ΗΜΙΧ.
Αλλά, να τος, θαρρώ, ο κατάσκοπος απ' το στρατό του εχθρού·
μας φέρνει, φίλες μου, κάποια καινούργια είδηση
κι απ' τη σπουδή του τρέχει μ' όλη τη σβελτάδα των ποδιών του.
ΗΜΙΧ.
Να τος, κι ο ίδιος ο βασιλιάς, ο γιος του Οιδίποδα,
έρχεται πάνω στη στιγμή, να μάθει τι θα πει ο αγγελιαφόρος·
κι αυτός, απ' τη σπουδή του, φτάνει τρέχοντας.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ξέρω καλά τα πράγματα με τους εχθρούς μας, και θα πω
ποιος απ' τους πολεμάρχους τους κληρώθηκε στην κάθε πύλη.
Βρυχιέται, κιόλας, ο Τυδέας στις Προιτίδες πύλες,
μόνο που ο μάντης δεν τον αφήνει να διαβεί τον Ισμηνό,
τι τα σημάδια από τα σφάγια δεν είν' ευνοϊκά.
Αλλ' ο Τυδέας είν' ανήμερος, στη μάχη λαχταράει για να χυμήξει,
χουγιάζει σαν πελώριο φίδι που σφυρίζει το καταμεσήμερο
και με βαριά λόγια το γιο του Οϊκλή, το σοφό μάντη, ονειδίζει
πως να ξεφύγει θάνατο και μάχη προσπαθεί από λιγοψυχία.
Τέτοια φωνάζοντας, τις τρεις βαθύσκιωτες ουρές του κράνους του
—τη χαίτη του— τινάζει, ενώ τα κουδούνια, κάτω απ' την ασπίδα του,
τα μπρούντζινα, φοβηχτερά βροντοκραυγάζουν· και τούτο εδώ
το σήμα για έμβλημα έχει της υπεροψίας του επάνω στην ασπίδα:
τεχνουργημένον ουρανό που φλέγετ' από άστρα·
κι η φωτεινή πανσέληνος, απ' τ' άστρα το πρεσβύτερο,
το μάτι της νυχτός, στη μέση της ασπίδας καταλάμπει.
Απ' τη θαμπωτική του αρματωσιά ξεμυαλισμένος,
ανακράζει στου ποταμιού τις όχθες, τη μάχη αποθυμώντας,
σαν άτι μποδισμένο, που κοντανασαίνει, παλεύοντας
με τα γκέμια του, ενώ αδημονεί το σάλπισμα ν' ακούσει.
Απέναντι σε τούτον 'δω, μαζί του να λογαριαστεί, ποιόνε θα βάλεις;
τις πύλες, πες, ανοίγουνε του Προίτου, άξιος ποιος είναι να τις υπερασπίσει;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Από πλουμίδια αντρός εγώ σαν τι να φοβηθώ—
λαβωματιές δεν καταφέρνουνε τα σήματα
κι άβλαβα είναι τα λοφία και τα κουδούνια δίχως δόρυ·
όσο γι' αυτήν τη νύχτα όπου λες, επάνω στην ασπίδα,
και που απ' τ' άστρα τ' ουρανού τυχαίνει να φεγγοβολά,
μπορεί κι ανεμυαλιά μαντευτική για κάποιον να 'ναι·
γιατί στα μάτια του η νύχτα σαν θα πέσει, όντας πια νεκρός,
το έμβλημα της ξιπασιάς αυτό εδώ θ' αποδειχθεί σωστά και δίκαια
πως φανερώνει ακριβώς κείνον που το κρατάει, οπότε, τώρα,
κατά του εαυτού του μαντολογεί ο ίδιος για την ύβρη του.
Λοιπόν, εγώ, αντίπαλο θα βάλω του Τυδέα, για να υπερασπιστεί
τούτες εδώ τις πύλες, το συνετό γιο του Αστακού, άντρα λαμπρής γενιάς,
που τον τιμά το θρόνο της Αισχύνης κι απεχθάνεται τα φαντασμένα
λόγια· τα αισχρά δεν τον αγγίζουν, ενώ αποστέργει τη δειλία.
Είναι βλαστός ενός Σπαρτού, ανάμεσα σ' αυτούς που εφείσθη
ο Άρης —του τόπου γέννημα και θρέμμα— ο Μελάνιππος·
κι εκείνος που θα κρίνει τον αγώνα θα 'ναι,
με τη ζαριά του, ο Άρης· ενώ η Δίκη, η αδερφή του, είναι
που πρόμαχο στον πόλεμο τον στέλνει, για να προστατέψει
τη γη που τον εγέννα από το δόρυ του εχθρού.
ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/ Και τώρα στο δικό μου τον πολέμαρχο οι θεοί
ας δώσουνε τη νίκη, αφού να προμαχήσει
για της πόλης μου το δίκιο όρμησε·
μα τρέμω μην και τους δω στα αίματα πνιγμένους,
να 'χουνε σκοτωθεί για χάρη των ανθρώπων τους.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Μακάρι σε τούτον οι θεοί να δώσουνε τη νίκη.
Όμως ο κλήρος έταξε τον Καπανέα στις Ηλέκτρες πύλες,
άλλος κι αυτός γίγαντας, πιο αψηλόκορμος από τον πρώτο
που είπα κι άμοιαστη μ' ανθρώπου η κομποφάνια του·
τα τείχη φοβερά απειλεί, μα τις φοβέρες του ας μην τις αληθέψει η τύχη.
Θα πάρει, διαλαλεί, την πόλη θέλει δε θέλει ο θεός,
κι ούτε που θα τον αντισκόψει του Διός η οργή
με κεραυνούς στον κάμπο αν ξεσπάσει·
και σαν τη λάβρα του μεσημεριού φαντάζεται τ' αστροπελέκια.
Έναν γυμνό πυρφόρο άντρα έχει για σήμα του,
που βαστάει δαδί αναμμένο, έτοιμος φωτιά να βάλει,
και που τα λόγια αυτά, με γράμματα χρυσά γραμμένα,
αναφωνάζει: “την πόλη θα την κάψω”.
Αντίπαλο να στείλεις —αλλά ποιον;— σε τούτον τον αφόβητο άντρα·
ποιος αψηφάει έναν που για την παλληκαριά του καμαρώνει;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Από το κέρδος τούτο 'δω —με τον Τυδέα— γεννιέται
άλλο — με τον Καπανέα· η γλώσσα, βλέπεις,
προδίνει αλάθευτα το φρόνημα των αλαζόνων.
Ο Καπανέας φοβερίζει πως είν' έτοιμος για πόλεμο·
καταφρονώντας τους θεούς, το στόμα του το θρασερό γυμνάζει
μ' ανώφελη χαρά και φουσκωμένα λόγια στέλνει
αυτός, ένας θνητός, αγριοφωνάζοντας, στον ουρανό,
ενάντια στο Δία· κι απάνω του θα πέσει, κεραυνού
φωτιά, πιστεύω, πέρα μα πέρα αλλιώτικη
από το μεσημεριανό λιοπύρι. Το λοιπόν:
σε τούτον, με τη μεγαλοστομία την αχαλίνωτη,
βάζω αντιμέτωπο τον Πολυφόντη, με τη φλογερή αντρειά,
που άξιος θα δειχτεί φρουρός, χάρη στην εύνοια της προστάτριας
Άρτεμης και στη βοήθεια των αλλωνών θεών.
Άλλον πολέμαρχο, σε άλλες πύλες που κληρώθη, πες μου.
ΧΟΡΟΣ
/αντ. α/ Στ' ανάθεμα να πάει όποιος μεγάλες συμφορές
καυχιέται πως θα πάθει η πόλη μου!
Και βέλος κεραυνού στον τόπο ας τον αφήσει,
προτού στο πατρικό μου σπίτι ορμήσει κι έξω με σύρει
απ' τα παρθενικά μου δώματα με το επαίσχυντό του δόρυ.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Λοιπόν, θα σου πω ποιος έπειτα κληρώθη σ' άλλες πύλες·
για τον Ετέοκλο ο τρίτος κλήρος βγήκε
από τ' ανάστροφο, χαλκόπλαστο 'πιδέξια, κράνος
και με τους άντρες του στις Νήιστες πύλες θα επιτεθεί.
Και τ' άλογά του, που τα φάλαρα τινάζουν πέρα δώθε,
χλιμιντρίζοντας, απ' τη λαχτάρα τους στις πύλες να χυμήξουν,
να γυροφέρνουνε τα βάζει. Ενώ με τ' άπαυτο ρουθουνητό τους
οι μυταριές των χαλινών σουρίζουν βουερά, καθώς σ' άτια βαρβαρικά.
Κι η ασπίδα του δεν είναι με λίγη τέχνη στολισμένη·
ένας πολεμιστής σε σκάλα σκαρφαλώνει για να εφορμήσει
στον πύργο των εχθρών, θέλοντας να τον κυριέψει·
και ξεφωνίζει, λένε τα συνταιριασμένα γράμματα, πως μήτ' ο ΄Αρης
δε θα δυνότουν να τον αποδιώξει απ' τα πυργώματα.
Σε τούτον 'δω τον άντρα στείλε αξιόμαχο αντίπαλο
την πόλη μας για να γλιτώσει από ζυγό δουλείας.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Θα τον έστελνα, όμως, για καλή του τύχη, είναι σταλμένος
κιόλας, κρατώντας την περηφάνεια του στα χέρια του,
ο Μεγαρέας, φύτρο του Κρέοντα, απ' τη σπαρτή γενιά,
που τις πύλες δε θα εγκαταλείψει απ' το φόβο του για τ' άλογα
π' αναφουρμάζουν και βροντομανούν, μα είτε με το θάνατό του
θα ξεπληρώσει προς τη γη που τον ανάθρεψε το χρέος του
είτε, πιάνοντας τους δυο άντρες και κυριεύοντας την πόλη επάνω
στην ασπίδα, με λάφυρα το πατρικό του σπίτι θα στολίσει.
Γι' άλλονε, πες μου, επαρμένο, μη διστάζεις.
ΧΟΡΟΣ
/στρ. β./ Για σένα, βέβαια, ω πρόμαχε του σπιτιού μου, δέομαι
να πετύχεις, ενώ για τους εχθρούς μου ολέθρια τύχη να 'χουν!
Και καθώς με περισσή αλαζονεία τούτοι ξεστομίζουν
λόγια εναντίον της πόλης μου, μανιάζοντας, επάνω τους
ο Δίας ο γδικιωτής να ρίξει τ' οργισμένο βλέμμα του.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο τέταρτος τις γειτονικές πύλες της Αθηνάς ΄Ογκας
ανάλαβε και καταφτάνει με άγρια χουγιαχτά·
την όψη και το πελώριο ανάστημα έχει του Ιππομέδοντα.
Κι έφριξα —δε θα τ' αρνηθώ— σαν το τεράστιο στριφογύρισε
αλώνι, την κυκλική ασπίδα του. Κι ακάτεχος δεν ήταν,
σίγουρα, ο τεχνίτης που αυτό εδώ πρόσθεσε πάνω της το σήμα:
τον Τυφώνα, να ξερνοβολά απ' το φλογόπνοο στόμα του
κατάμαυρο καπνό — το πολυσάλευτο αδέρφι της φωτιάς·
κι ολόγυρα φίδια περιπλεχτά κοσμούν τη βαθουλή ασπίδα του
απλώνοντας ώσμε κάτω, στο στρογγυλό στεφάνι, τις κουλούρες τους.
Κι αυτός αλαλητά πολεμικά έμπηξε κι έχοντας το θεό
Άρη μέσα του αλλοφρονιάζει, σαν μαινάδα, από την ξέφρενη
ορμή να πολεμήσει, ενώ το βλέμμα του σκορπά το φόβο.
Πρέπει καλά να φυλαχτούμε από τέτοιου αντρός επίθεση,
γιατί, κιόλας, στις πύλες μπρος, τρανά κομπάζει ο Φόβος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα η Παλλάδα ΄Ογκα, που σιμά στην πόλη εδρεύει,
πλάι στις πύλες, εμπόδισμα πιο πριν θα του σταθεί,
από το μίσος της στην ύβρη του αντρός, όπως σε φίδι άντικρυ
τρομαχτικό η μάνα σκέπη γίνεται για τα νιογέννητα πουλάκια.
Ο Υπέρβιος, ο συνετός γιος του Οίνοπα, ν' αντιπαλέψει αυτόν τον άντρα
προτιμήθη, να μάθει θέλοντας τη μοίρα του απ' τη δοκιμασία της τύχης,
και στην ειδή, στο θάρρος και στο χειρισμό των όπλων
είν' αψεγάδιαστος. Ο Ερμής εύλογα ν' αναμετρηθούν τους έβαλε·
γιατί ο εχθρός θα μπει σε μάχη με αυτόν εδώ τον άντρα
και δυο θεοί θα συγκρουστούν επάνω στις ασπίδες μεταξύ τους·
τον Τυφώνα, που ξεφυσά φωτιά, έχει στην ασπίδα του ο εχθρός,
ενώ ο Υπέρβιος, στη δικιά του, τον πατέρα Δία, ολόρθο,
στο χέρι τ' αστραποπέλεκο κρατώντας για να το ξαπολύσει·
και ποτέ κανείς ίσαμε τώρα δεν είδε, βέβαια, το Δία να νικιέται.
Τέτοια λογής συμπάθεια δείχνει στον καθέναν ο θεός του·
όμως απ' τη μεριά των νικητών να 'μαστ' εμείς, κι αυτοί των νικημένων.
Οπού 'ναι πιθανό έτσι να συμβεί μ' αυτούς τους δυο αντιπάλους,
μια κι ο Δίας είναι δυνατότερος στη μάχη απ' τον Τυφώνα·
είθε, λοιπόν, ν' αποδειχτεί σωτήρας του Υπέρβιου
ο Δίας της ασπίδας, καθώς το φανερώνει και το σήμα.
ΧΟΡΟΣ
/αντ. β/ Αυτός που το βδελυρό ομοίωμα του χθόνιου δαίμονα,
του αντίμαχου στο Δία, έχει επάνω στην ασπίδα του,
τη μισητή για τους θνητούς μα και για τους αιωνόβιους
θεούς εικόνα, είμαι σίγουρη πως το κεφάλι του
θα χάσει μπρος στις πύλες.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Άμποτες έτσι να γενεί! Και τώρα για τον πέμπτο θα μιλήσω,
που οι Βορεινές, πέμπτες στη σειρά, πύλες τ' ανατεθήκαν,
καταντικρύ στον τύμβο του διογέννητου Αμφίονα·
κι ορκίζεται στο δόρυ του, που το τιμά και το πιστεύει
παραπάνω κι απ' το θεό κι από τα μάτια του, πως, δίχως άλλο,
την πόλη θα ερημώσει των Καδμείων, κι ο Δίας να μη το θέλει!
Τέτοια το καλοθώρητο βλαστάρι της βουνίσιας μάνας,
τ' αγόρι οπού γίνεται άντρας, διακηρύχνει.
Είναι πάνω στην ώρα που αρχινάει στα μάγουλα να βγαίνει
χνούδι, που πυκνή η τρίχα αναχαράζει.
Με φρόνημα αδυσώπητο, αταίριαστο στο όνομά του,
και με ματιά τρομαχτική, κοντοζυγώνει·
κι όχι χωρίς μεγάλα λόγια, βέβαια, εμπρός στις πύλες στέκει·
γιατί στη χάλκινη ασπίδα του —το στρογγυλό προφύλαγμα
του σώματος— το ντρόπιασμα της πόλης μας κραδαίνει,
τη σαρκοφάγα Σφίγγα, στερεωμένη επιτήδεια με καρφιά,
λαμπρή ανάγλυφη μορφή, που κάτωθέ της άρπαξε
έναν απ' τους Καδμείους και σ' αυτόν τον άντρα απάνω
πέφτουν τα πιο πολλά βέλη. Και δείχνει πως δεν ήρθε εδώ
παλληκαριά για να ψευτοπουλήσει κι ούτε πως ανάξια
δρόμο τόσο μακρύ επορεύτη ο Αρκαδινός Παρθενοπαίος.
Και μολονότι μέτοικος, το χρέος του προς το ΄Αργος
ξεπληρώνει, που μ' επιμέλεια τον ανάθρεψε·
τα τείχη μας απειλεί, μα είθε να του αντιταχτεί ο θεός.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Όσα σε βάρος μας εκείνοι έχουν κατά νου ας υποστούν
απ' τους θεούς οι ίδιοι για τους ανόσιους κομπασμούς τους!
Και τότε, βέβαια, ξολοθρεμό τελειωτικό, τον πιο κακό,
θενα 'βρουν. ΄Ομως και για τον Αρκάδα αυτόν, που λες,
αντίπαλος που δεν περηφανοκαυχιέται και που το χέρι του
νογάει τι να κάνει υπάρχει ο Άκτορας, ο αδελφός του Υπέρβιου,
που μπροστύτερα είπα. Κι αυτός δε θε ν' αφήσει γλώσσα ανέξοδη
μες απ' τις πύλες να χυθεί μ' ορμή για ν' αβγατέψουν τα δεινά
ούτε να μπει στην πόλη εχθρός με την εικόνα επάνω στην ασπίδα του
του μισητότερου θεριού, που ανθρώπινα σπαράζει μέλη·
κι ενάντια στον άντρα που το κρατάει θα καταφερθεί αυτό,
καθώς απ' τα τειχιά μας σμαριαστά θα το βροντοχτυπούν τα δόρατά μας.
Τότες, αν το θελήσουν κι οι θεοί, θα βγω κι εγώ αληθινός.
ΧΟΡΟΣ
/στρ. γ./ Κατάκαρδα με πληγώνουνε τα λόγια τους
κι ανατριχιάζω ακούγοντας
από κομπαστικούς ανόσιους άντρες
τις μεγαλοστομίες τους· μα απ' τους θεούς
τον όλεθρο στον τόπο μας ας βρουν!
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και τώρα για τον έκτο, τον πιο μυαλωμένο,
και για το θάρρος του τρανό, πολέμαρχο θα πω,
το μάντη Αμφιάραο· στις Ομολωίδες πύλες έχοντας ταχθεί,
μ' ονειδισμούς σκαιούς περιλούζει τον Τυδέα, αποκαλώντας τον
αντροφονιά, διασαλευτή της πόλης, πρωτοστάτη μέγα στ' ΄Αργος
των δεινών, της Ερινύας κήρυκα, διακονητή του Φόνου
και σύμβουλο τ' Αδράστου γι' αυτές εδώ τις συμφορές·
ενώ, απ' την άλλη, το δόλιο αδερφό σου Πολυνείκη,
αφού ανάστροφα προφέρει τ' όνομά του
—τονίζοντας, με νόημα, δυο φορές το δεύτερο μισό του—
τον φωνάζει κι αυτά του ξεστομίζει:
«Παρόμοια πράξη και ν' αρέσει στους θεούς πώς γίνεται;
κι είν', άραγε, καλό για τις κατοπινές γενιές
να μάθουν και να λένε πως ερήμαξες την πατρική σου
πόλη και τους ναούς των θεών του τόπου σου
έχοντας κάνει επιδρομή με στράτευμα ξενόφερτο;
Και ποιο δίκιο θενα στερφέψει την πηγή —τη μάνα γη σου—
απ' όπου ανάβλυσε η ζωή σου; Κι η πατρίδα πώς στο πλευρό σου
θα βρεθεί, αφού απ' τις προκοπές του δόρατός σου θα 'ναι
καταχτημένη; ΄Οσο για μένα αυτά εδώ τα χώματα μου μέλλεται
να λιπάνω — ένας μάντης, που θάφτηκε στη χώρα των εχθρών του·
ας πολεμήσουμε, λοιπόν, και θάνατο ντροπιαστικό ελπίζω να μην έχω».
Τέτοια ο μάντης έλεγε την ολοχάλκινη ασπίδα του ατάραχος
κρατώντας. Σήμα επάνω της κανένα δεν υπήρχε,
γιατί δε θέλει ο πιο γενναίος να λογιέται αλλά να είναι,
καρπούς θερίζοντας απ' αυλακιά βαθιά μες στο μυαλό του,
απ' όπου οι συνετές βλασταίνουν κρίσεις.
Σε τούτον αντίπαλο γνωστικό κι αντρείο να στείλεις σ' ορμηνεύω·
αυτός που σέβας έχει στους θεούς είναι δεινά επικίνδυνος.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αλίμονο στη μοίρα των ανθρώπων που το δίκαιο άντρα
να συχνοτίζεται με τους πιο άσεβους τον βάζει!
Σ' ό,τι κι αν κάνεις, τίποτε χειρότερο απ' τους κακούς
συντρόφους και καλό απ' αυτούς να καρπωθείς κανένα·
στης Άτης το χωράφι ο θάνατος καρπίζει:
΄Η ο ευσεβής, μπαρκάροντας σε πλοίο με ναύτες που 'ναι
αδίστακτοι πανούργοι, χάθηκε μαζί με των θεομίσητων
τη φάρα ή ο δίκαιος, μαζί με τους εχθρόξενους κι αχάριστους
στο θεό πολίτες, στο ίδιο βρόχι άδικα πιασμένος,
εξουδενώθη, έχοντας, με δίχως διάκριση,
κι αυτός απ' το μαστίγιο του θεού τιμωρηθεί.
Έτσι κι ο μάντης, για το γιο του Οϊκλή μιλάω,
που είναι σώφρων, δίκαιος, γενναίος, ευσεβής,
προφήτης μέγας, αφού, άθελά του, έμπλεξε
μ' άντρες που λόγια έπαρσης το στόμα τους ξεχύνει,
και που τραβούν με τα στρατεύματά τους
για τόπο αλαργινό πολύ για να ξαναγυρίσουν,
μαζί τους θα καταβαραθρωθεί, ο Δίας αν το θελήσει.
Λοιπόν, είμαι της γνώμης πως αυτός στις πύλες δε θα επιτεθεί,
κι όχι γιατί του λείπει η ψυχή ή έχει λίγο θάρρος,
αλλά γιατί το ξέρει, αν του Λοξία τα θέσφατα αληθέψουν,
πως πεπρωμένο θάνατο θα βρει στη μάχη·
και συνηθά ο θεός είτε να μένει σιωπηλός είτε να λέει τα καίρια.
Εγώ θα στήσω αντίμαχό του φύλακα στις πύλες
το Λασθένη, που εχτρεύεται τους ξένους·
έχει νου γέροντα, σφριγά, όμως, στο σώμα του η νιότη·
είναι γοργόβλεπος, ενώ αυτοστιγμεί το δόρυ του,
εκεί π' ακάλυπτο θ' αφήσει τον εχθρό η ασπίδα, μπήγει·
ωστόσο, δώρο θεού είναι για τους θνητούς η νίκη.
ΧΟΡΟΣ
/αντ. γ/ Ω θεοί, τις δίκαιες προσευχές μας εισακούστε,
τη νίκη δίνοντας στην πόλη μας, και του πολέμου τα δεινά
κάντε τα ν' αλλαξοδρομήσουν, ώστε απάνω στους εχθρούς
να πέσουνε, που πάτησαν τη γη μας· κι αφού ο Δίας τους ξεδιώξει
από τα τείχη μας, άμποτε με τον κεραυνό του να τους κάψει!
ΑΓΓΕΛΟΣ
Και τώρα γι' αυτόν εδώ τον έβδομο, στις έβδομες τις πύλες,
τον πολέμαρχο θα πω, το δικό σου αδερφό, που κακά τέτοια
εκείνος καταριέται κι εύχεται η πόλη μας να πάθει:
αφού τα τείχη της πατήσει κι ανακηρυχτεί της χώρας βασιλιάς,
κι αφού με ιαχές χαράς θριαμβικό παιάνα ψάλει για τη νίκη του,
με σένανε ν' αντροπαλέψει και ή, σκοτώνοντάς σε, δίπλα σου
νεκρός να σωριαστεί ή, αν ζήσεις, με τον ίδιο τρόπο —με την εξορία—
να εκδικηθεί το ατιμωτικό του διώξιμο απ' τη χώρα.
Αυτά βροντοφωνάζει κι απ' τους θεούς του τόπου του
ζητά τις παρακλήσεις του εξάπαντος ν' ακούσουν.
Και στρογγυλή ασπίδα νιόφτιαχτη κρατάει,
πόχει δυο σήματα με μαστοριά πάνω της αρμοσμένα:
χρυσολατημένο μπορείς να δεις πολεμιστή
και πιο μπροστά του μια γυναίκα που με φρονιμάδα
τον καθοδηγάει· και, καθώς δείχνουνε τα γράμματα,
πως είναι η Δίκη βεβαιώνει λέγοντας:
«εγώ αυτόν εδώ τον άντρα θα τον φέρω πίσω και θα γίνει
της πατρώας του πόλης και του παλατιού του ο διαφεντευτής».
Τέτοια λογής τεχνάσματα σοφίζονται εκείνοι· τώρα,
εσύ αποφάσισε ποιόνε λογιάζεις άξιο γι' αντίμαχο να πέψεις,
ώστε για τα μαντάτα τούτα εμένανε ποτέ να μην κακίσεις·
κι απ' την άλλη, πώς το σκαρί της πόλης μας εσύ θα τιμονέψεις.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ω απ' τους θεούς φρενοπαρμένη και τρισθεομίσητη,
ω πολυδάκρυτη του Οιδίποδα γενιά μου!
Τώρα, οϊμέ, βγαίνουνε οι κατάρες του πατέρα!
Αλλ' ούτε κλάματα μα ούτε οδυρμοί χρειάζονται,
μήπως ακόμα πιο δυσβάσταχτο γεννοβολήσουν θρήνο.
Και γι' αυτόν, με τ' όνομα το τόσο ταιριαστό, τον Πολυνείκη,
ευθύς τώρα θα μάθουμε το έμβλημα πού θα βγάλει:
αν πίσω τονε φέρουνε τα χρυσοκάμωτα επάνω στην ασπίδα
γράμματα, που από παραφροσύνη ξεχειλίζουν.
Κι αν η παρθένα κόρη του Διός, η Δίκη, του παράστεκε
σ' όσα κάνει και σκέφτεται, αυτό μπορεί και να γινόταν·
αλλά μήτε σαν άφησε τη σκοτεινή κοιλιά της μάνας του,
μήτε και στα μικράτα του, μηδέ στην ήβη φτάνοντας,
μήτε κι όταν τα γένεια του αρχίσαν να φυτρώνουν,
έδωκε η Δίκη προσοχή σ' αυτόν κι αξία, ενώ, μήτε, θαρρώ,
και τώρα στης προγονικής του γης το ρήμαγμα,
θα του 'ναι, βέβαια, στο πλευρό του παραστάτης·
αφού η Δίκη θα ψεύτιζε, δίχως άλλο, τ' όνομά της
αν αρωγός ενός πέρα για πέρα αδίσταχτου ερχότανε ανθρώπου.
Αυτά πιστεύω κι έτσι θ' αναμετρηθώ μαζί του εγώ ο ίδιος·
κι είν' άλλος έξω από μένανε πιο διαλεχτός υπέρμαχος του δίκιου;
Λοιπόν, αρχηγός θα σταθώ ενάντια σ' αρχηγό, αδέρφι σε αδέρφι,
κι οχτρός σ' οχτρό. Εμπρός, γλήγορα, τις κνημίδες φέρε μου
— προφύλαγμα από των δοράτων την αιχμή κι από τα βέλη.
ΧΟΡΟΣ
Παιδί του Οιδίποδα, ακριβαγάπητο, όχι, μη συνεριστείς
την οργή εκεινού που τόσο αναίσχυντα μιλάει· να πολεμήσουν,
φτάνει, με τους Aργείους οι Καδμείοι· γιατί το αίμα τους
μπορεί να εξαγνιστεί· μα όταν δυο άντρες, που αίμα τούς ενώνει
αδερφικό, το θάνατο σ' αμάχη μεταξύ τους βρουν,
το μίασμα απ' το αίμα τέτοιου φονικού ποτέ του δε γερνάει.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν είναι νά 'ρθει από θεού ένα κακό, ας είναι δίχως καταισχύνη·
οι πεθαμένοι, βλέπεις, μοναχά αυτό το κέρδος έχουν·
από πράξεις κακές κι αισχρές φήμη καλή δε βγαίνει.
ΧΟΡΟΣ
/στρ. α/ Παιδί μου, τι φρενιάζεις; το νου σου
μη σου παίρνει το χολιασμένο μένος σου για πόλεμο·
ξέκοψ' από τη ρίζα το κακό σου πάθος!
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αφού τόσο το πράγμα ο θεός ξετρέχει, τότε ολόκληρη η γενιά του Λάιου,
η μισητή στο Φοίβο, που της έλαχε του Κωκυτού το κύμα,
ας αρμενίσει ολόπριμα για την καταστροφή!
ΧΟΡΟΣ
/αντ. α/ Σε κατατρώει άχτι φονικό
που πίκρες θα γεννήσει,
ανόσια χύνοντας το αίμα του αδερφού σου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Του αγαπημένου μου πατέρα, βλέπεις, η αντίδικη κατάρα
είναι από δίπλα μου, αδάκρυτα μάτια έχοντας, στεγνά,
και λέει πως κερδισμένος θά 'βγω αν πεθάνω τώρα, κι όχι αργότερα.
ΧΟΡΟΣ
/στρ. β/ Να μη βιαστείς· δε θα σε πουν δειλό, αν σώσεις τη ζωή σου,
χωρίς να γίνεις στυγερός φονιάς· η σκοτεινή κι ορμητική
σαν θύελλα Ερινύα απ' το παλάτι σου θα φύγει
όταν θυσία απ' τα χέρια σου δεχτούνε οι θεοί.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Φαίνεται πως, από καιρό, οι θεοί μ' έχουν εγκαταλείψει,
οπόταν προσφορά θυσίας του ξεγραμμένου εμένανε γιατί να λογαριάσουν;
Κι ύστερα εγώ σε τι φελά να γλυκοπιάνω την ολέθρια μοίρα;
ΧΟΡΟΣ
/αντ. β/ Τώρα είναι που ο δαίμονας της καταφοράς
βρίσκεται στο κατόπι σου, αφού, ίσως, με τον καιρό,
μπορεί ν' αλλαξογνωμήσει και νά 'ρθει πνέοντας ημερότερα·
μα, τώρα, βράζουνε τα κύματα του μένους του ακόμα!
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Απ' τις κατάρες, βλέπεις, του Οιδίποδα ανάβρασε ο θυμός του·
και λένε, με το παραπάνω, την αλήθεια οι σκιές που είδα στα όνειρά μου
τη μοιρασιά να κάνουνε στο πατρικό μου βιος.
ΧΟΡΟΣ
Έστω κι αν δε το στέργεις, τις γυναίκες άκου.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Για πες, μα δίχως φλυαρίες, σαν τι είναι βολετό να γίνει;
ΧΟΡΟΣ
Το δρόμο αυτόν, εσύ, που πάει στις έβδομες τις πύλες, να μην πάρεις!
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δε θα στομώσεις το θυμό μου με τα λόγια σου· καλά 'ναι τροχισμένος!
ΧΟΡΟΣ
Κι όμως, υπάρχουν νίκες δίχως δόξα που τις τιμά ο θεός.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τέτοια γνώμη ένας πολεμιστής δεν πρέπει να τη λογαριάζει.
ΧΟΡΟΣ
Πώς γίνεται και θες να δρέψεις το αίμα του ίδιου τ' αδερφού σου;
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάθια σταλμένα απ' τους θεούς δεν είναι μπορετό να τ' αποφύγεις.