———— ≈ ————
Πρόλογος: Ανδρέας Στάικος
Αθώος σαν πρόβατο
———— ≈ ————
Αθώος σαν πρόβατο (1558) του Giovanni Fiorentino, είναι ένα παραμύθι για κακά παιδιά. Παραμύθι με τα στερεότυπα συστατικά του παραμυθιού, με το μια φορά κι έναν καιρό, με τις πολλές και πανομοιότυπες επαναλήψεις – υπογραμμίσεις των κεντρικών σημείων της δράσης, με τις αντιπαραθέσεις του καλού και του κακού, του μαύρου και του άσπρου, την σαφήνεια και μια σχεδόν πρωτόγονη αφέλεια περιεχομένου και ύφους, με το αναπόφευκτο ηθικό δίδαγμα και τέλος με το έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο Τζανέτο, ωραίος, νέος, πλούσιος, με την αθωότητά του να ανταγωνίζεται τη φιλοδοξία του για προσωπική και κοινωνική επιτυχία, καταστρέφεται ηθικά και υλικά από μία γυναίκα. Ανεπίδεκτος μαθήσεως, καταστρέφεται για μια δεύτερη φορά από την ίδια γυναίκα. Επανέρχεται δριμύτερος για να καταστραφεί και για τρίτη φορά. Η δεύτερη και η αναμενόμενη τρίτη καταστροφή επιχορηγείται γενναιόδωρα από τον θετό του πατέρα. Ο Τζανέτο διπλό θύμα εκείνης που αγαπά και εκείνου που τον αγαπά.
Ο θετός πατέρας για να μη δυσαρεστήσει τον πολυαγαπημένο και θανάσιμα ερωτευμένο Τζανέτο, δανείζεται υπέρογκα ποσά από κάποιον πλούσιο Εβραίο, υπό τον όρο να τα επιστρέψει εντός μίας προκαθορισμένης προθεσμίας. Η παραβίαση της προθεσμίας θα ισοδυναμούσε με εξόφληση σε ανθρώπινη σάρκα. Αντί για χρήματα ο Εβραίος θα εισέπραττε μια λίβρα από τη σάρκα του θετού πατέρα.
Στο Αθώος σαν πρόβατο, ο Giovanni Fiorentino, θέτει το θέμα της μοιραίας γυναίκας, της ακαταμάχητης μοιραίας γυναίκας που εξοντώνει όσους, αναπόφευκτα θα την αγαπήσουν. Η εξουσία της ομορφιάς. Μια όψιμη αναγεννησιακή Κίρκη που δεν αντιμετωπίζει την πανουργία του Οδυσσέα αλλά την αθωότητα του Τζανέτο.
Πέραν του καταστροφέως έρωτα, ο Giovanni Fiorentino θέτει και το θέμα της σχεδόν ανθρωποφαγικής βίας του δανειστή Εβραίου, του οποίου η φιλαργυρία εκφράζεται με την απαίτηση της ανθρώπινης σάρκας του αγαθού χρεώστη, μακράν πολυτιμότερης από το χρήμα (η εμμονή για την φιλαργυρία των Εβραίων στη λογοτεχνία και στο θέατρο εκείνης της πολυτάραχης εποχής, είναι δυσεξήγητη αν όχι ανεξήγητη και βασίζεται σε μια επιφανειακή άποψη, χωρίς επαρκή ιστορική ανάλυση των δεδομένων).
Στο Αθώος σαν πρόβατο, ο Σαίξπηρ μύρισε σάρκα και αίμα. Με την μεταποιητική του δεινότητα μεταμόρφωσε το σκοτεινό παραμύθι σε μια διαυγέστατη κωμωδία.
Α. Σ.
Αθώος σαν πρόβατο
Υπήρξε κάποτε στη Φλωρεντία, στον οίκο των Σκάλι, ένας έμπορος με το όνομα Μπίντο που ταξίδεψε πολλές φορές στη λίμνη Τάνα, στην Αλεξάνδρεια και σε άλλους μακρινούς τόπους για να πουλήσει τα εμπορεύματά του. Αυτός ο Σκάλι ήταν πολύ πλούσιος και είχε τρεις μεγάλους γιούς. Στα βαθιά γεράματα, κι ενώ το τέλος ήταν κοντά, κάλεσε τους δύο μεγαλύτερους γιούς του και ενώπιον τους συνέταξε τη διαθήκη του, αφήνοντας στους δύο κληρονόμους ό,τι του ανήκε στον μάταιο τούτο κόσμο. Στον μικρότερο γιο δεν άφησε τίποτα.
Μόλις η διαθήκη υπογράφηκε και η απόφαση έγινε επίσημη, ο νεότερος γιος, ο Τζανέτο, πήγε στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου πατέρα και του είπε:
«Πατέρα, έχω μείνει έκπληκτος από τις πράξεις σου. Με ξέχασες, εμένα, τον γιο σου, στη διαθήκη σου;»
Ο πατέρας απάντησε:
«Αγαπημένε μου Τζανέτο, δεν υπάρχει άλλο πλάσμα στον κόσμο που να αγαπώ περισσότερο από εσένα. Έτσι λοιπόν, μετά το θάνατό μου, επιθυμώ να αφήσεις αυτήν την πόλη και να ταξιδέψεις στη Βενετία, στο νονό σου, τον Ανσάλντο. Ο ίδιος δεν έχει παιδιά και πολλές φορές μου έγραψε ζητώντας να σε στείλω σ’ εκείνον. Με σιγουριά μπορώ να σε βεβαιώσω ότι είναι ο πλουσιότερος χριστιανός έμπορος εκεί. Επομένως, είναι η τελευταία μου επιθυμία να πας σε εκείνον μόλις πεθάνω με αυτό εδώ το γράμμα. Αν συμπεριφερθείς σωστά, είμαι σίγουρος πως θα γίνεις πλούσιος».
Ο γιος είπε:
«Πατέρα, είμαι έτοιμος να πράξω όπως μου προστάζεις».
Έτσι ο πατέρας του έδωσε την ευχή του και λίγες ημέρες αργότερα, πέθανε. Τα αδέλφια του Τζανέτο, βλέποντας τον ζήλο του αδελφού τους στην απόφασή του να κυνηγήσει την τύχη του αλλού, του έδωσαν ένα άλογο και χρήματα για τα έξοδα του ταξιδιού. Ο Τζανέτο τους αποχαιρέτησε και χωρίς να χάσει καιρό έφυγε για τη Βενετία, στο σπίτι του Ανσάλντο, όπου παρουσιάστηκε με το γράμμα ανά χείρας, όπως του είχε υποδείξει ο πατέρας του. Πριν ακόμα διαβάσει το γράμμα, ο Ανσάλντο κατάλαβε πως ο νεαρός που στεκόταν εμπρός του ήταν ο γιος του αγαπημένου του φίλου, Μπίντο, και αμέσως τον πήρε στην αγκαλιά του λέγοντας:
«Καλωσήρθες βαφτισιμιέ. Να ξερες πόσα χρόνια λαχταρούσα να σε δω!» και χωρίς να χάσει καιρό ρώτησε για τον Μπίντο. Μόλις ο Τζανέτο ανακοίνωσε τον θάνατο του πατέρα του, ο Ανσάλντο αγκάλιασε ξανά τον νεαρό, τον ασπάστηκε και με δάκρυα στα μάτια είπε:
«Θρηνώ για τον θάνατο του Μπίντο. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος και ο άνθρωπος που με βοήθησε να αποκτήσω όλα όσα σήμερα μου ανήκουν. Όμως η χαρά που νιώθω βλέποντάς σε, απαλύνει τον πόνο μου».
Έτσι ο Ανσάλντο άνοιξε το σπίτι του στον βαφτισιμιό του και διέταξε τους θαλαμηπόλους, τους ακολούθους, τους ιπποκόμους, τους υπηρέτες, να εξυπηρετούν και να υπακούουν τον Τζανέτο καλύτερα κι από τον ίδιο. Έπειτα, του έδωσε τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου και του είπε:
«Αγόρι μου, ξόδεψε όσα χρήματα βρεις εδώ μέσα σε καινούργιες ενδυμασίες, παπούτσια και ό,τι άλλο σου αρέσει· να κρατάς ανοιχτό το σπίτι για τους ευγενείς της πόλης, φρόντισε να γίνεις γνωστός σε όλους και να θυμάσαι: όσο γίνεσαι αρεστός τόσο θα ανεβαίνεις στα μάτια μου».
Έτσι ο Τζανέτο άρχισε να συχνάζει στα σαλόνια των ευγενών της Βενετίας και να διοργανώνει εσπερίδες. Είχε προσωπικούς ακολούθους κι υπηρέτες, μάλιστα αγόρασε τα καλύτερα άλογα και πήρε μέρος σε κονταρομαχίες όπου και διακρίθηκε. Αποδείχθηκε ικανός, επιδέξιος, μεγαλόψυχος κι αβρός. Γνώριζε πως να υποβάλλει τα σέβη του με τον πιο κολακευτικό τρόπο όταν όφειλε να το κάνει και ιδιαίτερα απέναντι στον Ανσάλντο· ήταν πάντοτε υπάκουος κι ευγενικός μαζί του, λες και δεν ήταν ο νονός του αλλά χίλιες φορές ο πατέρας του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα οι πάντες στη Βενετία σκέπτονταν τα καλύτερα για εκείνον, όχι μόνο οι ευγενείς αλλά και άνθρωποι κάθε λογής. Όλες οι κυρίες και οι κύριοι έμοιαζαν καταγοητευμένοι μαζί του ενώ ο Ανσάλντο είχε στο νου του μόνο εκείνον, τόσο ευχαριστημένος ήταν από τους καλούς του τρόπους και την αψεγάδιαστη συμπεριφορά του. Τόσο πολύ τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν, ώστε δεν υπήρχε γιορτή ή εσπερίδα στη Βενετία που να μην είναι καλεσμένος.
Εκείνον τον καιρό, δύο στενοί φίλοι του Τζανέτο σχεδίαζαν να ναυλώσουν δύο καράβια γεμάτα εμπορεύματα για να ταξιδέψουν στην Αλεξάνδρεια, όπως έκαναν κάθε χρόνο. Έτσι, μίλησαν στον Τζανέτο σχετικά με τα σχέδιά τους λέγοντας:
«Πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις μαζί μας σε αυτό το ταξίδι αναψυχής, να δεις κι εσύ κάποτε τον κόσμο, ειδικά τη Δαμασκό και τις γύρω περιοχές».
«Πράγματι», απάντησε ο Τζανέτο, «θα ερχόμουν με μεγάλη χαρά αν ο νονός μου, ο Ανσάλντο, μου δώσει την άδεια».
Αμέσως οι δύο φίλοι παρουσιάστηκαν στον Ανσάλντο και του είπαν:
«Αξιότιμε κύριε, θα θέλαμε να σε παρακαλέσουμε να δώσεις την άδειά σου στον Τζανέτο ώστε να έρθει μαζί μας την προσεχή άνοιξη στην Αλεξάνδρεια και να ναυλώσει κι εκείνος ένα καράβι για να γνωρίσει μαζί μας τον κόσμο».
«Αν το επιθυμεί κι εκείνος, είμαι πρόθυμος να το κάνω», είπε ο Ανσάλντο.
Έτσι αγόρασε ένα καράβι εξαιρετικής κατασκευής, το γέμισε με τα καλύτερα εμπορεύματα και το εξόπλισε με τα λάβαρα του οίκου του και της Βενετίας. Διέταξε τους πάντες, τον καπετάνιο και όσους επέβαιναν στο καράβι να κάνουν ό,τι τους διάταζε ο Τζανέτο και να φροντίζουν για την ασφάλειά του με κάθε τρόπο.
«Δεν τον στέλνω μαζί σας για το κέρδος», είπε, «αλλά γιατί θέλω να εκπληρώσω την επιθυμία του να δει τον κόσμο. Εύχομαι να βάλει πλώρη για την Αλεξάνδρεια εις το όνομα του Θεού και της καλής τύχης».
Κι όταν ο Τζανέτο ετοιμάστηκε να σαλπάρει, όλη η Βενετία συγκεντρώθηκε για να τον κατευοδώσει καθώς είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχαν δει ένα τόσο εντυπωσιακό και καλά εξοπλισμένο καράβι.
Οι τρεις φίλοι, έπλευσαν μαζί με τα τρία τους πλοία για αρκετές ημέρες, ώσπου ένα πρωί, πριν ακόμη φέξει, ο Τζανέτο είδε έναν κόλπο μ’ ένα όμορφο λιμάνι και ρώτησε τον καπετάνιο ποιο ήταν το όνομα του λιμανιού.
«Κύριε, αυτό το μέρος ανήκει σε μια αρχόντισσα, χήρα, που έχει καταστρέψει τη ζωή πολλών ευγενών ανδρών. Είναι μια πανέμορφη και άστατη γυναίκα, μάλιστα έχει θεσπίσει έναν νόμο για όποιον νεαρό άνδρα φτάνει στις ακτές της. Πρέπει να κοιμηθεί μαζί της κι αν καταφέρει να την κατακτήσει, μπορεί να την πάρει για γυναίκα του και να γίνει ο άρχοντας του λιμανιού και της περιοχής».
Μετά από λίγη σκέψη ο Τζανέτο είπε: «Πήγαινέ με σ’ εκείνο το λιμάνι με κάθε κόστος».
«Κύριε, ακούστε με, σας εκλιπαρώ. Πολλοί σπουδαίοι άνδρες προσπάθησαν και έχασαν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους».
Όμως ήταν αποφασισμένος· σε μια στιγμή το καράβι άλλαξε ρότα και γλίστρησε στο λιμάνι τόσο αθόρυβα, ώστε τα άλλα δύο καράβια δεν αντιλήφθηκαν τίποτα.
Το επόμενο πρωί, η είδηση πως ένα πανέμορφο καράβι είχε δέσει στο λιμάνι διαδόθηκε γρήγορα, έτσι οι πάντες έσπευσαν να το θαυμάσουν. Η αρχόντισσα, όταν πληροφορήθηκε το νέο, έστειλε να της φέρουν τον Τζανέτο, ο οποίος παρουσιάστηκε μπροστά της χωρίς καθυστέρηση και τη χαιρέτησε με μεγάλο σεβασμό. Εκείνη, τον οδήγησε μακριά από τα αδιάκριτα μάτια και τον ρώτησε ποιος ήταν, από που ερχόταν κι αν ήξερε το έθιμο του τόπου. Ο Τζανέτο απάντησε πως ήξερε και είχε έρθει μόνο για αυτόν τον λόγο.
«Είσθε χίλιες φορές ευπρόσδεκτος», είπε η αρχόντισσα και για το υπόλοιπο της ημέρας του πρόσφερε τη φιλοξενία της καλώντας τους βαρόνους, τους κόμητες και τους ιππότες, με λίγα λόγια τους πιο σημαντικούς υπηκόους της περιοχής για να του κρατήσουν συντροφιά. Όλοι οι ευγενείς έμειναν έκθαμβοι από τις χάρες και την αβρότητα του νεαρού· καταγοητευμένοι πέρασαν όλη την ημέρα διασκεδάζοντας όσο ποτέ στη ζωή τους, στη γιορτή που διοργανώθηκε για να τον τιμήσει.
Όταν ήρθε η νύχτα και σκέπασε με τα πέπλα της τα βλέφαρα των συνδαιτυμόνων, η αρχόντισσα, οδήγησε τον Τζανέτο στα προσωπικά της διαμερίσματα λέγοντας:
«Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να πάμε στο κρεβάτι».
«Αρχόντισσα», απαντά ο Τζανέτο, «οι επιθυμίες σας είναι διαταγές».
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση του και εμφανίστηκαν δύο υπηρέτριες, η μια έφερνε κρασί και η άλλη γλυκίσματα.
«Θα πρέπει να διψάτε, παρακαλώ πιείτε», είπε η αρχόντισσα τείνοντας του ένα ποτήρι κρασί.
Ο Τζανέτο αγνοούσε πως το κρασί είχε υπνωτικό, έτσι ήπιε μισή κούπα μονομιάς, κατόπιν ξεντύθηκε και πριν προλάβει να ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε. Η αρχόντισσα κοιμήθηκε δίπλα του, ξύπνησε με την αυγή και διέταξε να αδειάσουν το καράβι από το εκλεκτό και ακριβό του εμπόρευμα.
Ήταν πια περασμένες εννέα όταν οι υπηρέτριες μπήκαν στα διαμερίσματα της αρχόντισσας, τον υποχρέωσαν να σηκωθεί και του ζήτησαν να φύγει καθώς το καράβι του μαζί με όλα του τα υπάρχοντα είχαν εξαφανιστεί. Συμπεριφέρθηκε απερίσκεπτα και γι’ αυτό ένιωθε μεγάλη ντροπή. Η αρχόντισσα του έδωσε ένα άλογο και χρήματα για να επιστρέψει στη Βενετία. Ο Τζανέτο αναχώρησε γεμάτος στεναχώρια και πίκρα κι όταν έφτασε στη Βενετία, ένιωθε τόσο ντροπιασμένος που δεν τόλμησε να γυρίσει στο σπίτι αλλά πέρασε τη νύχτα στο σπίτι ενός φίλου που θαύμαζε πολύ, κι όταν εκείνος τον ρώτησε τι του συνέβη ο Τζανέτο είπε πως το καράβι χτύπησε σ’ έναν ύφαλο τη νύχτα και βυθίστηκε και πως εκείνος πιάστηκε σ’ ένα κομμάτι ξύλου που ξεβράστηκε στην ακτή κι έτσι σώθηκε.
Ο Τζανέτο αποφάσισε να μείνε μερικές ημέρες στο σπίτι του φίλου του ο οποίος πήγε μια μέρα να επισκεφτεί τον Ανσάλντο και τον βρήκε απαρηγόρητο:
«Φοβάμαι πως ο γιος μου είναι νεκρός ή βαριά πληγωμένος σε ναυάγιο και δεν μπορώ να βρω ησυχία, τον αγαπώ τόσο πολύ».
«Έχω νέα για τον Τζανέτο», είπε τότε ο νεαρός, «το καράβι του ναυάγησε κι έχασε τα πάντα αλλά ο ίδιος είναι ασφαλής».
«Δόξα τω Θεώ!», αναφώνησε ο Ανσάλντο, «αφού είναι ζωντανός δε με νοιάζει ο πλούτος που χάθηκε. Που είναι;»
«Στο σπίτι μου», απάντησε ο νεαρός.
Ο Ανσάλντο πήγε αμέσως να τον βρει και μόλις τον αντίκρυσε, τον αγκάλιασε και του είπε:
«Αγαπημένο μου παιδί, μη βασανίζεσαι άλλο για όσα συνέβησαν, είναι λυπηρό αλλά σύνηθες για τα καράβια να χάνονται στη θάλασσα. Εσύ είσαι πιο σημαντικός από όλα τα πολυτελή καράβια του κόσμου». Κι έτσι τον πήρε πίσω στο σπίτι, παρηγορώντας τον σε όλη την διαδρομή.
Λίγο καιρό αργότερα οι φίλοι του επέστρεψαν από την Αλεξάνδρεια και έμαθαν τα νέα:
«Γυρίσαμε πίσω και σε ψάχναμε για μια ολόκληρη ημέρα. Ήμασταν τόσο λυπημένοι που δεν μπορέσαμε να ευχαριστηθούμε το υπόλοιπο ταξίδι, νομίζοντας πως είσαι νεκρός». Έτσι ο Τζανέτο συνέχισε το ψέμα του για να μην αποκαλύψει το τεράστιο λάθος του.
Οι φίλοι του μάλιστα για να του φτιάξουν τη διάθεση, διοργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν του όμως, ο Τζανέτο σκεφτόταν μόνο πως θα γυρίσει στην αρχόντισσα. «Ή θα την κάνω δική μου ή θα πεθάνω», ορκίστηκε στον εαυτό του και όλη τη νύχτα ήταν μελαγχολικός έτσι ο Ανσάλντο του είπε: «Μην στεναχωριέσαι, έχουμε ακόμη αρκετά χρήματα για να ζούμε πολύ άνετα». Τότε ο Τζανέτο είπε: «Δεν θα ευτυχίσω ποτέ ξανά αν δεν κάνω πάλι αυτό το ταξίδι».
Ο πειθήνιος νονός που ήταν πια περισσότερο πατέρας παρά νονός, ήθελε να ικανοποιήσει με κάθε τρόπο την επιθυμία του Τζανέτο. Αγόρασε ένα καράβι ακόμη πιο πολυτελές από το προηγούμενο και το φόρτωσε με περισσότερο εμπόρευμα, όμως αυτή τη φορά ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το ταξίδι ξεκίνησε, κι αφού ο Τζανέτο γι’ ακόμη μια φορά έπλευσε με τους φίλους του για αρκετές ημέρες, βρήκε το λιμάνι της αρχόντισσας, το οποίο ονομαζόταν όπως έμαθε «Το λιμάνι της αρχόντισσας του Μπελ Μόντε» και αθόρυβα, όπως την προηγούμενη φορά, έπλευσε μέσα του χωρίς να το αντιληφθούν οι σύντροφοί του.
Αν δεν εξοφλούσε το χρέος ως τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη τον προσεχή Ιούνιο, ο Εβραίος θα είχε το δικαίωμα να του αποσπάσει μια λίβρα σάρκας από όποιο μέρος του σώματός του επιθυμούσε.
Το επόμενο πρωί, η αρχόντισσα ξύπνησε και μόλις κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο είδε τα λάβαρα του καραβιού ν’ ανεμίζουν στον άνεμο και αμέσως το αναγνώρισε. «Θα πρέπει να είναι πολύ ερωτευμένος μαζί μου, γιατί δεν ξέρω κανέναν που να τόλμησε να γυρίσει εδώ για δεύτερη φορά· είναι πράγματι ο πιο ευγενικός και γοητευτικός άνδρας που έχω γνωρίσει», σκέφτηκε η αρχόντισσα. Έστειλε την προσωπική της φρουρά και αρκετούς υπηρέτες να τον προϋπαντήσουν και να τον οδηγήσουν στο κάστρο. Μόλις ο Τζανέτο βρέθηκε εμπρός της, η αρχόντισσα τον αγκάλιασε με θέρμη κι εκείνος της ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό με μεγάλο σεβασμό. Για ακόμη μια φορά, η μέρα πέρασε με όλους τους ευγενείς του τόπου να καταφτάνουν σε μια μεγαλόπρεπη γιορτή, από αγάπη για τον Τζανέτο, έναν νέο με τόσα χαρίσματα που ευχαρίστως θα τον δέχονταν για άρχοντά τους νομίζοντας πως είναι σίγουρα κι εκείνος ο γιος κάποιου μεγάλου άρχοντα.
Η νύχτα έφτασε και η αρχόντισσα πήρε τον Τζανέτο από το χέρι και του είπε: «Ας αποσυρθούμε τώρα». Οι υπηρέτριες έφεραν στο υπνοδωμάτιο άφθονο κρασί και γλυκίσματα, ο απονήρευτος κι ερωτευμένος Τζανέτο έφαγε, ήπιε πολύ και κουβέντιασε για ώρα με την αρχόντισσα. Μόλις ξάπλωσαν στο κρεβάτι αποκοιμήθηκε αμέσως και δεν ξύπνησε παρά αργά το επόμενο πρωί. Η ιστορία είχε επαναληφθεί: Η αρχόντισσα είχε δώσει εντολή να αδειάσουν το καράβι και να του δώσουν χρήματα κι ένα άλογο για να φύγει.
Απαρηγόρητος ο Τζανέτο δεν αναπαύθηκε διόλου σε όλον τον δρόμο του γυρισμού. Μόλις έφτασε στη Βενετία πήγε και πάλι στο σπίτι του φίλου του και αγανακτισμένος καθώς ήταν αναφώνησε:
«Κατάρα στη μοίρα που με έφερε σ’ αυτόν τον τόπο!» Και ο φίλος του απάντησε:
«Καλά κάνεις και καταριέσαι τη μοίρα σου αφού κατέστρεψες τον Ανσάλντο, που ήταν ο καλύτερος και πλουσιότερος χριστιανός έμπορος της Βενετίας. Τούτη η ντροπή είναι μεγαλύτερη από όσα χάθηκαν!»
Ο Τζανέτο έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του φίλου του για πολλές ημέρες χωρίς να ξέρει τι να πει ή τι να κάνει, μέχρι που σκεφτόταν να γυρίσει πίσω στη Φλωρεντία χωρίς να πει τίποτε, σε κανέναν. Τελικά, μάζεψε όσο κουράγιο του απέμεινε και πήγε να δει τον νονό του. Μόλις τον αντίκρυσε έπεσε στην αγκαλιά του και αναλύθηκε σε λυγμούς. Για ακόμη μια φορά, εξιστόρησε το ίδιο παραμύθι.
«Ξέρεις πως είναι η ζωή Τζανέτο», είπε ο Ανσάλντο, «μην στεναχωριέσαι ούτε για μια στιγμή. Αφού σε έχω δίπλα μου σώο και αβλαβή, είμαι τρισευτυχισμένος. Έχουμε ακόμη κάποια χρήματα για να ζούμε καλά. Η θάλασσα δίνει σε κάποιους ανθρώπους πλούτη αμύθητα ενώ σε άλλους τα παίρνει μακριά».
Όλη η Βενετία θρήνησε τη μοίρα του Ανσάλντο, που αναγκάστηκε να πουλήσει τα περισσότερα από τα υπάρχοντά του για να ξεχρεώσει τους πιστωτές από τους οποίους είχε πάρει τα εμπορεύματα. Οι πάντες, ακόμη και οι θαλασσόλυκοι φίλοι του Τζανέτο, όταν επέστρεψαν από την Αλεξάνδρεια κι άκουσαν ακόμη μια φορά την ιστορία του ναυαγίου, αποφάνθηκαν πως αυτό ήταν από τα πιο ανήκουστα πράγματα που είχαν συμβεί ποτέ!
Από τότε ο Τζανέτο δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τη πρότερη ευτυχία του, τον πρόσχαρο κι ευγενή χαρακτήρα του. Ο Ανσάλντο δεν μπορούσε να τον βλέπει σ’ αυτήν την κατάσταση ούτε κι επιθυμούσε να διακινδυνεύσει ξανά τη ζωή του:
«Γιε μου, μείνε καλύτερα εδώ και να είσαι ευγνώμων με τα λίγα που μας έχουν μείνει. Δεν θέλω να ριψοκινδυνέψεις τη ζωή σου σε τρίτο ταξίδι».
«Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω όσα έχω χάσει ειδάλλως θα ζω όλη μου την ζωή μες στη ντροπή», απάντησε ο Τζανέτο.
Ο Ανσάλντο, βλέποντας την αδιαλλαξία του, έδωσε ό,τι του είχε απομείνει για να εξοπλίσει ένα τρίτο καράβι, πιο όμορφο από τα προηγούμενα, όμως χρειαζόταν ακόμη δέκα χιλιάδες δουκάτα για τα εμπορεύματα. Έτσι, πήγε σε έναν Εβραίο στο Μέστρε και δανείστηκε τα χρήματα με τους εξής όρους: αν δεν εξοφλούσε το χρέος ως τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη τον προσεχή Ιούνιο, ο Εβραίος θα είχε το δικαίωμα να του αποσπάσει μια λίβρα σάρκας από όποιο μέρος του σώματός του επιθυμούσε. Ο Ανσάλντο συμφώνησε και ο Εβραίος συνέταξε ένα συμβόλαιο το οποίο υπέγραψαν αμφότεροι, παρουσία μαρτύρων.
Στο μεταξύ, οι δύο φίλοι, όπως κάθε χρόνο είχαν ετοιμάσει τα δικά τους καράβια με την πρόθεση πως ό,τι κέρδιζαν από την πώληση των εμπορευμάτων θα το έδιναν στον Τζανέτο. Πριν φύγουν, ο Ανσάλντο πήρε παράμερα τον Τζανέτο και του είπε:
«Γιε μου, φεύγεις γνωρίζοντας τον όρκο με τον οποίο έχω δεσμευτεί. Να μου υποσχεθείς μονάχα τούτο: αν σου συμβεί κάποια ατυχία, γύρισε πίσω σε μένα, για να σε δω, έστω και μια τελευταία φορά πριν πεθάνω, κι αν σε δω τότε θα πεθάνω ευτυχισμένος».
«Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σ’ ευχαριστήσω», απάντησε ο Τζανέτο.
Οι δύο φίλοι είχαν το νου τους αυτή τη φορά στο καράβι του Τζανέτο όμως εκείνος δωροδόκησε έναν γέρο ναύτη που γνώριζε την περιοχή κι έτσι μόλις βρήκαν το λιμάνι του Μπελ Μόντε, αργά τη νύχτα, γλίστρησαν αθέατοι από τους δύο συντρόφους που παρακολουθούσαν το καράβι. Όταν ξημέρωσε η μέρα και είδαν πως το καράβι του Τζανέτο ήταν άφαντο, θρήνησαν για την κακή μοίρα του φίλου τους και με βαριά καρδιά συνέχισαν το ταξίδι τους.
Μόλις ξημέρωσε και όλοι κατάλαβαν πως ο Τζανέτο είχε επιστρέψει, έτρεξαν έκπληκτοι να τον προϋπαντήσουν ενώ παρακαλούσαν σιωπηλά τον Θεό να γίνει ο άρχοντάς τους. Η αρχόντισσα μόλις αναγνώρισε τα λάβαρα στο καράβι του Τζανέτο σκέφτηκε: «Είναι μεγάλη τύχη για μένα ο έρωτας αυτού του δύσμοιρου νέου! Τόσα πλούτη θα γίνουν και πάλι δικά μου». Ζήτησε να τον οδηγήσουν σ’ εκείνη και τον ασπάστηκε θερμά. Στο μεταξύ, όλοι οι ευγενείς κατέφθασαν για να του υποβάλλουν τα σέβη τους. Μια εντυπωσιακή κονταρομαχία διοργανώθηκε προς τιμήν του στην οποία και θριάμβευσε· ήταν ο πιο επιδέξιος με το άλογο και το κοντάρι.
Τη νύχτα, όταν η αρχόντισσα τον οδήγησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, μια από τις ακολούθους της τον λυπήθηκε και του ψιθύρισε στο αφτί: «Προσποιήσου πως πίνεις αλλά μην βάλεις γουλιά στο στόμα σου». Ο Τζανέτο κατάλαβε ευθύς τα πάντα κι όταν δύο υπηρέτριες μπήκαν στο δωμάτιο με τα γνωστά κεράσματα είπε: «Ποιος μπορεί να αρνηθεί κρασί από δύο τόσο όμορφες δεσποσύνες;», και η αρχόντισσα γέλασε με ευχαρίστηση σκεπτόμενη: «Πρέπει να φέρεις κι άλλο καράβι νεαρέ μου γιατί αυτό το έχασες!».
Ο Τζανέτο για να την ξεγελάσει ακόμη περισσότερο, προσποιήθηκε πως μέθυσε τόσο πολύ που έριχνε το κρασί στα ρούχα του όταν πήγαινε να πιει — έτσι απέφευγε και το ποτό. Μάλιστα μόλις ξάπλωσε έκλεισε αμέσως τα μάτια κι άρχισε να ροχαλίζει. Η αρχόντισσα χωρίς να υποψιάζεται τίποτα ξάπλωσε δίπλα του. Δεν πρόλαβε να ακουμπήσει το κεφάλι της στο μαξιλάρι και ο Τζανέτο την αγκάλιασε σφιχτά και είπε:
«Επιτέλους, αυτό που ποθούσα τόσο καιρό θα γίνει δικό μου!».
Όλη τη νύχτα δεν την άφησε στιγμή σε ησυχία και το πρωί η αρχόντισσα, σηκώθηκε με την αυγή, πολύ ευχαριστημένη κι αμέσως κάλεσε όλους τους ευγενείς και τους είπε: «Ο Τζανέτο είναι ο νέος σας άρχοντας, ετοιμάστε την πιο μεγαλόπρεπη γιορτή».
Αμέσως τα νέα εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα και ο λαός παντού φώναζε περιχαρής:
«Δόξα να έχει ο νέος μας άρχοντας! Δόξα κι ευημερία!». Οι καμπάνες χτυπούσαν χωρίς σταματημό καλώντας τους πάντες στη γιορτή.
Όταν ξύπνησε ο Τζανέτο κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει. Τον οδήγησαν στην κύρια αίθουσα του κάστρου όπου χρίστηκε ιππότης, κάθισε στον θρόνο κι ένα σκήπτρο τοποθετήθηκε στο δεξί του χέρι. Ανακηρύχθηκε ανώτατος άρχοντας της χώρας και όταν συγκεντρώθηκαν όλοι οι ευγενείς παντρεύτηκε την αρχόντισσα με τόσο μεγαλοπρεπείς εορτασμούς και χαρά που δε μπορεί να ειπωθεί ούτε και να φανταστεί κανείς.
Αποδείχθηκε κυβερνήτης με πυγμή και κατάφερε να τον σέβονται εξαιτίας της δίκαιης διακυβέρνησής του απέναντι σε κάθε λογής ανθρώπους. Ακόμη, ο γενναιόδωρος Τζανέτο χάρισε στο λαό μεταξωτά ρούχα και άλλα ακριβά εμπορεύματα που είχε φέρει με το καράβι. Όταν ανταπεξήλθε στις υποχρεώσεις του ανώτατου άρχοντα, βυθίστηκε μέσα στη χαρά και την απόλαυση ξεχνώντας ολότελα τον Ανσάλντο που είχε δεσμευτεί απέναντι στον Εβραίο για δέκα χιλιάδες δουκάτα με ένα ομόλογο που μπορεί να του στοίχιζε τη ζωή του.
Όμως ένα πρωινό, ενώ στεκόταν στο μπαλκόνι με τη νέα του γυναίκα, είδε ένα πλήθος ανθρώπων που κρατούσαν αναμμένους δαυλούς και κατευθύνονταν προς το μέρος τους. Όταν ρώτησε την αρχόντισσα τι σήμαιναν όλα αυτά εκείνη απάντησε:
«Είναι οι πιστοί της αδελφότητας του Αγίου Ιωάννη και πηγαίνουν στον ναό για να αφήσουν τα πρόσφορα διότι σήμερα είναι η ονομαστική του εορτή». Ο Τζανέτο θυμήθηκε αμέσως τον Ανσάλντο. Χλόμιασε, μπήκε γρήγορα μέσα κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω.
«Τι συμβαίνει», ρώτησε η αρχόντισσα.
«Τίποτα».
«Σίγουρα κάτι σοβαρό συμβαίνει αλλά δεν θέλεις να μου πεις».
Τον πίεσε τόσο πολύ που ο Τζανέτο της είπε τα πάντα: «και η διορία λήγει σήμερα», κατέληξε, «και φοβάμαι πως ο πατέρας μου θα πεθάνει για μένα γιατί αν δεν ξεπληρώσει το χρέος σήμερα, θα χάσει μια λίβρα από τη σάρκα του».
«Πάρε αμέσως το γρηγορότερο άλογο και πήγαινε από την ξηρά, είναι ο πιο σύντομος τρόπος. Πάρε μαζί σου όσους στρατιώτες θέλεις και δέκα χιλιάδες δουκάτα και μην σταματήσεις ούτε στιγμή ώσπου να φτάσεις στη Βενετία. Αν έχεις προλάβει και δεν είναι νεκρός, οδήγησέ τον εδώ». Έτσι κι έγινε. Με είκοσι στρατιώτες και αρκετά χρήματα ξεκίνησε για τη Βενετία.
Στο μεταξύ ο χρόνος τελείωνε. Ο Εβραίος είχε συλλάβει τον Ανσάλντο και απαιτούσε τη λίβρα της σάρκας που νόμιμα του ανήκε. Ο Ανσάλντο τον παρακαλούσε να καθυστερήσει για μερικές μέρες, ώστε αν ο αγαπημένος του Τζανέτο επέστρεφε, να τον έβλεπε για μια τελευταία φορά προτού πεθάνει. Μετά από πολύ πίεση ο Εβραίος είπε:
«Θα σου χαρίσω την αναβολή που ζητάς. Όμως, ακόμη κι αν εμφανιστεί την επόμενη στιγμή, θα σου πάρω μια λίβρα από τη σάρκα σου, όπως συμφωνήσαμε». Κι ο Ανσάλντο δέχτηκε.
Όλη η Βενετία είχε μάθει για τη συμφωνία και θρηνούσε τη μοίρα του Ανσάλντο. Πολλοί πλούσιοι έμποροι είχαν συνεισφέρει ώστε να μαζευτούν οι δέκα χιλιάδες και πρότειναν στον Εβραίο να δεχτεί τα χρήματα για λογαριασμό του Ανσάλντο. Όμως ο Εβραίος δεν δεχόταν· ήθελε να διαπράξει αυτήν την ανθρωποκτονία για να καυχιέται πως κατάφερε να θανατώσει τον σπουδαιότερο από όλους τους χριστιανούς εμπόρους.
Ενώ ο Τζανέτο κάλπαζε προς τη Βενετία, η αρχόντισσα μεταμφιέστηκε σε δικηγόρο και τον ακολούθησε μαζί με δύο υπηρέτες. Μόλις έφτασε ο Τζανέτο, πήγε αμέσως στο σπίτι του Εβραίου και με αναφιλητά χαράς αγκάλιασε σφιχτά τον Ανσάλντο. Έπειτα έδωσε στον Εβραίο δέκα χιλιάδες δουκάτα προσφέροντας του κι όσα επιπλέον ήθελε ως τόκο για την καθυστέρηση, όμως ο Εβραίος αρνήθηκε. Αφού τα χρήματα δεν δόθηκαν όταν έπρεπε, θα έπαιρνε μια λίβρα σάρκας, όπως είχαν συμφωνήσει.
Όλη η Βενετία είχε μαζευτεί στο κατώφλι του και μαζί με τον Τζανέτο λογομαχούσαν μαζί του για πολύ ώρα, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Η Βενετία είχε τη φήμη μιας δημοκρατίας με αυστηρή δικαιοσύνη και από τη στιγμή που ο Εβραίος είχε το νόμο με το μέρος του, τίποτα δεν μπορούσε να γίνει, μόνο με τα λόγια προσπαθούσαν οι πάντες να τον μεταπείσουν. Ο Τζανέτο του πρόσφερε είκοσι χιλιάδες όμως ο Εβραίος αρνήθηκε. Έπειτα τριάντα, σαράντα, πενήντα, ώσπου στο τέλος έφτασε τα εκατό χιλιάδες δουκάτα. Τότε ο Εβραίος είπε:
«Σου το λέω ειλικρινά· ακόμη κι αν μου προσφέρεις τόσα δουκάτα όσα αξίζει το βάρος της πόλης σε χρυσό, δεν θα ήμουν ικανοποιημένος. Το μοναδικό πράγμα που θα μου δώσει ικανοποίηση είναι να πράξω σύμφωνα με το γράμμα του νόμου».
Ενώ τα περιθώρια στένευαν και λύση δε βρισκόταν, η αρχόντισσα έφτασε στη Βενετία μεταμφιεσμένη σε δικηγόρο και κατέλυσε σε ένα πανδοχείο. Όταν ο πανδοχέας ρώτησε τον υπηρέτη για εκείνη, αυτός απάντησε πως ήταν ένας δικηγόρος που μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στη Μπολόνια και επέστρεφε στο σπίτι του. Ο πανδοχέας εντυπωσιασμένος περιποιήθηκε με μεγάλη φροντίδα τον πελάτη του. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο δικηγόρος τον ρώτησε:
«Πως εφαρμόζεται ο νόμος εδώ στη Βενετία;»
«Πολύ αυστηρά κύριε», απάντησε ο πανδοχέας και του αφηγήθηκε την ιστορία του Τζανέτο και του Ανσάλντο καταλήγοντας: «… μάλιστα έφτασε να του προσφέρει εκατό χιλιάδες δουκάτα αλλά ο δαιμόνιος Εβραίος δεν τα δέχεται. Όλοι οι ευυπόληπτοι άνδρες έχουν προσπαθήσει να τον μεταπείσουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα».
«Αυτό το ζήτημα», απάντησε ο δικηγόρος, «είναι εύκολο να λυθεί».
Έτσι ο δικηγόρος ζήτησε να βγει μια ανακοίνωση που θα διακηρύσσει πως όποιος έχει κάποιο νομικό ζήτημα που δεν μπορεί να λύσει να απευθυνθεί σ’ εκείνον. Αμέσως είπαν στον Τζανέτο πως ένας πολύ διάσημος δικηγόρος είχε μόλις καταφθάσει από την Μπολόνια, ο οποίος μπορούσε να λύσει όλες τις νομικές υποθέσεις. Τότε ο Τζανέτο πρότεινε στον Εβραίο να τον συναντήσουν.
«Πολύ καλά», είπε ο Εβραίος, «όμως ό,τι κι αν γίνει εγώ θα ασκήσω το δικαίωμα που μου δίνει ο νόμος».
Όταν βρέθηκαν ενώπιον του δικηγόρου, ο Τζανέτο δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη σύζυγό του γιατί είχε παραμορφώσει το πρόσωπό της με το απόσταγμα ορισμένων βοτάνων, κι ενώ η αρχόντισσα γνώριζε ποιος ήταν, εκείνος έβλεπε στο πρόσωπό της έναν άνδρα. Ο Τζανέτο και ο Εβραίος, εξέθεσαν ο καθένας με τη σειρά του την υπόθεση και ο δικηγόρος διάβασε το συμβόλαιο. Μετά είπε στον Εβραίο:
«Η γνώμη μου είναι να πάρεις τις εκατό χιλιάδες και να ελευθερώσεις αυτόν τον έντιμο άνθρωπο κι εκείνος θα σου είναι αιωνίως ευγνώμων».
«Δεν θα κάνω ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Εβραίος ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει. Σαν βουνό έμενε αμετακίνητος στη θέση του.
Συμφώνησαν λοιπόν να κριθεί η υπόθεση στο δικαστήριο κι εκεί ο δικηγόρος εκπροσώπησε τον Ανσάλντο: «Ας έρθει ο αντίδικος να διεκδικήσει τη λίβρα της σάρκας που δικαιούται», είπε ο δικαστής. Μόλις ο Εβραίος ανέβηκε στο εδώλιο ο δικηγόρος του είπε: «Εμπρός, πάρε μια λίβρα σάρκας από όποιο σημείο του σώματός του επιθυμείς».
Τότε ο Εβραίος διέταξε τον Ανσάλντο να γδυθεί εντελώς και πήρε από το χέρι του ένα ξυράφι που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτό το σκοπό. Ο Τζανέτο χλόμιασε στη θέα της σκηνής και γυρίζοντας στο δικηγόρο είπε:
«Κύριε, τι κάνετε;»
«Περιμένετε», είπε η μεταμφιεσμένη του σύζυγος και αμέσως πρόσθεσε: «Προσέξτε τις κινήσεις σας γιατί αν κόψετε λιγότερο ή περισσότερο από μία λίβρα μπορώ να ζητήσω τον απαγχονισμό σας, κι επίσης σας εφιστώ την προσοχή και σε τούτο: αν χυθεί έστω και μία σταγόνα αίματος θα ζητήσω να θανατωθείτε. Γιατί το συμβόλαιο δεν αναφέρει τίποτα για το χύσιμο του αίματος και αναφέρει ρητά πως δικαιούσθε μία λίβρα ακριβώς. Αν είσθε συνετός θα δώσετε μεγάλη σημασία στις υποδείξεις μου». Κι αμέσως εμφανίστηκε ο δήμιος κρατώντας έναν τεράστιο πέλεκυ και είπε:
«Αν δω έστω και μία σταγόνα αίματος, αποχαιρέτα το κεφάλι σου». Ο Εβραίος άρχισε να φοβάται κι έπειτα από έναν έντονο διαπληκτισμό είπε:
«Δικηγόρε, είσαι πιο πονηρός από εμένα. Δώσε μου τα εκατό χιλιάδες δουκάτα και είμαι ευχαριστημένος».
«Σου δίνω τη μία λίβρα σάρκαςς, όπως γράφει το συμβόλαιό σου».
Ο Εβραίος έπεσε στις ενενήντα χιλιάδες, μετά στις ογδόντα, αλλά ο δικαστής ήταν κατηγορηματικός στην τήρηση του συμβολαίου.
«Δώσε μου πενήντα χιλιάδες».
«Δεν σου δίνω ούτε δεκάρα τσακιστή», είπε ο δικηγόρος.
«Δώσε μου τουλάχιστον τις δέκα χιλιάδες μου και κατάρα σε όλους σας!»
«Δεν καταλαβαίνετε;», επενέβη ο δικαστής», «δεν θα πάρετε τίποτα. Αν θέλετε πάρτε τη λίβρα σαρκός που δικαιούστε, ειδεμή κηρύσσω το συμβόλαιο άκυρο».
Κι έτσι αυτός που έστησε την παγίδα, έπεσε μέσα. Το συμβόλαιο ακυρώθηκε, οι πάντες ζητωκραύγασαν για την αίσια έκβαση ενώ ο Τζανέτο οδήγησε τον Ανσάλντο πίσω στο σπίτι και αμέσως πήρε τα δέκα χιλιάδες δουκάτα και πήγε στο πανδοχείο να βρει τον δικηγόρο που ετοιμαζόταν να αναχωρήσει.
«Κύριε», του είπε, «δεν ξέρω πως να σας ευχαριστήσω. Ελπίζω να πάρετε αυτά τα χρήματα ως ένα μικρό δείγμα της ευγνωμοσύνης μου, άλλωστε τα έχετε κερδίσει και με το παραπάνω».
«Σ ευχαριστώ αξιότιμε κύριε Τζανέτο», είπε ο δικηγόρος, «αλλά δεν τα χρειάζομαι. Κράτησέ τα, για να μην νομίσει η κυρά σου πως τα ξόδεψες κάπου άλλου».
«Η γυναίκα μου είναι τόσο καλή και γενναιόδωρη, που ακόμη κι αν ξόδευα δέκα φορές αυτό το ποσό, δε θα την πείραζε. Μάλιστα εκείνη επέμενε να πάρω μαζί μου περισσότερα από όσα χρωστούσαμε στον Εβραίο».
«Είσαι ευτυχισμένος μαζί της;», ρώτησε ο δικηγόρος.
«Την αγαπώ πιο πολύ από κάθε τι στον κόσμο· η Φύση δεν έχει προικίσει καμία άλλη γυναίκα με τόση ομορφιά και σοφία. Αν το επιθυμείς έλα μαζί μου να την γνωρίσεις και θα μείνεις κι εσύ έκπληκτος από τα μοναδικά της χαρίσματα και την εξαίσια υποδοχή που θα σου ετοιμάσει», απάντησε ο Τζανέτο.
«Θα το ήθελα πολύ, μα έχω άλλες υποχρεώσεις. Να τη χαιρετίσεις εκ μέρους μου, όταν τη δεις».
«Θα το κάνω», είπε ο Τζανέτο, «όμως τώρα επιμένω, πάρε τα χρήματα, είναι δικά σου». Τότε ο δικηγόρος είδε ένα πανέμορφο, χρυσό δαχτυλίδι στο δεξί του χέρι και είπε: «Θα πάρω μονάχα αυτό το δαχτυλίδι και τίποτε άλλο».
«Πολύ καλά», είπε ο Τζανέτο, «όμως σου το δίνω με βαριά καρδιά γιατί είναι δώρο της γυναίκας μου. Μου το έδωσε για να το φορώ πάντοτε σαν σύμβολο της αγάπης μου για εκείνη. Αν το δει ότι λείπει θα πιστέψει πως το χάρισε σε κάποιαν άλλη».
«Είμαι σίγουρος πως αν σε αγαπάει πραγματικά, θα σε πιστέψει όταν της πεις πως το έδωσες σε μένα», είπε ο δικηγόρος, «όμως, μήπως επιθυμείς πράγματι να το δώσεις σε κάποια παλαιά σου αγαπημένη;»
«Σε καμία», απάντησε ο Τζανέτο, «έχω την τύχη να με αγαπά η πιο τέλεια γυναίκα του κόσμου και δεν θα την άλλαζα για καμία άλλη, ακόμη κι αν ήμουν αναγκασμένος να το κάνω».
Ο Τζανέτο έβγαλε το δαχτυλίδι και το έδωσε στον δικηγόρο, έπειτα
αγκαλιάστηκαν θερμά και αποχωρίστηκαν. Ο δικηγόρος ναύλωσε αμέσως ένα
καράβι και έφυγε ενώ ο Τζανέτο έμεινε μερικές ημέρες, διοργανώνοντας
δείπνα και χοροεσπερίδες για τους φίλους του, ενώ χάρισε σε όλους άλογα
και άλλα ακριβά δώρα. Όταν ήταν σίγουρος πως θα άφηνε τους πάντες
ευχαριστημένους, έφυγε από τη Βενετία με τον Ανσάλντο και μερικούς
στενούς φίλους. Όλοι οι Βενετσιάνοι τον αποχαιρέτησαν με βαριά καρδιά,
χύνοντας δάκρυα χαράς μα και λύπης για την αναχώρηση του εξαίρετου νέου.
«Που είναι το δαχτυλίδι που σου έδωσα;», ρώτησε η αρχόντισσα.
Στο μεταξύ, η αρχόντισσα είχε επιστρέψει μερικές ημέρες νωρίτερα από τον Τζανέτο, ενώ είχε αφήσει να διαδοθεί πως ήταν άρρωστη για να δικαιολογήσει την απουσία της. Μόλις ο Ανσάλντο και ο Τζανέτο έφτασαν στο Μπελ Μόντε, όλοι οι ευγενείς μαζεύτηκαν για να τους προϋπαντήσουν και η αρχόντισσα έτρεξε πρώτη να αγκαλιάσει το σύζυγό της όμως δεν το έκανε με τόση θέρμη όπως συνήθως παρόλο που τον αγαπούσε πιο πολύ κι από τον ίδιο της τον εαυτό. Αμέσως ακολούθησε μια μεγαλόπρεπη γιορτή όμως ο Τζανέτο, που κατάλαβε την ψυχρότητα της γυναίκας του, άφησε τους εορτασμούς και πήγε να τη βρει στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της.
«Τι συμβαίνει;», ρώτησε ο Τζανέτο μόλις μπήκε στο δωμάτιο κι έτρεξε να την αγκαλιάσει.
«Δεν χρειάζεται να δίνεις όλη αυτή την παράσταση της τρυφερότητας. Ξέρω πως όσο ήσουν στη Βενετία είδες τις παλαιές σου ερωμένες».
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Που είναι το δαχτυλίδι που σου έδωσα;», ρώτησε η αρχόντισσα.
«Κατάρα! Ήξερα πως θα γινόταν κάτι τέτοιο!», αναφώνησε ο Τζανέτο, «Αγάπη μου, σου ορκίζομαι πως έδωσα το δαχτυλίδι στον δικηγόρο που κέρδισε την υπόθεση του Ανσάλντο».
«Κι εγώ είμαι σίγουρη πως έδωσες το δαχτυλίδι σε γυναίκα», απάντησε η αρχόντισσα, «οπότε μην επιβαρύνεις κι άλλο τη θέση σου λέγοντας ψέματα!».
«Να πέσει φωτιά να με κάψει αν λέω ψέματα, και αν δεν είπα στο δικηγόρο πως αυτό ακριβώς θα συνέβαινε αν του έδινα το δαχτυλίδι!», είπε ο Τζανέτο και άρχισε να δακρύζει από αγανάκτηση.
Τότε η αρχόντισσα έτρεξε να τον αγκαλιάσει γελώντας εγκάρδια, έπειτα εμφάνισε το δαχτυλίδι και του είπε τα πάντα. Ο Τζανέτο έμεινε εμβρόντητος αλλά σύντομα άρχισε να γελά κι αυτός με τη σειρά του, την πήρε στην αγκαλιά του και της είπε πως όσα συνέβησαν δυνάμωσαν την αγάπη που έχουν ο ένας για τον άλλον. Έτσι επέστρεψαν τρισευτυχισμένοι στη γιορτή, ενώ ο Τζανέτο βρήκε τη δεσποσύνη που τον είχε προειδοποιήσει για το κρασί εκείνη τη μοιραία νύχτα και την έδωσε για γυναίκα στον Ανσάλντο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
—— Τ Ε Λ Ο Σ ——