Νικόλα Κροτσέτι: Ο κορυφαίος μεταφραστής της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

O Nικόλα Κροτσέτι
O Nικόλα Κροτσέτι


Το 2020 αποτελεί σταθμό στα μεταφραστικά δρώμενα της Ιταλίας, αλλά και της Ελλάδας, με την έννοια ότι για πρώτη φορά μεταφέρθηκε στην ιταλική γλώσσα, 82 χρόνια ύστερα από την πρώτη του έκδοση (1938), ένα πολλαπλώς προκλητικό έργο, όπως είναι η καζαντζακική Οδύσσεια.[1]

Λίγα λόγια για τον μεταφραστή  
Στον Nicola Crocetti προσιδιάζει το επίθετο χαλκέντερος που αποδόθηκε για πρώτη φορά στον Αλεξανδρινό γραμματικό Δίδυμο ο οποίος, κατά τον Αθήναιο, είχε εκπονήσει 3.500 έργα. Την ανεκτίμητη προσφορά του συνοψίζει εύστοχα η Τασούλα Καραϊσκάκη.[2]

Ακαταπόνητος πρεσβευτής της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης στην Ιταλία για περισσότερο από μισόν αιώνα, μεταφραστής ποιημάτων του Ρίτσου –με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία δεκαετιών– πριν ακόμη αυτά εκδοθούν στα ελληνικά, του Καβάφη, του Σεφέρη και δεκάδων ακόμη Ελλήνων ποιητών, έχει μια μακριά πορεία μόχθου και επιτυχιών. Λεξικογράφος, δημοσιογράφος επί 35 χρόνια στην εφημερίδα Il Giornale, επιμελητής μεγάλων σειρών ιταλικής και ξένης ποίησης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Parma Poesia Festival, εκδότης από το 1981 άνω των 300 βιβλίων, αλλά και από το 1988 του Poesia, του περιοδικού ποίησης με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη (έχει παρουσιάσει 3.300 ποιητές και 36.000 [το σωστό: 60.000] ποιήματα από 38 γλώσσες). Οι διακρίσεις, πολλές: Βραβείο του καλύτερου εκδότη από το ιταλικό υπουργείο Προεδρίας, βραβείο μετάφρασης από το ιταλικό υπουργείο Πολιτισμού, παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος της Τιμής το 2018 από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Και συνεχίζει ακάθεκτος την κατάθεση ψυχής, πνεύματος, χρόνου, προσωπικών πόρων – για την Ελλάδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Crocetti έχει δημοσιεύσει 100 τόμους νεοελλήνων συγγραφέων και ότι σε διάστημα πενήντα χρόνων έχει προωθήσει τη νεοελληνική λογοτεχνία στην Ιταλία όσο κανείς άλλος. Στα τέλη του 2021 θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Crocetti δίγλωσση Ανθολογία Αρχαίων Ελλήνων Λυρικών, η πληρέστερη στην ιταλική γλώσσα, εκτάσεως 900 σελίδων.
Γεννημένος στην Πάτρα το 1940 από Ελληνίδα μητέρα, την Αριστέα, γαλουχήθηκε, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, στη μητροδίδακτη γλώσσα. Από την ηλικία των πέντε χρόνων ζει στην Ιταλία, πρώτα στη Φλωρεντία και μετά στο Μιλάνο, η αγάπη του όμως για την ελληνική γλώσσα, την οποία καλλιεργεί συστηματικά και διερευνά επίπονα και επίμονα ως τις μύχιες πτυχές της, παραμένει ακλόνητη σε βαθμό που θα μπορούσε αδιαμφισβήτητα να χαρακτηριστεί ως «ο τέλειος δίγλωσσος» και με την προπαιδεία και την παιδεία που τον διακρίνει, «ο ιδανικός μεταφραστής».

Στο καλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης μου έχω τοποθετήσει και συμβουλεύομαι συχνά τα βιβλία του, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζω το μνημειώδες άκρως καλαίσθητο έργο Poeti Greci del Novecento που επιμελήθηκε με τoν Filippomaria Pontani, Μιλάνο 2010: Arnoldo Modatori Editore, 1.896 σελίδες σε χαρτί βίβλου. Πρόκειται για την πληρέστερη ανθολογία ελληνικής ποίησης που δημοσιεύτηκε στην Ευρώπη. Ελάχιστοι στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι ο Crocetti είναι, εκτός των άλλων, διαπρεπής λεξικογράφος. Αν το ήξεραν, ή αν το μάντευαν, κάποιοι Έλληνες βιβλιοκριτικοί του, θα ήταν πιο προσεκτικοί. Σε νεαρή ηλικία υπήρξε συντάκτης ενός από τα γνωστότερα λεξικά της ιταλικής γλώσσας το οποίο έχω πάντα δίπλα μου.[3] Ο Crocetti κολύμπησε στα βαθιά νερά της γλώσσας, κατέγραψε τις λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις των λέξεων, γνώρισε τη μυστήρια και μυστηριακή ζωή τους γι’ αυτό και μπόρεσε να αποδώσει επιτυχώς τις σύνθετες και πολύσημες λέξεις της καζαντζακικής «Οδύσσειας» με τις αντίστοιχες ιταλικές, στο βαθμό που είναι εφικτή η πολυπόθητη ισοδυναμία.[4]  
Από τις μνημειώδεις μεταφράσεις του με εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει ποιητικές έννοιες, αφηρημένα ουσιαστικά και μεταφορικές εικόνες του Καβάφη, του Σεφέρη και του Ρίτσου, που δεν μπορεί να καταγράψει κανένα λεξικό.[5]

Σχέδιο του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα για την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη


Η μετάφραση ως διαδικασία  
Η μετάφραση γενικά, κυρίως όμως η λογοτεχνική, ιδιαίτερα η ποιητική, ως διαδικασία είναι μια από τις πιο επώδυνες πνευματικές ενασχολήσεις καθώς ενεργοποιούνται στον ύψιστο βαθμό όλες οι γνωστικές, ψυχικές και συναισθηματικές δυνάμεις του μεταφραστή στην εναγώνια προσπάθειά του να μεταφέρει από τη γλώσσα-πηγή στη γλώσσα-στόχο το ακριβές νόημα, τον εσωτερικό ρυθμό και πρωτίστως την προθετικότητα του δημιουργού του πρωτότυπου κειμένου. Η πραγματική μετάφραση είναι αυτή η άυλη μορφή δημιουργίας, πλήρη επίγνωση της οποίας, ακόμα και σε συγχρονικό επίπεδο, δεν έχει ούτε ο ίδιος ο μεταφραστής.  
Επειδή είναι εντελώς ανέφικτη η μελέτη της πρωτογενούς και ουσιαστικής μορφής της μετάφρασης, καταφεύγουν όλοι αναγκαστικά στο γραπτό κείμενο το οποίο απεικονίζει τη στατική μορφή μιας αγωνιώδους, μονίμως απρόβλεπτης και γι’ αυτό τόσο ελκυστικής περιπέτειας.


Σχέδιο του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα για την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη


Ο μεταφραστικός του άθλος

Ο Crocetti ετοίμαζε με υπομονή επί πολλές δεκαετίες την εξάρτυσή του για το μεγάλο ταξίδι στη θάλασσα της καζαντζακικής Οδύσσειας καθώς γνώριζε ότι θα συναντούσε μεγάλες καταιγίδες και θύελλες. Είχε ήδη μεταφράσει το μυθιστόρημα Αλέξης Ζορμπάς και τη μυθιστορηματική βιογραφία Αναφορά στον Γκρέκο, ενώ από τον εκδοτικό του οίκο δημοσιεύτηκαν οι μεταφράσεις των έργων Ο Φτωχούλης του Θεού, η Ασκητική και Ο τελευταίος πειρασμός. Είχε βέβαια ακονίσει επί πολλές δεκαετίες την πένα του στη μετάφραση ποιητικών συλλογών κορυφαίων νεοελλήνων ποιητών δοκιμάζοντας τα ψυχικά του όρια και τα όρια αντοχής των μεταφραστικών ισοδυναμιών της νεοελληνικής και της ιταλικής γλώσσας. Έτοιμος από καιρό, άρχισε να μεταφράζει την Οδύσσεια, παράλληλα με άλλες πνευματικές ενασχολήσεις, αφιερώνοντας την ώριμη όγδοη δεκαετία του βίου του στη μετάφραση ενός γιγάντιου έπους το οποίο κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να μεταφράσει στα Ιταλικά.

Το τελικό αποτέλεσμα επιβραβεύτηκε με τη θερμή υποδοχή που επιφύλαξε στο βιβλίο το αναγνωστικό κοινό, όπως επιβεβαιώνουν οι αλλεπάλληλες επανεκδόσεις του. Στους τρεις πρώτους μήνες κυκλοφορίας του πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα. Η Οδύσσειά του εγκρίθηκε ως η καλύτερη μετάφραση 2020 (Corriere della Sera, με συμμετοχή 200 κριτικών). Έλαβε, επίσης, τη σπουδαία διάκριση The Premio Gregor von Rezzori-Città di Firenze 2021. Διεθνής κριτική Επιτροπή του απένειμε στη κατηγορία «Μετάφραση» το γνωστό Premio per la Cultura Mediterranea (XV Edizione). Η τελετή θα πραγματοποιηθεί στην Cosenza της Καλαβρίας στις 15 Οκτωβρίου 2021.  
Στην Ελλάδα πρόβαλε με τον καλύτερο τρόπο την αριστουργηματική μετάφραση του Crocetti, και την απήχηση που είχε στην Ιταλία, το ηλεκτρονικό περιοδικό Νέο Πλανόδιον σε δύο συνέχειες με τίτλο «Η καζαντζακική Οδύσσεια στη γλώσσα του Δάντη». Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του Κώστα Κουτσουρέλη και της εξαιρετικής μεταφράστριας Μαρίας Φραγκούλη.[6] Ο πολυτάλαντος Matteo Nucci πρότεινε στους συμπατριώτες του «να ανοίξουν την πολυτελή έκδοση για να βυθιστούν σε μια σαρωτική αισθητική εμπειρία». Αυτή την αισθητική απόλαυση του εξαίσιου μεταφράσματος φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να νιώσει, ή τουλάχιστον δεν το έδειξε με τα γραφόμενά του, ένας Έλληνας βιβλιοκριτικός, ο λατινιστής Μιχάλης Πασχάλης, στην κριτική του οποίου ένιωσε την υποχρέωση να απαντήσει η Gilda Tentorio, εξαιρετική μεταφράστρια η οποία διδάσκει νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στα Πανεπιστήμια του Μιλάνου και της Παβίας.[7]
H Tentorio αποστομώνει τον Πασχάλη με αφοπλιστικά επιχειρήματα. Ανάμεσα στα άλλα τονίζει: «Ο στόχος του Crocetti ήταν (και το κατόρθωσε εξαιρετικά) να συγκροτήσει μια μετάφραση ποιητική, και όχι φιλολογική». Την άποψη του Πασχάλη ότι ο Friar και ο Γερμανός μεταφραστής Conradi φιλοδόξησαν να αποδώσουν ποιητικά την Οδύσσεια όσο πιο πιστά μπορούσαν,[8] ενώ ο στόχος του Crocetti ήταν διαφορετικός, αντέκρουσε εύστοχα η Tentorio. Στην αιτίαση του Πασχάλη ότι η ιταλική μετάφραση υποτιμά τη δύναμη των εικόνων του Καζαντζάκη, η Ιταλίδα μεταφράστρια παρατηρεί ότι ο βιβλιοκριτικός είδε εντελώς αποσπασματικά το θέμα. Η στενή αυτή φιλολογική προσέγγιση αντιστρατεύεται πράγματι τη μεταφραστική πρακτική. Η Tentorio επισημαίνει πολύ σωστά: «… Δεν πρόκειται για απλοποιήσεις ή ελλείψεις, αλλά για ποιητικές επιλογές. Το αποστειρωμένο θερμόμετρο της φιλολογίας ως μονοσήμαντο μέτρο αξιολόγησης αδικεί το έργο του μεταφραστή, που παλεύει, ερμηνεύει, ‘χορεύει’ μεταξύ των γλωσσών και είναι ο καλύτερος αναγνώστης του πρωτότυπου κειμένου».
Ο Πασχάλης ανταπάντησε στο γνωστό από ανάλογες περιπτώσεις αποπροσανατολιστικό του ύφος. Διαβάζοντας την κριτική του, αόριστα επαινετική, μετά τη θριαμβευτική υποδοχή του έργου από τους ειδικούς και το αναγνωστικό κοινό της Ιταλίας, αλλά με δηλητηριώδεις υπαινιγμούς που γίνονται ακόμα πιο εμφατικοί για τα υποτιθέμενα «λάθη» του επιφανούς, όπως λέγει, μεταφραστή, ήρθαν αυτόματα στο μυαλό μου σκηνές από την πρωτοποριακή και πολυβραβευμένη δραματική ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες» (1963) με τη μαγική μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης «παίρνει την ομορφιά και την τσαλακώνει με σφιγμένα δόντια», όπως διαπιστώνει εύστοχα ο νέος πολυβραβευμένος ομότεχνός του Χρήστος Μασσαλάς.[9] Θέλοντας να δείξει ο Κούνδουρος ότι «Ο έρωτας είναι η τέχνη του αμόκ», καταλήγει στο συμπέρασμα: «Βλέπεις κάτι όμορφο και θέλεις να το χαλάσεις».
Η αρνητική κριτική του Πασχάλη ανακάλεσε στη μνήμη μου τη περίπτωση του πανεπιστημιακού καθηγητή Manara Valgimigli[10] ο οποίος με ανιαρές επιμέρους σχολαστικές παρατηρήσεις επέκρινε τη μετάφραση αρχαίων Ελλήνων Λυρικών που εξέδωσε ο ποιητής Salvatore Quasimodo.[11] Ο λαμπρός ποιητής, ο οποίος έλαβε το 1959 το βραβείο Noμπέλ λογοτεχνίας, απέδωσε με μοναδικό τρόπο στην Ιταλική τη μουσικότητα και την πυκνότητα λόγου λυρικών ποιημάτων, αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε με το νεολογισμό equilirica «λυρική ισοδυναμία». Ο Quasimodo απέφυγε συνειδητά την κατά λέξη μετάφραση και αγνόησε παντελώς τις ψυχρές φιλολογικές υποδείξεις. Ό,τι έγραψε η Grazielle Corsinori[12] για τον Quasimodo, ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για τον Crocetti: Η μετάφραση της Οδύσσειας αποτελεί κορυφαίο σταθμό στη σταδιοδρομία του. Έδειξε την εκφραστική δύναμη, την καθαρότητα και μουσικότητα της μητρικής του γλώσσας, ενώ παράλληλα απεικονίζει την Ιταλο-ελληνική του ψυχή, μεταφέροντας καλύτερα από κάθε άλλο μεταφραστή την ποιητική φωνή του Καζαντζάκη, την εσωτερική ποιότητα του λόγου του.  
Ο Νάσος Βαγενάς[13] επισημαίνει σωστά ότι «ως προς την προσωδία, ο Κροτσέττι μεταπλάθει τον ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο του πρωτοτύπου συνδυάζοντας τον ιταλικό επτασύλλαβο με τον εννεασύλλαβο σε έναν ενιαίο στίχο, κυμαινόμενο, σύμφωνα με τους κανόνες της ιταλικής μετρικής, από τις δεκατέσσερις ώς τις δεκαοκτώ συλλαβές, με μετακινούμενη τομή και με παρένθετους ενίοτε ελεύθερους στίχους – επιτυγχάνοντας με αυτές τις προσαρμογές το απρόσκοπτο του μεταφραστικού λόγου».

Σε ό,τι αφορά την ποιητικότητα της Οδύσσειας, και γενικότερα την ποιητική δύναμη της λογοτεχνικής γλώσσας του Καζαντζάκη, ακόμα και ένας από τους διασημότερους μελετητές του έργου του, ο καθηγητής P. Bien, νομίζει ότι ο Καζαντζάκης δεν διέθετε «εξαιρετικά ποιητικά χαρίσματα». Ο Οδυσσέας Ελύτης στην επίσημη ομιλία του το 1979 στη Στοκχόλμη κατά την απονομή του βραβείου Noμπέλ, ένα υπέρλαμπρο κείμενο νοηματικής και αισθητικής τελειότητας στο οποίο η κάθε λέξη-ψηφίδα έχει τοποθετηθεί με μεγάλη περισυλλογή και ακρίβεια, δεν δίστασε να συμπεριλάβει στην αυστηρή και συμβολική επιλογή των επτά μεγαλύτερων νεοελλήνων ποιητών τον Νίκο Καζαντζάκη, δίπλα στους Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Παλαμά, Σικελιανό και Σεφέρη.[14]

Λιθογραφία του Andre Minaux για την «Οδύσσεια», εκδ. Plon 1968


Η μεταφραστική αγωνία
 
Η αγωνία[15] που διακατέχει τον Crocetti, όπως κάθε απαιτητικό μεταφραστή και λογοτέχνη, για την αναζήτηση της κατάλληλης λέξης ή έκφρασης, αποτυπώνεται στις παρακάτω δύο μεταφραστικές παραλλαγές των επτά πρώτων στίχων από την πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας:

Ήλιε, μεγάλε Ανατολίτη μου, χρουσό σκουφί του νου μου
Αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
Όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας.
Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι.
Στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στον δρόλαπα κουνιέται
Και την τσιμπολογούν τα πνέματα και τα πουλιά του ανέμου.

Ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας!

Η αρχική μετάφραση του Crocetti, Πρόλογος, Poeti Greci del novecento, σ. 413, στίχοι 1-7:

Sole, mia grande stella orientale, berretto d’ oro della mente,
mi piace portarti di sguincio, ho smania di giocare,
finché tu e io siamo vivi, gioiscamo I nostril cuori.
È buona e noi l’ amiamo questa terra, come l’ uva riccia
che pende e pencola nell’ aria turchina e nella tempesta,
la beccano, Dio, gli spiriti e i volatili del vento;
pilucchiamola anche noi, che ci si rinfreschi la mente!

Η «τελική» μορφή στην έκδοση του 2020:

Sole, grande astro orientale, berretto d’ oro della mente,
che amo portare di traverso, ho voglia di giocare,
perché gioiscano I cuori finché siamo entrambi vivi.
È buona questa terra, si piace, come l’ uva riccia
che pende nell’ aria azzura e oscilla nel piovasco,
Dio, la beccano gli spiriti e gli uccelli del vento;
pilucchiamola anche noi, che ci rinfreschi la mente!

Οι αρκετές διαφοροποιήσεις, τις οποίες υπογραμμίζω, επιβεβαιώνουν το σολωμικό «έκζεμα της τελειοθηρίας» που διακρίνει τον Crocetti, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι και έξοχος «ποιητής» με «ψηλορείτη νου», κατά τη μεταφορική έκφραση του Ελύτη.  
Έχοντας το προνόμιο να παρακολουθώ από κοντά τα τελευταία επτά χρόνια τον μεταφραστικό αγώνα του Crocetti από τη μονίμως εν εξελίξει διαδικασία ως το συμβατικά «τελικό» αποτέλεσμα, αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τον θαυμασμό μου για την προσωπικότητα και το έργο του, όχι μόνο γιατί δεν τον λύγισαν οι φουρτούνες και οι καταιγίδες της μετάφρασης, αλλά και γιατί δεν πτοήθηκε όταν ομότεχνοί του και θεσμικοί φορείς στην Ελλάδα αδιαφόρησαν πλήρως στις δύσκολες στιγμές που έφτασε στα όρια του καταποντισμού. Με μητρική γλώσσα την κρητική διάλεκτο και με ειδικές μελέτες για τη γλώσσα και το ύφος του Καζαντζάκη, δεν μπόρεσα να του προσφέρω ουσιαστική βοήθεια στις υψηλής αισθητικής εναγώνιες αναζητήσεις του για μεταφραστικές ισοδυναμίες γιατί κατέληγε, πάντα μόνος του, στις καλύτερες δυνατές λύσεις.  
Αξίζει να μελετηθούν κάποτε συγκριτικά οι έξι ευρύτατα γνωστές μεταφράσεις της Οδύσσειας, στην Αγγλική (Kimon Friar, 1958), τη Γαλλική (Jacqueline Moatti, 1968), τη Γερμανική (Gustav A. Konradi, Kurt Desch, 1973), την Ισπανική (Miguel Castillo Didier, 1975), τη Σουηδική (Gottfried Grunewald, 1990-1992) και την Ιταλική. Ο Ωριγένης με τα περίφημα Ἑξαπλᾶ έδειξε πριν από τόσους αιώνες το δρόμο. Η αγγλική μετάφραση παραμένει αξεπέραστη, παρά το γεγονός ότι ο Friar παρερμήνευσε πλήρως ορισμένες λέξεις, πρόσθετε μερικές χιλιάδες, ανύπαρκτες στο πρωτότυπο, ως «σφήνες» για μετρικούς λόγους, και άφησε αμετάφραστους τρεις στίχους. Η γαλλική μετάφραση, σε πεζό λόγο, που απαλλάσσει τον μεταφραστή από πολλά προβλήματα, ακολουθεί τον Friar. Η γερμανική παρουσιάζει χοντροειδή λάθη. Η ισπανική ξεφεύγει από πολλές δυσκολίες με την επιλογή του ελεύθερου στίχου. Η σουηδική βελτιωνόταν συνεχώς από τον Grunewald τον οποίο βρήκε ο θάνατος στην ηλικία των 104 χρόνων διορθώνοντας τη μετάφρασή του.
Ο Peter Bergsma[16] δήλωσε κάποτε, θέλοντας να τονίσει τη σημασία της μετάφρασης: «Τα καλύτερα Ολλανδικά που έχω διαβάσει είναι η μετάφραση της «Μαντάμ Μποβαρί». Παραφράζοντάς τον, θα έλεγα ότι πολλοί φυσικοί ομιλητές της Ιταλικής, με εξαιρετική λογοτεχνική παιδεία, έχουν ήδη διαπιστώσει ότι τα καλύτερα Ιταλικά που έχουν διαβάσει είναι η μετάφραση της «Οδύσσειας» του Crocetti, ο οποίος, πολύπειρος και χαρισματικός, αναδεικνύει πράγματι με ιδιοφυή τρόπο τον πλούτο, την πλαστικότητα, την εκφραστική πληρότητα, τη μουσικότητα, με δυο λόγια, την αξεπέραστη ομορφιά της σύγχρονης ιταλικής γλώσσας. Μεγαλύτερος έπαινος για έναν μεταφραστή δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: