Το 1938, ο Τόμας Μαν ολοκλήρωνε το κείμενο που είχε γράψει ως πρόλογο για μια, προφανώς, νέα έκδοση του εμβληματικού μυθιστορήματος του Γκαίτε, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, ως εξής: «Θεωρώ ότι πάνω σ’ αυτή την ανεκδοτολογική λεπτομέρεια θα μπορούσε να βασιστεί ένα στοχαστικό αφήγημα, ίσως ένα μυθιστόρημα, το οποίο να μιλάει για τα αισθήματα και την ποίηση, για την αξιοπρέπεια και την παρακμή που φέρνει μαζί της η ηλικία και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για τη διαγραφή της εικόνας του χαρακτήρα του Γκαίτε και της ιδιοφυίας γενικά. Ίσως βρεθεί ο ποιητής που θα το επιχειρήσει» (Tα πάθη του νεαρού Βέρθερου, Άγρα). Αρκετές γραμμές πιο πάνω ο Τόμας Μαν πληροφορούσε τον αναγνώστη σχετικά με την «ανεκδοτολογική λεπτομέρεια», η οποία εν δυνάμει, θα προκαλούσε έναν άλλον δημιουργό να την εκμεταλλευτεί για να φτιάξει το δικό του μυθιστόρημα ή αφήγημα. «Τον ίδιο χρόνο [σ.σ. το 1816}, όταν ο Γκαίτε ήταν εξήντα επτά ετών, ήρθε σε επαφή με το έργο αυτό [σ.σ. Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου] μέσα από μια αξιομνημόνευτη —τουλάχιστον για μας αξιομνημόνευτη— συνάντηση προσωπικού χαρακτήρα. Μια ηλικιωμένη κυρία, μόνο τέσσερα χρόνια νεότερη του, ήρθε για επίσκεψη στη Βαϊμάρη, όπου ήταν παντρεμένη μια από τις αδελφές της και ζήτησε να τον δει. Ήταν η Charlotte Kestner, το γένος Buff, η Λότε του Wetzlar, η Λότε του Βέρθερου». Έναν μόλις χρόνο ακριβώς αργότερα ο Γερμανός συγγραφέας, δημοσιεύει την δική του Η Λότε στη Βαιμάρη. Να εικάσουμε με βεβαιότητα ότι ήδη είχε κατά νου να συναντηθεί με την μυθική πλέον Λότε και μέσω αυτής να συνομιλήσει με τον πρωταρχικό δημιουργό της, την κορωνίδα των γερμανικών γραμμάτων, τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, όταν έγραφε τον πρόλογο για τον Βέρθερο;
Ας δούμε όμως τι σήμαινε για τα γερμανικά γράμματα και για τον γερμανικό πολιτισμό το παρθενικό μυθιστόρημα του Γκαίτε, αλλά και για τον ίδιο τον Τόμας Μαν, συνεχιστή αυτού του πολιτισμού, το να επιχειρήσει την συγγραφή του δικού του μυθιστορήματος εν είδει συνομιλίας με τον ιδιοφυιή δημιουργό του και όσα εκείνος εκπροσωπούσε. Ο ίδιος στον προαναφερόμενο πρόλογό του σημειώνει ανάμεσα στα άλλα: «Το βιβλίο προκάλεσε μια μέθη, έναν πυρετό, μια έκσταση που διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη και λειτούργησε όπως η σπίθα που πέφτει στην πυριτιδαποθήκη και ξαφνικά απελευθερώνει μια επικίνδυνη ποσότητα συσσωρευμένης ενέργειας [...]. Το ζευγάρι [σ.σ. Βέρθερος και Λότε] πέρασε από την αρχή στις τάξεις των κλασικών ζευγαριών της ποίησης και του μύθου [...]. Μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων αναγνώρισε το εαυτό της στο πρόσωπο του Βέρθερου». Θα τολμούσε ίσως να ισχυριστεί ο αναγνώστης του 21ου
αιώνα ότι τόσο ο Γκαίτε όσο και ο Βέρθερος του ήταν η ίδια η Γερμανία με τις αξίες του 19ου αιώνα, οι οποίες ίσχυαν στην Ευρώπη έως την επικράτηση των Ναζί και του Χίτλερ. Είναι τυχαίο ότι μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος του ο Τόμας Μαν βάζει τον Γκαίτε να αναφωνεί «Η Γερμανία είμαι εγώ», υπονοώντας τον εαυτό του βέβαια σε μια στιγμή, που αυτή η Γερμανία, η πατρίδα του, τού είχε αφαιρέσει την γερμανική υπηκοότητα [1936] καθώς και τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης [1937] και τον είχε αναγκάσει να περιφέρεται άπατρις, όταν συναντιέται ξανά μαζί της, μέσω του Γκαίτε. Ο Τόμας Μαν βρίσκεται στις ΗΠΑ όταν γράφει το μυθιστόρημα Η Λότε στη Βαιμάρη, το οποίο θα κυκλοφορήσει το 1939.
Η ΛΟΤΕ ΤΟΥ ΓΚΑΙΤΕ Ο ΓΚΑΙΤΕ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Ακουμπώντας, όπως είδαμε, στο πραγματικό γεγονός της, μετά από τέσσερις δεκαετίες, συνάντησης της Λότε και του Γκαίτε, αλλά και στις επιστολές του τότε μνηστήρα και κατόπιν συζύγου της, Γιόχαν Κέστνερ, όπου περιγράφεται ο χαρακτήρας του νεαρού συγγραφέα και φίλου του, καθώς και σε επιστολή της γηραιάς πια Λότε προς τους γιους της, με την οποία σχολιάζει την εικόνα του επίσης γηραιού Γκαίτε και τα συναισθήματα που της προκάλεσε, ο Τόμας Μαν δομεί ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, με έντονη θεατρικότητα, βασιζόμενο, όχι στην πλοκή αλλά κυρίως στους μονολόγους των προσώπων που κάθε φορά τους εκφέρουν. Τα πρόσωπα αυτά, τα οποία σπεύδουν να συναντηθούν με την Λότε μόλις εκείνη φτάνει στην Βαιμάρη, αντιμετωπίζουν την γηραιά κυρία, ως μύθο, ως μυθιστορηματική φιγούρα κυρίως και όχι ως μια πραγματική γυναίκα, στα πρόθυρα του γήρατος. Καλωσορίζοντας την Λότε ο ένας από τους επισκέπτες της, ο δόκτωρ Ρίμερ, γραμματέας του Γκαίτε, της λέει ανάμεσα στα άλλα: «…κι έτσι η φήμη για την παρουσία σας που διατρέχει την πόλη, διέγειρε μέσα μου την απροσμάχητη επιθυμία να εκφράσω αμέσως τον σεβασμό μου και να καλωσορίσω στην πόλη μας μια γυναίκα που το όνομά της έχει δεθεί τόσο στενά με την ιστορία του πνεύματος της πατρίδας μας [...] μια γυναίκα η οποία εμφανίζεται στην αρχή, ή σχεδόν στην αρχή, στην ιστορία του ιδιοφυούς πνεύματος, το όνομα της οποίας ο ίδιος ο θεός του έρωτα έχει διαπλέξει για πάντα στη ζωή του….».
Και εδώ έγκειται η ενδιαφέρουσα συγγραφική πρόκληση του Τόμας Μαν. Πλάθει μια ηρωίδα, ως δικό του δημιούργημα, η οποία όμως έχει ήδη περάσει στην δικαιοδοσία των μεγάλων μυθιστορηματικών ηρωίδων. Δημιουργεί θα λέγαμε μια μετα-ηρωίδα, βασιζόμενος σε ένα πραγματικό γεγονός, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο πρώτος δημιουργός της, ο Γκαίτε. Και αυτή ακριβώς η μετα-ηρωίδα τού προσφέρει την μυθιστορηματική συνθήκη ώστε να ομιλήσει/συνομιλήσει με τον Γκαίτε, αφού έχει μετατρέψει και αυτόν σε ήρωα του μυθιστορήματος του! Και ακολουθεί η δεύτερη συγγραφική πρόκληση του Γερμανού συγγραφέα. Υιοθετώντας νεωτερικούς αφηγηματικούς δρόμους, αποφεύγει στα έξι από τα εννέα κεφάλαια του μυθιστορήματος του να «αντιμετωπίσει» απευθείας τον μυθιστορηματικό Γκαίτε, τον αφήνει βουβό, αποκλεισμένο στο αρχοντικό του, να μην μπορεί να ακούσει τι λένε οι άλλοι στην Λότε γι αυτόν, τι ιστορίες, από τα σαράντα τέσσερα χρόνια που τους χωρίζουν, της αφηγούνται, ποια εικόνα του χαρακτήρα του της προβάλλουν. Ο/η αναγνώστης/στρια όμως ακούνε τα πάντα για το «ιδιοφυές πνεύμα», όπως χαρακτηρίζεται ο Γκαίτε, τόσο από την Λότε όσο και από τους, σχεδόν μονολογούντες, συνομιλητές της. Και οι δίκην αυτοί μονόλογοι —με ελάχιστες, τις ευγενικές και αρκούντως αποστασιοποιημένες, ερωταποκρίσεις της Λότε— θέτουν μια σειρά κορυφαίων ζητημάτων που άπτονται, της φιλοσοφίας, της τέχνης και των ορίων της, της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού και των δικαιωμάτων του πάνω στον περίγυρο του, κατά πόσο έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την ζωή των ανθρώπων γύρω του μεταπλάθοντας την σε έργο τέχνης, την ελευθερία του ατόμου όσον αφορά την ιδιωτική του ζωή και τις εκάστοτε επιλογές του, τις συγκρούσεις του με τις κοινωνικές συμβάσεις, για την ίδια την γερμανική κουλτούρα, την λεγόμενη γερμανικότητα, την νοοτροπία του γερμανικού λαού και την στάση του απέναντι στην Ιστορία. Επίκεντρο βέβαια αυτών των «συζητήσεων» είναι το λεγόμενο «ιδιοφυές πνεύμα» δηλαδή ο Γκαίτε, και η καταγεγραμμένη στις συνειδήσεις των ομιλητών και ομιλητριών, Λότε του Βέρθερου. Και η εκκεντρική Αγγλίδα εικονογράφος μις Καζλ, και ο δόκτωρ Ρίμερ και η Αντέλε Σοπενχάουερ και ο γιος του Γκαίτε, Αουγκούστους και, τέλος, η μνηστή του τελευταίου, η Οτίλιε φον Πόγκβιτς, ο καθένας/κάθε μία από την σκοπιά τους, αφηγούνται την μια ιστορία μετά την άλλη, με λόγο που αρμόζει στον χαρακτήρα τους, την μόρφωσή τους, την κοινωνική τους θέση. Οι ιστορίες που αφηγούνται είναι ουσιαστικά όψεις και συμβάντα της ζωής του Γκαίτε, είναι κομμάτια ενός παζλ που στοιχειοθετεί την μεγάλη εικόνα του κορυφαίου Γερμανού δημιουργού.
Ποιος ήταν τελικά ο Γκαίτε; αναρωτιέται ο Τόμας Μαν. Πώς αντιδρούσε σε μεγάλα και μικρά γεγονότα; Πώς συμπεριφερόταν στους γύρω του; Ποιες ήταν οι απόψεις του για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του; Λόγου χάριν πού βασιζόταν ο μεγάλος θαυμασμός του για τον Ναπολέοντα, όταν ο γερμανικός λαός και προπαντός οι νεότερες εθνικιστικές γενιές τον αντιμετώπιζαν τουλάχιστον σαν Διάβολο; Ο Μαν δεν χαρίζεται στον μεγάλο ομότεχνο του, όπως δεν χαρίζεται και στον ίδιο τον λαό από τον οποίο και οι δύο προέρχονται. Βασιζόμενος στην περιγραφή του Γιόχαν Κρίστιαν Κέστνερ, —του Άλμπερτ στον Βέρθερο— ο Μαν αναδεικνύει όλες τις αντιφάσεις του «ιδιοφυιούς πνεύματος», τις μεγαλοσύνες του αλλά και τις μικρότητες του, τον απεριόριστο εγωισμό του, την τεράστια ανάγκη του για ελευθερία, την φαινομενική κοινωνικότητα του, στην πραγματικότητα δομική αντικοινωνικότητα, τις φοβίες του καθώς οι αρρώστιες κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους και το γήρας είναι προ των πυλών.
Στο Έβδομο πια κεφάλαιο, ο Τόμας Μαν φέρνει στο προσκήνιο το μυθιστορηματικό προσωπείο του ίδιου του Γκαίτε. Έναν Γκαίτε γερασμένο, χτυπημένο από τα αρθριτικά, με ένα πνεύμα όμως σε λαμπρή εγρήγορση, αναστοχάζεται σελίδες της ζωής του, μιλάει για τον εαυτό του, σχολιάζει, φιλοσοφεί, κρίνει αυστηρά τους νεοχριστιανούς, συμπατριώτες του, χαρακτηρίζοντας τους υποκριτές πατριδοκάπηλους, προβλέπει ότι αυτές οι ιδέες περί πατρίδας και γερμανικότητας, ο εθνικισμός δηλαδή, θα προκαλέσουν φρικιαστικές περιπέτειες, αναφέρεται στα έργα του, στις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα έγραψε, φυσικά δεν παραλείπει να σταθεί στον Βέρθερο με ένα σύντομο άλμα στα είκοσι τέσσερα χρόνια του, δεν ξεχνάει να μιλήσει για την υποκριτική κοινωνία της Βαϊμάρης και το πώς είχε αντιμετωπίσει την, για αρκετά χρόνια, άνευ γάμου συμβίωση του με μια απλοική, νεαρή γυναίκα καθώς και τον εξώγαμο γιο τους, έως να τελεσθεί ο γάμος τους. Στον παραληρηματικό του λόγο έχει ως συνομιλητή του τον πεθαμένο πια Σίλλερ, τον έτερο μεγάλο των γερμανικών γραμμάτων και για χρόνια επιστήθιο φίλο του Γκαίτε, τίποτα δεν μένει απέξω, για όλα υπάρχει θέση στον οξυδερκή και πλούσιο αυτόν μονόλογο. Η καίρια ερώτηση είναι βέβαια, αν μιλάει ο Γκαίτε ή ο Τόμας Μαν μέσω του Γκαίτε. Αφήνουμε τον/αναγνώστη/στρια να βγάλουν το δικό τους συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη τους το κάτω από ποιες συνθήκες γράφεται το μυθιστόρημα.
Και η περίφημη συνάντηση Λότε-Γκαίτε; Ευφυώς ο Μαν την αφήνει για τα τελευταία κεφάλαια. Το δείπνο στήνεται στο σπίτι του Γκαίτε, οι προσκεκλημένοι επιλέγονται από τον ίδιο. Ο Μαν αντιμετωπίζει το περίφημο δείπνο με σχεδόν ειρωνική διάθεση, μετακινεί την πένα του και σχεδιάζει τα πρόσωπα των συνδαιτημένων, τα ρούχα τους, τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους, σαν καρικατούρες. Ακόμα και η Λότε δεν είναι παρά μια καρικατούρα του παλιού νεανικού εαυτού της, που φτάνει στο σημείο να στολίσει το λευκό της φουστάνι με τον ίδιο φιόγκο που στόλιζε το αυθεντικό που φορούσε στα νιάτα της και άρεσε στον νεαρό Γκαίτε. Ο οποίος με την σειρά του την αντιμετωπίζει ευγενικά αλλά αποστασιοποιημένα. Το παρόν δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν και το μόνο που τα συνδέει είναι οι μεταμορφώσεις που επιβάλλει η τέχνη, υπερβαίνοντας τον χρόνο και τους περιορισμούς του. Αργότερα η Λότε θα γράψει και θα μεταπλάσει ο Μαν στο δικό του μυθιστόρημα ότι: «Για τη συνάντηση με τον μεγάλο άνδρα δεν έχω να παρατηρήσω και πολλά. Μόνο ότι έκανα μια καινούργια γνωριμία με έναν ηλικιωμένο άνδρα ο οποίος, αν δεν ήξερα ότι είναι ο Γκαίτε, αλλά και παρά ταύτα, δεν μου έκανε ευχάριστη εντύπωση». Στο όγδοο πια α κεφάλαιο ο Τόμας Μαν αφήνει τους δύο ηλικιωμένους να συναντηθούν μόνοι τους. Και τότε εμφανίζεται μια άλλη αφήγηση που κατά κάποιον τρόπο ολοκληρώνει εκείνες που πέρασαν στην δικαιοδοσία του λογοτεχνικού μύθου, με Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου.
Το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν είναι απαιτητικό λόγω της πολυπλοκότητας και του πλούτου των ιδεών που εκφράζει, αλλά ακριβώς γι’ αυτό προσφέρει στον αναγνώστη υψηλής στάθμης απόλαυση, νοητική και ψυχική. Απαιτεί επίσης ισχυρή μεταφραστική ικανότητα την οποία, είναι φανερό, ότι διαθέτει ο μεταφραστής Θόδωρος Παρασκευόπουλος. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι και το επίμετρο του καθηγητή της Φιλοσοφίας, Κοσμά Ψυχοπαίδη.