Η Μυρτώ κυκλοφορεί πάντα με ένα λεμόνι στη τσάντα. Πιστεύει πως τα λεμόνια είναι έξυπνα, πως έχουν μάτια και αυτιά, πως βλέπουν και ακούν τους ανθρώπους. Σκέτη τρέλα η Μυρτώ! Ευτυχώς έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά του Νικηφόρου που είναι καλλιτέχνης, ηθοποιός και μπορεί να μπει μέσα στο μυαλό της να δει λίγο πιο καθαρά τι θέλει και πως το θέλει. Την λατρεύει.
Σάββατο βράδυ και η Μυρτώ, μόνη, κάθεται στην πρώτη σειρά περιμένοντας να δει την πρεμιέρα του Νικηφόρου. Το τρίτο κουδούνι χτυπά, η σιωπή του θεάτρου της τρυπάει τα αυτιά, η αυλαία ανοίγει και τα μάγουλα της γεμίζουν δάκρυα. Το σανίδι είναι γεμάτο λεμόνια! Εκατό, διακόσια, τριακόσια, δεν ξέρει πόσα. Είναι όλα κίτρινα. Είναι η μόνη που τα βλέπει κόκκινα γιατί ξέρει πως όλο αυτό το σκηνικό είναι η αγάπη του Νικηφόρου. Παγώνει και αυτή και τα δάκρυά της. Νιώθει πως τα λεμόνια υποφέρουν, υποφέρει μαζί τους. Η καρέκλα αρχίζει να την σφίγγει, τα παπούτσια της το ίδιο. Τα βγάζει, ανεβαίνει στη σκηνή και προσπαθεί να μαζέψει όσα περισσότερα μπορεί μέσα στο φουστάνι της. Χέρια πολλά μπλέκονται στα χέρια της και την τραβούν προς τα μέσα, προς τα έξω. Τους ξεφεύγει και προλαβαίνει να αρπάξει μόνο ένα λεμόνι! Η αυλαία κλείνει. Η Μυρτώ τρέχει ξυπόλυτη στους δρόμους, βρίσκει το δρόμο της και φτάνει σε μια θάλασσα.
Τα δάχτυλα των ποδιών της μόλις που ακουμπάνε το νερό. Στα χέρια της το λεμόνι σαλεύει. Το ακουμπά στο αριστερό της στήθος και ύστερα το αφήνει απαλά στο νερό. Το λεμόνι ζωντανεύει, βγάζει πόδια οχτώ, έχει μάτια και τρεις καρδιές. Η Μυρτώ το αγαπά, ο Νικηφόρος αγαπά τη Μυρτώ.