«Σωτήρη, τώρα τι θα κάνουμε χωρίς λογαριασμούς;» Το ασανσέρ, το χρέος, και η απόρριψη της στυγνής αισιοδοξίας

«Σωτήρη, τώρα τι θα κάνουμε χωρίς λογαριασμούς;» Το ασανσέρ, το χρέος, και η απόρριψη της στυγνής αισιοδοξίας

Από το 2009, η Ελλάδα αποτελεί επίκεντρο διασταυρούμενων κρίσεων: της οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών και ανθρωπιστικών κρίσεων που προκάλεσε, τη λεγόμενη προσφυγική κρίση, και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο την πανδημία. Παρά την έξοδο από τα μνημόνια το 2018 και τα νέα αφηγήματα περί οικονομικής ανάκαμψης, ανοικοδόμησης και επιστροφής στην κανονικότητα που κυριάρχησαν στον πολιτικό λόγο, το βίωμα της κρίσης ως χρόνιας κατάστασης και ως μιας «νέας κανονικότητας» δεν μας έχει εγκαταλείψει, κάνοντας το διαχωρισμό μεταξύ «κρίσης» και «κανονικότητας» κάθε άλλο παρά σαφή.[1]

Στα αρχαία Ελληνικά, η λέξη κρίσις χρησιμοποιούνταν στην πολιτική, τη δικονομία και την ιατρική (αργότερα και στη θεολογία), και σημασιοδοτούσε «επιλογή μεταξύ δύο εναλλακτικών» (Koselleck 2006: 358). Η λέξη δήλωνε είτε μια «αντικειμενική κατάσταση» (πχ. ένα σημείο καμπής, ειδικά στην πολιτική) είτε μια «υποκειμενική κρίση» με την έννοια του κρίνειν ή της κριτικής, αλλά και με τη δικονομική σημασία της «δίκης» ή της «δικαστικής απόφασης» (359). Ως ιατρικός όρος, κρίσις σήμαινε πάθηση, ασθένεια, αλλά και την «κρίση (judicium) σχετικά με την πορεία της ασθένειας», δηλαδή τη διάγνωση του γιατρού (360). Η κρίση, λοιπόν, μπορεί να σηματοδοτεί επιλογή, απόφαση, δυνατότητα διάκρισης ή διαχωρισμού, κρίνειν ως κριτική ή διάγνωση, σημείο καμπής, αλλά και μια χρόνια κατάσταση χωρίς σαφή προοπτική εξόδου.[2]

Η διπλή σημασία της κρίσης ως αντικειμενικής κατάστασης και υποκειμενικής κρίσης/διάγνωσης μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα πώς λειτουργούν πρόσφατες κινητοποιήσεις του όρου κρίση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνή πλαίσια. Οι δύο πτυχές της έννοιας αυτής συγχωνεύονται τακτικά στο δημόσιο λόγο: η ονομασία μιας κατάστασης ως «κρίσης» δεν παρουσιάζεται ως υποκειμενική κρίση (διάγνωση), αλλά ως περιγραφή μιας αντικειμενικής κατάστασης. Η διάγνωση μιας κατάστασης παρουσιάζεται δηλαδή ως αναπόφευκτη πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αυτό διευκολύνει τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική [governmentality], που επιστρατεύει συχνά την κρίση ως πρόσχημα για την επιβολή κατασταλτικών μέτρων ή καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης, την αναστολή ανθρωπίνων ή πολιτικών δικαιωμάτων, τον περιορισμό δημοκρατικών ελευθεριών κυρίως επισφαλών ομάδων, βιοπολιτικό έλεγχο ή μέτρα λιτότητας (Αθανασίου και Τσιμουρής 10). Έτσι, ο σύγχρονος κυρίαρχος λόγος περί κρίσης φαίνεται να λειτουργεί ενάντια στην αρχική σημασία της κρίσης ως επιλογής. Η κρίση, γράφει ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben, «έχει γίνει εργαλείο κυριαρχίας» που «νομιμοποιεί πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που στην πραγματικότητα απαλλοτριώνουν τους πολίτες και τους στερούν κάθε δυνατότητα απόφασης» (2013). Όπως εύστοχα το θέτει η Αθηνά Αθανασίου, ο λόγος περί κρίσης «μετατρέπεται σε κανόνα και κοινή λογική και καθιστά την κριτική σκέψη και δράση περιττή, παράλογη και εν τέλει αντιπατριωτική» (Μπάτλερ & Αθανασίου 2013: 149). Η χρήση της κρίσης στο πλαίσιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών φαίνεται λοιπόν να συρρικνώνει το χώρο της κριτικής και του μέλλοντος, δρώντας στην υπηρεσία του δόγματος ΤΙΝΑ (There Is No Alternative).[3]

Το βίωμα της κρίσης ως νέας κανονικότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με μια ευρύτερη αντίληψη της διεθνικής νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων ως μιας κατάστασης που συρρικνώνει την πολιτική επιλογή και τη φαντασία εναλλακτικών εκδοχών του μέλλοντος, ενισχύοντας αυτό που ο Mark Fisher έχει ονομάσει «καπιταλιστικό ρεαλισμό»: μια αντι-ουτοπική προοπτική που επιβλήθηκε κυρίως μετά την καθολίκευση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού τη δεκαετία του 1990 και χαρακτηρίζεται από «την […] αίσθηση όχι μόνο ότι ο καπιταλισμός είναι το μόνο βιώσιμο […] σύστημα, αλλά και ότι είναι πλέον αδύνατο και να φανταστούμε μια εναλλακτική πέρα από αυτόν» (2009: 2).

Στην μετα-επαναστατική εποχή μας, πώς μπορεί κανείς να σκεφτεί το «άλλο» ή να μετατρέψει το βίωμα της κρίσης σε αγωνιστικό χώρο κριτικής του παρόντος; Ποιες δυνατότητες αντίστασης ανοίγονται σε νεοφιλελεύθερους τρόπους συγκρότησης του υποκειμένου στο πλαίσιο μιας χρόνιας κρίσης που μεταφράζεται σε έλλειψη εναλλακτικών; Πώς μπορούν ξένα, επισφαλή ή «πλεονάζοντα σώματα της εθνικής και διεθνικής νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων» (Αθανασίου και Τσιμουρής 5) να υπάρξουν ως υποκείμενα αν απορρίψουν ή αρνηθούν το πλαίσιο αυτό ως τη μοναδική επιλογή κοινωνικής τους ύπαρξης; Ποια εναλλακτικά φαντασιακά και αφηγήσεις για την Ελλάδα αρθρώνονται από υποκείμενα που αρνούνται να συμμορφωθούν με κυρίαρχες εκδοχές πολιτειότητας και εθνικής συγκρότησης;

Η ταινία μικρού μήκους Neighborhood Greece (2021) της Ελίνας Ψύκου, στην οποία στρέφομαι εδώ, λειτουργεί ως ένας μικρός κρύσταλλος – ένα πρίσμα που συγκεντρώνει και διαθλά τα ερωτήματα αυτά.[4] Η ταινία, διάρκειας 2 λεπτών, δημιουργήθηκε μετά από πρόσκληση στην Ελίνα Ψύκου να συμμετάσχει στη διαδικτυακή εκδήλωση «What Greece…?», η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Απριλίου 2021, ως μέρος μιας σειράς εκδηλώσεων με αφορμή την επέτειο διακοσίων χρόνων από το 1821 που διοργανώσαμε μέσω του δικτύου πολιτισμικής ανάλυσης Greek Studies Now.[5] Γι’ αυτή την εκδήλωση, ζητήσαμε από διάφορους καλλιτέχνες που ζουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό – ποιητές, πεζογράφους, κινηματογραφιστές, καρτουνίστες – να μας στείλουν ένα σύντομο βίντεο 2-3 λεπτών στο οποίο να αναστοχάζονται τη λέξη, την ιδέα και το γεωπολιτικό και φαντασιακό χώρο της Ελλάδας σήμερα με το δικό τους τρόπο. Η ταινία της Ψύκου ήταν ένα από τα 19 βίντεο που λάβαμε.[6] Μέσα από αυτά τα σύντομα βίντεο, στόχος δεν ήταν η αναζήτηση κάποιου νέου καθολικού αφηγήματος για την Ελλάδα και την Ελληνικότητα, αλλά η δημιουργία ενός πολυφωνικού «ψηφιδωτού» διαφόρων και αντικρουόμενων προοπτικών και προσεγγίσεων σε συνοπτική και συχνά αποσπασματική μορφή (βλ. εικόνα 1).[7]

Στο πρώτο μισό του βίντεο, μεταφερόμαστε στο εσωτερικό του ασανσέρ μιας πολυκατοικίας, το οποίο ανεβοκατεβαίνει. Μια γυναικεία φιγούρα κρατάει μια φορητή κάμερα (πιθανόν κινητού τηλεφώνου) στραμμένη προς τον καθρέφτη του ασανσέρ, αλλά το πρόσωπό της και η κάμερα κρύβονται από το χαρτί μιας ανακοίνωσης που είναι κολλημένο στον καθρέφτη του ασανσέρ:


«ΥΠ’ ΟΨΙΝ: O ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΟ ΕΙΣΟΓΕΙΟ ΔΕΞΙΑ ΠΕΤΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ»

Η φωνή μιας αφηγήτριας μέσω voice-over ξεκινά δίνοντας τρεις σημασιοδοτήσεις της Ελλάδας:

(1) Eλλάδα είναι ο Σωτήρης από την Αλβανία που μένει στο ισόγειο δεξιά μιας πολυκατοικίας στα Πατήσια και πετάει τους λογαριασμούς.

(2) Ελλάδα είναι ο Έλληνας ή ο Αλβανός που μένει σε κάποιον όροφο μιας πολυκατοικίας στα Πατήσια και καρφώνει το Σωτήρη που μένει στο ισόγειο δεξιά ως αυτόν που πετάει τους λογαριασμούς γράφοντας το ‘εισόγειο’ με ‘ει’ και τα δύο ‘ι’.

(3) Ελλάδα είναι οι λογαριασμοί. Αυτοί που πέταξε ο Σωτήρης κι αυτοί που δεν πέταξε γιατί του διέφυγαν.

Η κεντρική θέση του ανελκυστήρα στο βίντεο μας προϊδεάζει για τη συμβολική σημασία των διπόλων υψηλό / χαμηλό και κάθετο / οριζόντιο. Αν το διαμέρισμά του είναι στο ισόγειο, υποθέτουμε πως ο Σωτήρης δεν χρησιμοποιεί το ασανσέρ. Έτσι, η ανορθόγραφη ανακοίνωση της παράβασής του είναι μια δημόσια έκθεση του Σωτήρη σε ένα όχημα μετακίνησης που προορίζεται για άλλους ενοίκους και από το οποίο ο ίδιος είναι αποκλεισμένος. Ενώ ο ανελκυστήρας μπορεί να κινηθεί ελεύθερα (αν και μόνο γραμμικά, κάθετα), ο Σωτήρης, υποθέτουμε, δεν μπορεί: ζώντας στο ισόγειο, καταλαμβάνει τον πάτο μιας κοινωνικής ιεραρχίας που καθιστά τον ανελκυστήρα ως συμβολικό μέσο κοινωνικής ανέλιξης άσχετο γι΄ αυτόν: αν το ανορθόγραφο εισόγειο στην ανακοίνωση υποδηλώνει τη λέξη «είσοδος», η είσοδός του σε αυτή τη μηχανή ανοδικής κινητικότητας είναι μπλοκαρισμένη. Όπως υποδηλώνουν οι απλήρωτοι λογαριασμοί, αυτό που περιορίζει την κίνησή του είναι το χρέος και η υποκειμενικότητα του «χρεωμένου ανθρώπου».

Στο βιβλίο του Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου,[8] ο Μαουρίτσιο Λατσαράτο επικαιροποιεί θεωρίες περί χρέους του Νίτσε και άλλων (Μαρξ, Ντελέζ & Γκουαταρί) και υποστηρίζει ότι στη σημερινή νεοφιλελεύθερη οικονομία, «η σχέση πιστωτή-οφειλέτη» που βασίζεται σε μια «ασυμμετρία ισχύος» (2012: 43) έχει οδηγήσει στην παραγωγή «μιας ιδιαίτερης εκδοχής του homo economicus – τον ‘χρεωμένο άνθρωπο’» (26). Για τον Λατσαράτο, το χρέος ως μια γενικευμένη πλέον κατάσταση αποτελεί τεχνική διαχείρισης της συμπεριφοράς των πολιτών και, επομένως, ελέγχου του μέλλοντος (2011: 45-46). Το χρεωμένο υποκείμενο πρέπει να εκπληρώσει μια υπόσχεση – να εξοφλήσει το χρέος – η οποία ελαχιστοποιεί τον χώρο των πολιτικών επιλογών και δεσμεύει το υποκείμενο σε ένα περιορισμένο σύνολο προβλέψιμων ενεργειών στο μέλλον με στόχο την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης. Με άλλα λόγια, το χρέος συρρικνώνει το χώρο της μελλοντικότητας – μιας προοπτικής δηλαδή του μέλλοντος ως ανοιχτού πεδίου δυνατοτήτων και εναλλακτικών – αποκλείοντας ένα μέλλον ριζικά διαφορετικό από το παρόν. Στη γενικευμένη συνθήκη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, για τα χρεωμένα υποκείμενα, υποστηρίζει ο Λατσαράτο, το μέλλον «μοιάζει παγωμένο»: «το χρέος απλώς εξουδετερώνει τον χρόνο, […] ως δημιουργία νέων δυνατοτήτων, δηλαδή την πρώτη ύλη κάθε πολιτικής, κοινωνικής ή αισθητικής αλλαγής» (2011: 49).

Ο Σωτήρης, ωστόσο, πετά τους λογαριασμούς, και το χρέος που συνεπάγονται, στο καλάθι των αχρήστων. Στο δεύτερο (και τελευταίο) λεπτό της ταινίας, το φως στο ασανσέρ σβήνει και η κάμερα κάνει close-up σε έναν πάγκο στην είσοδο της πολυκατοικίας, δίπλα στο ασανσέρ, στον οποίο έχει μαζευτεί μια στοίβα από λογαριασμούς των ενοίκων. Η αφηγήτρια απευθύνεται τώρα στο Σωτήρη:

Σωτήρη, γιατί πετάς τους λογαριασμούς;

Με τους λογαριασμούς έχουμε κάτι να περιμένουμε. Πότε θα έρθει το ρεύμα, το νερό, το τηλέφωνο, το αέριο, η τράπεζα, το ίντερνετ, η εφορία. Και μια υποχρέωση: να τους πληρώσουμε. Άσε που έχουν πάνω τους και το όνομά μας τυπωμένο, απόδειξη πως υπάρχουμε.

Σωτήρη, τώρα που πέταξες τους λογαριασμούς, Σωτήρη, τώρα τι θα κάνουμε χωρίς λογαριασμούς;

Γιατί πετάει ο Σωτήρης τους λογαριασμούς, λοιπόν;

Ο Σωτήρης απορρίπτει την υπόσχεση αποπληρωμής του χρέους, και μάλιστα όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά και για άλλους, αν υποθέσουμε ότι πετάει τους λογαριασμούς και ‘για λογαριασμό’ των άλλων ενοίκων. Πετώντας τους λογαριασμούς, αποποιείται την προσκόλληση στη συναισθηματική δομή που η Lauren Berlant αποκαλεί «στυγνή αισιοδοξία»: την επίμονη προσκόλληση των ανθρώπων σήμερα στη φαντασίωση πως η προοπτική της «καλής ζωής» που υποσχέθηκε η Δυτική πολιτική μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί να διατηρηθεί και στις σημερινές συνθήκες, παρά τη σοβαρή εξασθένισή της προοπτικής αυτής τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στο πλαίσιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ακολουθώντας την Berlant, στην επισφαλή δημόσια σφαίρα της Ελλάδας της κρίσης, αλλά και σήμερα, υπό το καθεστώς της διαχείρισης του ιού, τέτοιες προσκολλήσεις σε φαντασιώσεις καλής ζωής έχουν γίνει «πιο φαντασιακές, με όλο και λιγότερη σχέση με το πώς ζουν οι άνθρωποι» πραγματικά (2011: 11). Η στυγνή αισιοδοξία αφορά την προσδοκία της καλής ζωής και κοινωνικής ανέλιξης αν κανείς είναι καλός και υπεύθυνος πολίτης, η οποία δεν μπορεί να υλοποιηθεί στις σύγχρονες επισφαλείς συνθήκες – γι’ αυτό και η αισιόδοξη αυτή προσδοκία καταλήγει να γίνεται στυγνή. Η επιτελεστική χειρονομία του Σωτήρη κινητοποιεί μια διαδικασία απo-ταύτισης: αρνείται να λογαριαστεί, να κριθεί, να υποκειμενοποιηθεί μέσω των λογαριασμών και του χρέους. Απορρίπτοντας το χρέος, απορρίπτει και την υποκειμενικότητα του χρεωμένου ανθρώπου που ακυρώνει το μέλλον ως δυνητικά διαφορετικό, καθώς και τη στυγνή αισιοδοξία που συχνά τη συνοδεύει.

Μέσω της απόρριψης αυτής, ο Σωτήρης αποσύρεται και από τη διαδικασία διεκδίκησης ταυτότητας – το «πιστοποιητικό κοινωνικής ύπαρξης» του (καλού Έλληνα) πολίτη – που «αγοράζει» κανείς πληρώνοντας τους λογαριασμούς. Όπως θυμίζει η αφηγήτρια, το όνομά μας στους λογαριασμούς λειτουργεί ως απόδειξη της ύπαρξης και ένταξης μας ως υποκειμένων στη κανονιστική κοινωνική και κρατική μηχανή, μια ένταξη που αποκλείει ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί ως ξένα, πλεονάζοντα σώματα. Ίσως λοιπόν δεν υπάρξει κίνηση προς τα πάνω για τον Σωτήρη (η είσοδός του στο ασανσέρ), αλλά η χειρονομία της απόρριψης και απο-ταύτισης που επιτελεί ανοίγει τη δυνατότητα να φανταστεί κανείς εναλλακτικές δυνατότητες αντίστασης μέσω μιας κινητικότητας προς άλλες, απροσδόκητες κατευθύνσεις.

Προσαρμόζοντας το γνωστό ερώτημα που ο Καβάφης θέτει στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους», η αφηγήτρια αναρωτιέται: «Σωτήρη, τώρα τι θα κάνουμε χωρίς λογαριασμούς;»

Τι λογαριασμούς ανοίγει ο Σωτήρης με τους βαρβάρους του Καβάφη; Αν στο καβαφικό ποίημα η παρουσία των βαρβάρων εγγυάται την ιεραρχικά ανώτερη ταυτότητα των πολιτισμένων, εδώ οι λογαριασμοί εγγυώνται την ανώτερη ταυτότητα των πολιτών ως κοινωνικά ενταγμένων υποκειμένων, στους οποίους δεν ανήκει ο «Σωτήρης από την Αλβανία». Η εμπρόθετη απόρριψη της ταυτότητας αυτής του ενταγμένου (Έλληνα χρεωμένου) πολίτη από το Σωτήρη ενοχλεί τους ενοίκους γιατί διαταράσσει τη δική τους διαδικασία υποκειμενοποίησης που βασίζεται πάντα στην παραγωγή «άλλων» σωμάτων ως κατώτερων και εκτοπισμένων. Όταν τα «κατώτερα» αυτά σώματα δεν διεκδικούν πια την ίδια ταυτότητα (με στυγνή αισιοδοξία) αλλά απορρίπτουν τους όρους υποκειμενοποίησης που θέτει το κυρίαρχο σύστημα, ρίχνοντας τους στον κάδο των αχρήστων όπως ο Σωτήρης τους λογαριασμούς, ποιες εναλλακτικές ανοίγονται για διεκδίκηση υποκειμενικότητας πέρα από τους όρους του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου συστήματος;

Ελλάδα, υποδηλώνει η ταινία, δεν είναι μόνο οι λογαριασμοί που – παραπέμποντας και στο χρέος της χώρας και τους λογαριασμούς της με την τρόικα – υπόσχονται, αν πληρωθούν, ανάκτηση ταυτότητας και (εθνικής) περηφάνιας με προκαθορισμένους όρους. Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτοί που «καρφώνουν» τον Σωτήρη για την παράβασή του, Έλληνες ή ξένοι. Στις αντικρουόμενες σημασιοδοτήσεις της Ελλάδας που ανοίγει η ταινία με τη φράση «Ελλάδα είναι…», την οποία η αφηγήτρια συμπληρώνει με τρεις διαφορετικούς τρόπους (δες παραπάνω), ανήκει και ο «Σωτήρης ο Αλβανός»: ο Σωτήρης που, όπως οι βάρβαροι του Καβάφη, παραμένει μια φασματική παρουσία στην ταινία, αισθητή μόνο μέσω της καταδικαστικής κρίσης κάποιου άλλου ένοικου· μιας κρίσης της οποίας η εσφαλμένη βάση αποτυπώνεται και στο ορθογραφικό λάθος «εισόγειο», το οποίο στρέφει την προσοχή μας στην γλώσσα την ίδια όχι ως καθρέφτη της πραγματικότητας αλλά ως (πάντα καταχρηστικό) μέσο κατασκευής κρίσεων (και διακρίσεων) που διαμορφώνουν την πραγματικότητα που «διαγιγνώσκουν». Ελλάδα είναι λοιπόν και ο Σωτήρης που διεκδικεί έναν άλλο χώρο κοινωνικής ύπαρξης, μια άλλη «κάποια λύση» στο μονόδρομο μιας κανονιστικής διαδικασίας υποκειμενοποίησης. Τέτοιες – και άλλες – «γραμματικές» στάσης, άρνησης, απόσυρσης, μας απομακρύνουν από το Δυτικό αυτόνομο φιλελεύθερο υποκείμενο, τη γραμμική χρονικότητα της Δυτικής νεωτερικότητας, τη χρονικότητα του χρέους, ανοίγοντας χώρους για εναλλακτικές επιστημολογίες και μορφές έκφρασης.

Στα τελευταία πλάνα της ταινίας, το voice-over σταματά και βλέπουμε σε κοντινό πλάνο μια κλειστή πόρτα (πιθανόν του διαμερίσματος του Σωτήρη) και στη συνέχεια το ασανσέρ με την πόρτα ανοιχτή και τη σκάλα της πολυκατοικίας στα δεξιά του (βλ. εικόνα 3). Η αντιδιαστολή της ανοιχτής πόρτας του ασανσέρ και της κλειστής πόρτας του διαμερίσματος επισφραγίζει μεταφορικά την χειρονομία άρνησης του Σωτήρη: την ρίψη των λογαριασμών ως απόρριψη της «πρόσκλησης» συμμετοχής του στην δομή της στυγνής αισιοδοξίας και ανόδου που υποδηλώνει η ανοιχτή πόρτα του ασανσέρ.

Το ισόγειο το οποίο καταλαμβάνει μπορεί να μην μετατρέπεται στο «εισόγειο» της εισόδου στην υποκειμενοποίησή του ως καλού πολίτη, αλλά η χειρονομία της άρνησης αυτής της «πρόσκλησης» της ιδεολογίας, και η απόρριψη του χρέους ως όρου κοινωνικής ύπαρξης, εμπεριέχει τη δυνητικότητα μιας άλλης, μη ιεραρχικής – οριζόντιας, όχι κάθετης όπως αυτή του ασανσέρ – δομής: ένα ισόγειο χωρίς το «ε» της εισόδου αλλά με το «ι» της ισότητας, της μετωνυμικής γειτνίασης,[9] της ένταξης σε άλλες συλλογικότητες και οριζόντιες «γειτονιές», που και αυτές ανήκουν στη «Γειτονιά Ελλάδα» του τίτλου.



Βιβλιογραφικές αναφορές

Αθανασίου, Α. και Γ. Τσιμουρής (2013). «Χαρτογραφώντας τη βιοπολιτική των συνόρων. Σώματα, τόποι, απεδαφοποιήσεις». Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 140-141 B´– Γ´: σσ. 3-37.
Agamben, G. (2013). “The Endless Crisis As an Instrument of Power: In Conversation with Giorgio Agamben.” Verso Blog, 4 Ιουνίου. http://www.versobooks.com/blogs/1318-the-endless-crisis-as-an-instrument-of-power-in-conversation-with-giorgio-agamben

Berlant L. (2011). Cruel Optimism. Durham & Λονδίνο, Duke University Press.
Boletsi M., J. Houwen & L. Minnaard (2020). “Introduction: From Crisis to Critique.” Στο M. Boletsi, J. Houwen & L. Minnaard (επιμ.), Languages of Resistance, Transformation, and Futurity in Mediterranean Crisis-Scapes: From Crisis to Critique, σσ. 1-24. Λονδίνο, Palgrave Macmillan.

Butler, J. (2020). The Force of Non-Violence: An Ethico-Political Bind. Λονδίνο, Verso.
Butler, J. & A. Athanasiou (2013). Dispossession: The Political in the Performative. Cambridge, UK and Malden, MA: Polity Press.

De Cauwer, S. (επιμ.) (2018). Critical Theory at a Crossroads: Conversations on Resistance in Times of Crisis. Νέα Υόρκη, Columbia University Press.
Deleuze G. (1986). Nietzsche and Philosophy. Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Continuum.

Fisher, M. (2009). Capitalist Realism: Is There No Alternative? Winchester and Washington: John Hunt Publishing.
Hardt, M. & A. Negri (2000). Empire. Cambridge, MA και Λονδίνο: Harvard University Press.

Καζαμίας, Α. (2020). «Κρίση: H νέα μας κανονικότητα». Τα Νέα, 18 Μαρτίου.
Koselleck, R. (2006). “Crisis.” Μετάφραση Michaela Richter. Journal of the History of Ideas 67 (2): σσ. 357-400.

Lazzarato M. (2012). The Making of the Indebted Man: An Essay on the Neoliberal Condition. Μτφρ. Joshua David Jordan. Los Angeles: Semiotext(e).
Λατσαράτο, Μ. (2014). Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου. Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κατάσταση. Μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Αλεξάνδρεια.

Ttoouli, G. (2021). “‘What Greece…?’ A Pluralist Antidote to Nationalist Fervour.” Greek Studies Now Blog, 13 Μαΐου. https://gc.fairead.net/what-greece-a-pluralist-antidote
Παπανικολάου, Δ. (2019). «Πόσο μετωνυμική είσαι; Σημειώσεις για τον βιοπολιτικό ρεαλισμό»/ “Ηow metonymical are you? Notes on Biopolitical Realism.” Στο Ο. Ανδρεαδάκης και Γκ. Μαδεμλή (επιμ.), Α Κατάλογος / Non Catalog, 21st Thessaloniki Documentary Festival, σσ. 104-125.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: