφαν όπως μιλούσαν, κόντρα στους πολιτικούς, όπως ο Μαυροκορδάτος, που μιλούσαν όπως έγραφαν. Έκτοτε, παιδιά μου, άσπρη μέρα δεν είδαμε γιατί όσο περνούσε ο καιρός το πράγμα αγρίευε. Από τη μία ο υπερβάλλων εξαρχαϊστικός ζήλος των αττικιστών (Κωνσταντίνος Κόντος, και συντροφία) κι από την άλλη ο ακραίος δημοτικισμός των ψυχαρικών, (Πάλλης, Δελμούζος και μακρά συνοδεία) μαζέψανε φρύγανα για τη φωτιά που μας κατάκαψε γιατί δεν εκόπασε επί έναν αιώνα. Ο Ψυχάρης κατέβηκε από το Παρίσι κραυγάζοντας ότι ψοφάει για δόξα και γροθιές, ο Μιστριώτης τον περίμενε με τη μαγκούρα μπροστά στο Αθήνησι Πανεπιζήμιο και οι οπαδοί τους, μαλλιαροί και καραφλοί, συνέθεσαν το σκηνικό ενός εμφυλίου γλωσσικού πολέμου που, με αφορμή δημώδεις μεταφράσεις, κορυφώθηκε στα δίδυμα αιματηρά επεισόδια των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1903). Οι θιασώτες της απλής καθαρεύουσας που τοποθετήθηκαν «στη μέση οδό μεταξύ χυδαϊζόντων και ελληνιζόντων», ο Κουμανούδης, ο Χατζηδάκης και ο Σπυρίδων Τρικούπης, υποχώρησαν κάτω από διασταυρούμενα πυρά, διότι δυστυχώς τις εντυπώσεις, αναπόφευκτα σχεδόν, τις κερδίζουν τα άκρα.
Κατά πως γράφει λοιπόν ένας συγκαιρινός μας στο Δάνειον Έθνος: Οι αττικίζοντες ήθελαν να κινηθώμεν με την όπισθεν μπας και κι ανακαλύψουμε τα αρχαία νάματα ενώ οι δημοτικιστές από την αγκούσα τους να πάμε μπροστά φωνάζανε πως ήρτε ο καιρός να πάμε με τα νερά της εποχής και να στομώσουμε μια και καλή τα ύδατα που έτρεχαν επί τόσους αιώνες από τα κείμενα ή τα γραφτά. Μέσα στο σάλο ή στον σάλαγο, το περιβάλλον ή η τοπωσιά πυρπολήθηκε ή πήρε φωτιά μα κανείς δεν βρέθηκε να σβήσει ή να σβέσει με κατάβρεγμα ή καταιονισμό τα εξημμένα ή ξαναμμένα πνεύματα ή πνέματα. Έτσι το δώρο ή το χάρισμα της μακράς ή μακριάς γλωσσικής μας παράδοσης αποδείχθηκε διπρόσωπο ή διμούτσουνο κι αφού οι αντιμαχόμενες μεριές ή παρατάξεις δεν κατάφεραν ή δεν εδυνήθησαν να συμφωνήσουν αν το κακό που μας εύρε ή μας βρήκε οφειλόταν ή χρωστιότανε σε ασθένεια ή αρρώστεμα, η κατάσταση άλλοτε ετρέπετο επί τα χείρω κι άλλοτες χειροτέρευε χοντρά, πάντως εν κατακλείδι ή στη στερνή περασιά, γιατρειά δεν είδαμε μήτε ίαση εωράκαμεν ουδεπώποτε και καμία. Μερικοί συγγραφείς ετάχθησαν με τη μία πλευρά κι άλλοι, συγγραφιάδες αυτοί, πήρανε την άλλη μπάντα και σπρώχνοντας ετούτοι έλκοντας οι δε, οδήγησαν τα πράγματα στις άκριες του μη περαιτέρω…
Περισσότερα για την ώρα δεν μπορώ να σας πω, μα σαν θα μεγαλώσετε παιδιά μου και πάτε σε ανώτερα σχολεία ελπίζω να βρείτε τους καλύτερους δασκάλους που θα σας μπάσουν στο άλλοτε αχανές γλωσσικό μας σαλόνι του οποίου ωστόσο, για να δείτε τι είχαμε και τι χάσαμε, προτού κλείσω — όχι τις πόρτες του αλλά την αφήγηση του σημερινού μας μύθου — θα σας δώσω μία ιδέα, σημειώνοντας απλώς πως ο Ιωάννης Τζέτζης, λόγιος του δωδέκατου αιώνα με Γεωργιανή καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, δηλώνει με υπερηφάνεια ότι βγαίνοντας από το σπίτι του στην Κωνσταντινούπολη λέει καλημέρα σε δεκατέσσερις γλώσσες. Βλέπει με τα μάτια ενός ανθρώπου οικουμενικού που έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του και τον ατενίζει από το επίκεντρο του πολιτισμικού του αναστήματος. Μιλά με την πεποίθηση μίας κοσμικής υπεροχής που διατηρήθηκε επί αιώνες με ποικίλες μεταπτώσεις και είχε ως βάση τον διασκελισμό της ελληνικής γλώσσας από τους Δελφούς ως τη Βακτριανή. Η εποχή όμως αυτή έληξε προ πολλού. Ό,τι απέμεινε στην τεφροδόχο της σκορπίστηκε από τον άνεμο των εθνικισμών — μαζί με τη δυνατότητα που, όπως σημειώνει ο Ελύτης, είχε ο Έλληνας να κινείται χωρίς γλωσσικό διαβατήριο σε μια εκτεταμένη περιοχή, μεταξύ Σμύρνης και Τεργέστης, Αλεξανδρείας και Οδησσού, Βουκουρεστίου και Κωνσταντινούπολης, Βάρνας και Τραπεζούντας. Σήμερα, υπονομευμένη εγκληματικά από την ανυπαρξία επίσημης πολιτειακής μέριμνας, η ελληνική γλώσσα αντικρύζει τον κόσμο από το χαμηλό μιας αδρανούς περιφέρειας. Γι αυτό και η γλωσσομάθεια του νεοέλληνα δεν έχει προβολικά γνωρίσματα αλλά τον αμυντικό χαρακτήρα της προσαρμογής απέναντι την κυματωγή που σηκώνουν τα πολιτισμικά κέντρα της δύσης. Περιορισμένος στη μιμητική πρόσληψη και χωρίς την ανταποδοτική ικανότητα της συνεισφοράς, αισθάνεται παντελώς ανίσχυρος απέναντι σε ξένες καθημερινές εκφράσεις και λογοτεχνικές μόδες, συμπεριφορικά πρότυπα και ιδεολογικές επιδράσεις, διαφημιστικές επιταγές και καλλιτεχνικές θύελλες, εμπορικά στερεότυπα και παλίρροιες φιλοσοφικές, που φαίνεται ότι χυμάνε να τον πνίξουν. Έτσι αντί να οικειωθεί με δημιουργική γλωσσοπλασία την ορμή τους, προτιμά να καταπίνει αμάσητη την τεχνική ορολογία και την διανοητική τους σύνταξη. Η ελληνική γλώσσα, παρά τη θρυλούμενη ζωτικότητά της, παραλύει τόσο από τη στέρηση στοιχειώδους κλασικής παιδείας όσο και από την έλλειψη φρέσκιας πνοής. Σήπεται και φυτοζωεί με τις αδύναμες λάμψεις της άγρια κουτσουρεμένης της επικράτειας να αχνοφέγγουν σε αργοπορημένη φθινοπωρινή γιορτή. Σώζεται μονάχα, παρά δήμον ονείρων και κατ’ ασφοδελόν λειμώνα —τόπια βαρύτιμα, υφαντά θεωρικά— ενώ το αίσθημα της κληρονομικής υπερηφάνειας εκείνου του καλλιεργημένου, καβαφικού Ποσειδωνιάτη συστρέφεται στο θυμό του απόκληρου απέναντι στα πετρωμένα του βιβλία.