«Occhio di Bue»

«Occhio di Bue»

Πό­τε ακρι­βώς η μα­μά μου άρ­χι­σε να με φω­νά­ζει «βό­δι» δεν ξέ­ρω να πω. Θυ­μά­μαι πώς κά­θε φο­ρά που άκου­γα τη λέ­ξη «βό­δι» με έλου­ζε κρύ­ος ιδρώς κι ένα αί­σθη­μα βα­θιάς από­γνω­σης. Έχα­να τη μι­λιά μου, τραύ­λι­ζα κι ήθε­λα ν’ ανοί­ξει η γη να με κα­τα­πιεί, για­τί πά­ντα με προ­σφω­νού­σε έτσι μπρο­στά σε άλ­λους.

Κα­θώς περ­νού­σε ο και­ρός εδραιω­νό­ταν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σα μου η πε­ποί­θη­ση ότι ήμουν γεν­νη­μέ­νη για να με σφά­ξουν, για­τί αυ­τό κά­νου­με στα βό­δια, τα σφά­ζου­με και τα τρώ­με. Κι ίσως αυ­τή να ήταν και η βα­θύ­τε­ρη ιδέα της μα­μάς μου για το άτο­μό μου, πα­ρό­λο που σε άλ­λες στιγ­μές έλε­γε και άλ­λα, σί­γου­ρα κα­λύ­τε­ρα, πράγ­μα­τα για μέ­να.

Αναμ­φί­βο­λα η ύπαρ­ξη εί­ναι πά­ντα ένα σφα­γείο. ΚΑΙ ένα σφα­γείο, για να εί­μαι πιο αντι­κει­με­νι­κή, όχι μό­νο. Αυ­τό βέ­βαια δεν δι­καιο­λο­γεί το πό­σο πρό­θυ­μα, σαν ένα υπά­κουο βό­δι, οδη­γή­θη­κα πλει­στά­κις στο σφα­γείο της ζω­ής… Εσφά­γην, ναι… Σχε­δόν απο­κλει­στι­κά σε κα­τα­στά­σεις που σχε­τί­ζο­νται με χρή­μα­τα. Αυ­τές οι κα­τα­στά­σεις όμως εί­ναι μια άλ­λη ιστο­ρία που δεν θα την πω τώ­ρα. Τώ­ρα θέ­λω να πω για τον βα­θύ συ­γκλο­νι­σμό που βί­ω­σα όταν για πρώ­τη φο­ρά εί­δα βό­δι από κο­ντά, κά­που σ’ ένα τα­ξί­δι μου στην Ιν­δία, εκεί όπου τα βό­δια πε­ρι­φέ­ρο­νται μέ­σα στον αρ­γό τους και ρευ­στό χω­ρο­χρό­νο τους ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους, χω­ρίς να ενο­χλού­νται και χω­ρίς να ενο­χλούν κα­νέ­να.

Εί­χε μό­λις τε­λειώ­σει ο μου­σώ­νας. Στά­θη­κα σε μια χω­μά­τι­νη αλά­να, ανά­με­σα σε πα­ρα­πήγ­μα­τα πλημ­μυ­ρι­σμέ­να νε­ρά και λά­σπη. Άν­θρω­ποι ξα­πλω­μέ­νοι σε σκου­ρια­σμέ­νους σου­μιέ­δες, άλ­λοι κα­τά­χα­μα, άλ­λοι σε μι­σο­δια­λυ­μέ­να τσα­ντί­ρια, παι­διά να πί­νουν νε­ρό από νε­ρο­λα­κού­βες, ένα χαρ­μά­νι από ανα­κα­τε­μέ­νες μυ­ρω­διές να απλώ­νε­ται πα­ντού, μπα­χα­ρι­κά, σκόρ­δο, νο­τι­σμέ­νη ιδρω­τί­λα και ακα­θαρ­σί­ες. Εκεί και το βό­δι. Το πλη­σί­α­σα. Στή­θη­κα απέ­να­ντί του και το κοί­τα­ξα. Με­γά­λο και αρ­γο­κί­νη­το, μάλ­λον με κοί­τα­ξε κι αυ­τό, για­τί αλ­λιώς δεν θα εί­χε καρ­φω­θεί για πά­ντα στη μνή­μη του το βλέμ­μα του έκτο­τε. Εί­δα τα μά­τια του κι αυ­τό­μα­τα ενερ­γο­ποι­ή­θη­κε μέ­σα μου η φω­νή της μά­νας μου. Μα­ζί κι ο ιδρώ­τας κι η ανα­στά­τω­ση. Κι εκεί­νη τη στιγ­μή το βλέμ­μα του, ακύ­μα­ντο και κα­θα­ρό, αγκά­λια­σε όλη μου την ύπαρ­ξη, με αυ­τή την άκρα σο­βα­ρό­τη­τα της από­λυ­της άπνοιας. Τα μα­τό­κλα­δά του γλύ­και­ναν μό­νο λί­γο την απε­ρα­ντο­σύ­νη που εί­χε αυ­τό το βλέμ­μα. Ένα βλέμ­μα στι­βα­ρής σιω­πής κι ευ­σπλα­χνί­ας. Κι ενώ βρο­ντού­σε μέ­σα μου η θυ­μω­μέ­νη φω­νή της μά­νας μου, το ζώο με πλη­σί­α­σε λί­γο. «Εί­ναι βό­δι, χρυ­σή μου, εί­ναι βό­δι! Τι θα κά­νω μα­ζί της; Εί­ναι τε­λεί­ως βό­δι!» ακου­γό­ταν πα­ντού, σ’ όλη την πα­ρα­γκού­πο­λη, σ’ όλο το κρα­νίο μου. Το βό­δι αφου­γκρα­ζό­ταν την κυ­μα­τι­στή ηχώ των λέ­ξε­ων. Σαν να μοι­ρα­ζό­ταν αυ­τό το πι­κρό μου μυ­στι­κό, με τη βα­θιά απο­δο­χή της θυ­σί­ας που έχουν όλα τα σφά­για· με όλο τον πό­νο και τον τρό­μο του μπαλ­τά. Το βλέμ­μα του για μια στιγ­μή με απορ­ρό­φη­σε στα βά­θη ενός απέ­ρα­ντου οφθαλ­μού. Έπει­τα, ανοι­γό­κλει­σε λί­γο τα βλέ­φα­ρα και έγι­νε το μά­τι του φεγ­γί­της ενός σπι­τιού στη Σύ­μη· με­τε­ω­ρί­στη­κε δε­ξιά και αρι­στε­ρά, γύ­ρι­σε το κε­φά­λι του, μου έστρε­ψε τα νώ­τα κι άρ­χι­σε να απο­μα­κρύ­νε­ται. Τα­πει­νά. Και ήσυ­χα.
Τα μά­τια τα δι­κά μου άρ­χι­σαν να τρέ­χουν.
Από τό­τε έπα­ψα να τρώω βό­δια.
Και η φω­νή της μά­νας μου γί­νη­κε μου­σι­κή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: