«Alice in the Cities» (1974), του Wim Wenders

Yella Rottlander, Rudiger Vogler
Yella Rottlander, Rudiger Vogler

Η «Αλί­κη στις πό­λεις» εί­ναι, πρω­τί­στως, μια ται­νία για τις ει­κό­νες. Τις ει­κό­νες που μας λέ­νε ποιοι εί­μα­στε όταν το αγνο­ού­με ή δεν το θυ­μό­μα­στε πια, τις ει­κό­νες που μας ει­σά­γουν στο πραγ­μα­τι­κό ή μας επι­τρέ­πουν να βγού­με απ’ αυ­τό, τις ει­κό­νες που σπεύ­δουν σε βο­ή­θεια του εαυ­τού μας (όπως έλε­γε ο Πλά­τω­νας ότι κά­νει η γρα­φή) και τις ει­κό­νες που έρ­χο­νται να μας διευ­κο­λύ­νουν να τον ξε­χά­σου­με, τις ει­κό­νες που απο­κα­λύ­πτουν και τις ει­κό­νες που κρύ­βουν, τις ει­κό­νες που μας φορ­τώ­νο­νται, μας κα­τα­πιέ­ζουν, απαι­τούν διαρ­κώς από εμάς και τις ει­κό­νες που μας απε­λευ­θε­ρώ­νουν, μας πα­ρη­γο­ρούν, μας λυ­τρώ­νουν απ’ την τυ­ραν­νία του ορα­τού (αλ­λά και του αό­ρα­του), τις ει­κό­νες ως αφη­γη­μα­τι­κά ση­μεία και τις ει­κό­νες ως ποι­η­τι­κά ση­μεία, τις ει­κό­νες ως απο­δεί­ξεις της «πραγ­μα­τι­κό­τη­τας» (ο Να­μπό­κοφ ήθε­λε η συ­γκε­κρι­μέ­νη λέ­ξη να το­πο­θε­τεί­ται πά­ντα εντός ει­σα­γω­γι­κών) και τις ει­κό­νες ως δια­ψεύ­σεις αυ­τής της «πραγ­μα­τι­κό­τη­τας», τις ει­κό­νες που ξε­γε­λούν, πα­ρα­πλα­νούν, λέ­νε ψέ­μα­τα και τις ει­κό­νες που λέ­νε την αλή­θεια χω­ρίς να πά­ψουν να πα­ρα­πλα­νούν και να ξε­γε­λούν. Εί­ναι επί­σης ένα φιλμ που, μια δε­κα­ε­τία πριν το με­γά­λο art house hit του Βιμ Βέ­ντερς (το «Πα­ρί­σι, Τέ­ξας», φυ­σι­κά), δη­λώ­νει ότι ο άν­θρω­πος βρί­σκε­ται διαρ­κώς -και ανα­πό­δρα­στα- στον «δρό­μο», εσα­εί πε­ρι­πλα­νώ­με­νος (με μια με­τα­φυ­σι­κή έν­νοια). Εί­τε κι­νεί­ται, εί­τε μέ­νει ακί­νη­τος.

Κε­ντρι­κός ήρω­ας εί­ναι ο Φιλ, ένας Γερ­μα­νός φω­το­ρε­πόρ­τερ που τον συ­να­ντά­με κα­θώς τρι­γυρ­νά­ει στη Νέα Υόρ­κη, απο­τυ­πώ­νο­ντας θραύ­σμα­τα αστι­κής ζω­ής με μια μη­χα­νή πο­λα­ρόιντ. Έχει ανα­λά­βει να γρά­ψει ένα άρ­θρο για το «αμε­ρι­κα­νι­κό το­πίο» αλ­λά δεν βρί­σκει τις λέ­ξεις. Ή τις έχει χά­σει. Σε αντι­στάθ­μι­σμα των απο­λε­σθέ­ντων λέ­ξε­ων, συσ­σω­ρεύ­ει ει­κό­νες. Βγά­ζει φω­το­γρα­φί­ες συ­νε­χώς, ελ­πί­ζο­ντας ότι αυ­τές θα του πουν ότι επι­μέ­νει να μην του λέ­ει αυ­τή η πο­λύ­βουη κι ωστό­σο βου­βή πό­λη. Πα­ράλ­λη­λα, μέ­σω των φω­το­γρα­φιών του, προ­σπα­θεί να σι­γου­ρευ­τεί ότι υπάρ­χει. Δεν εί­ναι σί­γου­ρος. Απο­ξε­νω­μέ­νος απ’ τον εαυ­τό του (όπως το θέ­τει ο ίδιος κά­ποια στιγ­μή), πα­σχί­ζει να συλ­λέ­ξει τεκ­μή­ρια της εμπει­ρί­ας του, ακρι­βώς για­τί έχει φτά­σει στο ση­μείο να αμ­φι­βάλ­λει ότι αυ­τή η εμπει­ρία τού ανή­κει στ’ αλή­θεια. Μέ­σα στη Νέα Υόρ­κη, ει­δι­κά, μια πό­λη φτιαγ­μέ­νη από ει­κό­νες που πα­λεύ­ουν να επι­βλη­θούν η μία πά­νω στην άλ­λη, που κραυ­γά­ζουν αλ­λά δεν ση­μαί­νουν, έχει γί­νει κι αυ­τός άλ­λη μια ει­κό­να που αμ­φι­σβη­τεί την πραγ­μα­τι­κό­τη­τά της. Απο­φα­σι­σμέ­νος να επι­στρέ­ψει στην πα­τρί­δα του, μή­πως και ξα­να­βρεί τη χα­μέ­νη του ταυ­τό­τη­τα, θα βρε­θεί χω­ρίς τη θέ­λη­σή του να κά­νει τον κη­δε­μό­να σε μια εν­νιά­χρο­νη συ­μπα­τριώ­τισ­σά του, την Αλί­κη, την οποία η μη­τέ­ρα της τού εμπι­στεύ­ε­ται μέ­σα από ένα γράμ­μα, ενώ η ίδια έχει εξα­φα­νι­στεί.

Υπαρ­ξια­κή ται­νία δρό­μου, ποι­η­τι­κό ντο­κι­μα­ντέρ για την ανα­πά­ντε­χη, τυ­χαία, αθέ­λη­τη ομορ­φιά του αστι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος («το τε­λευ­ταίο στά­διο της Ομορ­φιάς, θα εί­ναι η ομορ­φιά κα­τά λά­θος», πρό­κει­ται να γρά­ψει λί­γα χρό­νια με­τά ο Μί­λαν Κού­ντε­ρα στην «Αβά­στα­χτη ελα­φρό­τη­τα του Εί­ναι», ανα­φε­ρό­με­νος κι αυ­τός, δια στό­μα­τος μιας ηρω­ί­δας του, στην ακα­λαί­σθη­τη -με ευ­ρω­παϊ­κά του­λά­χι­στον κρι­τή­ρια- αρ­χι­τε­κτο­νι­κή της Νέ­ας Υόρ­κης), κοι­νω­νιο­λο­γι­κό σχό­λιο πά­νω στην αμε­ρι­κα­νι­κή ιδε­ο­λο­γία (εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση των πά­ντων μέ­σω της δια­φή­μι­σης, απο­πνι­κτι­κός κα­ται­γι­σμός τη­λε­ο­πτι­κών ει­κό­νων, αι­σθη­τι­κή -και κα­πι­τα­λι­στι­κή φι­λο­σο­φία- της ομοιο­μορ­φί­ας, της ορι­στι­κής μορ­φής, που εμπο­δί­ζει την αλ­λα­γή και σκο­τώ­νει τη φα­ντα­σία -«Once you leave New York City nothing changes anymore. It all looks the same. You can't imagine anything anymore. Above all, you can't imagine any change.»-, απο­θέ­ω­ση της ανι­στο­ρι­κό­τη­τας, του στιγ­μιαί­ου), μια αντι-ιδε­ο­λο­γία που πλέ­ον έχει επι­βλη­θεί κα­τά κρά­τος ως πα­γκό­σμια ιδε­ο­λο­γία, η «Αλί­κη στις πό­λεις», πά­νω απ’ όλα, εί­ναι το (επι)κρι­τι­κό και πα­ράλ­λη­λα γοη­τευ­μέ­νο βλέμ­μα ενός Ευ­ρω­παί­ου καλ­λι­τέ­χνη που ατε­νί­ζει την Αμε­ρι­κή και όσα συμ­βο­λί­ζει. Ήταν εφι­κτή το 1974, που υφί­στα­το ακό­μα η έν­νοια της πο­λι­τι­σμι­κής σύ­γκρου­σης και δια­φο­ράς, στις μέ­ρες μας δεν θα μπο­ρού­σε να φτια­χτεί, προ­φα­νώς, για­τί όλος ο κό­σμος έχει γί­νει Αμε­ρι­κή. Δεν υπάρ­χει πια κά­τι σαν «εξω­τε­ρι­κό» ση­μείο απ’ όπου θα μπο­ρού­σα­με να την κοι­τά­ξου­με διό­τι μας πε­ρι­κλεί­ει όλους: άπα­ντες έχου­με εγκα­τα­στα­θεί αμε­τά­κλη­τα εντός της πο­λι­τι­σμι­κής της ατμό­σφαι­ρας.

Φυ­σι­κά αυ­τός δεν εί­ναι ο μό­νος λό­γος που το υπέ­ρο­χο φιλ­μι­κό ποί­η­μα του Βιμ Βέ­ντερς δεν θα μπο­ρού­σε να γυ­ρι­στεί σή­με­ρα: στον πυ­ρή­να της αφή­γη­σής του βρί­σκε­ται η σχέ­ση στορ­γής ενός 30χρο­νου άν­δρα μ’ ένα εν­νιά­χρο­νο κο­ρί­τσι και η φι­λύ­πο­πτη επο­χή μας δεν θα ήταν ικα­νή να πα­ρα­κο­λου­θή­σει αυ­τή την ιστο­ρία χω­ρίς κα­χυ­πο­ψία, ίσως και εκνευ­ρι­σμό ή άγ­χος, πό­σο μάλ­λον να συ­γκι­νη­θεί μ’ αυ­τήν όπως θα έπρε­πε (κι όπως θέ­λει ο σκη­νο­θέ­της της). Οι δυο τους πε­ρι­πλα­νιού­νται στους δρό­μους, τρώ­νε σε φτη­νά εστια­τό­ρια, κα­τα­λύ­ουν σε ξε­νο­δο­χεία και μο­τέλ, συ­χνά μα­λώ­νουν σαν ζευ­γά­ρι, πει­ρά­ζο­νται, παί­ζουν, κο­λυ­μπά­νε, εδώ που τα λέ­με δεν θα ήταν και εντε­λώς άστο­χο να μι­σο­δια­κρί­νει κά­ποιος εδώ μια εναλ­λα­κτι­κή «Λο­λί­τα» χω­ρίς την παι­δο­φι­λι­κή διά­στα­ση. Ει­δι­κά αν λά­βου­με υπό­ψιν ότι κά­τω απ’ την επι­φά­νεια της πλο­κής του προ­κλη­τι­κού αρι­στουρ­γή­μα­τος του Να­μπό­κοφ, βρί­σκε­ται επί­σης ένα εντυ­πω­σια­κά λε­πτο­με­ρές πα­νό­ρα­μα των αγε­φύ­ρω­των δια­φο­ρών με­τα­ξύ Ευ­ρω­παϊ­κής και Αμε­ρι­κα­νι­κής κουλ­τού­ρας, κα­θώς επί­σης κι ένας σύν­θε­τος στο­χα­σμός πά­νω στη δια­λε­κτι­κή της πο­λι­τι­σμι­κής ώσμω­σης. Εκεί, βέ­βαια, η ιδέα μιας διε­φθαρ­μέ­νης (απ’ τον υπερ­βο­λι­κό πο­λι­τι­σμό ίσως), «εκ­φυ­λι­σμέ­νης» Γη­ραιάς Ηπεί­ρου που στο πρό­σω­πο του καλ­λιερ­γη­μέ­νου παι­δε­ρα­στή Χά­μπερτ Χά­μπερτ απο­πλα­νεί την «αθώα», νε­α­ρή Αμε­ρι­κή, εκ­φρά­ζει τη γοη­τεία που ασκεί στον τρι­φη­λό, αστό δια­νο­ού­με­νο Να­μπό­κοφ, η αιώ­νια παι­δι­κή ηλι­κία της Αμε­ρι­κής, το με­τα­φυ­σι­κό ρί­ζω­μά της σ’ ένα αέ­ναο πα­ρόν (ό,τι ακρι­βώς χα­ρα­κτη­ρί­ζει και την παι­δι­κή ηλι­κία), μια άχρο­νη νε­ό­τη­τα χω­ρίς πα­ρελ­θόν και Ιστο­ρία• στην πε­ρί­πτω­ση του Βέ­ντερς, τα πράγ­μα­τα εί­ναι αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κά, η Αμε­ρι­κή του εμπνέ­ει ανά­μι­κτα συ­ναι­σθή­μα­τα, τον σα­γη­νεύ­ει και τον απω­θεί ταυ­τό­χρο­να. Γι’ αυ­τό και βγά­ζει έγκαι­ρα τους ήρω­ές του απ’ την μαρ­γιό­λα, κα­τερ­γά­ρι­κη αγκα­λιά της, πριν τα μά­για της λει­τουρ­γή­σουν, και τους επι­στρέ­φει στο «ασφα­λές» έδα­φος της Ευ­ρώ­πης, ώστε να συ­νε­χί­σουν την ανα­ζή­τη­σή τους.

Ού­τε εκεί εί­ναι σί­γου­ρο ότι θα βρει αυ­τό που ψά­χνει ο Φιλ, ού­τε εκεί θα στα­μα­τή­σουν να τον κα­τα­διώ­κουν οι ει­κό­νες που προ­σφέ­ρο­νται αφει­δώς, πά­ντα πε­ρισ­σό­τε­ρες απ’ όσες χρεια­ζό­μα­στε (πό­σο προ­φη­τι­κός ο Βέ­ντερς σε σχέ­ση με την επο­χή μας, όπου το πραγ­μα­τι­κό έχει ολό­τε­λα κρυ­φτεί πί­σω από ει­κό­νες που το πνί­γουν), πά­ντα απεί­θαρ­χες, πά­ντα ανυ­πό­τα­κτες στην προ­σπά­θειά μας να τις δια­χει­ρι­στού­με. Ίσως, όμως, το τα­ξί­δι, η πε­ρι­πέ­τεια κι η συ­ντρο­φιά ενός άλ­λου πλά­σμα­τος που τον χρειά­ζε­ται για να μη χα­θεί, να τον βο­ή­θη­σαν να σι­γου­ρευ­τεί ότι υπάρ­χει, ότι δεν εί­ναι απλώς ένα πε­ρι­φε­ρό­με­νο βλέμ­μα που κα­τα­γρά­φει φαι­νο­με­νι­κό­τη­τες. Ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, στο συ­να­φούς νοη­μα­τι­κού μο­τί­βου (αν και βα­ρύ­τε­ρο φι­λο­σο­φι­κά) «Επάγ­γελ­μα Ρε­πόρ­τερ», ο Μι­κε­λάν­τζε­λο Αντο­νιό­νι θα απορ­ρί­ψει ολο­κλη­ρω­τι­κά την έν­νοια της ταυ­τό­τη­τας -άρα και τη συ­νο­χή του υπο­κει­μέ­νου- ως κοι­νω­νι­κά κα­τα­σκευα­σμέ­νο ψέ­μα, πα­ρά­στα­ση για το βλέμ­μα των απα­ντα­χού πα­ρα­τη­ρη­τών. Ο Βιμ Βέ­ντερς, πο­λύ πιο αι­σιό­δο­ξος απ’ τον Ιτα­λό συ­νά­δελ­φό του, πι­στεύ­ει ότι υπάρ­χει ένα υλι­κό ικα­νό να συ­γκολ­λή­σει τα σκόρ­πια κομ­μά­τια μας και να τους προσ­δώ­σει τε­λι­κή μορ­φή και ενιαίο ύφος: ο άλ­λος άν­θρω­πος.

Αρ­κεί να εί­μα­στε έτοι­μοι να επω­μι­στού­με την ευ­θύ­νη του.

«Alice in the Cities» (1974), του Wim Wenders
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: