Μακμπέθ
ο ογδοηκοστός πέμπτος Βασιλιάς της Σκωτίας
Ο Μακμπέθ, για να δικαιολογήσει την άνομη πράξη του, κέρδισε την συμπάθεια των ευγενών με ακριβοθώρητα δώρα, ενώ η εύνοια του λαού ήταν δεδομένη. Ο Μακμπέθ ήταν ιδιαιτέρως λαοφιλής, ένας ήρωας που είχε σώσει τη χώρα του από τους Δανούς αλλά και από αιμοσταγείς στασιαστές. Τέλος, για να κερδίσει τον θαυμασμό όλων, τιμώρησε τους κακοποιούς με δικαιοσύνη και αμεροληψία, αφήνοντας τον αυστηρό και βίαιο χαρακτήρα του κατά μέρος, κατάφερε να εξαλείψει σχεδόν τους κλέφτες και τους λαφυραγωγούς που είχαν αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας της μετριοπάθειας του Ντάνκαν.
Με πανουργία και σθένος, νίκησε τους εχθρούς του και όταν η δημόσια τάξη αποκαταστάθηκε, χρησιμοποίησε το πολυμήχανο μυαλό του για να θεσπίσει νόμους (μια πρωτοβουλία που είχε αμεληθεί από τους προηγούμενους βασιλείς). Πράγματι, θέσπισε καλούς και χρήσιμους νόμους οι οποίοι σήμερα παραμένουν άγνωστοι ή περνούν απαρατήρητοι. Επί δέκα χρόνια, κυβέρνησε την χώρα του καλύτερα από κάθε άλλον βασιλιά, και αν δεν είχε αποκτήσει αυτή την εξουσία με τη βία, θα είχε μείνει στην ιστορία ως ο πιο άξιος βασιλιάς που είχε βασιλέψει ποτέ στη Σκωτία.
Δυστυχώς, οι δαίμονες του μυαλού του δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Παρόλο που με τη βοήθεια και την εύνοια του λαού είχε γίνει τόσο ισχυρός, ώστε καμιά δύναμη δεν μπορούσε να του κάνει κακό, ο φόνος του εξαδέλφου του οδηγούσε το νου του σε επικίνδυνες ατραπούς, έτσι μετέτρεψε το Κράτος δικαίου που θεμελίωσε, σε Τυραννία.
Εξαπέλυσε το πρώτο κύμα της ασπλαχνίας του πάνω στον Μπάνκο, πιστό του φίλο και σύντροφό του στη δολοφονία του βασιλιά. Στην πραγματικότητα τον φοβόταν, διότι μετά από εκείνον, ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας του βασιλείου. Κάποιο βράδυ, προσκάλεσε τον Μπάνκο και τον γιο του σε δείπνο. Ήταν μειλίχιος κι ευγενικός μαζί τους όμως, κατά την επιστροφή, διέταξε τη φρουρά του να τους στήσει ενέδρα και να τους σκοτώσει, κάνοντας να φανεί πως σφαγιάστηκαν σε μια ξαφνική συμπλοκή και στην αναταραχή που ακολούθησε. Όμως, στο σκοτάδι της νύχτας, οι δολοφόνοι δεν αναγνώρισαν τον γιο του έτσι γλίτωσε και φυγαδεύτηκε κρυφά στην Ουαλία.
Ο φόνος του Μπάνκο, που διαπράχθηκε τόσο ύπουλα και βάναυσα, έκανε τους ευγενείς να φοβούνται τόσο πολύ για τους εαυτούς τους που εγκατέλειψαν την αυλή σε μια νύχτα και εμφανίζονταν σπάνια, σε μικρές ομάδες αλλά ποτέ όλοι μαζί. Κάποιοι ανακάλυψαν το έγκλημα του σκληρού βασιλιά αλλά όλοι τον υποπτεύονταν, έτσι αμοιβαίος φόβος και μίσος απλώθηκε μεταξύ του βασιλιά και της αριστοκρατίας. Τελικά ο Μακμπεθ, βλέποντας πως δεν μπορούσε πια ν’ αποσιωπήσει τις πράξεις του, κήρυξε ανοιχτά τυραννία καταδικάζοντας σε θάνατο τους πλούσιους και ισχυρούς για μικρά, ασήμαντα ακόμη και ψευδή αίτια.
Με την κατάσχεση των περιουσιών τους κατάφερε να συντηρεί μια στυγερή συμμορία κακοποιών την οποία έντυνε με το ένδυμα της βασιλικής φρουράς. Ακόμη και τότε όμως δεν ένιωθε ασφαλής, έτσι έχτισε ένα κάστρο στο λόφο Ντουνσινάν,[8] έναν απόκρημνο βράχο απ’ όπου θα είχε την εποπτεία όλης της πόλης. Προς μεγάλη του απογοήτευση, οι εργασίες προχωρούσαν αργά καθώς η μεταφορά των υλικών κατά μήκος της ολισθηρής πλαγιάς ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, έτσι ανέθεσε στους βαρόνους όλου του βασιλείου να επιβλέπουν σε βάρδιες τις εργασίες.
Τον καιρό εκείνο, κυβερνήτης του Φάιφ ήταν ο Μακντάφ, ένας από τους πιο ισχυρούς άνδρες της επικράτειας. Ο Μακντάφ, καθώς δεν επιθυμούσε διόλου να ρισκάρει τη ζωή του υπακούοντας στις προσταγές ενός οξύθυμου βασιλιά, έστειλε τους καλύτερους τεχνίτες του και μερικούς από τους πιο πιστούς του φίλους για να επισπεύσουν τις εργασίες. Ο βασιλιάς, με την πρόφαση πως ήθελε να δει την πορεία των εργασιών —ή να συλλάβει τον Μακντάφ όπως ο ίδιος υποψιάζονταν— έφτασε στο λόφο και με την αφορμή ενός ατυχήματος όπου οι τεχνίτες του Μακντάφ γκρέμισαν ένα μέρος του οικοδομήματος, γεμάτος παθιασμένο μίσος για τον βαρόνο, ο βασιλιάς Μακμπέθ είπε:
Ήξερα καλά τις φήμες για τον αυθάδη κι ανυπάκουο χαρακτήρα σου, μα τώρα που οι αποδείξεις επιβεβαίωσαν τις φήμες, είμαι υποχρεωμένος να σε τιμωρήσω και η τιμωρία σου αυτή, να γίνει παράδειγμα σε όποιον τολμήσει στο μέλλον να παρακούσει τις προσταγές μου.
Στο άκουσμα των λόγων του, ο Μακντάφ εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της οικογένειας στη γυναίκα του και χωρίς καθυστέρηση ναύλωσε ένα μικρό πλοίο και έφυγε για την Βρετανία.
Μόλις ο βασιλιάς έμαθε για την απόπειρα φυγής, έσπευσε στο Φάιφ με μια διμοιρία για να τον σταματήσει, όμως δεν τον πρόλαβε και αμέσως πήγε στο σπίτι του και την οργή υπέστησαν η γυναίκα του και το παιδί του. Η περιουσία του κατασχέθηκε, ο ίδιος κηρύχθηκε προδότης ενώ σκληρή τιμωρία περίμενε όποιον τον είχε βοηθήσει ή έστω μιλήσει μαζί του. Ο Μακμπεθ, κυβερνούσε πια με απανθρωπιά τους πάντες, χωρίς διάκριση, έπαιρνε αποφάσεις βάναυσες τόσο για τους ευγενείς και πλούσιους όσο και για τους φτωχούς. Εδώ και καιρό, η αριστοκρατία τον απεχθανόταν και κανείς δεν εμφανιζόταν στην αυλή έτσι αναγκάστηκε να ασκεί την εξουσία με τοπικούς συμβούλους.
Στο μεταξύ ο Μακντάφ, κατά την άφιξη του στη Βρετανία συνάντησε τον εξόριστο Μάλκομ και με χαρά παρατήρησε πως ο βασιλιάς Έντουαρντ τον περιποιόταν βασιλικά και του φερόταν σα να ήταν βασιλιάς παρόλο που εδώ και δεκαεφτά χρόνια είχε χάσει τον θρόνο που δικαιωματικά του ανήκε, από τον Μακμπεθ. Για το Βασιλιά της Βρετανίας, όταν η δανική κυριαρχία έληξε στο νησί ο πρόγονος του Μάλκομ[9] ήταν ο μοναδικός μονάρχης που τον κάλεσε πίσω από την εξορία και στήριξε το πατρογονικό του δικαίωμα στη διαδοχή.
Για τον Μακντάφ, ήταν μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να πάει χαμένη, έτσι προσπάθησε να πείσει τον Μάλκομ να συγκεντρώσει στρατό και να διεκδικήσει το δικαίωμα του στον θρόνο του Βασιλείου της Σκωτίας. Εξάλλου, του έλεγε, ο βασιλιάς Έντουαρντ ήταν τόσο γενναιόδωρος απέναντι στον πρίγκιπα, που δεν θα ήθελε να βλέπει τον φίλο του να ζει επαίτης σε μια ξένη χώρα ενώ ο λαός του τον αγαπούσε και μισούσε μέχρις εσχάτων τον τύραννο Μακμπέθ.
Οι Θεοί ευνοούν όσους πράττουν το καλό και πολεμούν τους ασεβείς, για χάρη των φτωχών και αδυνάτων.
Όμως ο Μάλκομ, που είχε προσπαθήσει πολλές φορές να επιστρέψει στη Σκωτία και κάθε φορά κατάσκοποι ειδικά πληρωμένοι για τον σκοπό αυτό ειδοποιούσαν τον Μακμπεθ ώστε να είναι προετοιμασμένος, θέλησε να δοκιμάσει την πίστη του Μακντάφ, προτού δεσμευτεί να προκαλέσει οριστικά την τύχη του. Τον κατηγόρησε για επαίσχυντες πράξεις συνομωσίας και ο Μακντάφ χωρίς δεύτερη σκέψη απέκρουσε με σθένος τα ψεύδη και γεμάτος απελπισία μα αληθινός στις αντιδράσεις του, ετοιμάστηκε ν’ αναχωρήσει αμέσως καθώς η προσβολή της υπόληψης του ήταν για εκείνον το σοβαρότερο παράπτωμα.
Τότε ο Μάλκομ, τον τράβηξε παράμερα, του εξήγησε τους λόγους της προσποίησης του και τη δοκιμασία που σκέφτηκε εξαιτίας της συχνής προδοσίας που κατέστρωνε ο θείος του. Οι δύο εξόριστοι, ορκίστηκαν πίστη καθώς βρήκαν ο ένας στο πρόσωπο του άλλου όχι μόνο έναν σύμμαχο αλλά και έναν αδελφό. Χωρίς να χάσουν καιρό, ξεκίνησαν να σχεδιάζουν την ανατροπή του Τυράννου και γνωστοποίησαν τις προθέσεις και τα σχέδια στους φίλους τους στην πατρίδα με τη βοήθεια έμπιστων αγγελιαφόρων. Ο βασιλιάς Έντουαρντ έθεσε στην υπηρεσία του νεαρού πρίγκιπα δέκα χιλιάδες άνδρες και ο Μάλκομ όρισε στρατηγό των στρατευμάτων του τον Μακντάφ.
Μόλις η είδηση ότι ο στρατός προελαύνει εναντίον του Μακμπέθ, έφτασε στην αυλή, επικράτησε μεγάλη αναστάτωση σε ολόκληρο το βασίλειο της Σκωτίας και πολλοί προσχώρησαν την ίδια εκείνη ημέρα στις τάξεις του Μάλκομ. Ο Βασιλιάς Μακμπέθ είχε εγκαταλειφθεί από όλους σχεδόν του συμμάχους του και εμβρόντητος από την ξαφνική αυτή εξέγερση, κλείστηκε στο κάστρο του λόφου Ντουνσινάν. Ταυτόχρονα, έδωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους φίλους του και τους έστειλε στην Ιρλανδία για να μισθώσουν στρατιώτες.
Ο Μάλκομ υποπτεύθηκε το σχέδιο του θείου του και κατευθύνθηκε αμέσως στο κάστρο ενώ ο λαός προσεύχονταν για εκείνον, ακολουθώντας τον κατά πόδας με χαρούμενες ζητωκραυγές και ευχές για γρήγορη νίκη. Οι στρατιώτες του εξέλαβαν το γεγονός ως καλό οιωνό και στερέωσαν πράσινα φυλλώματα στα κράνη τους, θυμίζοντας έτσι περισσότερο έναν στρατό θριαμβευτή, που είχε ήδη κερδίσει τη μάχη παρά έναν που προέλαυνε προς αυτήν. Ο Μακμπέθ τρομοκρατημένος από την αυτοπεποίθηση των εχθρών του, φυγαδεύτηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και οι στρατιώτες του, ξεχασμένοι πια απ’ τον ηγέτη τους, παραδόθηκαν χωρίς μάχη. Ο Μάλκομ έγινε ο ογδοηκοστός έκτος Βασιλιάς της Σκωτίας, με τις ευλογίες του λαού και την εύνοια της αριστοκρατίας.
Μερικοί από τους αναγνώστες μας, ίσως βρουν ομοιότητες της ιστορίας μας με άλλους μύθους όπως τους Μιλησιακούς Θρύλους[10] και κατά συνέπεια να βρίσκουν πως όσα διάβασαν είναι πιο κατάλληλα για τη σκηνή και επ’ ουδενί δεν δύναται να εκληφθούν ως κομμάτι της Ιστορίας· όσους σκέφτονται έτσι τους προσπερνώ.
Ο Μακμπέθ κυβέρνησε τη Σκωτία για δεκαεφτά χρόνια. Τα πρώτα δέκα χρόνια εκτέλεσε το καθήκον ενός καλού βασιλιά, τα τελευταία επτά έφτασε τη σκληρότητα του χειρότερου Τυράννου.