Παράφορες αναγνώσεις: Στο μετρό

Παράφορες αναγνώσεις: Στο μετρό

Πριν από αρκετούς μήνες και πάντως προτού η πανδημία μπει για τα καλά στις ζωές μας και επιφέρει δραματικές αλλαγές στην καθημερινότητα, προτού παρεισφρήσει υπονομευτικά στη ρουτίνα των μετακινήσεών μας, καθώς, σε ώρα αιχμής, έμπαινα στο μετρό με προορισμό την πόλη, βρέθηκα μπροστά σε μια απρόσμενη εικόνα, που έκτοτε ανακαλώ ως εξαίρεση στον κανόνα, ως ποιητικό συμβάν. Όπως ο συρμός ξεκίνησε το ταξίδι του και τα βαγόνια άρχισαν να λικνίζονται στον ρυθμό του, ρυθμό που διέκοπτε από καιρού εις καιρόν το σταθερό και αμετάβλητο μοτίβο, «next station», σαν να ξέφυγε η εικόνα από το πλαίσιό της και σαν να έγινε πολλά μικρά δρώμενα που είχαν σκηνοθετηθεί για να προσφέρουν σε εμάς, τους συνταξιδιώτες, τη βαθιά ευχαρίστηση μιας απρόβλεπτης συνάντησης. Μέσα στο υπερπλήρες βαγόνι, που δεν έπεφτε καρφίτσα, ο ένας ήταν σχεδόν πάνω στον άλλο και όλοι έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κρατήσουν ένα μικρότατο αλλά και τόσο αναγκαίο όριο από τον διπλανό τους, αυτή τη λεπτή κλωστή, τη χαραμάδα μιας απειροελάχιστης αυτονομίας, υπήρχαν και εκείνοι που βυθισμένοι σε έναν δικό τους κόσμο, μες στην κρυψώνα που μόνο αυτοί έβλεπαν και που τίποτα δεν τη απειλούσε, επιτελούσαν ευτυχισμένοι την πράξη της ανάγνωσης. Εδώ, στην υπόγεια ζωή, λοιπόν, συνάντησα, εκείνη την ημέρα, είδα από κοντά, εν τοις πράγμασι, κάποιους από αυτούς τους σπάνιους, τους αληθινούς αναγνώστες, όπως το εννοεί η Edith Wharton στο μικρό διαμαντάκι της, «Η διαστροφή της ανάγνωσης», όπου με τον πιο εύστοχο τρόπο κάνει τη διάκριση μεταξύ του διαβάσματος ως σκόπιμου εγχειρήματος, αυτού που ονομάζει «μηχανική ανάγνωση», και της αληθινής ανάγνωσης που είναι πράξη αντανακλαστική. «Ο γεννημένος αναγνώστης διαβάζει ασυνείδητα όπως αναπνέει», λέει. {…} «Το διάβασμα γι` αυτόν αποτελεί ένα συνεχές υπόγειο ρεύμα που διατρέχει όλες τις άλλες του ασχολίες».

Μερικοί νέοι, θα ήταν 8 μπορεί και 10, καθισμένοι οκλαδόν στο πάτωμα του συρμού ή πάνω στις βαλίτσες τους, χωμένοι κυριολεκτικά μέσα στις σελίδες, δεν δίνουν καμία σημασία σε ό,τι τους περιβάλλει, οι συνταξιδιώτες σχεδόν τους πατούν, το βιβλίο τους ανάμεσα στα δάκτυλα και των δυο χεριών, ξαπλωμένο πάνω στα λυγισμένα τους γόνατα, απολαμβάνει την αφοσίωσή τους. Η ενσώματη απόλαυση της πράξης τους, είναι φανερό, πυροδοτείται από αόρατες ψυχικές κινήσεις. Το υπόγειο ρεύμα που τους συνέχει μας χτυπά κατακούτελα. Νεοεισερχόμενοι επιβάτες τους σκουντούν, τους σπρώχνουν άτσαλα μερικές φορές, το βιβλίο σταθερό μες στο βασίλειό του, το πολύ πολύ τα πόδια να αλλάξουν στάση για να ξεκουραστούν, σε λίγο θα πάρουν το σχήμα του όρθιου ρόμβου, το βιβλίο θα μπει στη μέση, ανάμεσα στους μηρούς, η ανάγνωση συνεχίζεται, το μετρό, χωρίς αμφιβολία, είναι ένας τόπος που ανθίζουν αναγνωστικές εμπειρίες, «Ο τόπος όπου διαβάζει κανείς είναι το μετρό», γράφει στο «Σκέψη/ταξινόμηση» ο συγκλονιστικός Georges Perec. Και συνεχίζει μετ` επιτάσεως: «Εκπλήσσομαι που ο υπουργός πολιτισμού ή ο κυβερνητικός υπεύθυνος για τα πανεπιστήμια, δεν έχει ακόμη αναφωνήσει: Σταματήστε κύριοι, σταματήστε να απαιτείτε χρήματα για τις βιβλιοθήκες: Η πραγματικά λαϊκή βιβλιοθήκη είναι το μετρό!».

Δεν τελειώνουν εδώ, όμως, τα αναγνωστικά συμβάντα εκείνης της τυχερής ημέρας. Όρθιοι αναγνώστες λίγο παρακεί, το διάβασμα είναι σίγουρα μεταδοτικό, τους είδα που έβγαλαν από το σακίδιο το βιβλίο, κρατιούνται από τις χειρολαβές, μάλλον το ένα χέρι στην χειρολαβή, το άλλο στη σελίδα, καταβροχθίζουν με τα μάτια, ένας διαβάζει μέσα σε μια αγκαλιά, κάτω από μια μασχάλη, στην πλάτη, αίφνης, άλλος, κάποιου ανύποπτου επιβάτη που ευχαρίστως την προσφέρει ως αναλόγιο συμμετέχοντας κι αυτός στην τελετή, που, εδώ, μπροστά μας, μέσα στο μετρό, στη διαδρομή, Δουκίσσης Πλακεντίας - Σύνταγμα, λαμβάνει χώρα. «Πρόκειται για μια σχεδόν λησμονημένη τέχνη», γράφει ο Σωτήρης Τριβιζάς σε εκείνο το ελάχιστο, το χιλιοδιαβασμένο βιβλιαράκι, Η τέχνη της ανάγνωσης, και «οι αληθινοί αναγνώστες είναι οι τελευταίοι μιας φυλής η οποία αναγνωρίζεται ακόμα από το τυπικό μιας τελετής που επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη εδώ και αιώνες».

Εν τω μεταξύ, στη στάση «Μέγαρο Μουσικής», η μικρή παρέα με τα φλάουτα, κατεβαίνει, και το μετρό προσφέρει εγκάρδια τον χώρο που αίφνης προκύπτει, σε κάποιους από αυτούς τους πιστούς της ανάγνωσης, τους ορθίους, που, έτσι όπως κάθονται, τώρα, αντικριστά, με τα βιβλία τους στο χέρι, στις αναπαυτικές κομψές του πολυθρόνες, φτιάχνουν ένα μικρό σαλόνι ανάγνωσης, έναν κήπο δωματίου, τεσσάρων θέσεων. Περίκλειστο, τοίχοι μεταλλικοί τον περιβάλλουν, κόσμος μιλιούνια, πάραυτα, του κλείνει την είσοδο. Από τη θέση μου, έχω προλάβει να ακουμπήσω στον ένα τοίχο, με την πλάτη κι εγώ, και καθώς το υπόγειο ρεύμα των αναγνωστών με διαπερνά, σιγά σιγά , συστέλλοντας το σώμα, κάνω στροφή 90 μοιρών, έτσι ώστε με το ένα μάτι να τους βλέπω.

Διαβάζουν απνευστί, παράφορα, σαν να `ναι μεθυσμένοι, η τέχνη τους ξεδιπλώνεται χωρίς εμπόδια τώρα, άξαφνα σταματούν, πότε ο ένας , πότε ο απέναντί του, ενθέτουν προσεκτικά τον σελιδοδείκτη στo βιβλίο, αφήνονται σε μια ολιγόλεπτη ονειροπόληση και σκύβουν πάλι με την ίδια σπουδή πάνω στις λέξεις. Κάποιος σημειώνει και τραβά γραμμές με ένα μικρό μολύβι, άλλος αντί να προχωρήσει, γυρίζει πίσω και διαβάζει δυο και τρεις φορές την ίδια σελίδα, το νεαρό κορίτσι χαϊδεύει το εξώφυλλο ανεπαισθήτως, το μυρίζει σκύβοντας ελαφρά πάνω του, καλύπτοντας εν μέρει την κίνηση αυτή με τα μακριά μαλλιά του. Τίποτα δεν αποσπά την προσοχή τους, το μετρό, ως ειδικό αναγνωστήριο, φαίνεται πολύ να τους ταιριάζει, ταιριάζει στην πράξη της ανάγνωσης, σκέφτομαι, όπως τους παρατηρώ, τη σιγοντάρει έτσι όπως λικνίζεται μονότονα και ρυθμικά με σταθερή κατεύθυνση την πόλη. Συνομιλεί με τις παύσεις τους κάθε φορά που κάνει στάση, συνεπικουρεί τον μικρό ρεμβασμό, το αναγκαίο μέρος αυτής της επιτέλεσης, προκειμένου να στερεωθεί η μυστική τους σχέση.

Η τελετή όλους μας προσκαλεί, όλους μας χωρά, η ανάγνωση είναι μια πράξη καλοσύνης, κανένας ναρκισσισμός δεν παρεμβάλλεται, καμιά αλαζονεία. Θυμάμαι εδώ, την Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ και το βιβλίο της «Η προϋπόθεση της γραφής», ένα γράμμα προς τον Χόρχε Σεμπρούν: «Ουδείς μπορεί να γράψει, αν η καρδιά του δεν είναι καθαρή, δηλαδή αν δεν έχει πάρει αρκετή απόσταση από τον εαυτό του.{…} Το είδωλο του Νάρκισσου δημιουργεί ένα προπέτασμα ανάμεσα στον κόσμο και στον εαυτό του. Ανάμεσα στον ίδιο και τον εαυτό του». Ούτε να διαβάσει, σκέφτομαι, μπορεί, αν η καρδιά του δεν είναι καθαρή. Και πράγματι, κανένα προπέτασμα εδώ, το δωμάτιο της ανάγνωσης είναι περίκλειστο κι ολάνοιχτο ταυτόχρονα, τα πρόσωπα που το κατοικούν είναι εκτεθειμένα αλλά στέρεα, έτσι όπως είναι βουτηγμένα μέσα στην έσω εμπειρία.

Επιχειρώ να ανοίξω το μικρό μου σακ βουαγιάζ, να πάρω και το δικό μου το βιβλίο, το `χω διαβάσει δυο φορές και το έχω σταθερά μαζί μου στις διαδρομές μου με το μετρό. Επιθυμώ να παρεισφρήσω κι εγώ μες στη γιορτή, ως αναγνώστρια, τώρα. Θέλω να ξαναβρώ αυτή την αίσθηση της μικρής αλλά ευδιάκριτης ευτυχίας. «Σουτ! Διαβάζω» του Ζαν Μαρί Γκουριό. Είμαστε στον σταθμό Εθνικής Αμύνης. Είναι αδύνατον να κουνηθώ, βγαίνουν πολλοί αλλά γεμίζει πάλι το βαγόνι. Aνακαλώ την πρώτη του σελίδα. Bρίσκομαι μέσα στο σκηνικό που στήνει ο Γκουριό. Η κοπέλα φορά φόρεμα βιολετί και λευκά δερμάτινα πέδιλα. Έχει βάψει τα νύχια των ποδιών της κίτρινα. Κάθεται σ` ένα παγκάκι στο πάρκο του πύργου Νεράκ και διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο με τα πόδια της χωμένα στα δροσερά μπουκέτα δύο κρόκων. Σατομπριάν. Πίσω της ένα πέτρινο άγαλμα κρατά στο χέρι του ένα σπουργίτι. Το πουλί πετά, η κοπέλα γυρίζει σελίδα και δεν ξανακουνιέται.

Θυμάμαι την επόμενη παράγραφο απέξω: «Το βιβλίο σκίασε ελαφρά την κοιλιά της που μάντευα ότι ήταν στρογγυλή σαν μικρό πεπόνι. Η θέα της ακίνητης κοπέλας προσφερόταν ολόκληρη στα μάτια μου, και μπορούσα να την περιεργαστώ χωρίς να την ενοχλώ. Συνήθως οι άνθρωποι που διαβάζουν, μόλις νιώσουν ότι τους παρατηρεί κάποιος, σηκώνουν τα μάτια προς το μέρος του και προσπαθούν να του δώσουν να καταλάβει ότι θα `πρεπε να κοιτάζει αλλού. Όχι όμως και η κοπέλα που διάβαζε στο παγκάκι της. Δεν την ένοιαζε. Ήταν όμορφη ακριβώς επειδή διάβαζε με απόλυτη συγκέντρωση, χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα».

Είμαστε στον σταθμό του Ευαγγελισμού, ο συρμός αρχίζει να αδειάζει. Μπορώ πια να κάνω την στροφή των 180 μοιρών που τόσο έχω ανάγκη. Μπορώ να ανοίξω επιτέλους το βιβλίο μου και ταυτόχρονα να τους περιεργαστώ. Η θέα τους προσφέρεται ολόκληρη στα μάτια μου. Δεν τους νοιάζει. Διαβάζουν με απόλυτη συγκέντρωση κι αυτοί, χωρίς να δίνουν γύρω τους καμία σημασία. Προσπαθώ να διακρίνω κάποιον τίτλο. Είναι πολύ δύσκολο, κρατούν τα βιβλία τους ανάσκελα, εξώφυλλα δεν φαίνονται. Σκύβω ξεδιάντροπα να δω. Μπαίνω λαθραία μες στην απόλαυσή τους. Καταφέρνω να δω δυο λέξεις. «…των πουλιών». Από το μέγεθος και το χρώμα , βεβαιώνομαι. «Εγκώμιο των πουλιών», του Giacomo Leopardi. Δεν έχω καμιά αμφιβολία. Ταιριάζει στην εποχή, αρχή καλοκαιριού, στο αίσθημα που μας τυλίγει εκείνη τη λαμπερή ημέρα. «Τα πουλιά είναι από τη φύση τους τα ευτυχέστερα πλάσματα του κόσμου», γράφει ο Leopardi. {…} «Για κάθε τέρψη κι ευχαρίστηση που δοκιμάζουν κελαηδούν». Κι αυτοί εδώ είναι λίγοι αλλά ευτυχείς, σκέφτομαι. Τους κοιτάζω ξανά. Είναι όμορφοι, διαβάζουν με έξαψη, απολαμβάνουν με όλες τις αισθήσεις.

Ο συρμός ξεκινά, όπου να `ναι φτάνουμε στο Σύνταγμα. Θα βγούμε στην πλατφόρμα. Εγώ θα τους έχω κάτω από το βλέμμα. Εκείνοι θα κρατούν τα βιβλία τους κλειστά. Προστατευμένα μέσα στην παλάμη θα τα ακουμπούν στο στήθος. Οσονούπω θα τα ξανανοίξουν, θα διαβάζουν περπατώντας, θα συνεχίσουν ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες. Μια αύρα, της ανάγνωσης, θα τους τυλίγει καθώς θα ξεμακραίνουν. Σε λίγο θα γίνουν μικρά σημάδια μέσα στο πέλαγος της πόλης. Με τα βιβλία τους οδοδείκτες, θα περιπλανηθούν, θα επιστρέψουν. Το μετρό θα είναι εκεί και θα τους περιμένει. Κι αυτοί, πιστοί ταξιδευτές, παράφοροι εραστές των βιβλίων τους, αχόρταγα θα ξαναρχίσουν. «Είναι οι τελευταίοι μιας φυλής που σήμερα απειλείται με εξαφάνιση». Είναι αληθινοί αναγνώστες.

                 

ΜΙΚΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Edith Wharton, Η διαστροφή της ανάγνωσης, μτφρ.: Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Άγρα 2009
Georges Perec, Σκέψη/Ταξινόμηση, εισαγωγή-μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, Άγρα 2005
Σωτήρης Τριβιζάς, Η τέχνη της ανάγνωσης, εκδ. Καστανιώτη 2000
Κλωντ Εντμόντ, Μαγνύ, Η προυπόθεση της γραφής, Πρόλογος: Χόρχε Σεμπρούν, μτφρ.: Τερέζα Πεσμαζόγλου, Ολκός 2001
Ζαν Μαρί, Γκουριό, Σουτ! Διαβάζω, μτφρ.: Βασιλική Κοκκίνου, Ψυχογιός 1999
Giacomo Leopardi, Εγκώμιο των πουλιών, εισαγωγή: Novella Bellucci, μτφρ.: Χρήστος Μπιντούδης, Άγρα 2017

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: