Στη σκιερή χαράδρα των αναμνήσεων

Τιντορέτο, η Μαγδαληνή (1598-1602) Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη
Τιντορέτο, η Μαγδαληνή (1598-1602) Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη



Δεν ξέ­ρω πώς βρέ­θη­κα στη ζωή. Ού­τε τους γο­νείς μου γνω­ρί­ζω. Δεν έχω γο­νείς μου εί­παν. Δεν τους πι­στεύω, αν και δεν έχω αφα­λό. Αυ­τό εί­ναι το βα­σι­κό τους επι­χεί­ρη­μα. Από την παι­δι­κή μου ηλι­κία έχω ελά­χι­στες ανα­μνή­σεις, κι αυ­τές φτά­νουν αμυ­δρά, ως την προ­ε­φη­βεία των δώ­δε­κα χρό­νων. Από τό­τε, μέ­χρι τις αρ­χές της τρί­της δε­κα­ε­τί­ας της ζω­ής μου που βρί­σκο­μαι τώ­ρα, υπάρ­χει κε­νό. Με φω­νά­ζουν Χρή­στο. Το όνο­μα μού το έδω­σε ένας άτε­κνος μα­ρα­γκός, όταν με βρή­κε εγκα­τα­λειμ­μέ­νο και με πή­ρε σπί­τι του. Αυ­τός και η γυ­ναί­κα του Μα­ρία, με με­γά­λω­σαν σαν δι­κό τους παι­δί. Με αγά­πη­σαν, με φρό­ντι­σαν, αλ­λά η ευ­σέ­βεια και η θρη­σκευ­τι­κή μο­νο­λι­θι­κό­τη­τα, με τους αυ­στη­ρούς ηθι­κούς κα­νό­νες, μ’έ­κα­ναν να τους εγκα­τα­λεί­ψω. Δου­λεύω σε μια βιο­τε­χνία ιε­ρα­τι­κών εν­δυ­μά­των «Ο χι­τών». Λό­γω οι­κο­νο­μι­κής έν­δειας φο­ράω τα άμ­φια που αγο­ρά­ζω από την βιο­τε­χνία σε τι­μή κό­στους. Μέ­νω σ’έ­να μι­κρό κα­τά­λυ­μα που μου πα­ρα­χώ­ρη­σε η αρ­χιε­πι­σκο­πή, λί­γα μέ­τρα πί­σω απ’ την Μη­τρό­πο­λη.
Τις ελεύ­θε­ρες ώρες, που δεν εί­ναι πολ­λές, η δου­λειά στην βιο­τε­χνία εί­ναι απαι­τη­τι­κή, στέ­κο­μαι μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη και κα­μα­ρώ­νω τα ιε­ρα­τι­κά ρού­χα μου, τα γα­λα­νά μά­τια μου, τα ξαν­θιά μαλ­λιά μου, που πέ­φτουν σαν εβέν­νι­νος κα­ταρ­ρά­χτης στους ώμους μου, και θαυ­μά­ζω το φω­το­στέ­φα­νό μου.
Κά­ποια βρά­δια με επι­σκέ­πτε­ται μια όμορ­φη, ελ­κυ­στι­κή κο­πέ­λα που γνώ­ρι­σα, σε μια από τις ελά­χι­στες εξό­δους μου στο συ­νοι­κια­κό μπαρ «Τα άν­θη του κα­λού». Οι γεί­το­νες με φω­νά­ζουν που­τά­να, το όνο­μά μου εί­ναι Μα­γδα­λη­νή, μου εί­πε στο δεύ­τε­ρο πο­τό που την κέ­ρα­σα. Στις επι­σκέ­ψεις της κοι­μά­ται μα­ζί μου, κι όταν σι­γου­ρεύ­τη­κα ότι ήμουν ερω­τευ­μέ­νος της πρό­τει­να να με πα­ντρευ­τεί. «Εί­σαι τρε­λός; Θα σε σταυ­ρώ­σουν» εί­πε τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη. Εμέ­να δεν με νοιά­ζει να πε­θά­νω, της λέω, ακό­μη κι αν με σταυ­ρώ­σουν. Αυ­τό που θέ­λω εί­ναι να μην ανα­στη­θώ».
Μου φί­λη­σε τα χέ­ρια, έφε­ρε μια λε­κά­νη με ζε­στό νε­ρό, αρω­μα­τι­σμέ­νη με ρο­δο­πέ­τα­λα και μύ­ρο, μου έπλυ­νε τα πό­δια, με τη χά­ρη των θε­σπέ­σιων χε­ριών της να χαϊ­δεύ­ουν τις κα­τε­βα­σιές του γα­λη­νε­μέ­νου σώ­μα­τός μου. Όταν τε­λεί­ω­σε, δί­χως κα­μιά εξή­γη­ση, έτρε­ξε στην πόρ­τα και χά­θη­κε τρέ­χο­ντας κά­τω από τον ου­ρά­νιο θό­λο της φεγ­γα­ρο­φω­τι­σμέ­νης νύ­χτας . Δεν την συ­νά­ντη­σα πο­τέ ξα­νά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: