Η αμφισημία του ερωτικού πάθους

Η αμφισημία του ερωτικού πάθους

Η αγάπη βγάζει στον άνθρωπο τον χειρότερο του εαυτό, ασυζητητί.
Σ. ΜΠΕΚΕΤ


Τα νήματα του Λόγου συνυφαίνονται πυκνά με την διαλεκτική του έρωτα, μολονότι αυτός αρέσκεται στο μυστήριο και αντιστέκεται στην ολοκληρωτική ρηματική διατύπωση. Η μεγάλη λογοτεχνία ανέκαθεν εστίαζε σε μύθους, έπη, και ήρωες – έρμαια εγκλημάτων πάθους.

Το ερωτικό πάθος συνδεδεμένο με την αισθαντικότητα και το παθιασμένο συναίσθημα σφύζει από ταυτόχρονους ερωτικούς και επιθετικούς παλμούς. Το υποκείμενο του πάθους ως παίκτης της αβύσσου, ταλανίζεται από κτητική απληστία και είναι ευάλωτος στις συνθήκες σαγήνης που τον ωθούν στο δέλεαρ επινόησης ενός ερωτικού μορφώματος που αποτελεί ρίσκο .Χαράζει διαδρομές που ανταμώνουν με την υπερβολή, το άμετρο και το εκτός ορίων, εργάζεται ακατάπαυστα και επώδυνα με ψυχικό μόχθο όπως ο Σίσυφος, για να ξεπεράσει θύελλες ψυχικών συγκρούσεων. Προσδοκώντας ηδονή και πληρότητα προσκολλάται στο αντικείμενο του πόθου του, το εκθειάζει και το εξιδανικεύει σαν ναρκισσιστική προέκταση του, σαν αναντικατάστατο προνομιακό θραύσμα της ύπαρξης και επιθυμεί μετά μανίας να γίνει ένα με αυτό, ποθεί την πλήρη ταύτιση, την ψευδαισθητική ενσωμάτωση του είναι του με το είναι του άλλου. Αυτή η εικασία, η ιδεοληψία συγχώνευσης εαυτών σε ένα, μοιάζει να αποκτά για αυτόν μορφή πεπρωμένου.

Το να γίνεται όμως κάποιος ένα με τον άλλον, να ταυτίζεται απολύτως με αυτόν, ισοδυναμεί με το να τον αφομοιώσει και να τον εξαφανίσει μέσα του με αδηφάγο τρόπο, η τέλεια ενσωμάτωση σημαίνει μεταμόρφωση, αλλοτρίωση και απώλεια εαυτού. Η εμπειρία της ετερότητας μοιάζει με μοίρα δαιμονική που εγκλωβίζει και καθηλώνει τους δυο παίκτες σε μια οσμωτική αμοιβαιότητα, σε μια εσωτερικότητα που υπονοεί ότι ο πόθος του ενός είναι η ηχώ, το κάτοπτρο του πόθου του άλλου.

Ο ερωτικός πόθος είναι μια κατ εξοχήν ιδιωτική υπόθεση και δεν εγγυάται τίποτα . Εξαρτάται πάντα από τις περιστάσεις και την συνάντηση. Μας θέτει υπό ερώτηση και μας θέτει ερωτήσεις, είναι αινιγματικός, αδιαφανής και ανυπάκουος, γιατί είτε νοερά είτε εμπειρικά εξουσιάζεται πάντα από αυτό που του διαφεύγει. Μπορεί να είναι απατηλός, να μπλοκάρεται ή να επικεντρώνεται στο απαγορευμένο που προκαλεί ενοχή ή να είναι ακόρεστος σαν δίψα που δεν σβήνει. Και άλλοτε να διαχέεται, να ξεθωριάζει και να ακυρώνεται, χωρίς να δίνει εξηγήσεις, δίχως να αποκλείει -σε ένα δεύτερο επίπεδο αργά ή γρήγορα, σε μια άλλη σαγηνευτική σκηνή της φαντασίωσης – τη ρήξη, τη σχάση, ή τη λαθραία στρέβλωση και υποβιβασμό του υπερεπενδυμένου αντικειμένου του πόθου σε αντικείμενο ανάγκης.

Τότε ένα άλλο διακύβευμα, ένα άλλο παιχνίδι πιο βίαιο και παράδοξο, στοίχημα υποταγής και κυριαρχίας –ο δεσμός της εξάρτησης, η τραυματική διάσταση του πάθους– μοιάζει πλέον με πυξίδα που οδηγεί, τότε η εξιδανίκευση ανοίγει στην διπλή της όψη στο δίπολο αγάπη-μίσος. Η πυραμίδα αντιστρέφεται από την διάψευση –καθώς το πάθος παύει να λειτουργεί σαν σημάδι αποπλάνηση– και ο αναντικατάστατος άλλος χάνει την αυτονομία του, αναγκάζεται να είναι διαθέσιμος σαν φετίχ στις απαιτήσεις του συντρόφου του. Μέσα σε αυτό το ασύμμετρο δούναι και λαβείν, η απόλαυση αποερωτικοποιείται, εκτοπίζεται στην ιεραρχία των αναγκών και ο ερωτισμός γίνεται θηλιά, αποτελεί πεδίο βίας (Μπατάιγ).

Το σπίτι στοιχειώνει από την ερημιά εκείνου που παιδεύει και αν εκείνος που υφίσταται δεν ξεσηκώσει εξέγερση η οδύνη του μπορεί, μέσα από μια κρυφή διαστροφική διαδρομή, να μετατραπεί σε σκανδαλώδη μαζοχιστική ηδονή ή και να φτάσει στα άκρα ενός καταθλιπτικού κενού, στην αποπροσωποποίηση, σε έλλειψη αναφορικής αρχής. Όπως λέει εμφατικά ο Φρόiντ, το Eγώ παύει να είναι αφεντικό στο δικό του σπίτι.

Στο ερωτικό πάθος η αρχή της ηδονής φαίνεται ότι βρίσκεται ακριβώς στην υπηρεσία των ορμών του θανάτου, ενός θανάτου που το σιγοκαίει σε χαμηλή φωτιά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: