[ Γράμμα, 2 Απριλίου 2020 ]
«Αγαπημένε μου
σε είδα –
κρυφά
(μου επέτρεψες)
Μες απ΄ την κλειδαρότρυπα,
οι μορφές παίρνουν σχήμα:
— θαυμαστικού.
Τα υγρά, αρχαία μάρμαρα
επιβλητικά
χάζευαν
την έκκλησή σου
κάτω απο την αλαζονική εποπτεία
του Απριλίου.
Μας ξεγέλασε (τώρα που μεγαλώσαμε).
Ταλαιπωρημένος,
ανάμεσα στη χαρά και στην ανυπομονησία
διαρκώς, προετοιμάζει·
δε θα φέρει αυτός την αλλαγή
— αν αυτή δεν είναι βρόμικες ανάσες.
*
Ταμπέλες όρθιες, θυμίζουν
αυτόν που είχε και πρόσφερε, αυτόν που ήθελε και ζητούσε.
Στολίζουν την απουσία μας, τον ξεριζωμό μας
— απόδειξη:
υπήρξαμε κι εμείς εδώ, ακουμπήσαμε ο ένας τον άλλον.
Η ανατριχίλα αυτή δεν μ’ αφήνει σε ησυχία.
Χλευάζουν την ανάγκη μου, δεσπόζουν
στον μανιασμένο αυτόν μήνα, σαν να λένε:
«δεν ήρθε φέτος η άνοιξη,
δε θα’ ρθει καλοκαίρι».
Κοίταξε τον, μοιάζει να γέρασε πρόωρα,
πιάνει το κεφάλι του, απαρηγόρητος:
— «Πώς θα γητεύσει τις παπαρούνες, τις πασχαλιές;»
— «Πώς θα ξεπροβοδίσει τους ταξιδιώτες;»
Ψάχνει λύσεις κι απολογίες.
*
Άδεια πόλη
ηρωικά κτήρια
εγκαταλελειμμένοι άνθρωποι
«ποιός άνοιξε το πυθάρι της Πανδώρας;»
Κάτω απο το θέατρο, στα σκαλοπάτια,
στα μοναχικά πεζούλια της Διονυσίου Αεροπαγίτου,
τα λιγοστά φώτα,
το τρέμουλο της συννεφιασμένης νύχτας,
υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα.
Λίγους μήνες πριν τον ερχομό των τζιτζικιών,
η μουσική είναι μιά συγχορδία,
νοσταλγίας και ανέμου –
απλώνεται σαν σεντόνι,
σκεπάζει ό,τι πλέον είναι παρελθόν.
Σε είδα.
Τι κάνεις;