Γλωσσικά παιγνίδια με το αλλόκοτο στην προεπαναστατική Αβάνα

Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε, «Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις», μτφρ. Γιώργος Ρούβαλης, Τόπος 2009

Ο Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε
Ο Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε

Το ογκώδες και πολυσήμαντο μυθιστόρημα ενός από τους μεγαλύτερους Κουβανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, του Γκιγιέρμο Καμπρέρα Ινφάντε [1929- 2005] μεταφράστηκε με καθυστέρηση στα ελληνικά το 2009. Είχα γράψει τότε γι’ αυτό. Έσκυψα ξανά πάνω του εν μέσω της δεύτερης καραντίνας και ανταμείφθηκα πολλαπλώς. Εδώ, η πολύχρωμη, προεπαναστατική Αβάνα γίνεται τρόπον τινά ο κεντρικός ήρωας της πολυπρόσωπης αφήγησης, με τα γλωσσικά παιγνίδια ν’ απεικονίζουν την χαρά της ζωής αλλά και την απόπειρα κατασκευής μιας άλλης πραγματικότητας, αυτονομημένης από την κοχλάζουσα πολιτική συγκυρία της δεκαετίας του ’50.        
Σύγχρονος μεταξύ άλλων του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και κάτοχος του βραβείου Θερβάντες, ο Καμπρέρα Ινφάντε θεωρείται ιδρυτικό μέλος της έκρηξης στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, που πρωτοαποδόθηκε από τον επίσης μεγάλο Κουβανό Αλέχο Καρπεντιέρ ως «μαγικός ρεαλισμός». Θα το πω πάντως με όση σαφήνεια διαθέτω: η αναγνωστική εμπειρία αυτού του βιβλίου απαιτεί καλή διάθεση, χρόνο και εγρήγορση. Οι γρίφοι, οι παγίδες και οι ένθετες δυσκολίες αποτελούν πρόκληση, οι διακειμενικές αναφορές είναι συνεχείς, η συνειδησιακή ροή των ηρώων διακόπτεται κάθε τόσο από ένα μοντάζ κινηματογραφικής έμπνευσης, ενώ ο αναγνώστης καλείται να επιστρατεύσει το πλήρες οπλοστάσιο των εμπειριών και γνώσεών του προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει τα γραφόμενα. Έπειτα, ξαφνικά το τοπίο φωτίζεται, η ευφορία σε κυριεύει, η γλώσσα αποκαλύπτει τις δυνατότητές της. Είναι για όλα τούτα που ίσως δεν υπάρχει λατινοαμερικανός συγγραφέας που να μην έχει επηρεασθεί από τον Καμπρέρα Ινφάντε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.  
Η Αβάνα είναι, λοιπόν, ο μέγας πρωταγωνιστής της αφήγησης. Η μουσική, τα διάσημα καμπαρέ, η διάχυτη αφροκουβανέζικη κουλτούρα, οι γηγενείς θρησκείες, ο έρωτας, το ποτό, οι βόλτες στη λεωφόρο Μαλεκόν, η αποικιακή αρχιτεκτονική, η θάλασσα και οι συνοικίες της πόλης συνιστούν κάτι παραπάνω από ένα απλό πλαίσιο αναφοράς και αναδύονται ως αυτόνομη οντότητα. Η αστική, εξαμερικανισμένη, προεπαναστατική Κούβα προβάλλει ανάγλυφη με όλες τις ταξικές της αντιθέσεις, καταρρίπτοντας πάντως εν πολλοίς τον μύθο της υπανάπτυξης για την οποία τόσα έχουν γραφεί εν ονόματι των μετέπειτα επιτευγμάτων της Επανάστασης. Οι τέσσερις «σωματοφύλακες», που εναλλάσσονται στην αφήγηση με πολλούς ακόμη δευτερεύοντες ήρωες, ζουν τις μέρες και τις νύχτες τους περιφερόμενοι στο πολύχρωμο τοπίο της Αβάνας, πίνοντας, χορεύοντας, ερωτευόμενοι, κυρίως όμως συζητώντας, σε ποικίλες ιδιολέκτους που αντλούν από τις ντοπιολαλιές του νησιού αλλά και από βορειοαμερικανικές κυρίως φιλολογικές επιρροές, - εκτεινόμενες από τον Χέρμαν Μέλβιλ και τον Μαρκ Τουαίν ως τον Τζων Ντος Πάσος και τον Ουίλλιαμ Φόκνερ. Η ζωγραφική και η φιλοσοφία, το σινεμά και η αρχιτεκτονική δεν λείπουν από αυτές τις ενίοτε ακατανόητες αφηγήσεις που εντέλει -και ευτυχώς- επιστεγάζονται από την μουσική. Ενδεικτικό είναι ότι το τελευταίο και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Μπαχιάδα» είμαι μια μεταφορά του Γιόχαν Σεμπάστιον Μπαχ στον χωροχρόνο των Τροπικών και η μετατροπή του σε «σάλσα» και τσατσά υπό την σκέπη μάλιστα του Αϊνστάιν.  
Η πολιτική πραγματικότητα υποδηλώνεται μόνο με έμμεσους τρόπους αν και το κόρπους της αφήγησης τοποθετείται στις παραμονές της επικράτησης του Φιντέλ Κάστρο και του κινήματος της 26ης Ιουλίου. Στις καλύτερες και ξεκαρδιστικότερες σελίδες του βιβλίου ανήκει το κεφάλαιο «Επισκέπτες», αφιερωμένο στις διαπολιτισμικές παρεξηγήσεις — όπου ένα ζεύγος Αμερικανών τουριστών καταφτάνει από το κοντινό Μαϊάμι και εν ονόματι των ηθικών του αρχών φτάνει να υφαρπάξει το μπαστούνι ενός ταλαίπωρου ζητιάνου. Ο ταλαίπωρος επαίτης θα εγκλεισθεί επιπλέον στην φυλακή σε μια ευφάνταστη αλλαγή ρόλων. Πραγματική άσκηση γραφής και σαρκαστική κορύφωση ωστόσο συνιστά η ενότητα «Ο θάνατος του Τρότσκι». Σ’ αυτήν, ο Καμπρέρα αποκαλύπτει διεθνιστικά αισθήματα και πίστη στην παγκόσμια επανάσταση αναπαράγοντας τη δολοφονία του εξόριστου στο Μεξικό πρώην σοβιετικού ηγέτη μέσω της γραφίδας διαφόρων κουβανών συγγραφέων — από τον Χοσέ Μαρτί και τον Νικόλας Γκιγιέν ως τον Καρπεντιέρ και τον Βιρχίλιο Πινιέρα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα επινοεί έναν χορό αποτελούμενο από τους Σολόχοφ, Αραγκόν, Μπρεχτ και Ελυάρ να αποθεώνουν τον Στάλιν. Ευτυχώς πάντως, από αυτή την σατιρική υμνωδία του έχει διαφύγει ο Ρίτσος.    
Αφανής αν και πανταχού παρών πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας φίλος των τεσσάρων σωματοφυλάκων ο επονομαζόμενος Βουστροφηδόν, ανεξάντλητη πηγή λογοπαιγνίων και γλωσσοδετών αλλά και αστείρευτη πηγή παντοειδούς γνώσης. Τα νοητικά παιγνίδια του συγγραφέα νομιμοποιούνται αποδιδόμενα στον αφανή αυτό ήρωα, σαν να ζητά συγγνώμη από τον αναγνώστη. Αυτές οι διαρκείς συγγραφικές κράμπες φαντάζομαι ότι θα απετέλεσαν και την κύρια πηγή πονοκεφάλων για τον μεταφραστή Γιώργο Ρούβαλη που πάντως τα καταφέρνει περίφημα σ’ αυτό το κάτι παραπάνω από δύσβατο κείμενο. Άθλος, κατά τη γνώμη μου. Άλλωστε ήδη στον γλωσσοδέτη του τίτλου η πραγματικότητα τεντώνεται ως τα έσχατα όρια της αντοχής της για να γειωθεί στη συνέχεια με απρόβλεπτους τρόπους.

———— ≈ ———— 

Παιδί θαύμα των κουβανικών γραμμάτων, ο Καμπρέρα γεννήθηκε στην επαρχία Οριέντε από γονείς στρατευμένους στο κομμουνιστικό κόμμα που κατέφυγαν στην Αβάνα για να γλυτώσουν τις διώξεις. Η μητρόπολη των δεκαετιών ’40 και ’50 τον γοήτευσε με την πρώτη επαφή. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στην ιατρική για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο. Δούλεψε ως αρχισυντάκτης σε σημαντικά περιοδικά της εποχής. Ίδρυσε την πολιτιστική ομάδα Nuestro Tiempo, και την Ταινιοθήκη της Κούβας, έγραψε κατά κόρον για το σινεμά που το θεωρούσε ως την κατ’ εξοχήν λαϊκή μορφή τέχνης, ενώ συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Με την επικράτηση της επανάστασης διορίστηκε από τον Φιντέλ επικεφαλής του Εθνικού Πολιτιστικού Συμβουλίου. Ανέλαβε τη διεύθυνση του ενθέτου Lunes της εφημερίδας Revoluciόn με κυκλοφορία 1.000.000 φύλλα, συναθροίζοντας πλειάδα διανοουμένων και ανοίγοντας τις σελίδες του σε διεθνείς προσωπικότητες που πίστεψαν στην επανάσταση. Σύντομα θα έπαιρνε τις αποστάσεις του από το καθεστώς, καθώς η επικράτηση των σταλινικών τάσεων δεν άφηνε πολλά περιθώρια για ελευθερία στην έκφραση. Το ποτήρι θα ξεχείλιζε γι' αυτόν όταν απαγορεύτηκε η προβολή ενός αριστουργηματικού ντοκιμαντέρ που γύρισε ο δεκαεννιάχρονος αδελφός του με τίτλο «Μετά Μεσημβρίαν» όπου οι λαϊκές τάξεις του νησιού απεικονίζονται μέσα σε μια καθημερινότητα όπου η επανάσταση μοιάζει να μην συνέβη ποτέ. Για μια τριετία υπηρέτησε στην κουβανική πρεσβεία στις Βρυξέλλες και αυτοεξορίστηκε οριστικά στο Λονδίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Οι Τρεις ταλαίπωροι τίγρεις δημοσιεύτηκαν το 1967 και απαγορεύτηκαν πάραυτα στην Κούβα ενώ φυλακίστηκαν όσοι τόλμησαν να γράψουν θετικά σχόλια για το βιβλίο — το οποίο κυκλοφορούσε παράνομα στο νησί για δεκαετίες. Καλά να’ ναι η αχανής ισπανόφωνη αγορά που το τίμησε δεόντως.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: