Ιός και Ιωάννης

Ιός και Ιωάννης

Το διαμέρισμά μου είναι 1920 x 1080 pixels. Το πλαίσιο της οθόνης μου ορίζει το εμβαδόν του επακριβώς. Κλεισμένος σ’ αυτό περιμένω, αλλάζω χρώματα και φωτεινότητα, καίω ενίοτε κάποια pixels στη θέση νεκρών κυττάρων. Βαφτίστηκα στην οθόνη μου. Βούλιαξα μέσα της τον εαυτό μου κρατώντας τον από το χέρι, τραβώντας μαζί μου τις καλύτερες ημέρες, τους έμπιστους φίλους, τις μεγάλες αγάπες, τα σα εκ των σων. Κάπως έτσι επέστρεψα τη ζωή μου στους πρωταρχικούς χ και ψ άξονές της.

Εκτός οθόνης η ζωή γκλιτσάρει. Η ανοιξιάτικη βροχή πέφτει τρισδιάστατη και γραμμική. Δεν ποτίζει τίποτα, δε μουσκεύει κανέναν, δεν αντιμάχεται καμία ομπρέλα. Η πόλη στον ενεστώτα είναι ένα συμπιεσμένο αρχείο και τα σπίτια της συμπιεσμένες οικίες. Οι οικίες ενθυλακώνουν συμπιεσμένους ανθρώπους. Οι άνθρωποι στα εσωτερικά τους είναι συμπιεσμένες εικόνες. Οι εικόνες συμπιεσμένα pixels. Τα pixels συμπιεσμένα φωτάκια. Αυτή υπήρξε η συμπιεσμένη πορεία της ανθρωπότητας από τους φωτεινούς πολιτισμούς μέχρι τις μικρές φωτεινές κουκίδες.

Έξω η πόλη αναμένει σε mute. Κείται στα ισόβια δεσμά τής αιωνιότητάς της εκθέτοντας τα απομεινάρια μιας κομψευόμενης δημοκρατίας που πέρασε σαν πυρετός, σαν τρόφιμο που έληξε. Οι άσφαλτοι έμειναν μόνο να σκεπάζουν τη ντροπή των δρόμων και, πάνω από αυτούς, τα τσιμέντα των πολυκατοικιών να σκιάζουν τα τσιμέντα των απέναντι πολυκατοικιών. Ανάμεσά τους πετούν λίγες μύγες. Σε μια αντίστροφη πορεία των εξοριών, η ζωή εξορίστηκε εντός των διαμερισμάτων. Κι εμείς γεννηθήκαμε ξανά, συστάδες φωτεινών κουκίδων και περιγραμμάτων, χειρονομίες φωτός.

Το διαμέρισμά μου ρυθμίζει τη φωτεινότητά του μόνο του ακολουθώντας τη φωτεινότητα της άνοιξης που έρχεται ημερολογιακά σωστή, φέρνοντας την εσοδεία της και την ηχώ τού γκιώνη. Μερικά βράδια που συναντιέμαι με τους φίλους μου για ποτό κάθομαι στην επάνω αριστερή γωνία της οθόνης. Κάτω από το τετράγωνο που περιβάλλει την ύπαρξή μου αναγράφεται το όνομά μου, Ioannis, για την περίπτωση που οι πιο παλιοί μου φίλοι, που με φωνάζουν Γκιων, δε με αναγνωρίσουν. Εγώ, ο Ιωάννης, ο αδελφός σας και συμμέτοχος εις την θλίψην και την βασιλείαν και την υπομονήν ήμουν εις την νήσον που ονομάζεται LG27”4KHD, εξαιτίας του λόγου του ιού.

Αυτά τα βράδια η οθόνη πλημμυρίζει από γέλια, τα ηχεία δονούνται και τεντώνουν τις μεμβράνες τους, το διαμέρισμα γεμίζει από κινήσεις σε καρτεσιανές συντεταγμένες. Όλοι χωρούν στην οθόνη μου, οι φίλοι χορεύουν στην οθόνη μου, τσουγκρίζουν ποτήρια, όλοι αγαπιούνται ή διαφωνούν στην οθόνη μου. Η γη μου είναι μια επίπεδη LG. Πέρασαν αιώνες για να επιστρέψω στο δισδιάστατο της ύπαρξης, να ενώσω το πίσω μέρος με το μπροστά μου ή να κρύψω την πλάτη μου σαν την αθέατη πλευρά της σελήνης για να μπορώ να δω με τα μάτια μου κατάματα εμένα, δυο μπροστινές πλευρές του εαυτού μου που κοιτάζονται μέσω της κάμερας η μία απέναντι από την άλλη. Αντίθετα όμως με τον καθρέφτη όπου κάθε πλευρά μεταστρέφεται σε κατοπτρισμό, στην οθόνη μου εγώ είμαι πιστός ο εαυτός μου. Κι ας λένε ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να βλέπει το πρόσωπό του, ότι η φύση δεν επέτρεψε στο πρόσωπο να βλέπει τον εαυτό του παρά μόνο να αντικατοπτρίζεται μέσα στη δυσκολία του νερού.

Κάποιες φορές σ’ αυτές τις συναντήσεις χαμηλώνω την ένταση των ηχείων αναζητώντας λίγη ηρεμία στα αβαθή νερά της οθόνης χωρίς ν’ ακούω τις φωνές των φίλων που έρχονται από τις άλλες οθόνες, μακριά μου. Τότε βρίσκομαι σε μια συντροφιά από βουβά στόματα που κινούνται άηχα όπως οι πεταλούδες ή μια αράχνη. Είναι τόσο εύκολο να καταστήσεις κάποιον βουβό με το πάτημα ενός κουμπιού. Έχει κάτι ουδέτερο αυτή η άηχη πράξη. Σε μια τέτοια στιγμή βουβής παρέκκλισης, ζαλισμένος από τον αντικατοπτρισμό μου, χαμήλωσα το βλέμμα μου και είδα την αράχνη στο πάτωμα. Ανάμεσα στα μπλεγμένα καλώδια, σ’ αυτά τα εντόσθια που τροφοδοτούν την ένωσή μου με την έξω πόλη, η αράχνη είχε πλέξει τον ιστό της, όχι περισσότερες από τρεις τέσσερις λεπτές αέρινες κλωστές. Ένα σπίτι μέσα στο σπίτι. Μια ύπαρξη κρυμμένη σε μια σειρά κρυμμένων υπάρξεων. Για λίγο κοιταχτήκαμε εγώ και η αράχνη, κατασκοπεύσαμε ο ένας τον άλλον, μείναμε ακίνητοι παρατηρούμενοι και παρατηρητές.

Το ίδιο και η πόλη έξω μένει ακίνητη και παρατηρεί:

α) πως ό,τι μέχρι τώρα κρύβονταν επανέρχεται,
β) πως ό,τι παρέμενε βουβό αρχίζει ν’ ανασαίνει,
γ) πως η άνοιξη πλησιάζει ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη από τους έρωτες,
δ) πως όλα τα υδάτινα στοιχεία, η θάλασσα, η βροχή, ο ιδρώτας των ζώων, οι σταγόνες των πρωινών, το ίδιο το νερό, παφλάζουν ρέοντα χωρίς τα σώματά μας,
ε) πως στην τόση ησυχία από τους έρημους δρόμους κάθε σταγόνα της βροχής θα ακουγόταν ξεκάθαρα αν υπήρχε έστω ένας να την ακούσει,
στ) πως δεν είναι πια τα λεωφορεία που ορίζουν τις διαδρομές στη γεωγραφία της πόλης, αλλά ο ήλιος που κινείται σε αέναες επαναλήψεις, να ξημερώσει και να νυχτώσει, να ξημερώσει και να νυχτώσει, να ξημερώσει ξανά,
ζ) πως ό,τι μέχρι τώρα δεν ειπώθηκε μπορεί να ειπωθεί πια μόνο με δυαδικά ψηφία. Από μακριά. Ανέπαφα. Το ίδιο ισχύει και για τα φιλιά που δεν δόθηκαν.

Η πόλη δε μας χρειάζεται πια. Ανασαίνει μόνη της μ’ όλο το βάρος των τσιμέντων της, απλώνει τους δρόμους της αδιάφορη για την κατεύθυνσή τους, ξεπλένει με τη βροχή τα πεζοδρόμιά της, γεννάει μέσα από ελάχιστα τετραγωνικά εκατοστά ελεύθερου χώματος φύτρες αρχαίων χορταριών. Η πόλη έσπειρε έναν ιό για να απαλλαγεί από τα ζιζάνιά της. Κι ο κόσμος τής πόλης που ήξερα εγκαταστάθηκε εντός μου κι εγώ εντός της οθόνης μου, στην ασφάλεια των 0 και 1, χωρίς δεκαδικές αποκλίσεις, χωρίς κινδύνους μειοψηφιών και κρουσμάτων, χωρίς να σκέφτομαι γιατί και πώς και τώρα τι, συνδεδεμένος μονίμως με την κάμερά μου που με παρακολουθεί και με ενώνει με την απούσα ζωή, όπως η φιάλη οξυγόνου που κρατούν στην αγκαλιά τους κάποιοι γέροι.

Απόψε κανονίσαμε να βρεθούμε στο 40°37'49"Ν 22°56'51"Ε. Το βράδυ πέφτει αιφνίδιο, η πόλη ανάβει φώτα ασύνδετη με τον φυσικό κύκλο του φωτός. Κι όσο πιο άδεια γίνεται τόσο περισσότερα τα φώτα που ανάβει. Από κάποια μακρινή κεραία ταράτσας ακούω την ηχώ του γκιώνη. Τον φαντάζομαι γαντζωμένο με τα γαμψά του νύχια στο αλουμίνιο να περιστρέφει το κεφάλι του με τη μηχανική ενός φάρου. Αναρωτιέμαι γιατί επιμένει, με ποιον τρόπο η ρύθμιση της φωνής του καταφέρνει να διαπερνά τα κλειστά παράθυρα. Ίσως με το ελάχιστο λάλημά του που δεν έχει να πει τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό που λέει, «Γκιων, Γκιων», με καλεί στη μοναδική διαδρομή που μπορώ να ακολουθήσω στην πόλη. Ο αέρας που το μεταφέρει είναι ο μόνος χώρος που μοιραζόμαστε.

Περιστρέφω τη γη της Google με μια απαλή κίνηση του ποντικιού μου, μια θεϊκή χειρονομία που οικειοποιήθηκα. Zoomάρω και βρίσκω την τοποθεσία. Οι φίλοι μου είναι ήδη εκεί, μαζεμένοι γύρω από την κάτοψη του μπαρ που προβάλλεται στο κέντρο της οθόνης. Ακούω τις φωνές τους, βλέπω τις μετωπικές παρουσίες τους τη μία δίπλα στην άλλη, τους χαιρετώ. Η αγκαλιά μου χωράει 259.200 pixels κι έτσι άνετα και με ασφάλεια τους αγκαλιάζω όλους. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, γελάμε, μιλάμε όλοι μαζί, ρωτάμε ο ένας τον άλλο μέχρι πότε, μέχρι πού θα φτάσει η ερήμωση της πόλης, πόσο θ’ αντέξουμε ο καθένας κι όλοι μαζί. Οι κινήσεις μας είναι ανέπαφες, οι πράξεις μας άναπτες. Σύντομα ξεχνιόμαστε, επιστρέφουμε σε κουβέντες αναμνηστικές: «είχα μια πέρδικα για μεσημεριανό». Στη νέα μου ζωή, ο δισδιάστατος εαυτός μου μπορεί να έχει ό,τι θέλει. Κορίτσια με φορεσιές του Κιργιστάν να σερβίρουν την πέρδικα, πληροφορίες wiki για τη ζωή της, τα παιδικά της χρόνια στο αβγό, τα πλουμιστά φτερά της.

Μέσα στην παραμόρφωση των φιλικών φωνών διερωτώμαι ποια να είναι η άποψη της αράχνης για τον δισδιάστατο κόσμο στον οποίο έχω εγκλωβιστεί. Μπορεί η αράχνη να υφάνει μια καινούργια νηματοειδή πόλη; Μοιραζόμαστε την ίδια κυτταρική μνήμη, ζούμε εντός των ίδιων οικοδομικών συνόρων. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, όπως κοιτάζω τον εαυτό μου. Ο ιστός της ασημίζει ανάμεσα στα ηλεκτροφόρα καλώδια. Διαπιστώνω πόσο ακίνητη μένει πάνω στον ιστό της, πόσος κόπος ισορροπίας!

Καθώς αργά το βράδυ αποχαιρετιόμαστε μ’ όλη την ευγένεια της καληνύχτας μας, οι φίλοι μου αποχωρούν από το 40°37'49"Ν 22°56'51"Ε ακίνητοι στις καρέκλες τους, υπάρξεις που δεν αφήνουν ίχνη.

Η πόλη ξέμεινε από ίχνη. Κανείς δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τον άλλον χωρίς πατημασιές, χωρίς ούτε ένα μικρό αποτύπωμα που να δηλώνει προηγηθείσα παρουσία, χωρίς μια φωνή έστω ν’ αφήσει κάποια αντήχηση στον αέρα. Ξεμείναμε από αναγνωριστικά σημάδια. Αραιά και που μόνο ακούω τη μηχανή κάποιου λεωφορείου που περνά χωρίς να σταματήσει ή μια σειρήνα ασθενοφόρου που χάνεται στο νόμο του Doppler. Η πόλη έξω στέκεται σαν μονό παπούτσι ή σαν δέντρο που έχασε το δάσος του. Τα πεζοδρόμια δεν έχουν νόημα για έναν πληθυσμό ιών, ούτε τα εστιατόρια, ούτε τα λεωφορεία. Θα πρέπει όλα να καταστραφούν. Θα πρέπει να μείνει μόνο ένα βάζο και μια μόνιμη υγρασία για να φιλοξενήσει τους νέους κατοίκους. Κι η πόλη να αφεθεί στο έλεος των κισσών˙ να βουλιάξει στις πράσινες φυλλωσιές τους, να πνιγεί από την επίθεση του οξυγόνου τους και τελικά να σιγήσει από την έλλειψη ομιλιών.

Παρακολουθώ την πόλη από την οθόνη μου. Zoomάρω στη γη της Google ψάχνοντας τους έρημους δρόμους, τα πρώην στέκια μας, τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών για ένα ίχνος εξωτερικής ζωής, το μανάβικο για απομεινάρια φρέσκιας ζωής. Όπου υπάρχουν γωνίες, στροφές, μικρές κόγχες, κενοί ποδηλατόδρομοι, κρυφοκοιτάζω για ένα σημάδι κίνησης. Βλέπω συνεχώς τον ίδιο τσιμεντένιο ωκεανό και μονίμως σταθμευμένα αυτοκίνητα. Αν εντοπίσω έστω έναν πεζό, νομίζω ότι θα του πετάξω σωσίβιο. Κυρίως όμως εστιάζω στις ταράτσες προσπαθώντας να διακρίνω ανάμεσα στις κεραίες τον γκιώνη που με καλεί. Τίποτε άλλο δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω. Τίποτα απ’ όσα γνώριζα δεν επιβεβαιώνεται. Κι ακόμα δεν ξέρω τι έχασα, ποια άφησα ανολοκλήρωτα, πόσο εύκολα υποθήκευσα τη ζωή μου στην απομόνωση, σ’ αυτή την εξορία την χωρίς αναχώρηση. Έξω καθημερινά αφισοκολλείται η απολεσθείσα καθημερινότητα.

Ο γκιώνης και η αράχνη είναι οι μόνες σταθερές των εικοσιτετράωρων. Προχτές το βράδυ όμως άκουσα τη σειρήνα ενός πλοίου από το βάθος τής πόλης. Ήχος που αν ανεβοκατέβαινε σε ύψος θα θύμιζε πόλεμο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα απάντησε η ηχώ του γκιώνη. Μετά πάλι η σειρήνα κι αμέσως μετά ο γκιώνης. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τη σταθεροποίηση της νύχτας. Δύο μονοφωνικά σήματα που όριζαν τον ακουστικό ορίζοντα της πόλης. Έστριψα τη γη λίγες μοίρες και εστίασα στο λιμάνι. Το πλοίο ήταν αραγμένο έξω από την προβλήτα, μόνο του, μ’ όλα τα φώτα του αναμμένα. Σε κύκλο γύρω του φωτεινές σημαδούρες ενωμένες με φωσφορίζουσες κορδέλες σχημάτιζαν μια περίμετρο. Ένα πλοίο σε καραντίνα. Κάποιος από το πλήρωμα θα είχε ακούσει την ηχώ του γκιώνη και τώρα του απαντούσε. Βάλθηκα ν’ αφουγκράζομαι προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την αντίστιξη των φωνών τους, να καταλάβω το κρυφό τους μήνυμα που ηχούσε στην ησυχία της πόλης. Δύο φωνές που φώναζαν τ’ όνομά τους; Την παρουσία τους; Το στίγμα της ακινησίας τους;

Θέλοντας να εμπλακώ σ’ αυτή την ανταλλαγή αναζήτησα την πράξη νηολόγησης και τις συχνότητες επικοινωνίας τού πλοίου μέσω του ηλεκτρονικού του μητρώου. Με ένα λογισμικό κωδικοποίησης κειμένου σε σήματα Μορς ξεκίνησα να στέλνω στο καράβι την ίδια λέξη ξανά και ξανά:

--. -.- .. --- -. / --. -.- .. --- -. / --. -.- .. --- -. / --. -.- .. --- -. / --. -.- .. --- -. / --. -.- .. --- -.        

Φωνάζαμε κι οι τρεις την ίδια ηχώ, εγώ, το καράβι κι ο γκιώνης, ο καθένας αγκυροβολημένος στη δική του απομόνωση. Οι φωνές μας πήγαιναν κι ερχόντουσαν διασχίζοντας αόρατες διαδρομές, άγνωστες σε όλους αλλά γνωστές στις φωνές μας. Το εκκρεμές του γκιώνη και της σειρήνας. Το εκκρεμές της αράχνης και του αντικατοπτρισμού μου. Στέλναμε το ίδιο σήμα οι μεν στους δε.

Καθώς προχωρούσε η νύχτα, όλο και πιο σταθερά, όλο και πιο επίμονα οι φωνές μας από τα τρία μακρινά σημεία της πόλης μετατρέπονταν σε ένα τραγούδι με μία μόνο νότα, μια ταυτοφωνία, στην πρωτογλωσσική επικοινωνία ενός πρωτόγονου μονόχορδου που μπορεί να ξεκινήσει έναν ολόκληρο πολιτισμό από την αρχή του.

Έξω η πόλη και οι φωνές μας συνέχιζαν την άεργη ταλάντωσή τους μέσα στη νύχτα, αιωρούμενες μ’ όλη τη σιγουριά και την αμηχανία μιας αυτιστικής κούνιας που δεν τη σκουντά καμία πρόθεση.

Κάθε μέρα αντικατοπτρίζομαι στα ήρεμα νερά της οθόνης μου και μερικές φορές απορώ με το πόσο μοιάζω σ’ αυτό που είμαι. Χωρίς ήχο συνομιλώ με την αράχνη που μου θυμίζει να μένω ακίνητος και ισόρροπος, βυθισμένος στην οθόνη και ανίδεος για τα συμβάντα τής έξω πόλης που αποσυντίθεται. Και κάθε βράδυ ένας ευθύβολος αέρας μεταφέρει τη συλλαβή του γκιώνη που με καλεί να σηκώσω τα μάτια μου από το νερό, από την οθόνη, το είδωλό μου, να βγω έξω και, προσπερνώντας τους φόβους ιών και κρουσμάτων, να τον αναζητήσω σε μια σκουριασμένη κεραία τηλεόρασης.

Έτσι συνηθίζω τις μεγάλες ημέρες και τις επιμήκεις νύχτες ριζωμένος στα 1920x1080 pixels του διαμερίσματός μου, πότε με φίλους, πότε με όλη την πόλη, πότε με ολόκληρη τη γη να περιμένω εγώ με την αράχνη, τον γκιώνη και το πλοίο, το επικείμενο σκαρφάλωμα των κισσών.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: