Επτά επί Θήβας

Μετάφραση: Νίκος Καλταμπάνος
Σκηνικό του Γιώργου Πάτσα για τους «Επτά επί Θήβας». Αμφι-Θέατρο του Σπ. Ευαγγελάτου (Επίδαυρος 1995)
Σκηνικό του Γιώργου Πάτσα για τους «Επτά επί Θήβας». Αμφι-Θέατρο του Σπ. Ευαγγελάτου (Επίδαυρος 1995)
Πρόλογος: 1-77

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πολίτες μου Καδμείοι, πρέπει να λέει τα σωστά
την κρίσιμη ώρα εκείνος που την πόλη του φυλάει
κυβερνώντας, μ' αγρυπνισμένα βλέφαρα, στην πρύμη της το δοιάκι.
Γιατί, αν έρθουν κατ' ευχή τα πράγματα για μας, θα είναι
από θεού· κι ανίσως πάλι —που ποτέ να μη συμβεί— μας εύρει
συμφορά, ενάντια στον Ετεοκλή, σ' αυτόν τον έναν, προπαντός,
με γογγυσμούς και κύματα βουερά από σπαραγμού φωνές,
σύσσωμος ο λαός της πόλης θα ξεσπάσει· μα είθε ο Δίας ο αλεξίκακος
να διώχνει από την πόλη των Καδμείων, όπως το γράφει τ' όνομά του,
το κακό. Τώρα, είναι χρεία εσείς, είτε είστε άγουροι στα χρόνια ακόμα
είτε τη νιότη έχετε πια πίσω σας αφήσει,
κατά την ηλικία του ο καθείς, κι ως είναι το πρεπό,
όλη σας την ικμάδα επιστρατεύοντας, στην πόλη
αλλά και στους βωμούς των θεών του τόπου να παρασταθείτε
—ποτέ να μην τους απολείψουν οι τιμές—
καθώς και στα παιδιά και στη γενέθλια γη, την πολυφίλητη τροφό μας.
Αυτή, από μικρά, σαν μπουσουλάγατε στο στοργικό της χώμα,
όλο το βάρος σήκωσε για να σας αναστήσει, έτσι αναθρέφοντάς σας,
ώστε πολίτες να γενείτε ασπιδοφόροι και πιστοί σε τούτο εδώ το χρέος
να μένετε. Ίσαμε τώρα, ως τη μέρα αυτή, ευνοϊκός είν' ο θεός.
Γιατί, όσον καιρό τα τείχη υπερασπίζουμε της πόλης μας,
δεξιά μάς έρχονται στον πόλεμο τα πιο πολλά,
με τη βοήθεια των θεών.
Μα τώρα μίλησε ο μάντης, ο οιωνοσκόπος,
χρησμολογώντας, χάρη στ' αυτιά και το μυαλό του
— απ' τις φωνές οδηγημένος των πουλιών
κι όχι από φωτιά θυσίας— με τέχνη άσφαλτη.
Και λέει αυτός, τέτοια κατέχοντας μαντέματα,
πως οι Αχαιοί πήραν απόφαση τη νύχτα
για την πιο μεγάλη επίθεση
— επίβουλο ένα σχέδιο ενάντια στην πόλη.
Λοιπόν, όλοι σας στις επάλξεις και στις πύλες των τειχών ορμήστε,
δράμετε πάνοπλοι, τους προμαχώνες επανδρώστε, πάνω
στις σκαλωσιές των πύργων ας σταθείτε και, γεμάτοι θάρρος, μείνετε
μπρος στις πύλες· και των επιδρομέων τα στίφη μην παραφοβάστε.
Αίσιο θα δώσει τέλος ο θεός. Κι εγώ σταλμένους έχω κατασκόπους
κι ανιχνευτές —μάταια, πιστεύω, να μην πήγαν— στο στρατό τους·
απ' αυτούς αν μάθω, δε θα πιαστώ στου δόλου τις παγίδες.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Ετεοκλή, άριστε των Καδμείων βασιλιά,
γύρισα, φέρνοντας απ' το στρατό εκεί ξεκάθαρες ειδήσεις,
εγώ ο ίδιος έχοντας κατασκοπεύσει αυτά που εγίναν.
Λοιπόν, εφτά άντρες, στρατηλάτες πολεμόχαροι,
αφού θυσίασαν επάνω σε μαυροσιδερένια ασπίδα έναν ταύρο
κι ακούμπησαν στο αίμα του τα χέρια τους,
όρκο στον Άρη, στην Ενυώ και στον αιμόχαρο Φόβο εδώσαν
είτ' ερειπώνοντας την πόλη των Καδμείων να τη λεηλατήσουν
είτε, πεθαίνοντας, να σμίξουν το αίμα τους με τούτη εδώ τη γη.
Και θυμητάρια, να 'χουν απ' αυτούς στο σπίτι οι γονείς τους,
κρεμούσαν με τα χέρια τους επάνω στ' άρμα τ' ΄Αδραστου,
δακρύζοντας· αλλ' ούτε λέξη λύπης δε βγήκε απ' το στόμα τους.
Ατσάλινη η ψυχή τους, φλόγα αντρειάς την πύρωνε,
όπως λιονταριών, π' αστραποβολά στο βλέμμα τους ο ΄Αρης.
Και τούτ' αληθινά, όπου να 'ναι, θα τα κάνουν.
΄Εφυγα την ώρα που ερίχναν κλήρο, για να οδηγήσει
ο καθένας στην πύλη που του έλαχε τους άντρες του.
Γι' αυτό βιάσου να ορίσεις αρχηγούς μπροστά στις πύλες
άντρες άριστους, τους πιο διαλεχτούς της πόλης.
΄Ομως, κιόλας, ο πάνοπλος των Αργειτών στρατός πλησιάζει,
κουρνιαχτό σηκώνει, αφρός στραφταλιστός απ' τα πνευμόνια
των αλόγων με τις ρανίδες του μολεύει την πεδιάδα.
Εσύ, λοιπόν, σαν μυαλωμένος κυβερνήτης, σφράγισε του καραβιού
τα στεγανά προτού η πόλη σαρωθεί απ' την ανεμοζάλη του Άρη.
Τι αχολογά η βουή απ' το χερσαίο κύμα του στρατού.
Πρόφτασε να γνοιαστείς, τώρα, πόχεις καιρό ακόμα.
Όσο για τ' άλλα, εγώ με βλέμμα θα παραφυλάω πιστού φρουρού,
και τίποτε δε θα πάθεις, αφού, χάρη σε λόγια σίγουρα, θα ξέρεις
πώς έχουνε τα πράγματα με τους εχθρούς μας εκεί έξω.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία, Γη, και σεις θεοί μας πολιούχοι,
κι εσύ Αρά, κραταιά Ερινύα του γονιού μου,
κάντε μου αυτή τη χάρη, να μην κυριευτεί
και χαλαστεί σύρριζα η πόλη
που την ελληνική λαλιά μιλάν στα σπίτια της·
και σε ζυγό δουλείας ποτέ μην μπούν η λεύτερη
του Κάδμου γη κι η πόλη· γίνετε οι προστάτες μας. 
Και για αμοιβαίο καλό, θαρρώ, τα λόγια μου πως είναι·
γιατί η πόλη που ευτυχεί, όντας ελεύθερη, τιμάει τους θεούς της.

Πάροδος: 78-180

ΧΟΡΟΣ
Σε γοερές κραυγές ξεσπώ για φοβερές μεγάλες λύπες.
Εξορμά, αφήνει το στρατόπεδο ο στρατός·
ξεχειλίζει των καβαλάρηδων το πλήθος,
που χυμά πρώτο· ο κουρνιαχτός, στον ουρανό π' ανέβη,
μου το δείχνει· είν' αγγελιαφόρος άφωνος,
αλλά ξεκάθαρος κι αληθινός.
Στ' αυτιά μου φτάνει ο αχός από τον κρότο
του ποδοβολητού στη γη μου·
φτεροκοπάει, πλαταγίζει,
όπως τ' ακράτητο νερό χειμάρρου
βροντοκυλά στη ράχη του βουνού.
Αλί μου, αλί μου! θεοί, θεές, ας διώξετε μακριά μας το κακό
που καταπάνω μας ορμά!
Ω ω! Σκεπάζει του εχθρού ο αλαλαγμός τα τείχη·
με τις λευκές ασπίδες του, βαδίζει
πάνοπλος ο στρατός ενάντια στην πόλη.
Ποιος, τάχα, θα μας σώσει;
Και ποιος θεός ή ποια θεά, τάχα, θα μας συντρέξει;
Και σε ποιανού προγονικού θεού τ' άγαλμα να προσπέσω;
Αλί μου! μακάριοι λαμπρόθρονοι θεοί,
καιρός τ' αγάλματά σας ν' αγκαλιάσω.
Mα τι χρονίζουμε πλαντάζοντας στο κλάμα;
Το χτύπο ακούτε ή δεν ακούτε των ασπίδων;
Πότε, αν όχι τώρα, είναι χρεία
ν' αποθέσουμε πέπλα και στεφάνια ικεσίας;
Βλέπω το χτύπο! τέτοιον πάταγο δε βγάνει ένα μόνο δόρυ!
Τι πας να κάνεις, ΄Αρη; γη δική σου, απ' τα προπάλαια χρόνια,
θα προδώσεις;
Ω θεέ χρυσόκρανε, προστάτεψε,
προστάτεψε την πόλη που άλλοτε
ξεχωριστά αγαπούσες!

/στρ. α/  Θεοί αυτού του τόπου, πολιούχοι, ελάτε, ελάτε όλοι
να δείτε κόρες μαζεμένες που ικετεύουν απ' το φόβο της σκλαβιάς!
Το κύμα των αντρών με τα λοξά λοφία, απ' την πνοή
ξεσηκωμένο του Άρη, γύρω απ' την πόλη μας χοχλάζει!
Δία μου, πατέρα παντοδύναμε, βοηθός μας, δίχως άλλο,
γίνου, γλιτώνοντάς μας απ' τα χέρια των εχθρών!
Οι Αργείοι την πόλη δα κυκλώνουνε του Κάδμου·
φόβος τα όπλα του Άρη·
τα χαλινάρια των αλόγων, περασμένα απ' τα σαγόνια τους,
ωρύονται, μηνώντας τη σφαγή·
κι εφτά τρανοί αρματοζωσμένοι πολεμάρχοι,
το δόρυ τους κραδαίνοντας,
εμπρός σε καθεμιάν απ' τις εφτά
πύλες στέκουν, καταπώς όρισε ο κλήρος.

/αντ. α/
Και συ διογέννητη, φιλόμαχη θεά Παλλάδα,
κάνε να σωθεί η πόλη μας!
Ποσειδώνα ίππιε, θαλασσοκράτορα, με την ιχθύβολη την τρίαινα,
δώσε το λυτρωμό, το λυτρωμό απ' τους φόβους μας!
Κι εσύ Άρη, την πόλη που απ' τον Κάδμο πήρε
τ' όνομά της αχ, αχ, προστάτεψέ τη,
δείξε το ζήλο σου για τούτη καθαρά!
Κι εσύ Κύπριδα, ρίζα της γενιάς μας,
απόδιωξε το κακό — αίμα σου είμαστε·
προσπέφτουμε σε σένα, λόγια ικεσίας φωνάζοντας!
Κι εσύ βασιλιά Λύκειε, λύκος
για τους εχθρούς μας γίνου,
στέργοντας τους γοερούς μας θρήνους!
Κι εσύ, ω κόρη της Λητώς, το τόξο σου ετοίμασε!

/στρ. β/ α α α α!
Ακούω αρμάτων βουητό ολόγυρα στην πόλη·
ω σεβαστή μου ΄Ηρα!
στριγκλίζουνε τα παραξόνια απ' το βάρος·
Άρτεμη αγαπημένη!
τραντάζονται τα ουρανοθέμελα απ' τα δόρατα·
σε ποια δεινά έχει ριχτεί η πόλη μου; τι θ' απογίνει;
και ποιο τέλος την περιμένει απ' το θεό;

/αντ. β/ α α α α!
Λιθάρια σφεντονίζονται σωρός απάνω στις επάλξεις·
ω αγαπημένε Απόλλωνα! βροντάν στις πύλες οι χαλκόδετες ασπίδες!
Τέκνο του Διός, Άρη, π' ακριβοδίκαια κρίνεις
το τέλος κάθε μάχης,
κι εσύ μακάρια άνασσα ΄Ογκα,
μπροστά στην πόλη στέκοντας,
το λίκνο μας, που εφτάπυλα το ζώνουν τείχη, ας σώζεις!

/στρ. γ/ Ω παντοδύναμοι θεοί μου! ω θεές μου!
αμάχητοι της γης μου πυργοφύλακες·
μην παραδώστε σε στρατό αλλόγλωσσο
την πόλη που ρημάχτη απ' το δόρυ·
ακούστε τις παρθένες,
εξάπαντος ακούστε τις,
που σας εκλιπαρούν μ' ανυψωμένα χέρια!

/αντ. γ/
Αγαπημένοι μου θεοί,
γενείτε σκέπη για την πόλη μας και σώστε τη,
δείχνοντας πόσο πολύ εσείς την αγαπάτε!
Και για τις προσφορές του, το λαό νοιαστείτε τον,
και έχοντας την έννοια του, ελάτε αρωγοί του.
Κι αυτό μη μου ξεχνάτε: πόσο αγαπούσε η πόλη μας
θυσίες να τελετουργεί στα ιερά όργιά της!

Επεισόδιο πρώτο: 181-286

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ, πλάσματα ανυπόφορα·
είναι, πραγματικά, για το καλό της πόλης μας, τη σώζουνε,
κάνουν πιο ψυχωμένο το στρατό που υπερασπίζεται τα τείχη της,
φερσίματα σαν τούτα —που ο κάθε συνετός πολίτης απεχθάνεται—
να προσπέφτετε στων πολιούχων θεών τ' αγάλματα
βγάνοντας αναφωνητά κι ουρλιάζοντας;
Απ' το γένος των γυναικών μακριά ας κρατιέμαι
και στα δεινά και στη γλυκιά ευτυχία: στη νίκη δεν αντέχεται το θράσος τους,
ενώ, στο φόβο, βλάφτουν με το παραπάνω και το σπίτι και την πόλη!
Έτσι, τώρα, καθώς τρεχοκοπάτε αλαφιασμένες, τη λιποψυχία
στο λαό, με τις σκουξιές, σκορπίσατε και του εχθρού, εκεί έξω,
δώσατε τρανό πλεονέκτημα: εμείς οι ίδιοι, από μέσα, γινόμαστε
οι πορθητές της πόλης μας! Αυτά σε περιμένουν ζώντας με γυναίκες!
Λοιπόν, κείνος που θ' απειθήσει στα προστάγματά μου
—άντρας, γυναίκα, οποιοσδήποτε—
ολέθριο θα πληρώσει τίμημα:
τον περιμένει, χωρίς άλλο, θάνατος με λιθοβολισμό απ' το λαό!
Του άντρα είναι η φροντίδα για τα έξω·
μα της γυναίκας δεν της πέφτει λόγος.
Κι εσύ να μη μας βλάφτεις· μέσα είν' η θέση σου, στο σπίτι.
Άκουσες για δεν άκουσες; μη σε κουφή μιλάω;

ΧΟΡΟΣ
/στρ α/ Ω του Οιδίποδα παιδί, αγαπημένο, φοβήθηκα
ακούγοντας το βουητό, το βουητό το υπόκωφο
απ' τ' άρματα, και να στριγκλίζουνε, γυρίζοντας,
τ' αξόνια, ενώ ωρύονταν στο στόμα των αλόγων
τα χαλινάρια τους τ' ατσάλινα.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Και λοιπόν; Σάμπως ο ναύτης, π' άφησε την πρύμη
για την πλώρη, την ώρα οπού τ' άρμενο απόκαμε απ' το κύμα,
άραγε βρήκε τρόπο να σωθεί;

ΧΟΡΟΣ
/αντ. α/
Με πίστη στους θεούς, έτρεξα, ικέτισσα, στ' αρχαία αγάλματά τους
μόλις στις πύλες βρόντηξε το φονικό χαλάζι απ' τα λιθάρια·
τότε δα ήταν που με πήρε ο φόβος
και βάλθηκα να δέομαι σ' αυτούς για να σταθούν
υπέρμαχοι της πόλης μας.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Να εύχεσαι να σε φυλάν από το δόρυ του εχθρού τα τείχη της!
Όσο για τις δεήσεις σου, οι θεοί θα κρίνουν· λένε, πάντως,
πως οι θεοί μια δουλωμένη πόλη την εγκαταλείπουν.

XOΡΟΣ
/στρ. β/ Ποτέ η χορεία των θεών μου όσο ζω
να μη μ' εγκαταλείψει, μήτε να ιδώ
την πόλη τούτη κουρσεμένη
και να την κατακαίει το στράτευμα του εχθρού.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μη βάνεις με το νου σου την καταστροφή πάνω που επικαλείσαι
τους θεούς! Η μάνα της Επιτυχίας, βλέπεις, είν' η Πειθαρχία,
κι αυτή, γυναίκα του Διός Σωτήρος· έτσι λένε.

ΧΟΡΟΣ
/αντ. β/ Είν' αλήθεια· μα πιο μεγάλη ακόμα η δύναμη του θεού!
Καθώς, πολλές φορές, αυτόν που 'ναι χαμένος μες στις συφορές,
και κρέμονται στα μάτια του αποπάνω
σύννεφα μαύρης δυστυχίας, τον ανορθώνει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Χρέος των αντρών, που μπαίνουνε σε πόλεμο με τον εχθρό,
είναι το να προσφέρουν σφάγια και θυσίες στους θεούς·
ενώ, δικό σου, να σιωπάς και μες στο σπίτι σου να μένεις.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. γ/ Μα χάρη στους θεούς σε πόλη ζούμε αδούλωτη
κι έχουμε τείχη που κρατούν μακριά τα στίφη των εχθρών·
στέκει τέτοια αγανάκτηση κι οργή μπροστά στο φέρσιμό μας;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καθόλου, βέβαια, δε σ' αρνιέμαι να τιμάς το γένος των θεών·
όμως δειλόψυχους για να μην κάνεις τους πολίτες
ήρεμη να 'σαι και να μην παραφοβάσαι.

ΧΟΡΟΣ
/αντ. γ/ Ως άκουσα άξαφνα τον πάταγο,
αλαλιασμένη από φόβο, ήρθα αμέσως στην ακρόπολη,
εδώ, στον τόπο τον ιερό.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μόνο που αν για νεκρούς ή πληγωμένους μάθετε,
τ' άγγελμα μην αδράξετε σπαράζοντας στο κλάμα·
γιατί μ' αυτό, το αίμα των θνητών, θρέφεται ο Άρης!

ΧΟΡΟΣ
Αλλά, να, ακούω που τ' άλογα φουρμάζουν!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι αν καθαρά ακούς, κάνε πως δεν ακούς.

ΧΟΡΟΣ
Στενάζει η πόλη μου συθέμελα που μας περικυκλώνουν!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Και δεν αρκεί γι' αυτά η δικιά μου η φροντίδα;

ΧΟΡΟΣ
Φοβάμαι, ο ορυμαγδός στις πύλες δυναμώνει!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Επιτέλους, θα πάψεις να τα λες αυτά στην πόλη;

ΧΟΡΟΣ
Θεοί μου, μην εγκαταλείψετε τα τείχη μας!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ανάθεμά σε! δεν μπορείς βουβή να υπομένεις;

ΧΟΡΟΣ
Θεοί της πόλης μου! να μη βρεθώ στο έλεος της σκλαβιάς!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσύ φέρνεις το σκλαβωμό σ ' εσένα και σ' εμένα και στην πόλη ολόκληρη!

ΧΟΡΟΣ
Ω Δία, παντοδύναμε, ξαπόλυσε τον κεραυνό σου στους εχθρούς μου!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω Δία, τι γένος γυναικών μας έδωκες!

ΧΟΡΟΣ
Κακόπαθο, σαν των αντρών, π' αλώθη η πόλη τους!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάλι μιλάς δυσοίωνα, ενώ τα χέρια σου στ' αγάλματα απιθώνεις;

ΧΟΡΟΣ
Από δειλία, βλέπεις, τη γλώσσα παρασέρνει ο φόβος.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κάνε μου, σου ζητώ, μια μικρή χάρη.

ΧΟΡΟΣ
Λέγε, αμέσως, κι εγώ θα ξέρω στη στιγμή αν μπορώ.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπασε, δύστυχη, και φόβο σ' όσους αγαπάς μη φέρνεις.

ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω· και θα υπομείνω με τους άλλους το μοιραίο.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τα προτιμώ τούτα τα λόγια από σένα παρά τ' άλλα·
και κάτι ακόμα: ξεμάκρυνε απ' τ' αγάλματα και κάνε
την καλύτερη ευχή — να έχουμε συμμάχους τους θεούς.
Και σαν ακούσεις τις δικές μου προσευχές, έπειτα, εσύ,
βγάλε θριαμβικό ολολυγμό, ιερό και αίσιο, του παιάνα
—την καθιερωμένη ελληνική κραυγή για τις θυσίες—
που θάρρος στους ανθρώπους μας θα δώσει
λυτρώνοντάς τους απ' το φόβο του εχθρού. Κι εγώ στους φύλακες
θεούς του τόπου μας, και σ' όσους μένουνε στον κάμπο
και σ' όσους προστατεύουνε την αγορά,
αλλά και στις πηγές της Δίρκης και στα νερά του Ισμηνού,
αν έρθουνε τα πράγματα καλά κι η πόλη μας σωθεί, αυτά τους τάζω:
αφού ραντίσουμε μ' αίμα προβάτων τους βωμούς
και θυσιάσουμε ταύρους στους θεούς μας,
τρόπαια ν' αφιερώσουμε στους ιερούς ναούς στολές εχθρών
και χτυπημένες απ' το δόρυ μας αρματωσιές τους.
Κι εσύ τέτοια να τάζεις στους θεούς, αλλ' όχι στεναχτικά,
κι ούτε σ' ανώφελα κι άγρια αναφιλητά ξεσπώντας·
έτσι δεν πετυχαίνεις κάτι παραπάνω για ν' αποφύγεις το μοιραίο.
Λοιπόν, εγώ, έξι άντρες, εφτά μαζί μ' εμένα,
αντίπαλους θα πάω να στήσω στους αγέρωχους εχθρούς,
στα τείχη μας, σε καθεμιάν απ' τις εφτά εξόδους,
προτού να φτάσουν λόγια ανυπόμονα κι ορμητικά
αγγελιαφόρου και φουντώσ' η ανάγκη.

Στάσιμο πρώτο: 287-368

ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/ Τα λόγια του θα τα νοιαστώ· μα δε μερεύει η καρδιά μου
απ' το φόβο κι εκεί, σιμά της, αναδεύουνε τον τρόμο
ανταριασμένες σκέψεις για τους άντρες που τα τείχη
γυροζώσαν, καθώς, όταν πελώρια φίδια που μονιάζουν
πλάι σε περιστεράκια κουρνιασμένα στη φωλιά τους,
κάνουν την περιστέρα να σπαρταράει σύγκορμη
απ' αγωνία για τα μικρά της. Και, να, που άλλοι
απ' τους εχθρούς μου, μ' όλες τις δυνάμεις τους,
ολάκερα τα πλήθη τους, βαδίζουν προς τα τείχη μας
—τι θ' απογίνω;—
κι άλλοι χτυπάνε τους ανθρώπους μου
γύρωθε εξακοντίζοντας λιθάρια κοφτερά.
Διογέννητοι θεοί μου, με κάθε τρόπο
την πόλη, το στρατό, ας σώζετε
που απ' τη γενιά βαστούν του Κάδμου!

/αντ. α/ Ποια χώματα ευφορότερα απ' του τόπου μου
θενά 'χετε γι' αντάλλαγμα, αν στους εχθρούς
τούτη την καρπερή τη γη εγκαταλείψετε
μαζί με το Διρκαίο νάμα, που πιότερο σε θρέφει
απ' όλα τα νερά π' αφήνουν ν' αναβρύζουν
ο κρατητής της γης, ο Ποσειδώνας,
κι οι γόνοι της Τηθύος;
Γι' αυτό, θεοί μου πολιούχοι,
αφού στους πολιορκητές την Άτη, την ολέθρια,
που φυγόμαχο κάνει τον πολεμιστή,
βάλετε να τους σπείρει πανικό,
χαρίστε δόξα στους πολίτες μου
και γίνετε οι λυτρωτές της πόλης,
μένοντας σταθεροί στους θρόνους σας,
όπως σας το ζητούν σπαρακτικά οι προσευχές μας!

/στρ. β/ Είναι για λυπημό πανάρχαια τέτοια πόλη
να πάγει άωρα στον Άδη, λεία του δόρατος,
κι υπόδουλη, τ' Αργείτικου στρατού,
που, έχοντας των θεών το ελεύθερο, θα τη ρημάξει
αναίσχυντα και θα την καταντήσει σκόνη από σποδό·
κι αχ, αχ, τις σκλάβες, νιες κοπέλες και γερόντισσες,
θα τις τραβάν, μες τα κουρέλια τους,
απ' τα μαλλιά, σαν άλογα απ' τα γκέμια,
ενώ θ' αντιβογκά η πόλη, αδειάζοντας
από τα λάφυρα τ' ανθρώπινα,
που χάνονται, το γοερό τους σύθρηνο.
Για τη βαριά φοβάμαι μοίρα που με περιμένει.

/αντ. β/ Κι είν' άξιο για θρήνους νιόλουβα κορίτσια
αρπαγμένα, για μισητό ταξίδι να κινούν,
αφήνοντας το πατρικό τους σπίτι,
δίχως του γάμου τους ακόμα η ώρα
να 'χει φτάσει· αλήθεια —ξάστερα το λέω—
καλύτερο είναι το ταξίδι του νεκρού!
Την πόλη, αχ, αχ, σαν υποταχτεί,
πλήθος τη βασανίζουν συμφορές:
σέρνει ο εχθρός μαζί του αιχμαλώτους,
θανατώνει, πυρπολεί, ενώ ο καπνός
ολούθε τη μολεύει· κι ο Άρης, ο αντροδαμαστής,
τη θύελλα του μένους του ξεσπάει
μιαίνοντας το πνεύμα της ευσέβειας.

/στρ. γ/ Αντάρα αχολογά στην πόλη απ' άκρη σ' άκρη·
κι ολόγυρα στα τείχη είν' απλωμένο ανθρώπινο ένα δίχτυ
από εχθρούς· άντρες σκοτώνουνε με δόρατα άντρες·
βρέφη ακόμα στο βυζί κλαιν με κραυγές λουσμένες στο αίμα·
κι οι αρπαγές με τη συνερισιά είν' αδέρφια:
αυτοί που λεηλάτησαν φιλονικούν ανάμεσά τους·
κι όποιος δεν έχει λάφυρα για συνεργό φωνάζει
εκείνον που κι αυτός δεν έχει,
μόλο π' ορέγεται περσότερα
—όχι λιγότερα ούτ' ίσα με του άλλου— ν' αποχτήσει·
ποιες θα 'ναι έπειτα απ' αυτά οι συμφορές, το εικάζεις.

/αντ. γ/ Κάθε λογής γεννήματα στο χώμα σκορπισμένα·
λύπη τ' αντίκρισμά τους φέρνει,
που μισητοί στρατιώτες τα φυλάν·
ανάκατη η πλούσια σοδειά της γης λεηλατιέται,
αχρηστεμένη, κατά κύματα. Και στη σκλαβιά ριγμένες
οι κοπέλες σε παιδωμές πρωτόγνωρες θα μπουν:
αιχμάλωτες οι δόλιες θα πλαγιάζουν
στην κλίνη αντρός που ευνόησε η τύχη,
το νικητή εχθρό προσμένοντας τις νύχτες
για να τις κοιμηθεί· κι αυτό
θα 'ν' το ξεχείλισμα στα πολυστέναχτα δεινά τους.

Επεισόδιο δεύτερο: 369-719

ΗΜΙΧ.
Αλλά, να τος, θαρρώ, ο κατάσκοπος απ' το στρατό του εχθρού·
μας φέρνει, φίλες μου, κάποια καινούργια είδηση
κι απ' τη σπουδή του τρέχει μ' όλη τη σβελτάδα των ποδιών του.

ΗΜΙΧ.
Να τος, κι ο ίδιος ο βασιλιάς, ο γιος του Οιδίποδα,
έρχεται πάνω στη στιγμή, να μάθει τι θα πει ο αγγελιαφόρος·
κι αυτός, απ' τη σπουδή του, φτάνει τρέχοντας.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ξέρω καλά τα πράγματα με τους εχθρούς μας, και θα πω
ποιος απ' τους πολεμάρχους τους κληρώθηκε στην κάθε πύλη.
Βρυχιέται, κιόλας, ο Τυδέας στις Προιτίδες πύλες,
μόνο που ο μάντης δεν τον αφήνει να διαβεί τον Ισμηνό,
τι τα σημάδια από τα σφάγια δεν είν' ευνοϊκά.
Αλλ' ο Τυδέας είν' ανήμερος, στη μάχη λαχταράει για να χυμήξει,
χουγιάζει σαν πελώριο φίδι που σφυρίζει το καταμεσήμερο
και με βαριά λόγια το γιο του Οϊκλή, το σοφό μάντη, ονειδίζει
πως να ξεφύγει θάνατο και μάχη προσπαθεί από λιγοψυχία.
Τέτοια φωνάζοντας, τις τρεις βαθύσκιωτες ουρές του κράνους του
—τη χαίτη του— τινάζει, ενώ τα κουδούνια, κάτω απ' την ασπίδα του,
τα μπρούντζινα, φοβηχτερά βροντοκραυγάζουν· και τούτο εδώ
το σήμα για έμβλημα έχει της υπεροψίας του επάνω στην ασπίδα:
τεχνουργημένον ουρανό που φλέγετ' από άστρα·
κι η φωτεινή πανσέληνος, απ' τ' άστρα το πρεσβύτερο,
το μάτι της νυχτός, στη μέση της ασπίδας καταλάμπει.
Απ' τη θαμπωτική του αρματωσιά ξεμυαλισμένος,
ανακράζει στου ποταμιού τις όχθες, τη μάχη αποθυμώντας,
σαν άτι μποδισμένο, που κοντανασαίνει, παλεύοντας
με τα γκέμια του, ενώ αδημονεί το σάλπισμα ν' ακούσει.
Απέναντι σε τούτον 'δω, μαζί του να λογαριαστεί, ποιόνε θα βάλεις;
τις πύλες, πες, ανοίγουνε του Προίτου, άξιος ποιος είναι να τις υπερασπίσει;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Από πλουμίδια αντρός εγώ σαν τι να φοβηθώ—
λαβωματιές δεν καταφέρνουνε τα σήματα
κι άβλαβα είναι τα λοφία και τα κουδούνια δίχως δόρυ·
όσο γι' αυτήν τη νύχτα όπου λες, επάνω στην ασπίδα,
και που απ' τ' άστρα τ' ουρανού τυχαίνει να φεγγοβολά,
μπορεί κι ανεμυαλιά μαντευτική για κάποιον να 'ναι·
γιατί στα μάτια του η νύχτα σαν θα πέσει, όντας πια νεκρός,
το έμβλημα της ξιπασιάς αυτό εδώ θ' αποδειχθεί σωστά και δίκαια
πως φανερώνει ακριβώς κείνον που το κρατάει, οπότε, τώρα,
κατά του εαυτού του μαντολογεί ο ίδιος για την ύβρη του.
Λοιπόν, εγώ, αντίπαλο θα βάλω του Τυδέα, για να υπερασπιστεί
τούτες εδώ τις πύλες, το συνετό γιο του Αστακού, άντρα λαμπρής γενιάς,
που τον τιμά το θρόνο της Αισχύνης κι απεχθάνεται τα φαντασμένα
λόγια· τα αισχρά δεν τον αγγίζουν, ενώ αποστέργει τη δειλία.
Είναι βλαστός ενός Σπαρτού, ανάμεσα σ' αυτούς που εφείσθη
ο Άρης —του τόπου γέννημα και θρέμμα— ο Μελάνιππος·
κι εκείνος που θα κρίνει τον αγώνα θα 'ναι,
με τη ζαριά του, ο Άρης· ενώ η Δίκη, η αδερφή του, είναι
που πρόμαχο στον πόλεμο τον στέλνει, για να προστατέψει
τη γη που τον εγέννα από το δόρυ του εχθρού.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/ Και τώρα στο δικό μου τον πολέμαρχο οι θεοί
ας δώσουνε τη νίκη, αφού να προμαχήσει
για της πόλης μου το δίκιο όρμησε·
μα τρέμω μην και τους δω στα αίματα πνιγμένους,
να 'χουνε σκοτωθεί για χάρη των ανθρώπων τους.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Μακάρι σε τούτον οι θεοί να δώσουνε τη νίκη.
Όμως ο κλήρος έταξε τον Καπανέα στις Ηλέκτρες πύλες,
άλλος κι αυτός γίγαντας, πιο αψηλόκορμος από τον πρώτο
που είπα κι άμοιαστη μ' ανθρώπου η κομποφάνια του·
τα τείχη φοβερά απειλεί, μα τις φοβέρες του ας μην τις αληθέψει η τύχη.
Θα πάρει, διαλαλεί, την πόλη θέλει δε θέλει ο θεός,
κι ούτε που θα τον αντισκόψει του Διός η οργή
με κεραυνούς στον κάμπο αν ξεσπάσει·
και σαν τη λάβρα του μεσημεριού φαντάζεται τ' αστροπελέκια.
Έναν γυμνό πυρφόρο άντρα έχει για σήμα του,
που βαστάει δαδί αναμμένο, έτοιμος φωτιά να βάλει,
και που τα λόγια αυτά, με γράμματα χρυσά γραμμένα,
αναφωνάζει: “την πόλη θα την κάψω”.
Αντίπαλο να στείλεις —αλλά ποιον;— σε τούτον τον αφόβητο άντρα·
ποιος αψηφάει έναν που για την παλληκαριά του καμαρώνει;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Από το κέρδος τούτο 'δω —με τον Τυδέα— γεννιέται
άλλο — με τον Καπανέα· η γλώσσα, βλέπεις,
προδίνει αλάθευτα το φρόνημα των αλαζόνων.
Ο Καπανέας φοβερίζει πως είν' έτοιμος για πόλεμο·
καταφρονώντας τους θεούς, το στόμα του το θρασερό γυμνάζει
μ' ανώφελη χαρά και φουσκωμένα λόγια στέλνει
αυτός, ένας θνητός, αγριοφωνάζοντας, στον ουρανό,
ενάντια στο Δία· κι απάνω του θα πέσει, κεραυνού
φωτιά, πιστεύω, πέρα μα πέρα αλλιώτικη
από το μεσημεριανό λιοπύρι. Το λοιπόν:
σε τούτον, με τη μεγαλοστομία την αχαλίνωτη,
βάζω αντιμέτωπο τον Πολυφόντη, με τη φλογερή αντρειά,
που άξιος θα δειχτεί φρουρός, χάρη στην εύνοια της προστάτριας
Άρτεμης και στη βοήθεια των αλλωνών θεών.
Άλλον πολέμαρχο, σε άλλες πύλες που κληρώθη, πες μου.

ΧΟΡΟΣ
/αντ. α/
Στ' ανάθεμα να πάει όποιος μεγάλες συμφορές
καυχιέται πως θα πάθει η πόλη μου!
Και βέλος κεραυνού στον τόπο ας τον αφήσει,
προτού στο πατρικό μου σπίτι ορμήσει κι έξω με σύρει
απ' τα παρθενικά μου δώματα με το επαίσχυντό του δόρυ.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Λοιπόν, θα σου πω ποιος έπειτα κληρώθη σ' άλλες πύλες·
για τον Ετέοκλο ο τρίτος κλήρος βγήκε
από τ' ανάστροφο, χαλκόπλαστο 'πιδέξια, κράνος
και με τους άντρες του στις Νήιστες πύλες θα επιτεθεί.
Και τ' άλογά του, που τα φάλαρα τινάζουν πέρα δώθε,
χλιμιντρίζοντας, απ' τη λαχτάρα τους στις πύλες να χυμήξουν,
να γυροφέρνουνε τα βάζει. Ενώ με τ' άπαυτο ρουθουνητό τους
οι μυταριές των χαλινών σουρίζουν βουερά, καθώς σ' άτια βαρβαρικά.
Κι η ασπίδα του δεν είναι με λίγη τέχνη στολισμένη·
ένας πολεμιστής σε σκάλα σκαρφαλώνει για να εφορμήσει
στον πύργο των εχθρών, θέλοντας να τον κυριέψει·
και ξεφωνίζει, λένε τα συνταιριασμένα γράμματα, πως μήτ' ο ΄Αρης
δε θα δυνότουν να τον αποδιώξει απ' τα πυργώματα.
Σε τούτον 'δω τον άντρα στείλε αξιόμαχο αντίπαλο
την πόλη μας για να γλιτώσει από ζυγό δουλείας.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Θα τον έστελνα, όμως, για καλή του τύχη, είναι σταλμένος
κιόλας, κρατώντας την περηφάνεια του στα χέρια του,
ο Μεγαρέας, φύτρο του Κρέοντα, απ' τη σπαρτή γενιά,
που τις πύλες δε θα εγκαταλείψει απ' το φόβο του για τ' άλογα
π' αναφουρμάζουν και βροντομανούν, μα είτε με το θάνατό του
θα ξεπληρώσει προς τη γη που τον ανάθρεψε το χρέος του
είτε, πιάνοντας τους δυο άντρες και κυριεύοντας την πόλη επάνω
στην ασπίδα, με λάφυρα το πατρικό του σπίτι θα στολίσει.
Γι' άλλονε, πες μου, επαρμένο, μη διστάζεις.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. β./
Για σένα, βέβαια, ω πρόμαχε του σπιτιού μου, δέομαι
να πετύχεις, ενώ για τους εχθρούς μου ολέθρια τύχη να 'χουν!
Και καθώς με περισσή αλαζονεία τούτοι ξεστομίζουν
λόγια εναντίον της πόλης μου, μανιάζοντας, επάνω τους
ο Δίας ο γδικιωτής να ρίξει τ' οργισμένο βλέμμα του.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο τέταρτος τις γειτονικές πύλες της Αθηνάς ΄Ογκας
ανάλαβε και καταφτάνει με άγρια χουγιαχτά·
την όψη και το πελώριο ανάστημα έχει του Ιππομέδοντα.
Κι έφριξα —δε θα τ' αρνηθώ— σαν το τεράστιο στριφογύρισε
αλώνι, την κυκλική ασπίδα του. Κι ακάτεχος δεν ήταν,
σίγουρα, ο τεχνίτης που αυτό εδώ πρόσθεσε πάνω της το σήμα:
τον Τυφώνα, να ξερνοβολά απ' το φλογόπνοο στόμα του
κατάμαυρο καπνό — το πολυσάλευτο αδέρφι της φωτιάς·
κι ολόγυρα φίδια περιπλεχτά κοσμούν τη βαθουλή ασπίδα του
απλώνοντας ώσμε κάτω, στο στρογγυλό στεφάνι, τις κουλούρες τους.
Κι αυτός αλαλητά πολεμικά έμπηξε κι έχοντας το θεό
Άρη μέσα του αλλοφρονιάζει, σαν μαινάδα, από την ξέφρενη
ορμή να πολεμήσει, ενώ το βλέμμα του σκορπά το φόβο.
Πρέπει καλά να φυλαχτούμε από τέτοιου αντρός επίθεση,
γιατί, κιόλας, στις πύλες μπρος, τρανά κομπάζει ο Φόβος.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα η Παλλάδα ΄Ογκα, που σιμά στην πόλη εδρεύει,
πλάι στις πύλες, εμπόδισμα πιο πριν θα του σταθεί,
από το μίσος της στην ύβρη του αντρός, όπως σε φίδι άντικρυ
τρομαχτικό η μάνα σκέπη γίνεται για τα νιογέννητα πουλάκια.
Ο Υπέρβιος, ο συνετός γιος του Οίνοπα, ν' αντιπαλέψει αυτόν τον άντρα
προτιμήθη, να μάθει θέλοντας τη μοίρα του απ' τη δοκιμασία της τύχης,
και στην ειδή, στο θάρρος και στο χειρισμό των όπλων
είν' αψεγάδιαστος. Ο Ερμής εύλογα ν' αναμετρηθούν τους έβαλε·
γιατί ο εχθρός θα μπει σε μάχη με αυτόν εδώ τον άντρα
και δυο θεοί θα συγκρουστούν επάνω στις ασπίδες μεταξύ τους·
τον Τυφώνα, που ξεφυσά φωτιά, έχει στην ασπίδα του ο εχθρός,
ενώ ο Υπέρβιος, στη δικιά του, τον πατέρα Δία, ολόρθο,
στο χέρι τ' αστραποπέλεκο κρατώντας για να το ξαπολύσει·
και ποτέ κανείς ίσαμε τώρα δεν είδε, βέβαια, το Δία να νικιέται.
Τέτοια λογής συμπάθεια δείχνει στον καθέναν ο θεός του·
όμως απ' τη μεριά των νικητών να 'μαστ' εμείς, κι αυτοί των νικημένων.
Οπού 'ναι πιθανό έτσι να συμβεί μ' αυτούς τους δυο αντιπάλους,
μια κι ο Δίας είναι δυνατότερος στη μάχη απ' τον Τυφώνα·
είθε, λοιπόν, ν' αποδειχτεί σωτήρας του Υπέρβιου
ο Δίας της ασπίδας, καθώς το φανερώνει και το σήμα.

ΧΟΡΟΣ
/αντ. β/ Αυτός που το βδελυρό ομοίωμα του χθόνιου δαίμονα,
του αντίμαχου στο Δία, έχει επάνω στην ασπίδα του,
τη μισητή για τους θνητούς μα και για τους αιωνόβιους
θεούς εικόνα, είμαι σίγουρη πως το κεφάλι του
θα χάσει μπρος στις πύλες.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Άμποτες έτσι να γενεί! Και τώρα για τον πέμπτο θα μιλήσω,
που οι Βορεινές, πέμπτες στη σειρά, πύλες τ' ανατεθήκαν,
καταντικρύ στον τύμβο του διογέννητου Αμφίονα·
κι ορκίζεται στο δόρυ του, που το τιμά και το πιστεύει
παραπάνω κι απ' το θεό κι από τα μάτια του, πως, δίχως άλλο,
την πόλη θα ερημώσει των Καδμείων, κι ο Δίας να μη το θέλει!
Τέτοια το καλοθώρητο βλαστάρι της βουνίσιας μάνας,
τ' αγόρι οπού γίνεται άντρας, διακηρύχνει.
Είναι πάνω στην ώρα που αρχινάει στα μάγουλα να βγαίνει
χνούδι, που πυκνή η τρίχα αναχαράζει.
Με φρόνημα αδυσώπητο, αταίριαστο στο όνομά του,
και με ματιά τρομαχτική, κοντοζυγώνει·
κι όχι χωρίς μεγάλα λόγια, βέβαια, εμπρός στις πύλες στέκει·
γιατί στη χάλκινη ασπίδα του —το στρογγυλό προφύλαγμα
του σώματος— το ντρόπιασμα της πόλης μας κραδαίνει,
τη σαρκοφάγα Σφίγγα, στερεωμένη επιτήδεια με καρφιά,
λαμπρή ανάγλυφη μορφή, που κάτωθέ της άρπαξε
έναν απ' τους Καδμείους και σ' αυτόν τον άντρα απάνω
πέφτουν τα πιο πολλά βέλη. Και δείχνει πως δεν ήρθε εδώ
παλληκαριά για να ψευτοπουλήσει κι ούτε πως ανάξια
δρόμο τόσο μακρύ επορεύτη ο Αρκαδινός Παρθενοπαίος.
Και μολονότι μέτοικος, το χρέος του προς το ΄Αργος
ξεπληρώνει, που μ' επιμέλεια τον ανάθρεψε·
τα τείχη μας απειλεί, μα είθε να του αντιταχτεί ο θεός.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Όσα σε βάρος μας εκείνοι έχουν κατά νου ας υποστούν
απ' τους θεούς οι ίδιοι για τους ανόσιους κομπασμούς τους!
Και τότε, βέβαια, ξολοθρεμό τελειωτικό, τον πιο κακό,
θενα 'βρουν. ΄Ομως και για τον Αρκάδα αυτόν, που λες,
αντίπαλος που δεν περηφανοκαυχιέται και που το χέρι του
νογάει τι να κάνει υπάρχει ο Άκτορας, ο αδελφός του Υπέρβιου,
που μπροστύτερα είπα. Κι αυτός δε θε ν' αφήσει γλώσσα ανέξοδη
μες απ' τις πύλες να χυθεί μ' ορμή για ν' αβγατέψουν τα δεινά
ούτε να μπει στην πόλη εχθρός με την εικόνα επάνω στην ασπίδα του
του μισητότερου θεριού, που ανθρώπινα σπαράζει μέλη·
κι ενάντια στον άντρα που το κρατάει θα καταφερθεί αυτό,
καθώς απ' τα τειχιά μας σμαριαστά θα το βροντοχτυπούν τα δόρατά μας.
Τότες, αν το θελήσουν κι οι θεοί, θα βγω κι εγώ αληθινός.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. γ./ Κατάκαρδα με πληγώνουνε τα λόγια τους
κι ανατριχιάζω ακούγοντας
από κομπαστικούς ανόσιους άντρες
τις μεγαλοστομίες τους· μα απ' τους θεούς
τον όλεθρο στον τόπο μας ας βρουν!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Και τώρα για τον έκτο, τον πιο μυαλωμένο,
και για το θάρρος του τρανό, πολέμαρχο θα πω,
το μάντη Αμφιάραο· στις Ομολωίδες πύλες έχοντας ταχθεί,
μ' ονειδισμούς σκαιούς περιλούζει τον Τυδέα, αποκαλώντας τον
αντροφονιά, διασαλευτή της πόλης, πρωτοστάτη μέγα στ' ΄Αργος
των δεινών, της Ερινύας κήρυκα, διακονητή του Φόνου
και σύμβουλο τ' Αδράστου γι' αυτές εδώ τις συμφορές·
ενώ, απ' την άλλη, το δόλιο αδερφό σου Πολυνείκη,
αφού ανάστροφα προφέρει τ' όνομά του
—τονίζοντας, με νόημα, δυο φορές το δεύτερο μισό του—
τον φωνάζει κι αυτά του ξεστομίζει:

«Παρόμοια πράξη και ν' αρέσει στους θεούς πώς γίνεται;
κι είν', άραγε, καλό για τις κατοπινές γενιές
να μάθουν και να λένε πως ερήμαξες την πατρική σου
πόλη και τους ναούς των θεών του τόπου σου
έχοντας κάνει επιδρομή με στράτευμα ξενόφερτο;
Και ποιο δίκιο θενα στερφέψει την πηγή —τη μάνα γη σου—
απ' όπου ανάβλυσε η ζωή σου; Κι η πατρίδα πώς στο πλευρό σου
θα βρεθεί, αφού απ' τις προκοπές του δόρατός σου θα 'ναι
καταχτημένη; ΄Οσο για μένα αυτά εδώ τα χώματα μου μέλλεται
να λιπάνω — ένας μάντης, που θάφτηκε στη χώρα των εχθρών του·
ας πολεμήσουμε, λοιπόν, και θάνατο ντροπιαστικό ελπίζω να μην έχω».

Τέτοια ο μάντης έλεγε την ολοχάλκινη ασπίδα του ατάραχος
κρατώντας. Σήμα επάνω της κανένα δεν υπήρχε,
γιατί δε θέλει ο πιο γενναίος να λογιέται αλλά να είναι,
καρπούς θερίζοντας απ' αυλακιά βαθιά μες στο μυαλό του,
απ' όπου οι συνετές βλασταίνουν κρίσεις.
Σε τούτον αντίπαλο γνωστικό κι αντρείο να στείλεις σ' ορμηνεύω·
αυτός που σέβας έχει στους θεούς είναι δεινά επικίνδυνος.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αλίμονο στη μοίρα των ανθρώπων που το δίκαιο άντρα
να συχνοτίζεται με τους πιο άσεβους τον βάζει!
Σ' ό,τι κι αν κάνεις, τίποτε χειρότερο απ' τους κακούς
συντρόφους και καλό απ' αυτούς να καρπωθείς κανένα·
στης Άτης το χωράφι ο θάνατος καρπίζει:
΄Η ο ευσεβής, μπαρκάροντας σε πλοίο με ναύτες που 'ναι
αδίστακτοι πανούργοι, χάθηκε μαζί με των θεομίσητων
τη φάρα ή ο δίκαιος, μαζί με τους εχθρόξενους κι αχάριστους
στο θεό πολίτες, στο ίδιο βρόχι άδικα πιασμένος,
εξουδενώθη, έχοντας, με δίχως διάκριση,
κι αυτός απ' το μαστίγιο του θεού τιμωρηθεί.
Έτσι κι ο μάντης, για το γιο του Οϊκλή μιλάω,
που είναι σώφρων, δίκαιος, γενναίος, ευσεβής,
προφήτης μέγας, αφού, άθελά του, έμπλεξε
μ' άντρες που λόγια έπαρσης το στόμα τους ξεχύνει,
και που τραβούν με τα στρατεύματά τους
για τόπο αλαργινό πολύ για να ξαναγυρίσουν,
μαζί τους θα καταβαραθρωθεί, ο Δίας αν το θελήσει.
Λοιπόν, είμαι της γνώμης πως αυτός στις πύλες δε θα επιτεθεί,
κι όχι γιατί του λείπει η ψυχή ή έχει λίγο θάρρος,
αλλά γιατί το ξέρει, αν του Λοξία τα θέσφατα αληθέψουν,
πως πεπρωμένο θάνατο θα βρει στη μάχη·
και συνηθά ο θεός είτε να μένει σιωπηλός είτε να λέει τα καίρια.
Εγώ θα στήσω αντίμαχό του φύλακα στις πύλες
το Λασθένη, που εχτρεύεται τους ξένους·
έχει νου γέροντα, σφριγά, όμως, στο σώμα του η νιότη·
είναι γοργόβλεπος, ενώ αυτοστιγμεί το δόρυ του,
εκεί π' ακάλυπτο θ' αφήσει τον εχθρό η ασπίδα, μπήγει·
ωστόσο, δώρο θεού είναι για τους θνητούς η νίκη.

ΧΟΡΟΣ
/αντ. γ/ Ω θεοί, τις δίκαιες προσευχές μας εισακούστε,
τη νίκη δίνοντας στην πόλη μας, και του πολέμου τα δεινά
κάντε τα ν' αλλαξοδρομήσουν, ώστε απάνω στους εχθρούς
να πέσουνε, που πάτησαν τη γη μας· κι αφού ο Δίας τους ξεδιώξει
από τα τείχη μας, άμποτε με τον κεραυνό του να τους κάψει!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Και τώρα γι' αυτόν εδώ τον έβδομο, στις έβδομες τις πύλες,
τον πολέμαρχο θα πω, το δικό σου αδερφό, που κακά τέτοια
εκείνος καταριέται κι εύχεται η πόλη μας να πάθει:
αφού τα τείχη της πατήσει κι ανακηρυχτεί της χώρας βασιλιάς,
κι αφού με ιαχές χαράς θριαμβικό παιάνα ψάλει για τη νίκη του,
με σένανε ν' αντροπαλέψει και ή, σκοτώνοντάς σε, δίπλα σου
νεκρός να σωριαστεί ή, αν ζήσεις, με τον ίδιο τρόπο —με την εξορία—
να εκδικηθεί το ατιμωτικό του διώξιμο απ' τη χώρα.
Αυτά βροντοφωνάζει κι απ' τους θεούς του τόπου του
ζητά τις παρακλήσεις του εξάπαντος ν' ακούσουν.
Και στρογγυλή ασπίδα νιόφτιαχτη κρατάει,
πόχει δυο σήματα με μαστοριά πάνω της αρμοσμένα:
χρυσολατημένο μπορείς να δεις πολεμιστή
και πιο μπροστά του μια γυναίκα που με φρονιμάδα
τον καθοδηγάει· και, καθώς δείχνουνε τα γράμματα,
πως είναι η Δίκη βεβαιώνει λέγοντας:
«εγώ αυτόν εδώ τον άντρα θα τον φέρω πίσω και θα γίνει
της πατρώας του πόλης και του παλατιού του ο διαφεντευτής».
Τέτοια λογής τεχνάσματα σοφίζονται εκείνοι· τώρα,
εσύ αποφάσισε ποιόνε λογιάζεις άξιο γι' αντίμαχο να πέψεις,
ώστε για τα μαντάτα τούτα εμένανε ποτέ να μην κακίσεις·
κι απ' την άλλη, πώς το σκαρί της πόλης μας εσύ θα τιμονέψεις.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω απ' τους θεούς φρενοπαρμένη και τρισθεομίσητη,
ω πολυδάκρυτη του Οιδίποδα γενιά μου!
Τώρα, οϊμέ, βγαίνουνε οι κατάρες του πατέρα!
Αλλ' ούτε κλάματα μα ούτε οδυρμοί χρειάζονται,
μήπως ακόμα πιο δυσβάσταχτο γεννοβολήσουν θρήνο.
Και γι' αυτόν, με τ' όνομα το τόσο ταιριαστό, τον Πολυνείκη,
ευθύς τώρα θα μάθουμε το έμβλημα πού θα βγάλει:
αν πίσω τονε φέρουνε τα χρυσοκάμωτα επάνω στην ασπίδα
γράμματα, που από παραφροσύνη ξεχειλίζουν.
Κι αν η παρθένα κόρη του Διός, η Δίκη, του παράστεκε
σ' όσα κάνει και σκέφτεται, αυτό μπορεί και να γινόταν·
αλλά μήτε σαν άφησε τη σκοτεινή κοιλιά της μάνας του,
μήτε και στα μικράτα του, μηδέ στην ήβη φτάνοντας,
μήτε κι όταν τα γένεια του αρχίσαν να φυτρώνουν,
έδωκε η Δίκη προσοχή σ' αυτόν κι αξία, ενώ, μήτε, θαρρώ,
και τώρα στης προγονικής του γης το ρήμαγμα,
θα του 'ναι, βέβαια, στο πλευρό του παραστάτης·
αφού η Δίκη θα ψεύτιζε, δίχως άλλο, τ' όνομά της
αν αρωγός ενός πέρα για πέρα αδίσταχτου ερχότανε ανθρώπου.
Αυτά πιστεύω κι έτσι θ' αναμετρηθώ μαζί του εγώ ο ίδιος·
κι είν' άλλος έξω από μένανε πιο διαλεχτός υπέρμαχος του δίκιου;
Λοιπόν, αρχηγός θα σταθώ ενάντια σ' αρχηγό, αδέρφι σε αδέρφι,
κι οχτρός σ' οχτρό. Εμπρός, γλήγορα, τις κνημίδες φέρε μου
— προφύλαγμα από των δοράτων την αιχμή κι από τα βέλη.

ΧΟΡΟΣ
Παιδί του Οιδίποδα, ακριβαγάπητο, όχι, μη συνεριστείς
την οργή εκεινού που τόσο αναίσχυντα μιλάει· να πολεμήσουν,
φτάνει, με τους Aργείους οι Καδμείοι· γιατί το αίμα τους
μπορεί να εξαγνιστεί· μα όταν δυο άντρες, που αίμα τούς ενώνει
αδερφικό, το θάνατο σ' αμάχη μεταξύ τους βρουν,
το μίασμα απ' το αίμα τέτοιου φονικού ποτέ του δε γερνάει.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν είναι νά 'ρθει από θεού ένα κακό, ας είναι δίχως καταισχύνη·
οι πεθαμένοι, βλέπεις, μοναχά αυτό το κέρδος έχουν·
από πράξεις κακές κι αισχρές φήμη καλή δε βγαίνει.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/ Παιδί μου, τι φρενιάζεις; το νου σου
μη σου παίρνει το χολιασμένο μένος σου για πόλεμο·
ξέκοψ' από τη ρίζα το κακό σου πάθος!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αφού τόσο το πράγμα ο θεός ξετρέχει, τότε ολόκληρη η γενιά του Λάιου,
η μισητή στο Φοίβο, που της έλαχε του Κωκυτού το κύμα,
ας αρμενίσει ολόπριμα για την καταστροφή!

ΧΟΡΟΣ
/αντ. α/ Σε κατατρώει άχτι φονικό
που πίκρες θα γεννήσει,
ανόσια χύνοντας το αίμα του αδερφού σου.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Του αγαπημένου μου πατέρα, βλέπεις, η αντίδικη κατάρα
είναι από δίπλα μου, αδάκρυτα μάτια έχοντας, στεγνά,
και λέει πως κερδισμένος θά 'βγω αν πεθάνω τώρα, κι όχι αργότερα.

ΧΟΡΟΣ
/στρ. β/ Να μη βιαστείς· δε θα σε πουν δειλό, αν σώσεις τη ζωή σου,
χωρίς να γίνεις στυγερός φονιάς· η σκοτεινή κι ορμητική
σαν θύελλα Ερινύα απ' το παλάτι σου θα φύγει
όταν θυσία απ' τα χέρια σου δεχτούνε οι θεοί.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Φαίνεται πως, από καιρό, οι θεοί μ' έχουν εγκαταλείψει,
οπόταν προσφορά θυσίας του ξεγραμμένου εμένανε γιατί να λογαριάσουν;
Κι ύστερα εγώ σε τι φελά να γλυκοπιάνω την ολέθρια μοίρα;

ΧΟΡΟΣ
/αντ. β/ Τώρα είναι που ο δαίμονας της καταφοράς
βρίσκεται στο κατόπι σου, αφού, ίσως, με τον καιρό,
μπορεί ν' αλλαξογνωμήσει και νά 'ρθει πνέοντας ημερότερα·
μα, τώρα, βράζουνε τα κύματα του μένους του ακόμα!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Απ' τις κατάρες, βλέπεις, του Οιδίποδα ανάβρασε ο θυμός του·
και λένε, με το παραπάνω, την αλήθεια οι σκιές που είδα στα όνειρά μου
τη μοιρασιά να κάνουνε στο πατρικό μου βιος.

ΧΟΡΟΣ
Έστω κι αν δε το στέργεις, τις γυναίκες άκου.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Για πες, μα δίχως φλυαρίες, σαν τι είναι βολετό να γίνει;

ΧΟΡΟΣ
Το δρόμο αυτόν, εσύ, που πάει στις έβδομες τις πύλες, να μην πάρεις!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δε θα στομώσεις το θυμό μου με τα λόγια σου· καλά 'ναι τροχισμένος!

ΧΟΡΟΣ
Κι όμως, υπάρχουν νίκες δίχως δόξα που τις τιμά ο θεός.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τέτοια γνώμη ένας πολεμιστής δεν πρέπει να τη λογαριάζει.

ΧΟΡΟΣ
Πώς γίνεται και θες να δρέψεις το αίμα του ίδιου τ' αδερφού σου;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάθια σταλμένα απ' τους θεούς δεν είναι μπορετό να τ' αποφύγεις.

Στάσιμο δεύτερο: 720-791

ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/
Για τη θεά ετούτη, την ανόμοιαστη με τους θεούς τους άλλους,
τους Ολύμπιους, που ξεκληρίζει σπιτικά και πάντ' αλάθευτη
είναι μάντισσα των κακών, την Ερινύα,
που την εκάλεσε στις προσευχές του ο πατέρας, τρέμω
μήπως και τις παράφορες κατάρες ξετελέψει
του μανιωμένου Οιδίποδα· κι η έριδα η φονική ανάμεσα
σε τέκνα είναι αυτή που βιάζει τις κατάρες του να πιάσουν.

/αντ. α/
Κι ένας ολέθριος μοιραστής χτημάτων, ξένος,
από τους Χάλυβες φερμένος της Σκυθίας,
ο Σίδηρος ο ανέλεος, σε κλήρο βάζει για τους αδερφούς
το πατρικό τους βιος· κι ορίζει, βγάνοντας
το λαχνό τους, τόσο κομμάτι γης να νέμονται
όσο που το κουφάρι τους, σαν σκοτωθούνε, να χωράει·
κι απ' τα μεγαλοχώραφα σ' αυτούς κανένα δε μοιράζει.

/στρ. β/
Κι όταν δώσουν και πάρουν μεταξύ τους θάνατο
κι η γης το μαύρο αίμα το πηχτό του φονικού ρουφήξει,
τότε ποιος θα μπορέσει να τελέσει καθαρμούς;
το άγος των νεκρών αυτών
ποιος θα μπορέσει να ξεπλύνει;
Ω συμφορές του παλατιού καινούργιες
που με τα παλιά σμίγετε δεινά!

/αντ. β/
Για την παλιόχρονη παράβαση μιλώ,
και για τη γρήγορη την τιμωρία,
που ο αποδομός της φτάνει ως και την τρίτη
τη γενιά. Ας είπε τρεις φορές ο Απόλλωνας,
απ' το μαντείο του στο δελφικό ομφαλό,
πως θα σωθεί η πόλη μας, εφόσον άτεκνος
ο Λάιος πεθάνει·

/στρ. γ/
απ' την αστοχασιά του πόθου του παιδί για ν' αποχτήσει
νικημένος το θάνατό του εγέννα εκείνος
— τον πατροκτόνο Οιδίποδα. Που αποτόλμησε
στ' αμόλυντο της μάνας του χωράφι, απ' όπου βλάστησε
η ζωή του, να σπείρει ματωμένη ρίζα·
παραφροσύνη φρεναπάτης
σε νυφικό τούς ένωσε ζευγάρι.

/αντ. γ/ Πώς η φουρτουνιασμένη θάλασσα τα κύματά της
ξεδιπλώνει, έτσι και των κακών τα κύματα ξεσπάνε·
το ένα κατρακυλάει ξεθυμασμένο, ενώ τ' άλλο
με τρεις κορφές ορθώνεται, καθώς αυτό το κύμα
που χοχλάζει στης πόλης μας την πρύμη.
Κι αναμεσής υψώνετ' ο φραγμός απ' τα φτενά της τείχη.
Φοβάμαι μήπως με τους βασιλιάδες σαρωθεί μαζί κι η πόλη μας!

/στρ. δ/
Γιατί, σαν αληθέψουν οι παλιές κατάρες, βαρύ έχει τίμημα
η καταλλαγή τους κι αφεύγατη η καταστροφή απομένει·
κι όπως, για ν' ανασάνει το σκαρί στης τρικυμιάς το σάλο,
οι ναύτες του ολάκερο το φόρτωμα στο κύμα τ' απορίχνουν,
όμοια κι η ευτυχία των θνητών, σαν φτάσει να παραθραφεί,
στην άβυσσο βουλιώντας πάει ολομεμιάς χαμένη.

/αντ. δ/ Γιατί ποιον άντρα τόσο πολύ τιμήσαν οι θεοί μας,
που σε κοινό λατρεύουμε βωμό,
και ο λαός της πόλης μας
όσο τιμήσαν τον Οιδίποδα,
το λυτρωτή της χώρας απ' τ' ολέθριο τέρας,
που άρπαχνε τους άντρες μας;

/στρ. ε/
Και σαν ο δύστηνος κατάλαβε
τον αποτρόπαιο γάμο του,
κι έρμαιο του πόνου εγίνη,
δίδυμο, φρενιασμένος, έκανε κακό:
με το χέρι που τον πατέρα του θανάτωσε
τα μάτια του, πιο αξετίμητα
κι απ' τα παιδιά του, έβγαλε·

/αντ. ε/ ενώ, τους γιούς του, που του φέρθηκαν
στα γερατειά του άσεβα,
απ' το θυμό του, αλίμονο, τους πικροκαταράστη
το βιος τους να μοιράσουν κάποτε
με ξίφος οπλισμένοι.
Και, τώρα, τρέμω μην και πράξη κάνει
η γοργοπόδαρη Ερινύα την κατάρα.

Έξοδος : 792-1078

ΑΓΓΕΛΟΣ
Kόρες μανάδων απ' αρχοντική γενιά, κουράγιο!
Το δουλικό ζυγό ξέφυγε η πόλη μας. Των κραταιών αντρών
τα μεγαλόστομα τα λόγια καταρρεύσαν, γιατί η πόλη,
όπως με πρίμα τον καιρό, έτσι στον άγριο θαλασσοδαρμό της
δεν έμπασε νερά. Τα τείχη μας αντέξαν και φραγμό
ορθώσαμε στις πύλες απ' άξιους μονομάχους υπερασπιστές.
Στις έξι πύλες πάνε τα πιο πολλά πράγματα καλά·
την έβδομη, όμως, ο σεβάσμιος επταδικός θεός,
ο άναξ Απόλλων, έχει στην εξουσία του πάρει,
αποτελειώνοντας στους γιους του Οιδίποδα την τιμωρία
του Λάιου για την παλιά αφροσύνη της παρακοής του.

ΧΟΡΟΣ
Ποιό, πάλι, ανάκουστο κακό βρήκε την πόλη μας;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Με χέρι φονικό οι άντρες συναμεταξύ τους σκοτωθήκαν.

ΧΟΡΟΣ
Ποιοί 'ναι; Τι λες; Τα 'χω χαμένα απ' το φόβο!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Έλα στα συγκαλά σου κι άκουσε· οι γιοί του Οιδίποδα...

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονό μου, η δύστυχη! μάντισσα είμαι των κακών!

ΑΓΓΕΛΟΣ
Αμφιβολία καμιά δε μένει πως νεκροί στο χώμα...

ΧΟΡΟΣ
Κείτονται εκεί; Λέγε, κι ας είναι αβάσταχτα τα λόγια σου.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ταυτόχρονα, μ' αδελφοκτόνο χέρι αλληλοσκοτωθήκαν.
Τόσο πολύ αξεχώριστη ήταν και των δυονών η μοίρα
— η ίδια που την έρμη οικογένεια αφανίζει.
Εδώ τα πράγματα είναι για χαρά μαζί και δάκρυα:
από τη μια, που η πόλη μας καλότυχη εστάθη,
κι απ' την άλλη, που οι δυο πολεμάρχοι εμοιράσαν
με σφυρηλατημένο ξίφος σκυθικό ολάκερο το βιος τους·
κι έτσι θα 'χουν στο μερτικό τους τόση γη όση θα λάβουνε στον τάφο,
όπου τους έσυραν με ορμή οι ανέσπλαχνες κατάρες του πατέρα.
Η πόλη σώθηκε·αλλά των βασιλιάδων το αίμα, των ομόσπαρτων,
σαν αλληλοσφαχτήκαν, το πιε η γης.

ΧΟΡΟΣ
Ω Δία παντοδύναμε κι εσείς θεοί της πόλης μου,
φύλακες των τειχών αυτών εδώ του Κάδμου,
ποιο απ' τα δυο να κάνω: να χαρώ και θριαμβικές
κραυγές να βγάλω, που η πόλη μου αλώβητη εσώθη,
ή να κλάψω τους άραχλους και δύσμοιρους,
άτεκνους πολεμάρχους,
με τ' όνομα το τόσο ταιριαστό
στη δόξα την ατόφια, στη σφοδρή αμάχη
—τον Ετεοκλή, τον Πολυνείκη—
που απ' το μυαλό τους τ' άσεβο χαθήκαν;

/στρ. α/
Ω μαύρη, που εκπληρώθηκες,
του Οιδίποδα κατάρα!
Φριχτή μια παγωνιά τυλίγει την καρδιά μου.
Με άθλιο σκοτωμό, νεκροί, γιομάτοι αίμα,
σαν άκουσα πως είν' οι γιοι του,
ξεφρενωμένη, εγώ, μαινάδα ταίριαξα
μοιρολόι· κακός, στ' αλήθεια, ήταν οιωνός
των κονταριών η συναυλία!

/αντ. α/
Πέρα για πέρα βγήκε και διόλου
δεν ξαστόχησε η πατρική κατάρα·
κι ο κατατρεγμός απ' την παρακοή
του Λάιου αδιάκοπος. Σφίγγει της έγνοιας
ο κλοιός την πόλη· αμείλικτη έχουν δύναμη
οι χρησμοί. Αχ, άντρες μου πολυστέναχτοι, απίστευτο
αυτό που κάνατε! Δεν είναι λόγια ψεύτικα ετούτα
τα μαντάτα, οικτρές μας βρήκαν συμφορές!

Κι αυτές είν' ολοφάνερες! Τα λόγια του αγγελιαφόρου εμπρός μας
αντικρίζουμε! Βλέποντας δυο κακά, δυο βάσανα υποφέρεις·
αδελφοσκοτωμός, θανή διπλή, στο τέλος τους φτασμένα πάθια. Τι να πω;
τι άλλο από τα λόγια τούτα: “απανωτά δεινά στοιχειώσανε το σπίτι!”.
Μα τώρα εσείς καλές μου θρήνο γοερό σηκώστε, και ούριο ως φυσά του πένθους
το αγέρι, χτυπώντας το κεφάλι σας και με τα δυο σας χέρια,
στο νεκρικό ριχτείτε λαμνοκόπι, που το πορθμείο τ' αστόλιστο,
με το πανί το μαύρο, φέρνει πάντα απ' τα νερά τ' Αχέροντα
σ' εκείνη τη στεριά που δεν τη διάβη ο Απόλλωνας, ο ήλιος δεν τη βλέπει
και τους ανθρώπους όλους δέχεται στην άφεγγη αγκαλιά της.

[Αλλά, να τες, η Αντιγόνη, η Ισμήνη,
που έρχονται για το πικρό τους χρέος·
από τ' αβρά τους στήθη τα βαθύκολπα
θρήνος, το δίχως άλλο, θα ξεσπάσει
για τ' αδέρφια τους, αντάξιος στη συμφορά.
Μα πριν ακούσουμε τους θρήνους τους
< >
βρίσκω σωστό ο στριγκόφωνος της Ερινύας
ύμνος να ηχήσει και να ψάλουμε
το στυγερό παιάνα του Άδη.
Αχ, τόσο δυστυχισμένες γίνατ' απ' τ' αδέρφια σας,
όσο κανένα απ' τ' άλλα πλάσματα
που την εσθήτα του τη ζώνει σταυρωτά·
κλαίω, αναστενάζω και άδολα πενθώντας
σπαραχτικές κραυγές ξεσέρνω
από τα βάθη μέσα της καρδιάς μου.]

ΗΜΙΧ. Α΄
/στρ. α/
Αλίμονο, άμυαλοι, αλίμονο!
τους φίλους αψηφίσατε και δε σας πτόησαν τα δεινά,
αφού το πατρικό σας σπίτι, κακορίζικοι,
ρημάξατε πολεμώντας.

ΗΜΙΧ. Β΄
Αλήθεια, κακορίζικοι αυτοί που βρήκαν θάνατο
κακό, το χαλασμό στο σπιτικό τους φέρνοντας.

ΗΜΙΧ. Α΄
/αντ. α./
Αλίμονο, του σπιτικού σας γκρεμιστές, αλίμονο!
της μοναρχίας δρέψατε τον πικρό καρπό
και τώρα, πια, το ξίφος
σάς εφίλιωσε!

ΗΜΙΧ. Β΄
Η σεβαστή Ερινύα φρόντισε οι πατρικές κατάρες
του Οιδίποδα ολότελα ν' αληθέψουν!

ΗΜΙΧ. Α΄
/στρ. β/
Απ' την αριστερή μεριά είναι χτυπημένοι,
ναι, στα πλευρά τους είναι χτυπημένοι,
που ίδια τα θρέψαν σπλάχνα.
<      >
Κατάρες, αχ, θεόσταλτες,
ώχου, τ' αλληλοσκοτωμού κατάρες!

ΗΜΙΧ. Β΄
Γι' αυτό το πλήγμα λες που σύντριψε
το σπίτι τους και τα κορμιά τους
και που με μάνιασμα βουβό εδώσαν,
γραμμένοι του θανάτου και οι δυo
από την πατρική κατάρα.

ΗΜΙΧ. Α΄
/αντ. β/
Στενάζει, απ' άκρη σ' άκρη, η πόλη μας·
στενάζουνε τα τείχη της,
η γη μας, που μας αγαπά, στενάζει·
σε χέρια θα περάσει αλλωνών το βιος,
που έφερε στους μαυρόμοιρους
τον τρομερό χαμό τους, τον αδελφοσπαραγμό
και, τελικά, το θάνατο.

ΗΜΙΧ. Β΄
Μοιράσανε κακόχολα τα χτήματα,
για τούτο κι ίσο μερτικό έλαχε στον καθένα·
όμως οι φίλοι τους παράπονα είχαν απ' αυτόν
που τους εμόνοιασε,
ενώ δεν τους χαρίστηκε κι ο Άρης.

ΗΜΙΧ. Α΄
/στρ. γ/
Με σιδερένιο ξίφος βαρεμένοι, έτσι κείτονται,
με σιδερένιο ξίφος βαρεμένοι, τους προσμένουν,
θενα 'λεγες, τα μνήματα, με σίδερο σκαμμένα,
που πήραν για μοιράδι τους στους τάφους των δικών τους.

ΗΜΙΧ. Β΄
Απ' το παλάτι γοητών αχός τους προβοδά στον τάφο
θρήνου σπαραχτικού, στεναχτικού,
φαρμακωμένου, θλιβερού και πένθιμου,
που τα μάτια μου κάνει δάκρυα ν' αναβρύζουν,
αληθινά βγαλμέν' απ' την καρδιά μου,
που μες στο κλάμα λειώνει
γι' αυτούς τους δυο τους βασιλιάδες.

ΗΜΙΧ. Α΄
/αντ. γ/
Και για τους δύστυχους μπορώ να πω πολλά κακά
πως προξενήσαν: ο ένας στους ανθρώπους μας
κι ο άλλος σ' όλον τον ξενικό στρατό του π' ανάμεσα
στις τάξεις του πλήθη σωρό χαθήκανε στη μάχη.

ΗΜΙΧ. Β΄
Η μάνα τους συφοριασμένη στάθηκε
πιότερο απ' όλες τις γυναίκες
που λέγονται μανάδες·
αφού γι' άντρα της πήρε το δικό της το παιδί,
τους γιους αυτούς εγέννα,
σε τέτοιον οδηγημένους θάνατο,
με χέρια αλληλοκτόνα, που ίδιο σπορέα είχαν.

ΗΜΙΧ. Α΄
/στρ. δ/
Του ίδιου σπορέα, αλήθεια, φύτρα οι δυό τους,
αλλά τους καταφάνισε ο χωρισμός του μίσους
και τέλος δώσαν στη διχόνοια τους
με μανιασμένη μάχη.

ΗΜΙΧ. Β΄
Κατάπαψε η έχθρα τους, και, τώρα,
στη μουσκεμένη απ' το αίμα γη εσμίξαν οι ζωές τους
και πια, ένα, στ' αλήθεια, αίμα εγίναν.
Αμάλαχτος της διαφοράς κριτής ο θαλασσοφερμένος
ξένος, που από τη φωτιά αναβγήκε,
ο ακονισμένος σίδηρος· αμάλαχτος
της περιουσίας τους μοιραστής κι ο Άρης,
που ν' αληθέψει έκανε η πατρική κατάρα.

ΗΜΙΧ. Α΄
/αντ. δ/ Α οι βαριόμοιροι, από τις δυστυχιές
που στέλνει ο Δίας να πάρουν μερτικό τούς έλαχε·
και, πια, κάτω απ' το κορμί τους, γη
θα 'χουνε αρίφνητη δικιά τους.

ΗΜΙΧ. Β΄
Αχ, τη γενιά σας τη στολίσατε με βάσανα πολλά!
Κι όταν, εκπληρωμένες, οι Αρές ανακραυγάσαν
της νίκης τον τρανόφωνο σκοπό το σόι σας,
κατατροπωμένο, τράπηκε σ' άταχτη φυγή·
και μπρος στις πύλες, τώρα, οπού τ' αδέρφια
αιματοκυλιστήκαν, τρόπαιο υψώνεται της Άτης
και κατά κράτος έχοντας νικήσει και τα δυο
ο δαίμονας του γδικιωμού έπαψε την οργή του.

ΗΓΕΜΩΝ ΗΜΙΧ. Α΄
Λαβώθηκες λαβώνοντας.

ΗΓΕΜΩΝ ΗΜΙΧ. Β΄
Και συ σκοτώθηκες σκοτώνοντας.

α. Δόρυ σού πήρε τη ζωή.
β. Και δόρυ τη δικιά σου.
α. Κακόπραχτος.
β. Κακόπαθος.
α. Νεκρός, εδώ 'χεις σωριαστεί!
β. Σύ, που τον σώριασες νεκρό!
α. Ξεσπάστε βογκητά!
β. Ξεσπάστε δάκρυα!

/στρ.α/
α. — Αχ! β. — Αχ!
α. Σαλεύει απ' το κλάμα ο νους μου.
β. Το φυλλοκάρδι μου στενάζει.
α. Αλίμονο, μυριόκλαυστε, αλίμονο!
β. Κι εσύ, πάλι, μυριάμοιρε!
α. Από ένανε δικό σου εχάθης.
β. Κι ενός δικού σου εγίνης ο φονιάς.
α. Για συφορά διπλή μιλάς.
β. Διπλή κι η συφορά που ξαντικρίζεις.
α. Εσυγγενέψαν, 'δω, τα πάθια τους.
β. ΄Οντας αδέρφια, σαν αδέρφια επέσαν.

ΧΟΡΟΣ
Πικρόπονη μοίρα, θλιβερή, αλίμονο!
και του Οιδίποδα σεπτή σκιά, μαύρη Ερινύα,
μεγαλοδύναμη, μα την αλήθεια, είσαι!

/αντ. α/ α. — Αχ! β. —Αχ!
α. Πάθια, για να τα βλέπεις, ανυπόφερτα.
β. Μ' έκανε ο γυρισμός του απ' την εξορία να τα ιδώ.
α. Μ' αφού πίσω δε γύρισε, μετά που εσκότωσε.
β. Γύρισε, κι απέ τη ζωή του έχασε!
α. Στ' αλήθεια, ναι, την έχασε!
β. Και τη ζωή αυτουνού επήρε!
α. Σ' αποτσακίζουν να τα λές...
β. Κι εμπρός σου να τα βλέπεις...
α. Τα βαρυστέναχτα τούτα βάσανα του αδερφικού αιμάτου.
β. Τα τρισολέθρια πλήγματα που δάκρυα μας ποτίσαν.

ΧΟΡΟΣ
Πικρόπονη μοίρα, θλιβερή, αλίμονο!
και του Οιδίποδα σεπτή σκιά, μαύρη Ερινύα,
μεγαλοδύναμη, μα την αλήθεια, είσαι!

α. Τη γνώρισες, για τα καλά, εσύ, σαν έφτασες στο τέρμα.
β. Το ίδιο κι εσύ, δεν ξάργησες καθόλου να τη μάθεις.
α. Σαν ματαγύρισες στην πόλη.
β. Με το κοντάρι σου για να τον πολεμήσεις.
α. Γενιά ρημάδι.
β. Από τις συφορές ρημάχτη.
α. Ω πόνοι!
β. Ω τυράννιες!
α.Του παλατιού!
β.Της χώρας!
α. Για μένα, απ' όλους, πιο πολύ.
β. ΄Ομως, για μένα, ακόμα παραπάνω.
α. Αχ, αχ! τι βαρυστέναχτα σε βρήκαν βασιλιά μου κακοπάθια!
<                         >
β <                      >
Ετεοκλή αρχηγέ.

α. Αχ, οι πιο πολύπαθοι είστε σε όλα!
β. Αχ, απ' την oλέθρια αλογισιά κυβερνημένοι!
α. Αχ, και πού θενα τους θάψουμε;
β. Αχ, εκεί που θα ' ναι πιο τιμητικό γι' αυτούς!
α. Αχ, τι πόνος για τον πατέρα τους πλάι του να τους έχει!

[ ΚΗΡΥΞ
Να διαμηνύσω πρέπει ποια είν' η γνώμη τους και τι αποφασίσαν
οι προβουλάτορες του λαού στην πόλη αυτήν του Κάδμου·
για τούτον, τον Ετεοκλή, αφού στη χώρα του έδειξ' αφοσίωση,
η απόφαση είναι να θαφτεί στη γη μας με ταφή που αρμόζει
σε δικό μας άνθρωπο, ενόσω στην πόλη μέσα διάλεξε να χάσει
τη ζωή του, έξω απ' τα τείχη της κρατώντας τους εχθρούς της·
κι ως ήταν ευσεβής, για τους πατρώους ναούς πολέμησε,
βρίσκοντας θάνατο ανεπίληπτο εκεί οπού τιμή στους νέους
φέρνει ο θάνατος· αυτά μου ανάθεσαν για τούτον 'δω να πω.
Αλλ', όμως, για τον αδελφό του, το νεκρό, εδώ, τον Πολυνείκη,
αποφάσισαν έξω απ' τα σύνορα του τόπου να τον παρατήσουν,
άθαφτο, των σκυλιών βορά, μια και τη χώρα των Καδμείων θα κατάστρεφε
αν ένας θεός δε στέκονταν, με αυτουνού, του Ετεοκλή, το δόρυ,
να τον εμποδίσει· και πεθαμένονε, λοιπόν, τ' ανάθεμα
των προγονικών θεών θα τον στοιχειώνει, αφού δεν τους σεβάστηκε
όταν, με στράτευμα ξενόφερτο, την πόλη μας προσπάθησε να πάρει.
΄Ετσι, με θάψιμο ατιμωτικό από τα όρνια, λέει η απόφαση,
τις τιμές που του πρέπονται θα λάβει και ούτε χέρια θα βρεθούν χωμάτινο
να του υψώσουν τύμβο ούτε θ' αξιωθεί με φωνοτάραχτα εκείνος
μοιρολόγια, ούτε απ' τους οικείους του με νεκρική πομπή θα τιμηθεί.
Αυτά αποφασίσανε οι αρχόντοι των Καδμείων.

ANTIΓONH
Κι εγώ στους αρχόντους των Καδμείων λέω
πως και κανένας άλλος να μη θέλει να βοηθήσει στην ταφή του
εγώ θα τονε θάψω, παίρνω απάνω μου τον κίνδυνο,
για του δικού μου αδερφού το θάψιμο, και μήτε ντρέπομαι
που αψηφώ, με την ανυπακοή μου αυτή, την πόλη.
Δεσμός είν' ακατάλυτος τα σπλάχνα τα κοινά
—η δύστυχη μητέρα κι ο δύσμοιρος πατέρας— απ' όπου γεννηθήκαμε.
Γι' αυτό, με πνεύμα αδερφικό, ψυχή μου, πρόθυμα μοιράσου,
εσύ που μαζί με τον πεθαμένο ζεις, τ' αθέλητα δεινά του.
Μήτε και θα κατασπαράξουν πεινασμένοι λύκοι
τις σάρκες αυτουνού· μην το διανοηθεί κανείς.
Αν και γυναίκα, εγώ ταφή και μνήμα θα του κάνω
κουβαλώντας μες στου λινού μου πέπλου την ποδιά
αυτά που πρέπει· και με χώμα εγώ η ίδια θα σκεπάσω·
αντίγνωμος κανένας να μην είναι·
δείχνοντας θάρρος τρόπος θα βρεθεί για να τα καταφέρω.

ΚΗΡΥΞ
Σου λέω μη φέρνεσαι στην πόλη σου με τέτοια περιφρόνια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σου λέω κηρύγματ' άχρηστα σ' εμένανε μην κάνεις.

ΚΗΡΥΞ
Σκληρός είν' ο λαός αφού τη συμφορά ξεφύγει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ας είναι· ετούτος, πάντως, άθαφτος δεν πρόκειται να μείνει.

ΚΗΡΥΞ
Εκείνον που μισεί η πόλη μας με τάφο θα τιμήσεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εφόσον, βέβαια, το δικαίωμα στην τιμή αυτή δεν του στερήσαν οι θεοί.

ΚΗΡΥΞ
Όχι, τουλάχιστον προτού σε κίνδυνο τη χώρα του να ρίξει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Γδίκιωνε με κακό κακό που του 'γινε.

ΚΗΡΥΞ
Μόνο που αντίς για έναν όλους εγδικήθη.

<ΑΝΤΙΓΟΝΗ >

ΚΗΡΥΞ
Τον τελευταίο λόγο στους θεούς η ΄Εριδα τον έχει.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εγώ αυτόν εδώ θα τονε θάψω· κι άλλο μη φλυαρείς.

ΚΗΡΥΞ
Δικό σου θέλημα είναι· πάντως, εγώ δε στέργω.

ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, αλίμονο!
Ω μεγαλόδοξες και γενοφθόρες Κήρες Ερινύες,
που τη γενιά του Οιδίποδα εσείς την ξεκληρίσατε!
Μ' εμένα τι θα γίνει; τι θα κάνω;
και τι θα μηχανευτώ;
πώς θα 'χω το κουράγιο μήτε να σε κλάψω
μήτε το ξόδι σου ως το μνήμα ν' αποβγάλω;
Mα φοβούμαι και ν' αποφύγω θέλω
το θυμό των πολιτών.
Εσύ, μαθές, πολλούς να σε θρηνολογήσουν θα 'βρεις·
μα κείνος άκλαυτος θα πάει ο έρμος,
από την αδερφή του μόνον, που θα τον πικροθρηνεί,
έχοντας μοιρολόι.
Ποιος θα το πίστευε, αλήθεια!

ΗΜΙΧ. Α΄
Ας κάνει η πόλη ό,τι θέλει
μ' αυτούς που κλαιν τον Πολυνείκη·
εμείς θα πάμε, ναι, και στην ταφή του θα βοηθήσουμε,
ξεπροβοδώντας το νεκρό.
Τι είναι κοινός για όλη τη γενιά αυτός εδώ ο πόνος,
κι η πόλη δέχεται το δίκιο άλλοτε αλλιώς.

ΗΜΙΧ. Β΄
Κι εμείς μ' αυτόν εδώ, τον Ετεοκλή, θα πάμε,
όπως μαζί πόλη και δίκιο δέχονται·
γιατί, μετά απ' τους μακάριους θεούς
και την ισχύ του Δία, ήταν αυτός,
απάνω απ' όλους, που δεν άφησε
την πόλη των Καδμείων να χαθεί κι αλλόφερτων
ανθρώπων κύμα να την κατακλύσει. ]



—————
Η μετάφραση των Επτά επί Θήβας βασίστηκε, με ορισμένες αποκλίσεις, στην έκδοση του κειμένου από τον Denys Page, Aeschyli, Septem quae supersunt tragoedias, Oxford Classical Texts 1972.

Μαίρη Γιόση, Μιχάλη Καρδαμίτση, Μανόλη Κουκουράκη, Βασίλη Μπελεκούκια, Mαρία Μυλωνά, σας ευχαριστώ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: