Σύσσωμη η εσώτερη κοινωνία μας μοιάζει ωσάν ένας γιγάντιος εσχατολογικός δραγουμάνος του θανάτου. Μαθημένη καθώς είναι ν’ αγαπά και να λατρεύει τα κάθε λογής πτώματα πέφτει διαρκώς σ’ αντιθέσεις, ανίκανη να βγει απ’ την νεκρολογική ντουλάπα και να παραδεχτεί δημοσίως το ποιόν της.
Έτσι αναγκαστικά εκπίπτει στη πτωχή μίμηση και στη συντήρηση των καλυπτρών της.
Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε και το προδρομικό τέλος της.
Μία αντίδραση προς το μιμητικό έρκος είναι επιτρεπτή μόνο διαμέσου μίας απόκεντρης διαχείρισης των συνταυτισμένων με το ακραίο, αισθημάτων. Ο Georges Bataille —ένας απ’ τους σημαντικότερους πτωματολάγνους στην ιστορία της μοντέρνας λογοτεχνίας— μόχθησε σ’ όλο του το βίο να εγκαθιδρύσει την διαφορετικότητα του μέσω μιας ιδιάζουσας νεκρολογικής κι απόξενης εσωτερικής εμπειρίας:
Η έκσταση που προκύπτει από μία μεγάλη αγωνία είναι συνδεδεμένη με το άγνωστο, με το μη-γνωρίζειν. […] Συχνά το άγνωστο μας προκαλεί, είναι όμως η προϋπόθεση της έκστασης.[1]
Στις μετά-πόλεις, στα μείζονα αλλά και πιο χθαμαλά μετά-αστεακά συμπλέγματα συμπλέγματα, το αμάλαγο του μιμέομαι είναι τούτο που συνήθως υφέρπει τεχνητά το αίσθημα του αγνώστου εντός μας, τρόπος ο οποίος δυστυχώς ή ευτυχώς είναι πλαστός, δηλαδή εξορύσσεται εκ των εγκάτων του ασφαλούς παρελθόντος και διέρχεται εξ ολοκλήρου κι άρρηκτα δια μιας, ενοφθαλμισμένης με την κοινοτυπία οδού, όπου το άβουλο προσωπείο της αποτύπωσης είναι στραμμένο προς το μέλλον.
Ομπρός του μιμέομαι το αστεακό ον δεν παρεκτρέπεται επ’ ουδενί εντός κάποιου αρτιγέννητου παρόντος.
Το άγνωστο που αποκαλύπτεται στις συγκεκριμένες (και είναι πολλές, ίσως οι περισσότερες) περιπτώσεις είναι μία κραταιά σκευή ψεύδους και γνόφου. Μία αποφατική απομίμηση ενός θεωρητικά αυθεντικού δαιμονίου.
Οτιδήποτε βλασταίνει και λιπαίνεται μέσω της πλαστής και λίαν πλατύστομης τούτης κατάστασης είναι καταδικασμένο να βιώνεται ωσάν κάλπικο σύμφυρμα διότι εκ γενετής αποτελεί ένα σπλαχνικό τέκνο μιας κεντρώας, στείρας και δυναστευτικής αναπαραγωγής.
Όπως η πόλη μιμείται την πολεοδομία των παραλλήλων της —σοκακιών, λεωφόρων, κτισμάτων, υποδομών— έτσι κι αυτή η ρέουσα κρουνηδόν αντιγραφή παρελαύνει φαιδρή στα κύτταρα των όντων ωσάν μεταστατική ασθένεια.
Το σώμα του αστού αρρωσταίνει μονίμως κι ολισθαίνει βέβαια —αυτό όλοι το γνωρίζουμε— προς τη θωή της λήθης. Βρίσκουμε τη μίμηση στα αισθήματα που δημιουργούνται εντός του και κατ’ επέκτασιν και στις σκέψεις του.
Ο άνθρωπος μιμείται αισθήματα, δάκρυα, γέλια, έρωτα, κινήσεις, υποσχέσεις, δεσμεύσεις, έναν βίο ολάκερο αλλά και τον ίδιο τον θάνατο του.
Άθλαστο παράδειγμα εδώ η κινούμενη εικόνα και τα —ωσάν πληγές του Φαραώ— «οθονιακά» κωμικοδράματα και οι κάθε λογής διαδικτυακές ιλαροτραγωδίες εν γένει, είδη που λατρεύονται σχεδόν υποχρεωτικά απ’ τα γεννοφάσκια του πλησίον meta όντος.
Μπαϊλντισμένοι εντός υπερούσιων εικονικών αισθημάτων, αναρωτιόμαστε τις νύχτες επί ενός αντί-εικονικού στρώματος: Γιατί συμβαίνει ετούτο δω το σύγκορμο αβλέπτημα;
Έχουμε υπογράψει ένα αόριστο συμβόλαιο αίματος με κάποιον ιεροφάντη υποχθόνιο König Mime. Έναν μακρινό επίγονο μας που προσκυνά την συμβολιστική απόκρυψη μέσω μιας πανταχού αυθυποβαλλόμενης εικόνας και που τελικά ετούτη η απόκρυψη δεν αποκρύπτει τίποτε απολύτως.[2]
Θα μπορούσε κανείς άνετα να υποστηρίξει —αν διέθετε έστω και την ελάχιστη δόση παρατηρητικότητας στο αίμα του— πως ακόμη κι αυτό το κείμενο που γράφεται ετούτη τη στιγμή είναι καρπός αυτής της σκιώδους επαναλαμβανόμενης κατάστασης της εικόνας, δηλαδή μιας πενίας του πραγματικού.
Υπάρχει όμως παρόν;
Αν υποθέσουμε πως όχι, τότε τελούμε χρέη ανδράποδων ενός εικονικού (βλ. Matrix[3]) «σκλαβεμπορικού» παρελθόντος κι αγέννητων ελκών του ακατάπαυστου μέλλοντος που μας αυθυποβάλλεται διαμέσου εκείνου του εικονικού παρελθόντος.
Τι θα γίνει όμως αν πραγματικά κανείς εμφορηθεί εκ του «παρόντος»; Μήπως αυτή η παροντική ένδυση δεν συμβαίνει διότι τότε όλοι θα «αναγεννηθούμε» εκ του φόνου κι εκ του πυρός; Τότε δεν θα υποπέσουν σε αχρηστία όλοι οι νόμοι αυθωρεί;
Διότι τι να τους κάνει κανείς τους νόμους όταν δεν υπάρχει κανένα μέλλον και κανένα παρελθόν;
Το παρόν ίσως και να ‘ναι ακραία επικίνδυνο γι’ αυτό και να κρατιέται πίσω απ’ τον αστό ενστικτωδώς, έστω και υποσυνείδητα.
Για να ξεκαθαρίσουμε όμως την ακραία τούτη θέση θα πρέπει να πούμε πως εδώ γίνεται λόγος για ένα ανεξέλεγκτο παρόν με σάρκα και οστά κι όχι κάποιο ολιγόλεπτο φαντασιακό και ουτοπικό έρμα ενός ερασιτέχνη και κατά φαντασίαν «διαλογιστή». Έννοιες σαν το παρόν είναι άκρως αμφιλεγόμενες και πρέπει να μεταχειρίζονται με ζέση και προσοχή.
Καταδικασμένοι λοιπόν σε μία ανίερη μίμηση παρελθόντος και μέλλοντος —ένα αιώνιο παιχνίδι αντισφαίρισης — δεν οραματιζόμαστε ουδέποτε μέσα σ’ ένα υποτιθέμενα ζωοδόχο παρόν.
Το νοητικό πρόβλημα όμως παραμένει σαν αχαμνό ζώο ομπρός μας. Δεν ζούμε ουδέποτε στο παρόν, διότι δεν υπάρχει παρόν για να βιωθεί. Κάθε στιγμή είναι φευγαλέα και νεκρή, δίνοντας τη θέση της στην επόμενη κ.ο.κ.
Όλα μας —κινήσεις, σκέψεις, αισθήσεις— είναι δανεικά ρούχα.
Είναι όμως αναγκαίο να ξεκορμίζεσαι στιγμιαίως και να λιώνεις την ψυχή σου στο οδόστρωμα ή ό,τι άλλο εμπεριέχεται στο στήθος τούτο για μία και μοναδική στιγμή αποκάλυψης; Η επιθετική αποκάλυψη είναι αναγκαστική αν κάποιος θέλει να διαρρήξει την αμυντική μίμηση του.
Παίρνουμε σαν όχημα ένα ανέλπιστα επαναλαμβανόμενο αστεακό κλίμα για να περιγράψουμε μία άκρως εσωτερική διαδικασία που μαστίζει πολλούς τομείς του meta: Τέχνη, πολιτική, καθημερινοί συγχρωτισμοί. Βρίσκουμε πάμπολλους χαρακτήρες επί του άστεως, οίτινες ου μη γεύσωνται το έρκος της μιμήσεως τους έως ότου παραχωρήσουν οστά εις γην.
Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ένα σοκάκι δεν είναι αυτό που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύει ή μία λεωφόρος δεν είναι στην πραγματικότητα λεωφόρος μα κάτι άλλο, μία εκβολή του αγνώστου. Έτσι, αναπόδραστα, λαβαίνοντας υπόψιν το μητρικό μας φωλεό την πόλη που μιμείται τα ίδια της τα εντόσθια για να λειτουργήσει, εν συνεχεία και τα όντα που κυοφορούνται μέσα του πράττουν μιμητικά σ’ όλες τους τις εκφάνσεις.
Όταν μία λεωφόρος εμφανιστεί σαν κάτι το αλλόκοτο ή το λοξό, τότε αυτούσια και τα σχήματα που φέρει απάνω της θεωρούνται – κι αντιστοίχως σαν τις πράξεις ανθρώπων – άβολα, ασχημονούντα, αλλήθωρα κι ακρογωνιαία στρεβλά:
Πραγματική είναι μόνον η αποστροφή που δεν υφέρπει στα λόγια, αλλά ρέει μες το σώμα – η πηγή της άγνωστη – καθηλώνοντας με λίγη ώρα ακόμη στη γωνία τούτη, που δεν είναι καν γωνία.[4]
Η καταβυθισμένη πηγή της αποστροφής είναι ένα ύποπτο ακρορρίζιο, είναι η εκβολή όπου χύνεται ο πραγματικός εαυτός, εκείνος που δεν υποπίπτει, μήτε υποκύπτει ποτέ, σε κρησφυγετισμούς ή μιμήσεις. Αυτό συμβαίνει διότι ο ακανθότοκος τούτος «ποταμός» είναι τόσο ορμητικός (πολλές φορές η ορμητικότητα του είναι γελοιωδώς τραγική) που κανένα φράγμα μίμησης δεν μπορεί ν’ αλλάξει την προδιαγεγραμμένη του πορεία.
Εκ του νερού τούτου βρέχονται όλοι οι νυγμοί του αστού. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές κανείς δεν είναι ικανός ν’ απαλλοτριώσει έστω κι έναν καρπό απ’ τους θαυμαστούς «χώρους» του πραγματικού, όχι γιατί δεν τους έχει αντικρύσει ποτέ του αλλά διότι τρέμει καθ’ ολοκληρίαν τα πρωτότυπα και μάλλον παρεξηγήσιμα αποτελέσματα του.
Εκεί βρίσκουμε και τη θύρα του παντοδύναμου παραπόταμου του αγνώστου όπου οι χωροφύλακες της μίμησης στέκουν άγρυπνοι, εκεί όπου η gendarmerie της δοκιμασμένης εικόνας δεν επιτρέπει καμία πρόσβαση.
Οι υπολανθάνουσες καλύπτρες που φορεί ο αστός —όπως ακριβώς και ο κληρικός για το κεφάλι του σαν ένδειξη σεβασμού προς τα θεία— έχουν πραγματική χρήση μόνο όταν αυτές αφαιρούνται. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως όλες οι συμβάσεις και οι μιμήσεις εκτελούνται μόνο και μόνο για να υπάρχουν την ώρα που θα καταργηθούν απ’ το πηχτό πόλισμα του ακατέργαστου εαυτού. Η αποκάλυψη διενεργείται για να δούμε το φως μας, έστω και για λίγο.
Φως σκοτεινό αλλά φως που μας ανήκει.
Είδομεν όμως το φως το αληθινόν, ελάβομεν κάποιο πνεύμα επουράνιον; Οι αμφιβολίες είναι πολλές κι όλες τρέμουν ωσάν ξέπνοοι οινοβαρείς μέσα στο σύντομο της μέθης τους.
Γιατί όμως αποκληρώνουμε διαρκώς το αληθινό μας κατιτίς; Το καταστατικό της ίδιας της μίμησης καταρρέει ομπρός του πάραυτα. Η μίμηση συμβάλλει στους κανόνες και τα ενδιαιτήματα που επιβάλλονται σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής στην πόλη και τούτο το γνήσιο κάτι αποδεικνύεται πολλάκις μπαμπέσικο: διαρρηγνύει όλα μας τα ιμάτια και τα πετά στο δρόμο καθώς εκτιθέμεθα ανεπανόρθωτα άνευ persona, δηλαδή χωρίς τη μάσκα που φορούμε διαρκώς σαν δεύτερο πετσί.
Πάρε για παράδειγμα τον αηδιασμό που αισθάνεται κάποιος όταν αντικρύζει οδικά έργα. Σπασμένα οδοστρώματα, φωνές εργατών, σκόνη, τύρβη και καταστροφή. Το όλο θέαμα είναι άσχημο, οι οφθαλμοί δεν θέλουν να το αντικρύζουν. Είναι αυτό που κρύβεται κάτω απ’ την πόλη. Εκείνη τη στιγμή τα έντερα και τα εσωτερικά της όργανα είναι σε κοινή θέα. Όπως όταν στρέφουμε το βλέμμα απ’ την τέλεση μίας αιματηρής ιατρικής επέμβασης.
Ποιος είναι όμως ο λόγος που στοχεύουμε τη φασματική δορκάδα της μίμησης; Τι είναι εκείνο που μας τραβάει πάνω της σαν ανθρώπινα υπολείμματα στον μαγνήτη του συμπιεστή;
Άρχισα να γράφω χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Παρακινήθηκα κυρίως απ’ την επιθυμία να ξεχάσω, τουλάχιστον προσωρινά, αυτό που εγώ προσωπικά πιθανόν είμαι ή κάνω […] Η βρωμιά και η μπόχα του εξαιτίας της ολοκληρωτικής του αναπηρίας (του συνέβαινε φερ’ ειπείν, να χέζεται πάνω του), δεν μου ήταν και τόσο δυσάρεστες όσο νόμιζα. Επιπλέον σε κάθε πράγμα υιοθετούσα στάσεις κι απόψεις διαμετρικά αντίθετες σ’ εκείνες που είχε αυτό το κατεξοχήν βδελυρό πλάσμα.[5]
Εδώ ο Bataille απ’ τη μία μιμείται το μοντέλο του συγγραφέα για να ξεφύγει εκ της κατάρας του γυμνού εαυτού κι απ’ την άλλη δεν μπορεί να μην παραδεχθεί την άκρατη ομοιότητα του μ’ έναν συφιλιδικό πατέρα που ποτίζει υπογείως το πλέον διάσημο γραπτό του.
Η μίμηση είναι ένα ψοφοδεές σπέρμα του τρόμου.
Μιμούμενοι γινόμαστε αυτομάτως συνένοχοι στον ερμητισμό.[6] Όσοι μιμούνται είναι ερμητικά κλειστοί και δεν επιθυμούν ν’ ανοίξουν τα πετσικαρισμένα ξύλινα πλευρά τους προς μία πλήρης θέαση της ατροφικής καρδιάς.
Πάσα ατροφικότητα εγκαθιδρύεται στον ερμητισμό.
Τρέμουμε τις οσμές που ίσως να ξεπεταχτούν εκ των έσω μας εξαίφνης σε κοινή θέα αντί συμβατικών προσρήσεων. Μπορεί άραγε να νοηθεί σαν λανθάνων αυτοσκοπός στον βίο του αστού μία απόλυτη εξωτερίκευση του ένδον εαυτού του; Πόσο σκάψιμο πρέπει να κάνει μέσα του για να τον ανακαλύψει όμως; Κι αυτό που θ’ ανακαλύψει τι ακριβώς θ’ αντιπροσωπεύει; Μπορεί το γνήσιο και μη-μιμητικό εύρημα εκείνο να ‘ναι σημαντικό ή ακόμη κι επικίνδυνο για την εξωτερική κοινότητα;
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδοξο παράδειγμα, αυτή τη φορά αμιγώς ανατομικό: Το πέος χωρίς την ακροβυστία του γίνεται λένε λιγότερο ευαίσθητο πάνω στην πράξη της συνουσίας όσο τα χρόνια περνάνε. Παραλληλίζοντας τη μίμηση με την ακροβυστία τότε έχουμε τον εξής απόξενο συλλογισμό που ίσως όμως μας οδηγεί ξανά σε αδιέξοδο:
Αν η μίμηση τελεί ρόλο ακροβυστίας του πραγματικού τότε μας προστατεύει απ’ την έλλειψη ευαισθητοποίησης μας προς την συνουσία του εαυτού με τους εξωτερικούς παράγοντες του άστεως. Με λίγα λόγια η μίμηση ίσως μας αποτρέπει από μία τριβή που θα μας καταστήσει αναπόφευκτα αισθητικά ανίκανους να εκλάβουμε την απόλαυση της γενετήσιας πράξης της δημιουργίας.
Αν οι θεοτρόποι που ζητάνε χρησμούς εκ του προσωπικού μας μαντείου και νίβονται στην Κασταλία πηγή μας, υποψιαστούν πως εμείς, ωσάν μάντεις και χρησμοδότες τους, πάσχουμε απ’ την παραμικρή έλλειψη ευαισθησίας, τότε όλο το Μαντείο μας καταρρέει. Απ’ την άλλη όμως μόνο όταν η πνευματική μας βάλανος είναι πλήρως εκτεθειμένη είμαστε ικανοί να συνουσιαστούμε με το άγνωστο καθώς πρέπει.
Δίκοπη λεπίς ο βίος και μάλιστα λίαν κοφτερή κι εκ των δύο της πλευρών.
Το να ενδώσει κανείς στην δίνη ενός υποβολιμαίου αγνώστου ολοκληρωτικά ή να επιλέξει να κρατηθεί σώος κι αποκατεστημένος —πλειοψηφικά μιμούμενος— απ’ τις πράξεις των ανθρώπων, γευόμενος ασφαλείς κι ελάσσονες δόσεις του πραγματικού, έτσι ώστε να μην χάσουν σε αξιοπιστία οι χρησμοί του, είναι και το φλέγον δίλημμα.
Ίσως μόνον οι τρελοί να κρατούν την απάντηση αλλά κι αυτό ακόμη είναι άβολα αμφίβολο, μιας και οι παράφρονες μόνο ρωτάνε, ακόμη και μέσω μιας κατάφασης ή μιας άρνησης τους.
Ο αστός αισθάνεται μακριά απ’ την ανασφάλεια της υπαίθρου όταν είναι κλεισμένος μέσα στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της πόλης, όπως ναρκώνεται μέσα στη μίμηση που τον απομακρύνει απ’ τον άκρατο τρόμο του αγνώστου.
Μιμούμαστε διαρκώς διότι δεν είμαστε ικανοί να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον τρόμο της ασχημονίας της φύσης μας ή τελικά τον άκρατο φόβο του πραγματικού που ίσως να ‘ναι παντελώς αδιάφορο, στείρο, βορβορώδες, άξεστο, πολεμοχαρές και δαιμονικό.
Βουτάω σύγκορμος εις τρόμον σημαίνει απαρνούμαι τη μίμηση εν ολοκληρία. Διαρρηγνύω το ίδιο μου το αστεακό κουστούμι παράλληλα με τα σύνορα της πόλης. Συνάπτω σχέσεις με το απύθμενο χάος και με την ανία του θανάτου.
Μπροστά μας ο γκρεμός του πραγματικού κι οπίσω μια ακαθόριστη κι αέναη μίμηση.
Παγιδευμένοι αναμεσίς ενός ζοφερού διλήμματος. Ετούτη η παγίδα μας χαρακτηρίζει επακριβώς ωσάν αστικά πλάσματα. Αυτός ο σπαραχτικός δυαλισμός μας είναι και το στοιχείο που πιθανότατα θα μας ονοματίζει επ΄ άπειρον.