Ξασπρισμένα από τον ήλιο σημαιάκια και ξεφτισμένα πορτραίτα αγωνιστών· ποιήματα που ξεχάστηκαν αμέσως μετά την εκφώνησή τους· «χοντρά» αστεία περιμένοντας την έναρξη της παρέλασης και στολές που θα έβρισκαν ξανά σε λίγο τη θέση τους στα μπαούλα με την ναφθαλίνη. Η επετειος της 25ης Μαρτίου παραμένει ακόμη και σήμερα μακράν η πιο ανιαρή σχολική γιορτή των παιδικών μου χρόνων, καλύτερα η πιο αδιάφορη. Ήταν η χρονική απόσταση από το ηρωικό 1821, ήταν οι ρητορείες των δασκάλων και των καθηγητών μου, δεν ξέρω τι από όλα έφταιγε, μα έπρεπε στα τελευταία χρόνια του σχολείου να προστεθεί ο Μακρυγιάννης και αργότερα στα φοιτητικά ο Κορδάτος ή ο Σκαρίμπας για να αρχίζει να αποκτά ένα ενδιαφέρον η ημέρα.
Δεν ήταν, όμως, μόνο δική μου αυτή η αίσθηση. Εμποτισμένος στα νάματα της χούντας ο εορτασμός του 1821 επρόκειτο να περάσει σε δεύτερη μοίρα για πολλά χρόνια στη Μεταπολίτευση που έμοιαζε τα πρώτα της χρόνια να γυρνά την πλάτη και στην ίδια την περίοδο. Στη δική μου γυμνασιακή σχολική ζωή ήταν το Πολυτεχνείο που κυριαρχούσε συνδεδεμένο με την ετήσια καθιερωμένη αποχή από τα μαθήματα. Στο πέρασμα από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, εκεί στο μακρινό 1981 και στις πρώτες μέρες του ΠΑΣΟΚ δεν ορίστηκε μόνο ως σχολική γιορτή η 17η Νοέμβρη αλλά και η 28η Οκτωβρίου αναβαπτίστηκε στη μουσική του Θεοδωράκη και στα αντάρτικα. Η 25η Μαρτίου έμοιαζε μακρινή, χωρίς άμεση αναφορά στο σήμερα. Διαδρομές των επετείων, στιγμές της δημόσιας μνήμης.
Δεν θα πρωτοτυπούσα αν επεσήμανα ότι κανένας εορτασμός δεν γίνεται απλώς για να θυμηθούμε το παρελθόν, αλλά για να μιλήσουμε με το σήμερα και να σχεδιάσουμε το αύριο. Οι εορτασμοί είναι ορόσημα, ακριβώς γιατί επαναφέρουν τις εμπειρίες του παρελθόντος εντάσσοντάς τες στις στρατηγικές του παρόντος. Και σε αυτή την κατεύθυνση, το ποιες εμπειρίες θα επιλεγούν και το πώς θα ανακληθούν αποτελεί συστατικό στοιχείο της συγκρότησης της μνήμης της επετείου. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου συνομίλησε σε όλη τη συγκυρία με τις ανάγκες της σήμερον, αλλά παράλληλα και με το απόθεμα της ιστορικής γνώσης που είχε σχηματιστεί γύρω από τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Δεν ήταν μια πορεία ευθύγραμμη, ούτε και αυτονόητη.
Από την ημέρα της καθιέρωσης της 25ης Μαρτίου σε εθνική γιορτή, το 1838, ο εορτασμός της επετείου αποτέλεσε σημείο σύγκλισης, διαφωνίας, σύγκρουσης.[1] Εάν η καθιέρωσή της υπήρξε αποτέλεσμα συναίνεσης, βασισμένης στην στενή σχέση του εθνικού με το θρησκευτικό, από την άλλη πλευρά ο εορτασμός της, εμπνευσμένος όπως έχει δείξει η Χριστίνα Κουλούρη από την ευρωπαϊκή δυναστική παράδοση, αποτέλεσε αντικείμενο συγκρούσεων.[2]
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν ποιός μπορούσε να εκφράσει το νόημα αυτής της επετείου. Έτσι, την ώρα που η επίσημη δοξολογία πραγματοποιούνταν ενώπιον του βασιλιά, στην 25η Μαρτίου 1841, η βαυαρική φρουρά παρέλειψε τους προβλεπόμενους τιμητικούς κανονιοβολισμούς. Το γεγονός θεωρήθηκε προσβολή απέναντι στους αγωνιστές που συμμετείχαν στον εορτασμό. Μία μεγάλη ομάδα φοιτητών και αγωνιστών αντέδρασαν και άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα εναντίον του Όθωνα. Η διαμαρτυρία έληξε με την επέμβαση της αστυνομίας και τις συλλήψεις πολλών από τους συμμετέχοντες, άφησε όμως μετέωρο το ερώτημα για το αν η ξενική δυναστεία μπορούσε να εκφράσει τα ιδανικά της Επανάστασης.[3]
Σε κάθε περίπτωση και όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα γεγονότα που χαράζουν τις ζωές μας, η πορεία του εορτασμού είναι συνδεδεμένη με τη διαδρομή από τη ζωντανή μνήμη στην μνημειοποίηση, στη δημιουργία μιας κοινής συλλογικής μνήμης, η οποία θα επεξεργαζόταν αυτό το παρελθόν-παρόν. Σε αυτή την κατεύθυνση ο εορτασμός των 50 χρόνων από την Επανάσταση, ο πρώτος μεγάλος εορτασμός στην πρωτεύουσα αποτέλεσε ένα κρίσιμο βήμα. Η αποκάλυψη των δυο ανδριάντων, του Ρήγα Φεραίου και του Γρηγορίου του Ε΄ μπροστά από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου συμβόλιζε αυτόν τον καινούργιο τόπο συναίνεσης όπου πρωταγωνιστούσαν δυο πρόσωπα που είχαν συγκρουστεί εν όψει του 1821. Εάν ο Ρήγας ήταν περίπου αυτονόητος, ο Γρηγόριος προκαλούσε πολλές αντιδράσεις, λόγω του αφορισμού της Επανάστασης. Τα αποκαλυπτήρια του Ρήγα έγιναν στις 16 Ιουνίου 1871. Ο ανδριάντας του δεύτερου αποκαλύφθηκε την 25η Μαρτίου 1872, αφού την προηγούμενη χρονιά είχε γίνει η ανακομιδή των οστών του από την Οδησσό. Και στις δυο περιπτώσεις, οι τελετές ήταν δημόσιες παρουσία χιλιάδων κατοίκων της πρωτεύουσας. Και στις δυο τελετές πρωταγωνίστησε ο νέος βασιλιάς, ο Γεώργιος ο Α΄ που είχε ενθρονιστεί το 1864. Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γρηγορίου συνοδεύθηκαν από την ανάγνωση του περίφημου ποιήματος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη Πώς μας θωρείς ακίνητος; Που τρέχει ο λογισμός σου; Η απαγγελία από τον ίδιο τον Βαλαωρίτη ενός ποιήματος γραμμένου στη δημοτική γλώσσα, ενέτεινε τον παλλαϊκό και συνακόλουθα τον πανεθνικό χαρακτήρα της τελετής. Οκτώ χρόνια μετά την ενθρόνιση του Γεωργίου του Α΄, η πανηγυρική ενσωμάτωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις δυνάμεις που υποστήριξαν την Επανάσταση συνέτεινε καθοριστικά στην προβολή της ενότητας του έθνους με εκφραστή τον νέο βασιλιά.[4]
Σε αυτή την κατεύθυνση της μνημειοποίησης της Επανάστασης συνέτεινε, εύλογα, και το βιολογικό τέλος των ηρώων της· το βίωμα έδινε τη θέση του στη μνήμη. Από την άλλη πλευρά, την ίδια περίπου περίοδο, πραγματοποιείται η είσοδος της διδασκαλίας της Επανάστασης στο σχολικό πρόγραμμα, ενώ η δημοσίευση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους
του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου συγκροτούσε ένα ισχυρό αφήγημα για το τι είχε συμβεί, και δημιουργούσε έναν κανόνα για τις επόμενες προσπάθειες αφήγησης και ερμηνείας του. Παράλληλα το 1884 έγινε η πρώτη έκθεση με τεκμήρια από τον Αγώνα και λίγο αργότερα το πρώτο μουσείο για την Επανάσταση, το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.[5] Το 1914 δημιουργήθηκαν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους με διευθυντή τον Γιάννη Βλαχογιάνη, το πλέον κομβικό πρόσωπο για τη μελέτη του 1821 στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ολοκληρώθηκε επίσης το μνημειακό σύμπλεγμα μπροστά από τα Προπύλαια. Δίπλα στον Ρήγα και τον Γρηγόριο τον Ε΄ προστέθηκαν ο Κοραής και ο Καποδίστριας συγκροτώντας, όπως έχει επισημάνει ο Φίλιππος Ηλιού ένα «εθνικό πάνθεον».[6]
Από το τέλος του 19ου αιώνα και μετά, η Επανάσταση συνδέθηκε με τους νέους αλυτρωτικούς αγώνες των Ελλήνων, το Κρητικό, το Μακεδονικό και στη συνέχεια τους Βαλκανικούς και την Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι η Επανάσταση αποκτούσε ένα νέο νόημα, γινόταν η ανολοκλήρωτη Επανάσταση που έπρεπε να ολοκληρωθεί με την ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών. Σε αυτή την κατεύθυνση τονίστηκαν πλέον περισσότερο ο ρόλος των κλεφτών και των αρματολών και αναδείχθηκαν ήρωες στρατιωτικοί, όπως ο Κολοκοτρώνης ή ο Καραϊσκάκης. Αυτές οι επεξεργασίες επρόκειτο να αναδειχθούν με τον εορτασμό των 100 χρόνων το 1921. Το ελληνικό κράτος άρχισε να ετοιμάζει τους εορτασμούς ήδη από το 1916, αλλά η ζωή έφερε τα πράγματα αλλιώς. Η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησε στην αναβολή του εορτασμού, με την λογική ότι η Ελλάδα θα γιόρταζε την επέτειο έχοντας βγει νικηφόρα από τον πόλεμο.
Η επόμενη μέρα βρήκε τα πράγματα τελείως διαφορετικά. Με το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, το ελληνικό κράτος είχε να διαχειριστεί το πρόβλημα μιας χώρας διαιρεμένης, με κατοίκους διαφορετικών «ταχυτήτων». Η Παλιά Ελλάδα, οι κάτοικοι των Νέων Χωρών που είχαν ενσωματωθεί μετά το 1912 και βέβαια οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εορτασμοί έγιναν τελικά το 1930 από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου και ήταν οι πιο λαμπροί που είχαν γίνει έως τότε. Το μήνυμα τους δεν αφορούσε τόσο την Επανάσταση, όσο τα πεπραγμένα του νέου κράτους. Ο Βενιζέλος ήθελε να θυμίσει τα όσα είχε πετύχει η Ελλάδα, αλλά και τα όσα μπορούσε και κάτω από αυτό το όραμα να συγκροτήσει μια καινούργια συλλογική μνήμη. Για τον συντονισμό των εκδηλώσεων του εορτασμού με κυβερνητική απόφαση συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος.[7] Ο εορτασμός ήταν ο σημαντικότερος έως τότε στο ελληνικό κράτος και απλώθηκε σε όλη τη χώρα, με μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις την μετακομιδή των οστών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από την Αθήνα στην Τρίπολη, τελετή που έδινε τον ρόλο του πρωταγωνιστή στον Πελοποννήσιο στρατηγό. Στο επίκεντρο ήταν η εθνική ανασυγκρότηση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η επιτάχυνση της αφομοίωσης των Νέων Χωρών στον εθνικό κορμό.
Την ίδια ώρα που γιορταζόταν με πανεθνικό τρόπο η επέτειος, η εφημερίδα Ριζοσπάστης, όργανο του νεοσύστατου τότε ΚΚΕ, προσκαλούσε στους αριστερούς πολίτες την 25η
Μαρτίου 1930 να εορτάσουν την Κομμούνα του Παρισιού και να αφήσουν την Επανάσταση του 1821 στους αστούς.[8] Δεν επρόκειτο για αστείο: εάν η Επανάσταση έμοιαζε να αποκτά ένα συναινετικό χαρακτήρα ως ένα συνώνυμο του ίδιου του ελληνικού κράτους, υπήρξε μια πρώτη έντονη αμφισβήτηση αυτού του κλίματος. Το 1924, ο τότε Γραμματέας του ΚΚΕ Γιάνης Κορδάτος δημοσίευσε ένα βιβλίο τομή για τη μελέτη και την πρόσληψη του Αγώνα, την Κοινωνική σημασία της Επαναστάσεως του 1821, ένα βιβλίο που για πρώτη φορά αμφισβητούσε τον αποκλειστικά εθνικό χαρακτήρα και μιλούσε για την κοινωνική της και ταξική της διάσταση. Το βιβλίο προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, ο συγγραφέας του παραλίγο να αφοριστεί, αργότερα κατασχέθηκε, έζησε πολλές περιπέτειες συνδεδεμένες με την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Αυτή η αρχική στάση της Αριστεράς θα διαφοροποιηθεί τα επόμενα χρόνια, μέσα από την εμπειρία των λαϊκών μετώπων και ιδιαίτερα με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Επανάσταση μεταβάλλεται σε μια υπόθεση του αγωνιζόμενου λαού. Φυσικά, στη δεκαετία του 1940, η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε κεντρική αναφορά αποκλειστικά για τον αριστερό κόσμο. Η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου επανέφερε το 1821 και τη μνημόνευσή του στο προσκήνιο. Η επέτειος της 25ης Μαρτίου, μάλιστα, αποτέλεσε μια σταθερή αφορμή, καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, για συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τον κατακτητή. Ιδιαίτερα για την εαμική αριστερά, το 1821 αναδείχθηκε στον αγαπημένο ρητορικό της «τόπο». Συγκροτώντας τη γενεαλογία από τον αγωνιστή του 1821 στον αντάρτη της Αντίστασης, το 1821 έγινε η προδομένη Επανάσταση που είχε έλθει η ώρα για να δικαιωθεί. Αντάρτικα τραγούδια, ψευδώνυμα καπεταναίων, μελέτες και θεατρικά έργα επιβεβαίωναν αυτή τη σχέση που αναδεικνυόταν μέσα από τους εορτασμούς στο Βουνό αλλά και στις κατεχόμενες πόλεις. Το «αντιστασιακό» 1821 συγκροτούσε τη δική του παράδοση που στα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια έπροκειτο να αποτελέσει ταυτοτικό στοιχείο για τον καταδιωκόμενο και αποκλεισμένο εν πολλοίς από το δημόσιο πεδίο κόσμο της Αριστεράς. Στις εξορίες, στις φυλακές, στην πολιτική προσφυγιά ο εορτασμός συνδεόταν με πολιτικά αιτήματα και διεκδικήσεις. Η αναφορά στην κοινή μοίρα των αγωνιστών του '21 και της Αντίστασης αποτέλεσε κοινό τόπο στις εκκλήσεις της Αριστεράς για απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων της περιόδου.
Από την άλλη πλευρά η επίσημη πολιτεία συγκροτούσε τους δικούς της εορτασμούς βασισμένους στον εθνικό χαρακτήρα της Επανάστασης. Οι δοξολογίες, οι μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις, οι σχολικές γιορτές όριζαν το πλαίσιο, που νοηματοδοτούνταν από έννοιες όπως η εθνικοφροσύνη και η νομιμοφροσύνη, ενός αποδεκτού και εν τέλει διχαστικού πατριωτισμού. Αυτή η κυριαρχία της διχασμένης ιστορικής μνήμης επρόκειτο να βρει την πλέον ακραία μορφή της στον εορτασμό των 150 χρόνων.
Με βάση τις αποφάσεις της στρατιωτικής δικτατορίας επικεφαλής του εορτασμού ορίστηκαν ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο αντιπρόεδρος της χουντικής κυβερνήσεως, Στ. Πατακός, επιλογή που επιβεβαίωνε τη θρησκευτική και εθνική διάσταση του γεγονότος. Η 25η Μαρτίου θα συνδυαζόταν με τη θεμελίωση του Ναού του Σωτήρα, γνωστού ως «Τάμα του Έθνους», ενός κεντρικού ηρώου για την επανάσταση του 1821. Ο ναός θα ανεγείρονταν στα Τουρκοβούνια και προκηρύχθηκε δημόσιος έρανος για την αποπεράτωσή του. Την προηγούμενη μέρα στις 24 Μαρτίου ο φακός θα ήταν στραμμένος στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας όπου στη δοξολογία θα παρίστατο και το σύνολο της κυβέρνησης. Η 150ετηρίδα τόνιζε τη στενή σχέση ορθοδοξίας και ελληνισμού αναδεικνύοντας τον Στρατό ως τον κύριο και αποτελεσματικό διαμεσολαβητή αυτής της σχέσης, ο οποίος μπορούσε να αποτελέσει και τον γνήσιο εκφραστή της εθνικής ενότητας. Την ίδια ώρα οι αντιδικτατορικές οργανώσεις στο εξωτερικό αλλά και παράνομα στη χώρα κατήγγειλαν το στρατιωτικό καθεστώς και παράλληλα οργάνωναν τους δικούς τους αντι-εορτασμούς.[9]
Γεώργιος ο Α΄, Βενιζέλος, Ιερώνυμος και Πατακός. Η νέα δυναστεία, το βενιζελικό στρατόπεδο, η στρατιωτική χούντα. Οι αμφισβητίες του Γρηγορίου, οι κομμουνιστές, οι αντιδικτατορικές οργανώσεις. Η ενσωμάτωση του Πατριαρχείου, η ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, η νομιμοποίηση της στρατιωτικής παρέμβασης. Κάθε φορά οι εορτασμοί συνδέθηκαν με συγκεκριμένους πρωταγωνιστές, οι οποίοι ανέλαβαν να φέρουν το δικό τους νόημα στην επιφάνεια, μέσα από ένα εορταστικό τυπικό. Ένα νόημα που συνομιλούσε με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής, επιδίωκε να προσδώσει το δικό της χαρακτήρα, να καλύψει σύγχρονες ανάγκες.
Και το 2021; Είναι νωρίς ακόμα για απολογισμούς, ειδικά όταν ένα μεγάλο μέρος των εκδηλώσεων έχει μεταφερθεί, λόγω της πανδημίας, στο πρώτο εξάμηνο του 2022. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική σύλληψη της κυβέρνησης, η οποία είχε και την ευθύνη σε κεντρικό πεδίο της μνημόνευσης, ήταν ένας τύπος εορτασμού, ο οποίος έφερε την λογική εκείνου του 1930. Έμφαση στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού κράτους και στα επιτεύγματά του, συγκρότηση ειδικής επιτροπής, εν μέρει ανεξάρτητης από την κυβέρνηση για τη διεξαγωγή του και στελέχωσή της από επιστημονικό κατά κύριο λόγο προσωπικό. Οι επιλογές αυτές συνδέονταν με τη δημιουργία συναίνεσης γύρω από τον ίδιο τον εορτασμό. Το κεντρικό νόημα του εορτασμού, όπως αποτυπώθηκε στις δηλώσεις των αρμοδίων ήταν η ανάδειξη μιας ισχυρής Ελλάδας που επέστρεφε, με βάση και την κυβερνητική αλλαγή, στο διεθνές πεδίο, μετά από μια μεγάλη περίοδο κρίσης. Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν χαρακτηριστική η επιλογή της Προέδρου της Επιτροπής, ενός προσώπου κατεξοχήν συνδεδεμένου με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, μιας διοργάνωσης που θεωρήθηκε ότι είχε προσφέρει στην Ελλάδα τη διεθνή αναγνώριση.
Σε κάθε περίπτωση, πολύ γρήγορα το συγκεκριμένο νόημα υπονομεύθηκε. Η συνεχιζόμενη πανδημία αποδιοργάνωσε το μήνυμα και αναγκαστικά αναδιοργάνωσε τα σχέδια. Αποδυνάμωσε τις δημόσιες τελετές και ενίσχυσε τις επιστημονικές και άλλες διοργανώσεις με σκοπό την παραγωγή ιστορικής γνώσης. Παράλληλα αποδυνάμωσε το κεντρικό και ενίσχυσε τη στροφή προς το τοπικό, είναι ενδεικτικές οι επισκέψεις κλιμακίων της Επιτροπής σε μια σειρά από ιστορικούς τόπους της Επανάστασης. Η αδυναμία συγκρότησης ενός κεντρικού αφηγήματος από την Επιτροπή δεν οφειλόταν μόνο στην πανδημία, αλλά και στην πολυφωνία που αναπτύχθηκε γύρω από την επέτειο με την ισχυρή παρουσία πολιτιστικών ιδρυμάτων, μουσείων, αρχείων κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο ξεχώρισε τον τρέχοντα εορτασμό είναι αφενός η απουσία των μεγάλων εκείνων τελετών με τις οποίες είναι συνδεδεμένες τέτοιας εμβέλειας επέτειοι, τελετές που «νομιμοποιούνται» πάντα μέσα από τη συμμετοχή του πλήθους, του κοινού. Αφετέρου και κυρίως, η μεταφορά του εορτασμού στις οθόνες των υπολογιστών υπήρξε μια κρίσιμη αλλαγή για τη μορφή αλλά και το περιεχόμενο των εκδηλώσεων, μια αλλαγή της οποίας δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει το μέγεθος και τις συνέπειες.
Τις μέρες που γραφόταν αυτό το κείμενο, ο απόηχος των μεγάλων πυρκαγιών του καλοκαιριού ήταν πολύ έντονος. Και όπως συμβαίνει κάθε φορά που το παρόν μας θυμίζει πόσα πολλά πράγματα δεν έχουμε ρωτήσει το παρελθόν, σκεφτόμουν πόσο λίγο έχουμε μελετήσει την ιστορία του περιβάλλοντος στη χώρα μας. Όχι μόνο το αυτονόητο, τι σήμαινε δηλαδή η τοπογραφία του συγκεκριμένου χώρου για τη διαμόρφωση των ανθρώπων, αλλά και για το ξέσπασμα και την εξέλιξη του Αγώνα; Αλλά και το τι σηματοδοτούσε λ.χ. στη μακρά ιστορική διαδρομή σε αυτό που θα λέγαμε μεγάλη διάρκεια, η Επανάσταση του 1821 για το περιβάλλον, τι σήμαινε η συγκρότηση ενός εθνικού κράτους για τη διαχείριση και την αντιμετώπισή του; Από την άλλη πλευρά αναλογίζομαι ότι καθώς τα νοήματα και οι αναγνώσεις του παρελθόντος συνεχώς ανανεώνονται, μπορούμε να ξανασκεφτούμε τα «μηνύματα» του μείζονος γεγονότος που γιορτάζουμε φέτος στο πλαίσιο των νέων συγκυριών. Εάν η Επανάσταση του 1821 αποτελεί μια συνεχή υπόμνηση στον κοινό αγώνα, με όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις εντάσεις και τα διαφορετικά συμφέροντα που κρύβει, πόσο αυτός ο αγώνας θα ήταν δυνατόν να λάβει νέες διαστάσεις με βάση τα μεγάλα διακυβεύματα της συγκυρίας; Τι ίσως είναι πιο σημαντικό σήμερα παρά η προστασία και διατήρηση του φυσικού μας περιβάλλοντος; Εάν ο Μακρυγιάννης, μέσα στο πλαίσιο της αναζήτησης του εθνικού παρελθόντος, αναφερόταν στις αρχαιότητες όταν έλεγε ότι για αυτά πολεμήσαμε, ίσως για τις δικές μας τις γενιές αυτό θα μπορούσε να αφορά και το περιβάλλον, αυτό που κληρονομήσαμε από τους δικούς μας και που οφείλουμε να παραδώσουμε σε όσους και όσες ακολουθούν.