Mε λένε Τζωρτζ. Δουλεύω σε μία μεγάλη πολυεθνική.
Είμαι από τα πιο γερά στελέχη της. Κάθε πρωί κόντρα ξύρισμα, καθαρό πουκάμισο, κομψό κουστούμι και φεύγω με το πολυτελές μου αυτοκίνητο, για το γραφείο.
Εργάζομαι σκληρά από το πρωί ως το βράδυ.
Ακόμη όμως και όταν γυρίζω σπίτι αργά και λικνίζομαι ρυθμικά, με το σφριγηλό κορμί της αγαπημένης μου Μύριαμ, αντιμετωπίζω και αυτήν την πράξη, ως στόχο που πρέπει να διεκπεραιώσω.
Σήμερα θα με προτείνουν, για την θέση του διευθυντή που τόσο πολύ επιθυμούσα.
Όμως δεν νιώθω καμία χαρά γι΄αυτό.
Βγαίνω τρέχοντας από το σπίτι, και αντί να κατευθυνθώ προς το γραφείο, παίρνω το σκονισμένο ποδήλατο μου, βάζω μέσα σε μια τσάντα το κοστούμι που θα φορούσα σήμερα στο γραφείο και το ασημένιο μου ρολόι, και πηγαίνω κατευθείαν προς το γειτονικό δάσος.
Ξαπλώνω στο χορτάρι, κυλιέμαι στα πεσμένα φύλλα, λερώνω τα ρούχα μου. Κάποια στιγμή ξελύνω τα μακριά μαλλιά μου και αρχίζω να πλέκω σ΄αυτά φιλαράκια. Κάθομαι στα τέσσερα και αρχίζω και σκάβω με τα χέρια μου το φρέσκο χώμα δίχως σταματημό. Βγάζω βιαστικά τα ρούχα και το ρολόι από την τσάντα και τα θάβω γρήγορα.
Μαζί μ’ αυτά θέλω να θάψω και την προηγούμενη μου ζωή.
Η εικόνα όμως του Μάικ που έπεσε στο κενό επειδή του πήρα την θέση του διευθυντή δεν θα μ’ αφήσει ποτέ να ξεχάσω.