Χαρτογραφικές αμηχανίες και συγχύσεις το β΄ μισό του 19ου αιώνα

Ο γενικευμένος χάρτης-οδηγός της διανομής των είκοσι φύλλων του χάρτη του Dépôt του 1852. H γραμμή των συνόρων έχει τοποθετηθεί για πρώτη φορά με ακρίβεια σε χάρτη, μετά από τις σχετικές γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες των Γάλλων αξιωματικών στις περιόδους 1833-1835 και 1835-1840. Στον χάρτη του 1852 είχε ενσωματωθεί επεξεργασμένος ο χάρτης της Πελοποννήσου του Dépôt του 1832. Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ
Ο γενικευμένος χάρτης-οδηγός της διανομής των είκοσι φύλλων του χάρτη του Dépôt του 1852. H γραμμή των συνόρων έχει τοποθετηθεί για πρώτη φορά με ακρίβεια σε χάρτη, μετά από τις σχετικές γεωδαιτικές και τοπογραφικές εργασίες των Γάλλων αξιωματικών στις περιόδους 1833-1835 και 1835-1840. Στον χάρτη του 1852 είχε ενσωματωθεί επεξεργασμένος ο χάρτης της Πελοποννήσου του Dépôt του 1832. Πηγή: Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ

Εάν, για τις επισκοπήσεις στον ελληνικό χαρτογραφικό 19ο αιώνα, δεχτούμε ως χρονική περίοδο ανάλυσης τις τρεις δεκαετίες που ορίζουν το δημογραφικό χρονικό εύρος μιας γενιάς ―διάστημα κοντά στο άνω όριο των παραδοσιακών διεθνών σχετικών ορισμών― τότε η πρώτη μετά την Επανάσταση του 1821 περίοδος φτάνει μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα· η δεύτερη μέχρι την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και η τρίτη μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο 1940 φτάνει η τέταρτη περίοδος και μετά ακολουθούν οι επόμενες, όλο και μικρότερης χρονικής διάρκειας, αντίστοιχες με εκείνες των δημογραφικών ορισμών των γενεών, κατά τις σύγχρονες ορολογίες που έχουν επικρατήσει διεθνώς. Με αυτόν λοιπόν τον ορισμό των χαρτογραφικών περιόδων της Ελλάδας, μετά το 1821, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι γύρω από το τέλος και των τριών πρώτων (1850, 1880, 1910) συναντάμε σημαντικούς χάρτες–σταθμούς· με σπουδαία ιστορικά συμφραζόμενα για το κράτος και την εδαφική του επικράτεια μετά την Επανάσταση. Και βέβαια δεν μπορούν να παραγνωριστούν, στα ενδιάμεσα, αξιοσημείωτα χαρτογραφικά γεγονότα των τριών τριακονταετών περιόδων με πρωταγωνιστές κυρίως ξένους στις δύο πρώτες, των εξήντα χρόνων, και με όλο και περισσότερους Έλληνες στις επόμενες. Το 1852 εκδόθηκε στο Παρίσι, από το γαλλικό στρατιωτικό Dépôt de la guerre, ο εικοσάφυλλος χάρτης της πρώτης ελληνικής επικράτειας σε κλίμακα 1εκ./2χλμ. (1εκ. στον χάρτη/2χλμ. στο έδαφος). Το 1881 εκδόθηκε στο Λονδίνο ―στα γαλλικά το 1882― ο ενδεκάφυλλος χάρτης που συνέταξε ο ειδικός χαράκτης συνόρων Βρετανός στρατιωτικός μηχανικός Ardagh, σε κλίμακα 1εκ./500μετ., σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου και τις διμερείς διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο χάρτης αυτός καθόριζε και απεικόνιζε τη νέα οροθετική γραμμή της χώρας, ενώ είχαν προηγηθεί το 1878 δύο αξιοσημείωτοι χάρτες για την υποστήριξη των ελληνικών επιχειρημάτων στις διαπραγματεύσεις· ο ένας οκτάφυλλος από αυτοδίδακτο χαρτογράφο και ο άλλος τετράφυλλος από το Γενικό Επιτελείο. Το 1910 χαρακτηρίζεται από το χαρτογραφικό άλμα που κάνει η χώρα με την (τότε) Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού, όπως αναγεννήθηκε μετά το 1897, καθοδηγούμενη και συνεργαζόμενη με την περίφημη ομόλογη της Αυστρίας, μετά τη σχετική διακρατική συμφωνία του 1889. Αποτέλεσμα ήταν η παραγωγή, από το 1908, της σειράς των ωραίων φύλλων του Ειδικού Χάρτη της Ελλάδας σε κλίμακα 1εκ./750μετ., με πρώτα τα φύλλα ‘Κονίσκος–Ελασσών’ και ‘Τρίκκαλα’ που τυπώθηκαν τη χρονιά εκείνη στη Βιέννη· τα διέθετε στην Αθήνα το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη.

Ο χάρτης του Dépôt του 1852 απεικόνιζε, πρώτη φορά αξιόπιστα, τη συνοριογραμμή όπως είχε αποφασιστεί στο Λονδίνο μετά από μακρές και σκληρές διεθνείς διαπραγματεύσεις του Καποδίστρια με τους εκπροσώπους των τριών Δυνάμεων. Είναι η οριστική χάραξη, μετά τη διπλωματική διελκυστίνδα περί των οροθετικών γραμμών που είχαν προταθεί μέχρι τα πρωτόκολλα του Λονδίνου του 1830 και του 1832 ―αμέσως μετά τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης· οι περιπετειώδεις σχετικές τρίμηνες τεχνικές εργασίες στο έδαφος εξελίχθηκαν το φθινόπωρο του 1832, μετά από ένα χρόνο διακοπή των πρώτων εργασιών το 1831, ένα μήνα πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια. Τα 92 σημεία της οροθέτησης καθόρισαν με επιτόπιο επιλογή οι τρεις οροθέτες επίτροποι συνταγματάρχες, ο Γάλλος Barthélemy (επικεφαλής των γεωγράφων μηχανικών του Dépôt στην Πελοπόννησο), ο Βρετανός Baker και ο Ρώσος Scalon, με τη συμμετοχή του Γιαννάκη Στάικου ―ο Οθωμανός είχε αποχωρήσει από την αρχή. Οι εργασίες καταγράφηκαν σε εννέα πρακτικά συνεδριάσεων των επιτρόπων που συντάχθηκαν σε διάφορους τόπους ―Πρέβεζα, Άρτα, Κομπότι, μέχρι το Πετρίλο, την Πεζούλα, τη Λαμία και τρεις άλλες υπαίθριες τοποθεσίες ενδιάμεσα. Η τελική έκθεση των τριών επιτρόπων στάλθηκε στο Λονδίνο τα τέλη Νοεμβρίου 1832, με την επιφύλαξη της σύνταξης χαρτών, η οποία συμφωνήθηκε τελικά στο Άργος το 1834· η συνοριακή γραμμή απεικονίζεται εμπειρικά σε δύο χαρτογραφήματα που εκδόθηκαν στο Λονδίνο, χωρίς γεωδαιτική και τοπογραφική τεκμηρίωση. Αυτή έγινε επί του εδάφους αργότερα από τους Γάλλους μηχανικούς του Dépôt, οι οποίοι παρέμειναν χαρτογραφώντας στην Ελλάδα, ύστερα από αίτημα της οθωνικής διακυβέρνησης. Μετά την έκδοση στο Παρίσι του σημαντικού έργου της χαρτογράφησης της Πελοποννήσου που είχε προηγηθεί (1829-1832) με κύρια προσωπικότητα τον γεωγράφο μηχανικό Peytier, οι Γάλλοι αξιωματικοί συνεχίζουν να τοπογραφούν την ανατολική Στερεά και Εύβοια (1833-1835), τη δυτική Στερεά συνδέοντάς την με τα Ιόνια νησιά (1837-1840)· τα αποτελέσματα δημοσιεύονται στο Παρίσι από τον Peytier το 1837 και τον Conteaux το 1841. Η δεύτερη ―και τελευταία― φάση της γαλλικής επιστημονικής χαρτογράφησης στην Ελλάδα θα επιτρέψει τoν ακριβή προσδιορισμό και απεικόνιση των συνόρων στον πρώτο χάρτη του ελληνικού κράτους, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την έκδοση σε ίδια κλίμακα εκείνου της Πελοποννήσου, που συγχωνεύτηκε επεξεργασμένος στον νέο χάρτη. Ο γαλλικός χάρτης του 1852 εκδόθηκε στις παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου και δεν άφηνε κανένα απεικονιστικό περιθώριο για οραματισμούς διευρύνσεων της καθορισμένης από το 1830-1832 γεωγραφικής ελληνικής επικράτειας. Δεν απεικόνιζε καμία άλλη περιοχή από εκείνες των οραμάτων Ελλήνων και Φιλελλήνων, που εξέφραζε το συμπληρωματικό ‘και τα λοιπά’ του εδαφικού προσδιορισμού της επικράτειας στη διατύπωση της Επιδαύρου το 1822 (Ανατολική χέρσος Ελλάς, Δυτική χέρσος Ελλάς, Πελοπόννησος, Νήσοι, κ.τ.λ.) και η ακόμη πιο προωθημένη διατύπωση περί των εδαφικών πόθων της Τροιζήνας το 1827 (Επαρχίαι της Ελλάδος είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας). Στον χάρτη του 1852 δεν υπάρχουν περιοχές ―‘δυνάμενες’ ή ‘επιθυμητές’ να αποτελέσουν τμήματα του ελληνικού κράτους― όπως είχαν υπονοήσει προηγούμενοι ημι-επιστημονικοί χάρτες (Lapie, 1826, Aldenhoven 1838) και άλλοι ένθετοι σε βιβλία, πολύ μικρότερης κλίμακας, κυρίως μετά το 1824. Το μήνυμα που έρχεται με τον χάρτη το 1852 είναι σαφές, λίγο πριν τον Κριμαϊκό Πόλεμο.

Παρά τα γεωγραφικά συμφραζόμενα του ―περί τη Μεγάλη Ιδέα― λόγου του Κωλέττη στη Βουλή, στο Σύνταγμα του 1844 δεν υπάρχει πλέον αναφορά σε γεωγραφική επικράτεια ―το θέμα είχε ήδη κλείσει με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου. Μόνο δύο ‘en passant’ διατυπώσεις σε δύο άρθρα. Στο άρθρο 26, μάλλον μια ‘υπενθύμιση’ προς τον βασιλιά: Ουδεμία παραχώρησις ή απαλλαγή χώρας δύναται να γενή άνευ Νόμου. Ουδέποτε τα μυστικά άρθρα συνθήκης τινός δύνανται ν’ ανατρέψωσι τα φανερά, και στο άρθρο 105 των ειδικών διατάξεων ―Δι’ ιδιαιτέρων Νόμων, και όσον ένεστι ταχύτερον, πρέπει να ληφθή πρόνοια περί των εξής αντικειμένων― το ‘πικρόν ποτήριον’ της παραγράφου γ: Περί της διαθέσεως και διανομής της εθνικής γης, και περὶ εκκαθαρίσεως και αποσβέσεως των εσωτερικών και εξωτερικών χρεών. Όμως τη δεύτερη μετά το 1821 περίοδο των Ελλήνων, όλο και πιο ευαίσθητων στις γεωγραφικές παραμέτρους της Μεγάλης Ιδέας, αρχίζει να επηρεάζει το κλίμα γύρω από τη σημασία του ρόλου των χαρτών στην προβολή εθνολογικών θεμάτων· αυτό θα δημιουργήσει τους όρους μιας χαρτογραφικής αμηχανίας και σύγχυσης που θα χαρακτηρίσουν την περίοδο. Οι λεγόμενοι εθνογραφικοί/εθνολογικοί χάρτες, που ανήκουν στο είδος της θεματικής χαρτογραφίας, θα αποτελέσουν ξεχωριστή κατηγορία. Συνήθως μονόφυλλοι σχεδόν όλοι ένθετοι σε βιβλία και μικρής κλίμακας ―1εκ. στο χάρτη αντιστοιχεί σε μερικές δεκάδες χλμ. στο έδαφος― αποτελούν χαρτογραφικά προϊόντα, περισσότερο ιδιωτικής πρωτοβουλίας και όχι άμεσης κρατικής ευθύνης· διαφέρουν σε αυτό (και σε άλλα) από τους πολύφυλλους μεγάλης κλίμακας τοπογραφικούς χάρτες που παράγονται για τις διοικητικές και αναπτυξιακές ανάγκες των χωρών. Οι εθνογραφικοί χάρτες, που επικράτησαν σύντομα στο β΄ μισό του 19ου αιώνα οπτικοποιώντας βασικές παραμέτρους του Ανατολικού Ζητήματος, δημιούργησαν αμηχανία και σύγχυση ―ακόμη και περί των χαρτογραφικών ειδών― στους Έλληνες, στερημένους συλλογικής χαρτογραφικής παράδοσης και γνώσης. Οι διατυπώσεις των γεωγραφικών προσδοκιών της Επιδαύρου και της Τροιζήνας προσέκρουαν τώρα στους εθνογραφικούς χάρτες που οπτικοποιούσαν ανταγωνιστικές απόψεις. Με τους χάρτες των Šafařik (1842) και Boué (1847) εγκαινιάζεται, ήδη από τη δεκαετία του 1840, η περιπετειώδης εθνογραφική απεικόνιση γεωγραφικών περιφερειών συναφών με τις προσδοκίες της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης και τη Μεγάλη Ιδέα. Ήταν τότε που θα εμφανιστεί μια σπουδαία προσωπικότητα της ελληνικής ιστοριογραφίας, ο ‘ετερόχθων’ Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Το 1843 σε ηλικία 28 ετών εκδίδει την Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησον πρώτη του μελέτη–απάντηση στον Φαλμεράγιερ, ήδη γνωστό στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1830 για τις εθνολογικές περί των Ελλήνων θεωρίες του. Το έργο του Παπαρρηγόπουλου αρχίζει ένα χρόνο μετά την έκδοση του εθνολογικού χάρτη του Šafařik, με ελληνικό ενδιαφέρον, ενώ όταν ο Boué θα εκδώσει τον δικό του εθνολογικό χάρτη ―επίσης με ελληνικό ενδιαφέρον― ο Παπαρρηγόπουλος εκδίδει τη φιλική προς τον Κωλέττη εφημερίδα ‘Εθνική’. Σε συνδυασμό με το προηγούμενο έργο του Φαλμεράγιερ, οι εθνογραφικοί χάρτες δημιουργούν από τότε ένα δυσμενές διεθνές περιβάλλον για τις ελληνικές εθνικές ιδέες, που θα απασχολήσει τους Έλληνες την περίοδο 1850-1880 (αλλά και αργότερα) εντείνοντας και την περί των χαρτών σύγχυση, επιβαρυντική της γενικής σχετικής άγνοιας των πολιτικών και μορφωμένων ελίτ. Οι θεματικοί χάρτες (όπως ήταν οι εθνογραφικοί) θα συγχέονται από τότε στην Ελλάδα με τους τοπογραφικούς χάρτες, δημιουργώντας τελικά ένα σύνδρομο διανοητικής δυσχέρειας και καχύποπτης υποβάθμισης απέναντι και στους δύο τύπους χαρτών, αλλά και στην πολλαπλότητα των γεωγραφικών απεικονίσεων· φαινόμενο ορατό μέχρι σήμερα στη χώρα και ευρέως διαδεδομένο.

Οι παραμονές του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856) στην αρχή της δεύτερης περιόδου μετά την Επανάσταση, βρίσκουν απροετοίμαστο το νέο κράτος στην πρόωρη πρώτη του μεγάλη γεωπολιτική υπαρξιακή κρίση· αλλά και τους Έλληνες στην αρχική περίοδο ιδεολογικής διάχυσης της Μεγάλης Ιδέας, ώριμους πάντως ―ήδη από τις αρχές της επαναστατικής περιόδου― στην καλλιέργεια της διχόνοιας, ιδιοσυγκρασιακό διχαστικό και διαχρονικό χαρακτηριστικό, με όλα τα παρελκόμενα δεινά της ―μαζί με το επικό ‘σύνδρομο της κατσίκας του γείτονα’. Η Ελλάδα εμπλέκεται στη ρήξη των τριών Δυνάμεων που εξασφάλισαν ενωμένες τη σωτηρία της στο Ναβαρίνο, την ύπαρξη του ανεξάρτητου κράτους και τη νομιμοποίηση μιας γεωγραφικής επικράτειας μικρής μεν, αλλά μεγαλύτερης από εκείνη που θα μπορούσε τελικά να ήταν. Στην Κριμέα η Βρετανία και η Γαλλία συμμαχούν με την Οθωμανική αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας και η Ελλάδα του Όθωνα συμπαρίσταται στη Ρωσία. Προσέβλεπε σε αυτήν για την ικανοποίηση των εδαφικών προσδοκιών της, που συνεχίζουν να εκδηλώνονται δυναμικά με ένοπλες εξεγέρσεις, όπως στη Θεσσαλία το 1854, στο πνεύμα της Τροιζήνας. Η ήττα της Ρωσίας και οι σκληρές επιπτώσεις σε βάρος της Ελλάδας είναι γνωστές, αλλά η διαπραγματευτική επιστράτευση του παροπλισμένου Μαυροκορδάτου σώζει την κατάσταση. Δεν είναι όμως γνωστό ―λόγω της στάσης της χώρας στον Κριμαϊκό Πόλεμο― εάν και σε πιο βαθμό μπόρεσε το ελληνικό κράτος να επωφεληθεί χρηστικά από τους Γάλλους τον χάρτη του Dépôt του 1852· ενός δυνάμει σημαντικού τεχνικού έργου υποδομής για τις ανάγκες της χώρας την εποχή εκείνη. Όμως η δεκαετία του 1850, με ‘μόνο’ τέσσερις κυβερνήσεις στη διάρκειά της, είναι πλούσια σε θέματα σχετικά με τον γεωγραφικό χώρο και τις διαφορετικού περιεχομένου παραμέτρους του, με όλα τα σχετικά τους συμφραζόμενα. Το 1853 ο γεωγράφος Heinrich Kiepert ―γνωστός για την αργότερα σημαντική χαρτογραφική συμβολή του― εκδίδει σε άτλαντα χάρτη της Ελλάδας με τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τα Επτάνησα, περιοχές εκτός των ορίων της τότε ελληνικής επικράτειας· την ίδια χρονιά που ο Παπαρρηγόπουλος θα παρουσιάσει σε συνοπτική μορφή την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεωτέρων. Η σχέση των δύο έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την επιρροή που θα ασκήσει αργότερα ο Έλληνας ιστορικός στον Γερμανό γεωγράφο, σχετικά με την χαρτογραφική διάσταση των ελληνικών ζητουμένων στο κρίσιμο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Το 1853 ο Παπαρρηγόπουλος ιδρύει με άλλους λόγιους το γαλλόφωνο αθηναϊκό περιοδικό Spectateur de l'Orient (Θεατής της Ανατολής)· τα άρθρα με τίτλο De l’impopularité de la cause grecque en Occident δείχνουν τον παρεμβατικό ρόλο που επιχειρεί να παίξει το περιοδικό προς το διεθνές κοινό για τις ελληνικές θέσεις, όχι τόσο δημοφιλείς την εποχή εκείνη. Το περιοδικό, μέχρι το 1856 είναι ένας καθρέφτης του «ιδεολογικού αναβρασµού» και της «κρίσης που συντάραξε την Ελλάδα στα µέσα του 19ου αιώνα», όταν πλέον τότε «το κέλυφος του φιλλελληνισµού είναι άδειο» και ότι «την αυγή του Κριµαϊκού πολέµου η Γαλλία αρχίζει να αµφισβητεί το διαµεσολαβητικό ρόλο της Ελλάδας στις σχέσεις Ανατολής–Δύσης», όπως σημειώνει εύστοχα η Άλκηστη Σοφού. Ήταν τότε που εκδόθηκε στο Παρίσι ο εμβληματικός χάρτης της Ελλάδας του Dépôt, και επανεκτιμήθηκε ο ρόλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναντι της Ρωσίας. Καμία δημόσια τοπογραφική χαρτογράφηση δεν ήταν πλέον στους σχεδιασμούς της χώρας, με τους εθνογραφικούς χάρτες στο προσκήνιο. Από το 1856 το στρατιωτικό Μηχανικό διεισδύει σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες: τμήμα του προσαρτάται στην τοπογραφική υπηρεσία και επιθεώρηση μεταλλείων του υπουργείου Οικονομίας, από το 1860 στην υπηρεσία των δημοσίων έργων του υπουργείου Εσωτερικών και στη χώρα εισάγεται ο θεσμός των υποθηκοφυλακείων. Το ελληνικό δράμα του κτηματολογίου και της δημόσιας χαρτογράφησης παγιώνεται. Οι σχετικές προσπάθειες του Καποδίστρια (1828) και του Γραφείου Δημόσιας Οικονομίας των Κωλέττη–Eichthal (1834) ―συμπαθούντος μάλλον του Maurer― αποτελούν ακόμη αντικείμενο ‘έκπληξης’ για την έρευνα του 21ού αιώνα, ενώ το 1857 επανέρχεται απειλητικά στην επικαιρότητα, ελληνική και διεθνή, το θέμα των εθνικών γαιών. Την επομένη του Κριμαϊκού Πολέμου διεθνής επιτροπή των τριών εγγυητριών Δυνάμεων ελέγχει τη δυνατότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της σχετικά με το δάνειο που της είχε δοθεί το 1832 με εγγύηση τις εθνικές γαίες. Από τον έλεγχο της επιτροπής γίνεται το 1859 για πρώτη φορά ευρύτερα γνωστό το πρόβλημα των αθρόων καταπατήσεων των εθνικών γαιών, το οποίο αποσιωπούσαν όλες οι μέχρι τότε κυβερνήσεις με αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση των εκτάσεων που είχαν περιέλθει στο δημόσιο μετά το 1821.

Η επόμενη δεκαετία του 1860 είναι εξαιρετικά ταραγμένη, όπως δείχνει και η εναλλαγή των είκοσι κυβερνήσεων (στατιστικά δύο κυβερνήσεις κάθε χρόνο)· είχε ήδη ανατείλει στο πολιτικό στερέωμα ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Μετά τον γαλλικό επιστημονικό χάρτη του 1852 το ελληνικό δημόσιο δεν αναπτύσσει ενδογενή χαρτογραφική δραστηριότητα. Φαίνεται ότι το κράτος δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να αντέξει τέτοιου τεχνικού τύπου αναπτυξιακή δραστηριότητα. Ίσως και το αμαρτωλό, όπως εξελίχθηκε από το 1821, θέμα των εθνικών γαιών να αποτελούσε το ‘χαρτογραφικό cucumerario formido’ στην πολιτική και κοινωνική κουλτούρα της χώρας. Μερικές ιδιωτικές εκδοτικές παραγωγές και αναπαραγωγές, παιδαγωγικού και εγκυκλοπαιδικού τύπου, όπως χάρτες σε άτλαντες και παρεμφερή έντυπα, όλα παράγωγες συνθέσεις ξένων προτύπων (π.χ. ο χάρτης της Ελλάδος, εκ του Άτλαντος του Ηρ. Λαζαρίδου, Αθήνα 1860) ήταν άλλης τάξης δραστηριότητα. Όμως, ανεξάρτητα του ελληνικού κράτους προγράμματα με μετρήσεις πεδίου, σε περιορισμένη έκταση, συνεχίζονται από ξένους, τώρα Γερμανούς, όπως είναι από το 1862 η περίπτωση της τοπογραφικής αποτύπωσης για αρχαιολογικούς σκοπούς των Curtius και Stranz ―τείχη των Αθηνών, Δίπυλο. Καθηγητής αρχαιολογίας ο πρώτος και αργότερα ένας των επικεφαλής των ανασκαφών στην Ολυμπία και ταγματάρχης ο δεύτερος, τοπογράφος του πρωσικού Επιτελείου· οι επτά χάρτες με το συνοδευτικό κείμενο εκδόθηκαν το 1868. Θα ξανασυναντήσουμε τους Γερμανούς να χαρτογραφούν συστηματικά την Αττική από την επόμενη δεκαετία και μετά. Με τις μεταρρυθμίσεις του επαγγελματικού Σχολείου Τεχνών ―είχε ιδρυθεί νωρίς από τους Βαυαρούς― εισάγεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1863 η συναφής με την τεκμηρίωση του γεωγραφικού χώρου ειδικότητα των γεωμετρών (1863)· θα μετονομαστούν σε χωρομέτρες το 1867 ―ο όρος διατηρείται σήμερα στην Κύπρο. Η παρουσία όμως της ειδικότητας αυτής θα είναι δευτερεύουσα υπό τη ‘βαριά’ σκιά των αξιωματικών του Μηχανικού, που θα κυριαρχήσουν σταδιακά στα θέματα της τεκμηρίωσης των γαιών, όχι πάντοτε για στρατιωτικούς σκοπούς.


Από τις επτά τοπογραφικές αποτυπώσεις των Curtius και Stranz στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1860, όπως δημοσιεύτηκαν το 1868. Στην εικόνα ‘Die Grabstätte bei Hagia Triada (Dipylon)’ φαίνεται η αποτύπωση του τείχους (ίχνη και σωζόμενα μέρη) από τη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου/Δημοκρατίας ―τότε πλατεία Λουδοβίκου, βασιλιά πατέρα του Όθωνα― στην Αγ. Τριάδα και Αγ. Αθανάσιο Κουρκούρη μέχρι το Αστεροσκοπείο, την Πνύκα και τον Άγ. Δημήτριο Λουμπαρδιάρη. Πηγή: Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, https://digi.ub.uni-heidelberg.de/diglit/curtius1868/0045. Επεξεργασία: CartoGeoLab ΑΠΘ

Μετά την παραχώρηση των Επτανήσων (1864) άρχισαν να συγκεκριμενοποιούνται στο κρατικό οικοδόμημα και την κοινωνία, με πιο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο, οι ιδέες της εθνικής ολοκλήρωσης γύρω από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Σημαντική ήταν η επιρροή του ιστορικού έργου του Παπαρρηγόπουλου με τη σειρά τόμων που εκδίδονται από το 1860 μέχρι το 1874. Η έννοια της εθνικής ολοκλήρωσης, εκτός από τα προφανή ιδεολογικά συμφραζόμενα ―κατά τους συνειρμούς από την εξιστόρηση του Παπαρρηγόπουλου― περιείχε και σαφείς γεωγραφικές αναφορές που διαμόρφωναν το κλίμα διεκδίκησης από την Ιστορία της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας. Φαίνεται ότι τώρα στη διατύπωση του Συντάγματος της Τροιζήνας, Επαρχίαι της Ελλάδος είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας, πρωτεύοντα ρόλο αποκτούν τα ελληνικά γράμματα, η ελληνική γλώσσα. Η δραστηριότητα του Παπαρρηγόπουλου και πολλών άλλων επεκτείνεται στον αθηναϊκό Σύλλογον προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων που ιδρύεται το 1869 και θα αναπτύξει έντονη θεματική χαρτογραφική επικοινωνιακή δράση. H ‘μόδα’ των καθόλου αθώων και μεγάλης δημοφιλίας στην Ευρώπη εθνογραφικών χαρτών θα συνεχίζει να αναπτύσσεται με θεματικές απεικονίσεις ενοχλητικές για τους Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικοί τη δεκαετία αυτή ο χάρτης του Lejean του 1860 και κυρίως εκείνος των Mackenzie και Irby του 1867 με δυσμενείς απόψεις για την ελληνική Μεγάλη Ιδέα και τα γεωγραφικά συμφραζόμενα της εθνικής ολοκλήρωσης. Οι εθνογραφικοί χάρτες και η χαρτογράφηση της Θεσσαλίας θα είναι ανάμεσα στα διακυβεύματα της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

——————
Χρησιμοποιήθηκαν ως βιβλιογραφία:

Recueil des Traités, Actes et Pièces Concernans la Fondation de la Royauté en Grèce, et le Tracé de ses Limites. A Nauplie, De l’Imprimerie Royale, Dirigée par G. Apostolides Cosmétis, 1833. 86-100.
E. Curtius. Erläuternder Text der Sieben Karten zur Topographie von Athen. Gotha, Justus Perthes, 1868.
Ε. Λιβιεράτος. ‘Εθνογραφικές απεικονίσεις της Μακεδονίας του 19ου αι.: Θύματα ή θύτες της χαρτογραφίας;’ Στο: Χαρτογραφώντας τη Μακεδονία 1870-1930. Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη-Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα-ΕΚΕΧΧΑΚ, 2004. 91-106. ISBN 960-6602-04-4.

Ε. Λιβιεράτος. Χαρτογραφικές Περιπέτειες της Ελλάδας 1821-1919. Αθήνα, ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, 2009. ISBN 978-960-201-194-2.
Α. Σοφού. ‘Ο Θεατής της Ανατολής (Le Spectateur de l’Orient) διαλέγεται µε την Ευρώπη. Οι διακυµάνσεις µιας «εθνικής αφήγησης»’. Ε΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη, 2–5 Οκτωβρίου 2014. https://www.eens.org/EENS_congresses/2014/sofou_alkisti.pdf
Ε. Λιβιεράτος. Χώρας Χαρτών Γράφειν. Με αφορμή τα 130 χρόνια της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Θεσσαλονίκη, Βιβλιοθήκη & Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ, 2020. ISBN 978-960-243-722-3.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: