Νικόλα Κροτσέτι: Ο κορυφαίος μεταφραστής της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη

Γλώσσο-λογικά & λεξικό-γραφικά

O Nικόλα Κροτσέτι
O Nικόλα Κροτσέτι


Το 2020 απο­τε­λεί σταθ­μό στα με­τα­φρα­στι­κά δρώ­με­να της Ιτα­λί­ας, αλ­λά και της Ελ­λά­δας, με την έν­νοια ότι για πρώ­τη φο­ρά με­τα­φέρ­θη­κε στην ιτα­λι­κή γλώσ­σα, 82 χρό­νια ύστε­ρα από την πρώ­τη του έκ­δο­ση (1938), ένα πολ­λα­πλώς προ­κλη­τι­κό έρ­γο, όπως εί­ναι η κα­ζαν­τζα­κι­κή Οδύσ­σεια.[1]

Λί­γα λό­για για τον με­τα­φρα­στή  
Στον Nicola Crocetti προ­σι­διά­ζει το επί­θε­το χαλ­κέ­ντε­ρος που απο­δό­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στον Αλε­ξαν­δρι­νό γραμ­μα­τι­κό Δί­δυ­μο ο οποί­ος, κα­τά τον Αθή­ναιο, εί­χε εκ­πο­νή­σει 3.500 έρ­γα. Την ανε­κτί­μη­τη προ­σφο­ρά του συ­νο­ψί­ζει εύ­στο­χα η Τα­σού­λα Κα­ραϊ­σκά­κη.[2]

Ακα­τα­πό­νη­τος πρε­σβευ­τής της ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας και ποί­η­σης στην Ιτα­λία για πε­ρισ­σό­τε­ρο από μι­σόν αιώ­να, με­τα­φρα­στής ποι­η­μά­των του Ρί­τσου –με τον οποίο τον συ­νέ­δεε βα­θιά φι­λία δε­κα­ε­τιών– πριν ακό­μη αυ­τά εκ­δο­θούν στα ελ­λη­νι­κά, του Κα­βά­φη, του Σε­φέ­ρη και δε­κά­δων ακό­μη Ελ­λή­νων ποι­η­τών, έχει μια μα­κριά πο­ρεία μό­χθου και επι­τυ­χιών. Λε­ξι­κο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος επί 35 χρό­νια στην εφη­με­ρί­δα Il Giornale, επι­με­λη­τής με­γά­λων σει­ρών ιτα­λι­κής και ξέ­νης ποί­η­σης, καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής του Parma Poesia Festival, εκ­δό­της από το 1981 άνω των 300 βι­βλί­ων, αλ­λά και από το 1988 του Poesia, του πε­ριο­δι­κού ποί­η­σης με τη με­γα­λύ­τε­ρη κυ­κλο­φο­ρία στην Ευ­ρώ­πη (έχει πα­ρου­σιά­σει 3.300 ποι­η­τές και 36.000 [το σω­στό: 60.000] ποι­ή­μα­τα από 38 γλώσ­σες). Οι δια­κρί­σεις, πολ­λές: Βρα­βείο του κα­λύ­τε­ρου εκ­δό­τη από το ιτα­λι­κό υπουρ­γείο Προ­ε­δρί­ας, βρα­βείο με­τά­φρα­σης από το ιτα­λι­κό υπουρ­γείο Πο­λι­τι­σμού, πα­ρά­ση­μο του Τα­ξιάρ­χη του Τάγ­μα­τος της Τι­μής το 2018 από τον Πρό­ε­δρο της Ελ­λη­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας Προ­κό­πη Παυ­λό­που­λο. Και συ­νε­χί­ζει ακά­θε­κτος την κα­τά­θε­ση ψυ­χής, πνεύ­μα­τος, χρό­νου, προ­σω­πι­κών πό­ρων – για την Ελ­λά­δα.

Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι ο Crocetti έχει δη­μο­σιεύ­σει 100 τό­μους νε­ο­ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων και ότι σε διά­στη­μα πε­νή­ντα χρό­νων έχει προ­ω­θή­σει τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία στην Ιτα­λία όσο κα­νείς άλ­λος. Στα τέ­λη του 2021 θα κυ­κλο­φο­ρή­σει από τις Εκ­δό­σεις Crocetti δί­γλωσ­ση Αν­θο­λο­γία Αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων Λυ­ρι­κών, η πλη­ρέ­στε­ρη στην ιτα­λι­κή γλώσ­σα, εκτά­σε­ως 900 σε­λί­δων.
Γεν­νη­μέ­νος στην Πά­τρα το 1940 από Ελ­λη­νί­δα μη­τέ­ρα, την Αρι­στέα, γα­λου­χή­θη­κε, όπως ο Διο­νύ­σιος Σο­λω­μός, στη μη­τρο­δί­δα­κτη γλώσ­σα. Από την ηλι­κία των πέ­ντε χρό­νων ζει στην Ιτα­λία, πρώ­τα στη Φλω­ρε­ντία και με­τά στο Μι­λά­νο, η αγά­πη του όμως για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, την οποία καλ­λιερ­γεί συ­στη­μα­τι­κά και διε­ρευ­νά επί­πο­να και επί­μο­να ως τις μύ­χιες πτυ­χές της, πα­ρα­μέ­νει ακλό­νη­τη σε βαθ­μό που θα μπο­ρού­σε αδιαμ­φι­σβή­τη­τα να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ως «ο τέ­λειος δί­γλωσ­σος» και με την προ­παι­δεία και την παι­δεία που τον δια­κρί­νει, «ο ιδα­νι­κός με­τα­φρα­στής».

Στο κα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της βι­βλιο­θή­κης μου έχω το­πο­θε­τή­σει και συμ­βου­λεύ­ο­μαι συ­χνά τα βι­βλία του, ανά­με­σα στα οποία ξε­χω­ρί­ζω το μνη­μειώ­δες άκρως κα­λαί­σθη­το έρ­γο Poeti Greci del Novecento που επι­με­λή­θη­κε με τoν Filippomaria Pontani, Μι­λά­νο 2010: Arnoldo Modatori Editore, 1.896 σε­λί­δες σε χαρ­τί βί­βλου. Πρό­κει­ται για την πλη­ρέ­στε­ρη αν­θο­λο­γία ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην Ευ­ρώ­πη. Ελά­χι­στοι στην Ελ­λά­δα γνω­ρί­ζουν ότι ο Crocetti εί­ναι, εκτός των άλ­λων, δια­πρε­πής λε­ξι­κο­γρά­φος. Αν το ήξε­ραν, ή αν το μά­ντευαν, κά­ποιοι Έλ­λη­νες βι­βλιο­κρι­τι­κοί του, θα ήταν πιο προ­σε­κτι­κοί. Σε νε­α­ρή ηλι­κία υπήρ­ξε συ­ντά­κτης ενός από τα γνω­στό­τε­ρα λε­ξι­κά της ιτα­λι­κής γλώσ­σας το οποίο έχω πά­ντα δί­πλα μου.[3] Ο Crocetti κο­λύ­μπη­σε στα βα­θιά νε­ρά της γλώσ­σας, κα­τέ­γρα­ψε τις λε­πτές ση­μα­σιο­λο­γι­κές απο­χρώ­σεις των λέ­ξε­ων, γνώ­ρι­σε τη μυ­στή­ρια και μυ­στη­ρια­κή ζωή τους γι’ αυ­τό και μπό­ρε­σε να απο­δώ­σει επι­τυ­χώς τις σύν­θε­τες και πο­λύ­ση­μες λέ­ξεις της κα­ζαν­τζα­κι­κής «Οδύσ­σειας» με τις αντί­στοι­χες ιτα­λι­κές, στο βαθ­μό που εί­ναι εφι­κτή η πο­λυ­πό­θη­τη ισο­δυ­να­μία.[4]  
Από τις μνη­μειώ­δεις με­τα­φρά­σεις του με εντυ­πω­σί­α­σε ο τρό­πος με τον οποίο απο­δί­δει ποι­η­τι­κές έν­νοιες, αφη­ρη­μέ­να ου­σια­στι­κά και με­τα­φο­ρι­κές ει­κό­νες του Κα­βά­φη, του Σε­φέ­ρη και του Ρί­τσου, που δεν μπο­ρεί να κα­τα­γρά­ψει κα­νέ­να λε­ξι­κό.[5]

Σχέ­διο του Ν. Χα­τζη­κυ­ριά­κου-Γκί­κα για την «Οδύσ­σεια» του Κα­ζαν­τζά­κη


Η με­τά­φρα­ση ως δια­δι­κα­σία  
Η με­τά­φρα­ση γε­νι­κά, κυ­ρί­ως όμως η λο­γο­τε­χνι­κή, ιδιαί­τε­ρα η ποι­η­τι­κή, ως δια­δι­κα­σία εί­ναι μια από τις πιο επώ­δυ­νες πνευ­μα­τι­κές ενα­σχο­λή­σεις κα­θώς ενερ­γο­ποιού­νται στον ύψι­στο βαθ­μό όλες οι γνω­στι­κές, ψυ­χι­κές και συ­ναι­σθη­μα­τι­κές δυ­νά­μεις του με­τα­φρα­στή στην ενα­γώ­νια προ­σπά­θειά του να με­τα­φέ­ρει από τη γλώσ­σα-πη­γή στη γλώσ­σα-στό­χο το ακρι­βές νό­η­μα, τον εσω­τε­ρι­κό ρυθ­μό και πρω­τί­στως την προ­θε­τι­κό­τη­τα του δη­μιουρ­γού του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου. Η πραγ­μα­τι­κή με­τά­φρα­ση εί­ναι αυ­τή η άυ­λη μορ­φή δη­μιουρ­γί­ας, πλή­ρη επί­γνω­ση της οποί­ας, ακό­μα και σε συγ­χρο­νι­κό επί­πε­δο, δεν έχει ού­τε ο ίδιος ο με­τα­φρα­στής.  
Επει­δή εί­ναι εντε­λώς ανέ­φι­κτη η με­λέ­τη της πρω­το­γε­νούς και ου­σια­στι­κής μορ­φής της με­τά­φρα­σης, κα­τα­φεύ­γουν όλοι ανα­γκα­στι­κά στο γρα­πτό κεί­με­νο το οποίο απει­κο­νί­ζει τη στα­τι­κή μορ­φή μιας αγω­νιώ­δους, μο­νί­μως απρό­βλε­πτης και γι’ αυ­τό τό­σο ελ­κυ­στι­κής πε­ρι­πέ­τειας.


Σχέ­διο του Ν. Χα­τζη­κυ­ριά­κου-Γκί­κα για την «Οδύσ­σεια» του Κα­ζαν­τζά­κη


Ο με­τα­φρα­στι­κός του άθλος

Ο Crocetti ετοί­μα­ζε με υπο­μο­νή επί πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες την εξάρ­τυ­σή του για το με­γά­λο τα­ξί­δι στη θά­λασ­σα της κα­ζαν­τζα­κι­κής Οδύσ­σειας κα­θώς γνώ­ρι­ζε ότι θα συ­να­ντού­σε με­γά­λες κα­ται­γί­δες και θύ­ελ­λες. Εί­χε ήδη με­τα­φρά­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα Αλέ­ξης Ζορ­μπάς και τη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία Ανα­φο­ρά στον Γκρέ­κο, ενώ από τον εκ­δο­τι­κό του οί­κο δη­μο­σιεύ­τη­καν οι με­τα­φρά­σεις των έρ­γων Ο Φτω­χού­λης του Θε­ού, η Ασκη­τι­κή και Ο τε­λευ­ταί­ος πει­ρα­σμός. Εί­χε βέ­βαια ακο­νί­σει επί πολ­λές δε­κα­ε­τί­ες την πέ­να του στη με­τά­φρα­ση ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών κο­ρυ­φαί­ων νε­ο­ελ­λή­νων ποι­η­τών δο­κι­μά­ζο­ντας τα ψυ­χι­κά του όρια και τα όρια αντο­χής των με­τα­φρα­στι­κών ισο­δυ­να­μιών της νε­ο­ελ­λη­νι­κής και της ιτα­λι­κής γλώσ­σας. Έτοι­μος από και­ρό, άρ­χι­σε να με­τα­φρά­ζει την Οδύσ­σεια, πα­ράλ­λη­λα με άλ­λες πνευ­μα­τι­κές ενα­σχο­λή­σεις, αφιε­ρώ­νο­ντας την ώρι­μη όγδοη δε­κα­ε­τία του βί­ου του στη με­τά­φρα­ση ενός γι­γά­ντιου έπους το οποίο κα­νείς άλ­λος δεν εί­χε τολ­μή­σει να με­τα­φρά­σει στα Ιτα­λι­κά.

Το τε­λι­κό απο­τέ­λε­σμα επι­βρα­βεύ­τη­κε με τη θερ­μή υπο­δο­χή που επι­φύ­λα­ξε στο βι­βλίο το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, όπως επι­βε­βαιώ­νουν οι αλ­λε­πάλ­λη­λες επα­νεκ­δό­σεις του. Στους τρεις πρώ­τους μή­νες κυ­κλο­φο­ρί­ας του που­λή­θη­καν 10.000 αντί­τυ­πα. Η Οδύσ­σειά του εγκρί­θη­κε ως η κα­λύ­τε­ρη με­τά­φρα­ση 2020 (Corriere della Sera, με συμ­με­το­χή 200 κρι­τι­κών). Έλα­βε, επί­σης, τη σπου­δαία διά­κρι­ση The Premio Gregor von Rezzori-Città di Firenze 2021. Διε­θνής κρι­τι­κή Επι­τρο­πή του απέ­νει­με στη κα­τη­γο­ρία «Με­τά­φρα­ση» το γνω­στό Premio per la Cultura Mediterranea (XV Edizione). Η τε­λε­τή θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί στην Cosenza της Κα­λα­βρί­ας στις 15 Οκτω­βρί­ου 2021.  
Στην Ελ­λά­δα πρό­βα­λε με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο την αρι­στουρ­γη­μα­τι­κή με­τά­φρα­ση του Crocetti, και την απή­χη­ση που εί­χε στην Ιτα­λία, το ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Νέο Πλα­νό­διον σε δύο συ­νέ­χειες με τί­τλο «Η κα­ζαν­τζα­κι­κή Οδύσ­σεια στη γλώσ­σα του Δά­ντη». Κα­θο­ρι­στι­κή υπήρ­ξε η συμ­βο­λή του Κώ­στα Κου­τσου­ρέ­λη και της εξαι­ρε­τι­κής με­τα­φρά­στριας Μα­ρί­ας Φρα­γκού­λη.[6] Ο πο­λυ­τά­λα­ντος Matteo Nucci πρό­τει­νε στους συ­μπα­τριώ­τες του «να ανοί­ξουν την πο­λυ­τε­λή έκ­δο­ση για να βυ­θι­στούν σε μια σα­ρω­τι­κή αι­σθη­τι­κή εμπει­ρία». Αυ­τή την αι­σθη­τι­κή από­λαυ­ση του εξαί­σιου με­τα­φρά­σμα­τος φαί­νε­ται ότι δεν μπό­ρε­σε να νιώ­σει, ή του­λά­χι­στον δεν το έδει­ξε με τα γρα­φό­με­νά του, ένας Έλ­λη­νας βι­βλιο­κρι­τι­κός, ο λα­τι­νι­στής Μι­χά­λης Πα­σχά­λης, στην κρι­τι­κή του οποί­ου ένιω­σε την υπο­χρέ­ω­ση να απα­ντή­σει η Gilda Tentorio, εξαι­ρε­τι­κή με­τα­φρά­στρια η οποία δι­δά­σκει νε­ο­ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα και λο­γο­τε­χνία στα Πα­νε­πι­στή­μια του Μι­λά­νου και της Πα­βί­ας.[7]
H Tentorio απο­στο­μώ­νει τον Πα­σχά­λη με αφο­πλι­στι­κά επι­χει­ρή­μα­τα. Ανά­με­σα στα άλ­λα το­νί­ζει: «Ο στό­χος του Crocetti ήταν (και το κα­τόρ­θω­σε εξαι­ρε­τι­κά) να συ­γκρο­τή­σει μια με­τά­φρα­ση ποι­η­τι­κή, και όχι φι­λο­λο­γι­κή». Την άπο­ψη του Πα­σχά­λη ότι ο Friar και ο Γερ­μα­νός με­τα­φρα­στής Conradi φι­λο­δό­ξη­σαν να απο­δώ­σουν ποι­η­τι­κά την Οδύσ­σεια όσο πιο πι­στά μπο­ρού­σαν,[8] ενώ ο στό­χος του Crocetti ήταν δια­φο­ρε­τι­κός, αντέ­κρου­σε εύ­στο­χα η Tentorio. Στην αι­τί­α­ση του Πα­σχά­λη ότι η ιτα­λι­κή με­τά­φρα­ση υπο­τι­μά τη δύ­να­μη των ει­κό­νων του Κα­ζαν­τζά­κη, η Ιτα­λί­δα με­τα­φρά­στρια πα­ρα­τη­ρεί ότι ο βι­βλιο­κρι­τι­κός εί­δε εντε­λώς απο­σπα­σμα­τι­κά το θέ­μα. Η στε­νή αυ­τή φι­λο­λο­γι­κή προ­σέγ­γι­ση αντι­στρα­τεύ­ε­ται πράγ­μα­τι τη με­τα­φρα­στι­κή πρα­κτι­κή. Η Tentorio επι­ση­μαί­νει πο­λύ σω­στά: «… Δεν πρό­κει­ται για απλο­ποι­ή­σεις ή ελ­λεί­ψεις, αλ­λά για ποι­η­τι­κές επι­λο­γές. Το απο­στει­ρω­μέ­νο θερ­μό­με­τρο της φι­λο­λο­γί­ας ως μο­νο­σή­μα­ντο μέ­τρο αξιο­λό­γη­σης αδι­κεί το έρ­γο του με­τα­φρα­στή, που πα­λεύ­ει, ερ­μη­νεύ­ει, ‘χο­ρεύ­ει’ με­τα­ξύ των γλωσ­σών και εί­ναι ο κα­λύ­τε­ρος ανα­γνώ­στης του πρω­τό­τυ­που κει­μέ­νου».
Ο Πα­σχά­λης αντα­πά­ντη­σε στο γνω­στό από ανά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κό του ύφος. Δια­βά­ζο­ντας την κρι­τι­κή του, αό­ρι­στα επαι­νε­τι­κή, με­τά τη θριαμ­βευ­τι­κή υπο­δο­χή του έρ­γου από τους ει­δι­κούς και το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό της Ιτα­λί­ας, αλ­λά με δη­λη­τη­ριώ­δεις υπαι­νιγ­μούς που γί­νο­νται ακό­μα πιο εμ­φα­τι­κοί για τα υπο­τι­θέ­με­να «λά­θη» του επι­φα­νούς, όπως λέ­γει, με­τα­φρα­στή, ήρ­θαν αυ­τό­μα­τα στο μυα­λό μου σκη­νές από την πρω­το­πο­ρια­κή και πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νη δρα­μα­τι­κή ται­νία του Νί­κου Κούν­δου­ρου «Μι­κρές Αφρο­δί­τες» (1963) με τη μα­γι­κή μου­σι­κή του Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λου. Ο πρω­το­πό­ρος σκη­νο­θέ­της «παίρ­νει την ομορ­φιά και την τσα­λα­κώ­νει με σφιγ­μέ­να δό­ντια», όπως δια­πι­στώ­νει εύ­στο­χα ο νέ­ος πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ομό­τε­χνός του Χρή­στος Μασ­σα­λάς.[9] Θέ­λο­ντας να δεί­ξει ο Κούν­δου­ρος ότι «Ο έρω­τας εί­ναι η τέ­χνη του αμόκ», κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα: «Βλέ­πεις κά­τι όμορ­φο και θέ­λεις να το χα­λά­σεις».
Η αρ­νη­τι­κή κρι­τι­κή του Πα­σχά­λη ανα­κά­λε­σε στη μνή­μη μου τη πε­ρί­πτω­ση του πα­νε­πι­στη­μια­κού κα­θη­γη­τή Manara Valgimigli[10] ο οποί­ος με ανια­ρές επι­μέ­ρους σχο­λα­στι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις επέ­κρι­νε τη με­τά­φρα­ση αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων Λυ­ρι­κών που εξέ­δω­σε ο ποι­η­τής Salvatore Quasimodo.[11] Ο λα­μπρός ποι­η­τής, ο οποί­ος έλα­βε το 1959 το βρα­βείο Noμπέλ λο­γο­τε­χνί­ας, απέ­δω­σε με μο­να­δι­κό τρό­πο στην Ιτα­λι­κή τη μου­σι­κό­τη­τα και την πυ­κνό­τη­τα λό­γου λυ­ρι­κών ποι­η­μά­των, αυ­τό που ο ίδιος χα­ρα­κτή­ρι­σε με το νε­ο­λο­γι­σμό equilirica «λυ­ρι­κή ισο­δυ­να­μία». Ο Quasimodo απέ­φυ­γε συ­νει­δη­τά την κα­τά λέ­ξη με­τά­φρα­ση και αγνό­η­σε πα­ντε­λώς τις ψυ­χρές φι­λο­λο­γι­κές υπο­δεί­ξεις. Ό,τι έγρα­ψε η Grazielle Corsinori[12] για τον Quasimodo, ισχύ­ει, τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών, και για τον Crocetti: Η με­τά­φρα­ση της Οδύσ­σειας απο­τε­λεί κο­ρυ­φαίο σταθ­μό στη στα­διο­δρο­μία του. Έδει­ξε την εκ­φρα­στι­κή δύ­να­μη, την κα­θα­ρό­τη­τα και μου­σι­κό­τη­τα της μη­τρι­κής του γλώσ­σας, ενώ πα­ράλ­λη­λα απει­κο­νί­ζει την Ιτα­λο-ελ­λη­νι­κή του ψυ­χή, με­τα­φέ­ρο­ντας κα­λύ­τε­ρα από κά­θε άλ­λο με­τα­φρα­στή την ποι­η­τι­κή φω­νή του Κα­ζαν­τζά­κη, την εσω­τε­ρι­κή ποιό­τη­τα του λό­γου του.  
Ο Νά­σος Βα­γε­νάς[13] επι­ση­μαί­νει σω­στά ότι «ως προς την προ­σω­δία, ο Κρο­τσέτ­τι με­τα­πλά­θει τον ιαμ­βι­κό δε­κα­ε­πτα­σύλ­λα­βο του πρω­το­τύ­που συν­δυά­ζο­ντας τον ιτα­λι­κό επτα­σύλ­λα­βο με τον εν­νε­α­σύλ­λα­βο σε έναν ενιαίο στί­χο, κυ­μαι­νό­με­νο, σύμ­φω­να με τους κα­νό­νες της ιτα­λι­κής με­τρι­κής, από τις δε­κα­τέσ­σε­ρις ώς τις δε­κα­ο­κτώ συλ­λα­βές, με με­τα­κι­νού­με­νη το­μή και με πα­ρέν­θε­τους ενί­ο­τε ελεύ­θε­ρους στί­χους – επι­τυγ­χά­νο­ντας με αυ­τές τις προ­σαρ­μο­γές το απρό­σκο­πτο του με­τα­φρα­στι­κού λό­γου».

Σε ό,τι αφο­ρά την ποι­η­τι­κό­τη­τα της Οδύσ­σειας, και γε­νι­κό­τε­ρα την ποι­η­τι­κή δύ­να­μη της λο­γο­τε­χνι­κής γλώσ­σας του Κα­ζαν­τζά­κη, ακό­μα και ένας από τους δια­ση­μό­τε­ρους με­λε­τη­τές του έρ­γου του, ο κα­θη­γη­τής P. Bien, νο­μί­ζει ότι ο Κα­ζαν­τζά­κης δεν διέ­θε­τε «εξαι­ρε­τι­κά ποι­η­τι­κά χα­ρί­σμα­τα». Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της στην επί­ση­μη ομι­λία του το 1979 στη Στοκ­χόλ­μη κα­τά την απο­νο­μή του βρα­βεί­ου Noμπέλ, ένα υπέρ­λα­μπρο κεί­με­νο νοη­μα­τι­κής και αι­σθη­τι­κής τε­λειό­τη­τας στο οποίο η κά­θε λέ­ξη-ψη­φί­δα έχει το­πο­θε­τη­θεί με με­γά­λη πε­ρι­συλ­λο­γή και ακρί­βεια, δεν δί­στα­σε να συ­μπε­ρι­λά­βει στην αυ­στη­ρή και συμ­βο­λι­κή επι­λο­γή των επτά με­γα­λύ­τε­ρων νε­ο­ελ­λή­νων ποι­η­τών τον Νί­κο Κα­ζαν­τζά­κη, δί­πλα στους Σο­λω­μό, Κάλ­βο, Κα­βά­φη, Πα­λα­μά, Σι­κε­λια­νό και Σε­φέ­ρη.[14]

Λι­θο­γρα­φία του Andre Minaux για την «Οδύσ­σεια», εκδ. Plon 1968


Η με­τα­φρα­στι­κή αγω­νία
 
Η αγω­νία[15] που δια­κα­τέ­χει τον Crocetti, όπως κά­θε απαι­τη­τι­κό με­τα­φρα­στή και λο­γο­τέ­χνη, για την ανα­ζή­τη­ση της κα­τάλ­λη­λης λέ­ξης ή έκ­φρα­σης, απο­τυ­πώ­νε­ται στις πα­ρα­κά­τω δύο με­τα­φρα­στι­κές πα­ραλ­λα­γές των επτά πρώ­των στί­χων από την πρώ­τη ρα­ψω­δία της Οδύσ­σειας:

Ήλιε, με­γά­λε Ανα­το­λί­τη μου, χρου­σό σκου­φί του νου μου
Αρέ­σει μου στρα­βά να σε φο­ρώ, πε­θύ­μη­σα να παί­ξω,
Όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χα­ρεί η καρ­διά μας.
Κα­λή ’ναι τού­τη η γης, αρέ­σει μας, σαν το σγου­ρό στα­φύ­λι.
Στον μπλά­βο αγέ­ρα, Θε μου, κρέ­με­ται, στον δρό­λα­πα κου­νιέ­ται
Και την τσι­μπο­λο­γούν τα πνέ­μα­τα και τα που­λιά του ανέ­μου.

Ας την τσι­μπο­λο­γή­σου­με κι εμείς, να δρο­σε­ρέ­ψει ο νους μας!

Η αρ­χι­κή με­τά­φρα­ση του Crocetti, Πρό­λο­γος, Poeti Greci del novecento, σ. 413, στί­χοι 1-7:

Sole, mia grande stella orientale, berretto d’ oro della mente,
mi piace portarti di sguincio, ho smania di giocare,
finché tu e io siamo vivi, gioiscamo I nostril cuori.
È buona e noi l’ amiamo questa terra, come l’ uva riccia
che pende e pencola nell’ aria turchina e nella tempesta,
la beccano, Dio, gli spiriti e i volatili del vento;
pilucchiamola anche noi, che ci si rinfreschi la mente!

Η «τε­λι­κή» μορ­φή στην έκ­δο­ση του 2020:

Sole, grande astro orientale, berretto d’ oro della mente,
che amo portare di traverso, ho voglia di giocare,
perché gioiscano I cuori finché siamo entrambi vivi.
È buona questa terra, si piace, come l’ uva riccia
che pende nell’ aria azzura e oscilla nel piovasco,
Dio, la beccano gli spiriti e gli uccelli del vento;
pilucchiamola anche noi, che ci rinfreschi la mente!

Οι αρ­κε­τές δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις, τις οποί­ες υπο­γραμ­μί­ζω, επι­βε­βαιώ­νουν το σο­λω­μι­κό «έκ­ζε­μα της τε­λειο­θη­ρί­ας» που δια­κρί­νει τον Crocetti, ο οποί­ος απο­δει­κνύ­ε­ται ότι εί­ναι και έξο­χος «ποι­η­τής» με «ψη­λο­ρεί­τη νου», κα­τά τη με­τα­φο­ρι­κή έκ­φρα­ση του Ελύ­τη.  
Έχο­ντας το προ­νό­μιο να πα­ρα­κο­λου­θώ από κο­ντά τα τε­λευ­ταία επτά χρό­νια τον με­τα­φρα­στι­κό αγώ­να του Crocetti από τη μο­νί­μως εν εξε­λί­ξει δια­δι­κα­σία ως το συμ­βα­τι­κά «τε­λι­κό» απο­τέ­λε­σμα, αι­σθά­νο­μαι την ανά­γκη να εκ­φρά­σω τον θαυ­μα­σμό μου για την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το έρ­γο του, όχι μό­νο για­τί δεν τον λύ­γι­σαν οι φουρ­τού­νες και οι κα­ται­γί­δες της με­τά­φρα­σης, αλ­λά και για­τί δεν πτο­ή­θη­κε όταν ομό­τε­χνοί του και θε­σμι­κοί φο­ρείς στην Ελ­λά­δα αδια­φό­ρη­σαν πλή­ρως στις δύ­σκο­λες στιγ­μές που έφτα­σε στα όρια του κα­τα­πο­ντι­σμού. Με μη­τρι­κή γλώσ­σα την κρη­τι­κή διά­λε­κτο και με ει­δι­κές με­λέ­τες για τη γλώσ­σα και το ύφος του Κα­ζαν­τζά­κη, δεν μπό­ρε­σα να του προ­σφέ­ρω ου­σια­στι­κή βο­ή­θεια στις υψη­λής αι­σθη­τι­κής ενα­γώ­νιες ανα­ζη­τή­σεις του για με­τα­φρα­στι­κές ισο­δυ­να­μί­ες για­τί κα­τέ­λη­γε, πά­ντα μό­νος του, στις κα­λύ­τε­ρες δυ­να­τές λύ­σεις.  
Αξί­ζει να με­λε­τη­θούν κά­πο­τε συ­γκρι­τι­κά οι έξι ευ­ρύ­τα­τα γνω­στές με­τα­φρά­σεις της Οδύσ­σειας, στην Αγ­γλι­κή (Kimon Friar, 1958), τη Γαλ­λι­κή (Jacqueline Moatti, 1968), τη Γερ­μα­νι­κή (Gustav A. Konradi, Kurt Desch, 1973), την Ισπα­νι­κή (Miguel Castillo Didier, 1975), τη Σου­η­δι­κή (Gottfried Grunewald, 1990-1992) και την Ιτα­λι­κή. Ο Ωρι­γέ­νης με τα πε­ρί­φη­μα Ἑξα­πλᾶ έδει­ξε πριν από τό­σους αιώ­νες το δρό­μο. Η αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση πα­ρα­μέ­νει αξε­πέ­ρα­στη, πα­ρά το γε­γο­νός ότι ο Friar πα­ρερ­μή­νευ­σε πλή­ρως ορι­σμέ­νες λέ­ξεις, πρό­σθε­τε με­ρι­κές χι­λιά­δες, ανύ­παρ­κτες στο πρω­τό­τυ­πο, ως «σφή­νες» για με­τρι­κούς λό­γους, και άφη­σε αμε­τά­φρα­στους τρεις στί­χους. Η γαλ­λι­κή με­τά­φρα­ση, σε πε­ζό λό­γο, που απαλ­λάσ­σει τον με­τα­φρα­στή από πολ­λά προ­βλή­μα­τα, ακο­λου­θεί τον Friar. Η γερ­μα­νι­κή πα­ρου­σιά­ζει χο­ντροει­δή λά­θη. Η ισπα­νι­κή ξε­φεύ­γει από πολ­λές δυ­σκο­λί­ες με την επι­λο­γή του ελεύ­θε­ρου στί­χου. Η σου­η­δι­κή βελ­τιω­νό­ταν συ­νε­χώς από τον Grunewald τον οποίο βρή­κε ο θά­να­τος στην ηλι­κία των 104 χρό­νων διορ­θώ­νο­ντας τη με­τά­φρα­σή του.
Ο Peter Bergsma[16] δή­λω­σε κά­πο­τε, θέ­λο­ντας να το­νί­σει τη ση­μα­σία της με­τά­φρα­σης: «Τα κα­λύ­τε­ρα Ολ­λαν­δι­κά που έχω δια­βά­σει εί­ναι η με­τά­φρα­ση της «Μα­ντάμ Μπο­βα­ρί». Πα­ρα­φρά­ζο­ντάς τον, θα έλε­γα ότι πολ­λοί φυ­σι­κοί ομι­λη­τές της Ιτα­λι­κής, με εξαι­ρε­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κή παι­δεία, έχουν ήδη δια­πι­στώ­σει ότι τα κα­λύ­τε­ρα Ιτα­λι­κά που έχουν δια­βά­σει εί­ναι η με­τά­φρα­ση της «Οδύσ­σειας» του Crocetti, ο οποί­ος, πο­λύ­πει­ρος και χα­ρι­σμα­τι­κός, ανα­δει­κνύ­ει πράγ­μα­τι με ιδιο­φυή τρό­πο τον πλού­το, την πλα­στι­κό­τη­τα, την εκ­φρα­στι­κή πλη­ρό­τη­τα, τη μου­σι­κό­τη­τα, με δυο λό­για, την αξε­πέ­ρα­στη ομορ­φιά της σύγ­χρο­νης ιτα­λι­κής γλώσ­σας. Με­γα­λύ­τε­ρος έπαι­νος για έναν με­τα­φρα­στή δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: