Είχα διαπιστώσει ότι στα μηνύματά μου ο Georges απαντούσε με το σταγονόμετρο και όχι σε όλα. Εγώ συνέχιζα να πλάθω το πορτρέτο του. Εν τω μεταξύ, εκείνες τις μέρες έστηνα άλλη μια εικαστική πρόταση, μιας εγκατάστασης in situ, την οποία ήθελα να μοιραστώ μαζί του. Αφορούσε στην προσομοίωση κάτοψης θεμελίωσης τυπικού, βυζαντινού, σταυροειδούς ναού με τρούλο, υπό κλίμακα. Ο ίδιος ήταν γνώστης, καθότι βυζαντινολόγος - ερευνητής στο Collège de France / Bibliothèque Byzantine (Paris), με ειδικότητα στην πρωτοβυζαντινή Επιγραφική.
Την εν λόγω εγκατάσταση σκεφτόμουν να προτείνω σε καλοκαιρινό φεστιβάλ που θα λάμβανε χώρα στο Erdek Κυζίκου, με την αδειοδότηση των τουρκικών αρχών. Θα υλοποιούνταν, δε, ως παράλληλη δράση με την τέλεση αρχιερατικής δοξολογίας, από τον Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, για την Απόδοση της Κοιμήσεως Θεοτόκου, ανήμερα της 23ης Αυγούστου, στα χαλάσματα της άλλοτε μονής της Παναγίας Φανερωμένης, στους πρόποδες του Όρους Δινδύμου, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κύζικο, της επαρχίας Μπαλικεσίρ.
Το πορτρέτο της Madame de Montespan, alias Georges Kiourtzian
Επρόκειτο να κλείσω τα αεροπορικά εισιτήρια για Παρίσι, μόλις θα ολοκλήρωνα το ψυχογράφημα του Georges, μαζί και το πρώτο του πορτρέτο, που ξανάπιανα εκείνο το πρωινό, μετά το καλοκαίρι. Μαζί μου σκόπευα να έχω και μια σειρά σχεδίων, που ήθελα πολύ ν' αξιολογήσει, ο ίδιος. Από τα ως τότε ενθαρρυντικά του σχόλια αισθανόμουν μεγάλη ευθύνη για τα επόμενά μου βήματα. Ήταν ο λόγος του τέτοιος που όπλιζε με νέα διεισδυτικότητα τη ματιά μου, ως ζωγράφου.
Προκειμένου να ψυχογραφήσω το άγνωστο, ως τότε, σ' εμένα μοντέλο, πριν μπορέσω ν’ αφουγκραστώ την επιθυμία του, είχαμε χτίσει μιαν εξ αποστάσεως γνωριμία εμπιστοσύνης, τακτικά αλληλογραφώντας ο ένας με τον άλλον. Με την προϋπόθεση ότι το στοίχημα θα κερδιζόταν από την πρώτη ανάθεση, στη συνέχεια θ’ ακολουθούσε και δεύτερη.
Ήδη από τα πρώτα μας μηνύματα διαφαίνονταν η από κοινού ανάγκη για μια επαφή χωρίς περιστροφές, καταργώντας περιττές σεμνοτυφίες και τύπους. Στη γρήγορη μελέτη μου είχα βάλει κάτω όσα στοιχεία διέθετα. Ακόμη κι εμένα ως μοντέλο. Παράλληλα εξέταζα διεξοδικά τα όσα μου έστελνε ο Georges. Ιεροτελεστικά σχεδόν πράττοντας, άκριτα αποδεχόμενος τα όποια φωτογραφικά ενσταντανέ εκείνος μου προωθούσε, από τα πρώτα μηνύματα, μαζί και μιαν υστερόγραφη διευκρίνηση.
“Υ.Γ.: Και πάλι για να μην τρομάξεις, εγώ θα φορώ ένα λευκό πουκάμισο και σίγουρα δεν είμαι τόσο ωραίος όσο ο κύριος της φωτογραφίας που σου έστειλα. Παρίσι, 08/04/17…”
Για να βοηθιέμαι στις μελέτες πορτρέτου συνήθιζα να αντιπαραβάλλω έργα σύγχρονων καλλιτεχνών με αντίστοιχες, ζωγραφικές μου σπουδές. Απ’ το φωτογραφικό μου αρχείο είχα ξεχωρίσει τον πίνακα της καλλιτέχνιδος Sue Williams "Isolated and elongated on Green". Θύμιζε έναν τελευταίο, δικό μου, ο οποίος προκαλούσε τις γενετήσιες ορμές. Αν παρατηρήσει κανείς τον πίνακα της Sue αντιπαραβάλλοντάς τον με το αδικοκλεμμένο έργο μου Lustful hints (Λάγνοι γοφοί), του 2016, θα διαπιστώσει ότι και τα δύο έργα υμνούν τη σεξουαλικότητα, με διαφορετικό, ωστόσο, τρόπο.
Από τη μια μεριά, μία παραστατική ζωγραφική δίνει έμφαση στη ρεαλιστική αναπαράσταση του γυμνού σώματος, παρουσιάζοντας το σεξουαλικό αντικείμενο ωμά, σε διάφορες απροκάλυπτες πόζες, ενός φιλήδονου, εν δυνάμει παρτενέρ. Αντίθετα η καρικατουρίστικη ζωγραφική της Sue λειτουργεί ως ενδιαφέρον στυλιστικό εύρημα, μέσω του οποίου η ίδια καταφέρνει να υπονοήσει τη σεξουαλική εκμετάλλευση της γυναίκας, που αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο του σεξ, προκρίνοντας τους λάγνους γοφούς της σε διαφορετικές παραλλαγές. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ενέχει μια βερμπαλιστική διάθεση, είτε στη ρεαλιστική είτε στην κόμικ έκφανσή της, κατά την οποία η σεξουαλικότητα αποκαλύπτεται μαζί ως τραγικότητα αλλά κι ως ανθρώπινη ταπείνωση.
Η αισθαντική φωτογραφία που μου χε στείλει ο Georges περιέργως με συνέδεε με το αυτοπροσωπογραφικό έργο του Βόσνιου ζωγράφου Mersad Berber, ίσως του σημαντικότερου εκπροσώπου βοσνιακής ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που είχα τη μεγάλη τύχη να γνωρίσω στο Μουσείο Πέρα, στην Πόλη. Ο τύπος αυτός έτυχε αξιοσημείωτης αναγνωρισιμότητας, όντας Βόσνιος, επίσης μέλος της βοσνιακής-μουσουλμανικής κοινότητας. Διασκευάζοντας Velazquez, εξέφραζε τον βαθύ θαυμασμό του για τον μεγάλο Ισπανό μάστερ. Ζωγράφιζε κυρίως άλογα, πλέον διεύρυνε τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα. Όμως συχνά κατακερμάτιζε τις εικόνες του, γεγονός το οποίο καθιστούσε το έργο του προϊόν μιας εξαιρετικά σύγχρονης, ευαίσθητης οπτικής, ενώ διέκρινε κανείς την αγάπη του για την αγροτική ζωή της βοσνιακής υπαίθρου.
Στην τελευταία μου επίσκεψη στη National Gallery of Portraits του Λονδίνου, είχα αισθανθεί τη χαρά μικρού παιδιού που συναντιέται ξανά με masters
της τέχνης. Κι είχα κάνει τότε δυο τρεις συνειρμούς, αφορμής δοθείσης της παρουσίασης δέκα αυτοπροσωπογραφιών μου (tronies) σε φεστιβάλ τέχνης, λίγο παρά δίπλα από την Trafalgar square, στο Southbank. Η αυτοπεποίθηση του Rembrandt στα εκτιθέμενα πορτρέτα, δε διαφαίνεται μόνο από το γεγονός ότι υπέγραφε πάντα τα έργα του με το όνομά του (Rembrandt), αλλά και από τον απέραντο αριθμό έργων στα οποία έχει απεικονίσει τον εαυτό του (περίπου 40). Τούτο σημαίνει ότι σήμερα είμαστε τόσο εξοικειωμένοι με το πρόσωπό του, όσο είμαστε με την τέχνη του.
Σε επόμενη επικοινωνία μας, που παρεμπιπτόντως συνέπιπτε με την ημερομηνία έναρξης της Γαλλικής επανάστασης (14 Ιουλίου 1789) ο συνονόματος Georges φρόντισε να με προϊδεάσει για μιαν ακόμη επιθυμία του, που ήταν η παραγγελία ενός ακόμη πορτρέτου, «μεταμφιεσμένου» σε Madame de Montespan, την «πραγματική» δλδ. βασίλισσα της Γαλλίας. Στην απάντησή μου τότε επισύναψα φωτογραφία ενός πορτρέτου του Τούρκου φωτορεαλιστή ζωγράφου Taner Ceylan, με τίτλο «1553».
Ο εν λόγω τίτλος εμπνέεται από την σύζυγο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς Χιουρέμ Σουλτάν, με αναφορά στη χρονολογία δολοφονίας του γιου τους, Πρίγκηπα Μουσταφά. Το απλωμένο αίμα στην επιφάνεια του πίνακα θυμίζει την ένταση μεταξύ της εξουσίας, της δύναμης και της βίας. Το βέλο που καλύπτει το πρόσωπο του θέματος στον πίνακα συμβολίζει, επίσης, τον τρόπο που η εξουσία αυτοτρέφεται σε κεκαλυμμένη βία.
Η επικοινωνία με τον Georges
συνεχίστηκε μέσα από την ανταλλαγή φωτογραφιών και σκέψεων, μέχρις ότου εμπνευστώ για τη φιλοτέχνηση του νέου του πορτρέτου. Ακόμη κι αν ο ίδιος επιθυμούσε να ορίσει τη σκηνοθεσία του έργου που εγώ θα ζωγράφιζα, για κείνον παρέμενα πάντα le maître d'oeuvre. Θα είχα την καλλιτεχνική πρωτοπορία. Δε θα επενέβαινε σε τίποτε άλλο παρά στη στάση του σώματος, ίσως σ’ ένα χρώμα που θα ήθελε να υπάρχει, σε μια ιδέα που θα μπορούσε ίσως να απηχήσει το πορτρέτο, καθαυτό.
Η στάση που προτιμούσε ήταν αυτή ενός νεαρού έγχρωμου μοντέλου, φορώντας κόκκινο καρό κουστούμι. Εγώ θα τον απέδιδα με άσπρο πουκάμισο και ίσως τις λατρεμένες του πορφυρές τιράντες, που του χε χαρίσει ένας Ιταλός φοιτητής του και του άρεσαν τρελά. Από τις διάφορες φωτογραφίες προσώπου, που μου χε στείλει να μελετήσω, ιδιαίτερη προτίμηση είχε σε μία, όπου απεικονιζόταν με ψάθινο καπέλο, εντός του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων.
Συχνά η θέα που αντίκρυζα όταν σκαρφάλωνα για λίγη δροσιά σε μια από τις προσφερόμενες ταράτσες του Γαλατά, απεικόνιζε μια «Πόλη εν χρωματική καμίνω», σ' έναν ηδονιστικό, λιλά συνδυασμό χρωμάτων ουρανού, αντανακλόμενων πάνω σε θάλασσα και δομημένο τοπίο. Αυτήν την εντύπωση εν συνεχεία εγώ μετέφερα στο χαρτί με λαδοπαστέλ χρώματα, σε μια προσπάθεια να εκφράσω εξπρεσιονιστικά τις εντυπώσεις του φωτός μιας μεγαλειώδους φύσης, εν οργασμώ. Ωστόσο, κανένα έργο ζωγραφικής δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί, πέρα για πέρα, με λόγια.
Η δική μου, ξαφνική συγκίνηση όταν αντίκρισα από ψηλά ένα θαύμα της φύσης, απετέλεσε το κατοπινό μου κίνητρο να την εκφράσω, πλέον, με τα δικά μου εργαλεία στο χαρτί. Θέλοντας να χρωματίσω τα συναισθήματα που νιώθει κάποιος σαν αγναντεύει ένα πολίτικο δείλι, να εκφράσω μιαν αίσθηση ανωτερότητας που σ' αφήνει όταν όλα λούζονται μέσα σ’ ένα Θείο φως, καταργώντας τις φόρμες των πολυόροφων κτιρίων κι αντικαθιστώντας τες με ψηφίδες ενός σεζανικού μωσαϊκού, σε μαβιά τονική κλίμακα.
Το κυνήγι ενός προγραμματισμού, ωστόσο, ακόμη και στη ζωγραφική, είχε πληγώσει τον αυθορμητισμό μου, ενώ παράλληλα βρισκόμουν σε αναζήτηση ερωτικού συντρόφου. Είχα βιώσει έναν δυνατό έρωτα ερχόμενος στην Πόλη, χωρίς ανταπόκριση. Στον ενάμιση χρόνο που μουν ήδη εκεί, κάποια σύντομα, ερωτικά διαλείμματα είχα επιτρέψει στον εαυτό μου, συζώντας με μια κατάσταση που με κρατούσε αιχμάλωτο.
Έτσι επιδόθηκα στη δημιουργία αυτοπροσωπογραφιών, καταγράφοντας παράλληλα και τα συναισθήματά μου για το συγκεκριμένο άτομο. Κι έβαζα μπροστά τη μία αυτοπροσωπογραφία πίσω απ’ την άλλη. Βελτιώνοντας συνάμα τη σχεδιαστική μου ικανότητα. Μέσα σ’ ένα καθεστώς αυτοπεριορισμού, που μου επέβαλλε μια νοσηρή, εν τέλει, κατάσταση. Κι όσο η άλλη πλευρά σιωπούσε άλλο τόσο υποβαλλόμουν εγώ σε περίεργες γκριμάτσες, ενώ ταυτόχρονα με αναπαριστούσα στο λευκό χαρτί, είτε απλώνοντας τα δάχτυλα του ενός χεριού πάνω στο πρόσωπό μου, είτε προτάσσοντας τη γλώσσα μου, γέρνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, είτε βάζοντας το ένα δάχτυλο μες στο ανοιχτό στόμα, είτε τραβώντας ένα τσουλούφι (σαν τον ερωτοπνιγμένο), είτε προσπαθώντας ν’ αποκαλύψω την εικόνα μου πίσω από μιαν αυτοσχέδια hijab.
Αυτά τα ολίγον εμμονικά, διαστροφικά σκαρφιζόμουν για να δελεάζω τον ανεκπλήρωτό μου έρωτα. Να τον κρατώ κοντά μου, κανοντάς τον κοινωνό ενός φετιχιστικού delirium. Και τα κατάφερνα, με τη δύναμη των αισθήσεων, τις οποίες έμαθα να ενεργοποιώ πολύ καλά, στην Πόλη.
Τι ήθελα να πω μ’ αυτά τα άκρως ρεαλιστικά, μετωπικά πορτρέτα; Προσπαθούσα να κρατήσω μιαν επικοινωνία αλήθειας μ΄ ένα ερωτικό είδωλο, σ’ ένα περιβάλλον που περιόριζε κατά τ’ άλλα βασικές ελευθερίες έκφρασης, πολλώ δε μάλλον το διαφορετικό. Που πάσχιζα να εξιλεώσω, καθώς υποβαλλόμουν σε περίεργες στάσεις, παράλληλα τις αποτύπωνα σχεδιαστικά. Αυτό που μπορούσε να θεωρηθεί προκλητικό, διαστροφικό, εμμονικό, φετιχιστικό για κάποιους, αποπειρώμουν να το εξιλεώσω με τη δύναμη των αισθήσεων, τις οποίες κινητοποιούσα, εν είδει performance.
Χρησιμοποιούσα την painting performance ως όχημα για την οπτικοποίηση ψυχικών καταστάσεων (θλίψης, απελπισίας, αυτισμού, παλιμπαιδισμού, σεξισμού). Μέσω της τέχνης έχουν αποτυπωθεί κατά καιρούς τραυματικές εμπειρίες κι ανθρώπινα συναισθήματα. (Δες Γιαννούλη Χαλεπά, Φρίντα Κάλο, Έντβαρντ Μουνκ). Η δύναμη του performing art έγκειται στην αμεσότητα και διαδραστικότητά του ως μέσο, καθώς ο αποδέκτης καθίσταται συγχρόνως συνδιαμορφωτής μιας εν εξελίξει τελετουργικής πράξης, είτε μέσω ευλαβικής σιωπής, είτε πάλι συνδρώντας εκούσια σ’ αυτήν.
“Θα ξεκινήσω το πορτρέτο σου, Georges, πλέον με διαφορετική όρεξη...Ήδη έχω αισθανθεί την εμπιστοσύνη σου σε μένα κι αυτό με απαλάσσει από ένα άγχος περισσό. Τέλος, για να σε διευκολύνω στις συστάσεις προς την Brigitte, σου στέλνω κι ένα βιογραφικό μου σημείωμα... “ Γ.Κ., Κων/πολη, 14/07/2017
Ημέρα Τρίτη και ώρα 10:40π.μ. Αναχώρηση απ’ το αεροδρόμιο Ατατούρκ, για την «Πόλη του φωτός». Μαζί με την γνώριμη τροχήλατη βαλίτσα έχω συμπεριλάβει αυτήν τη φορά και μια ειδικά διαμορφωμένη χειραποσυσκευή, από μπεζ οντουλέ χαρτί συσκευασίας, για την ασφαλή μεταφορά των έργων μου. Δύο ακόμη περατωμένα πορτρέτα, επρόκειτο να παραδωθούν στον παραγγελιοδότη τους, αυτοπροσώπως.
Ο Georges με παρέλαβε αυτοπροσώπως απ΄ τη διεύθυνση του hostel που του χα στείλει στο τελευταίο μου μήνυμα. Η γραμμή 2 του metro
ενώνει την πλατεία Colonel Fabien με το Monceau, όπου ο ίδιος διέμενε. Στη διαδρομή μου αφηγήθηκε ιστορίες απ’ τη ζωή του στη Γαλλία, απ’ το 1971, οπότε κι εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί. Η γαλλική πρωτεύουσα δεν είναι η ίδια, όπως όταν πρωτοπήγε. Οι άνθρωποί της αλλάζουν, χρόνο με το χρόνο. Λιγότεροι πλέον Έλληνες φοιτητές στη Σορβόννη (EPHE), όπου οργανώνει σεμινάρια Βυζαντινής Επιγραφικής. Όμως χαίρεται που σήμερα έχει περισσότερους Τούρκους φοιτητές, που τον αγαπούν.
Ένιωθα ότι τον γνώριζα από παλιά, το ίδιο νόμιζα ένιωθε κι εκείνος. Μοναδικό νέο στοιχείο υπήρξε το ηχόχρωμα της φωνής, που άκουγα για πρώτη φορά. Ζεστό, πράο, με περιπαιχτική διάθεση. Με συνόδευσε στη Rue de Chazelles, σε μια πολυκατοικία της οποίας η είσοδος είχε έντονα στοιχεία αρχιτεκτονικής του ΄70 (λιτές γραμμές, bauhaus αισθητική, γυάλινες πόρτες). Το διαμέρισμά του βρισκόταν στον 6ο όροφο. Εκεί μας υποδέχτηκε ένα τραπέζι δείπνου για δύο, κατάλληλα διακοσμημένου για την περίσταση υποδοχής της Madame de Montespan.
Με καλωσόρισε με ένα kir cocktail, φτιαγμένου από τη γαλλική champagne
που μου’ χε τάξει κι ενός liqueur
φραγκοστάφυλλου. Εγώ με τη σειρά μου τον τράταρα πολίτικα λουκούμια μαστίχας απ’ το φημισμένο γλυκοποιείο Uç Yıldız της Πόλης. Απ’ την εορταστική ατμόσφαιρα δεν έλειψαν κι όσοι ζωγράφοι, γλύπτες, Ιστορικοί τέχνης μας είχαν κρατήσει νοερά συντροφιά, όλο το προηγούμενο διάστημα της ηλεκτρονικής μας επικοινωνίας.
Εκεί ήταν ο Mersad Berber, ο Taner Ceylan, η Sue Williams, o Paul Cezanne, o Pablo Picasso, ο Giovanni Battista Moroni, ο Rembrandt ο Leonardo Da Vinci, ο Eugene Delacroix.
Ο γλύπτης που φιλοτέχνησε το κεφάλι του έφιππου Λουδοβίκου του 14ου
αι. σε γύψο, η «πραγματική» βασίλισσα της Γαλλίας, η «δικιά» μας Brigitte, η γλυκιά τετράποδη μανούλα Reina, απ’ το Νιχώρι της Πόλης. Ο παραγγελιοδότης μου ξέσπασε σε μια «γαλαντόμο» αναφώνηση:
"AYTO EINAIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIIII! AAAAAAAYYYYYYYTTTTTTTOOOOOOO! AYTO!!!!!!!!! EIMAI ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΜΕΝΟΣΣΣΣΣΣΣΣ! ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΛΩ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ! …Όντως εδώ «έπιασες» κάτι παραπάνω από την αναπαράσταση του μοντέλου...Ο Καλαματιανός Καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο, εξαίρετος γνώστης της αναγεννησιακής ζωγραφικής και του Τισιάνο, αναγνώρισε στοιχεία ψυχολογικού περιεχομένου στις γραμμές σου που εδώ αδυνατώ να περιγράψω, θα τα πούμε αυτά κάνοντας μια βόλτα μέσα στο Λούβρο...." ... G-K,K, Παρίσι, 08/11/17
Η Madame de Montespan εθαυμάσθη από την Καλαμάτα ως την Αθήνα και από το Παρίσι μέχρι την μακρινή Ούφα (ρωσικά Ουραλία). Ένας Τούρκος φοιτητής του Georges, περίεργος ρώτησε το όνομά μου κι εκείνος του είπε ότι ο καλλιτέχνης ζει στην Κωνσταντινούπολη...
Ο Ingres προτού ζωγραφίσει τον τραπεζίτη Bertin, που σήμερα φυλάσσεται στο Λούβρο, χρειάστηκε να τον συναντήσει πολλές φορές, δίχως όμως να καταλήξει σε κάποια στάση και έκφραση, μέχρι την ημέρα που τον είδε να συνομιλεί με έναν ανηψιό του, που ήρθε να του ζητήσει δανεικά. Η έκφραση του Bertin, τη στιγμή αυτή ακριβώς, έδωσε στον Ingres τη γνώση του τί εστί το μοντέλο του!
Μια βδομάδα μετά την αναχώρησή μου απ’ το Παρίσι άρχισα να βλέπω το πορτρέτο του Georges με διαφορετικό μάτι. Τον ευχαρίστησα και γραπτώς για όσα επαινετικά είχε δηλώσει για το πόνημά μου κι ας μην μου χε δωθεί η ευκαιρία, όπως του Ingres. Ομολογουμένως, δεν επιζητούσα κολακείες αλλά γόνιμες παρατηρήσεις, από πλευράς του. Για το αν είχα καταφέρει να ρθω ψυχικά πιο κοντά στο άγνωστο, μέχρι πρότινος, μοντέλο μου. Είχαμε κάνει κι οι δύο ένα τόλμημα και φέραμε εξ ημισείας την ευθύνη του αποτελέσματος. Εκείνος, πιο ασφαλής μέσα στον «κλασσικισμό» του, έδειχνε ικανοποιημένος με μια περισσότερο "φωτογραφική" αναπαράσταση. Εγώ, απ’ την άλλη, ως ζωγράφος των «λογισμών» αποζητούσα μια πιο "διονυσιακή" διάσταση στη ζωγραφική μου προσέγγιση.
Ο ίδιος προτιμούσα να φαντασιώνομαι, όταν δε γνώριζα τα μοντέλα μου διά ζώσης, βάζοντας μες τη μελέτη όλους τους λογισμούς μου. «Αναδιατάσσοντας» τα pixels μιας ready made εικόνας, προσθέτοντας μεγαλύτερη χρωματική ένταση όπου έκρινα, άλλοτε πάλι αφαιρώντας ένταση απ’ όσα δεν έκρινα απαραίτητο να επανειπωθούν. Δανειζόμενος τη φαντασία μου ως επί το πλείστον κι όχι μια ρεαλιστική εμπειρία που βίωσα, για να τα προσεγγίσω ψυχολογικά. Αυτήν την εμπειρία θα απέδιδα εν συνεχεία στον καμβά.
Ζώντας επί δυόμιση χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, καταπιάστηκα με ηθογραφικές σκηνές και προσωπογραφίες, άλλοτε από το εσωτερικό χριστιανορθόδοξων εκκλησιών, απεικονίζοντας κληρικούς και πιστούς εν ώρα λειτουργίας κι άλλοτε από τις πάμπολλες γωνιές του Πέρα και τους ανώνυμους ανθρώπους του, που ως ready made
μοντέλα, πόζαραν ανυποψίαστα στο ζωγραφικό μου «φακό». Στην προσπάθειά μου να συλλάβω τη νεφελώδη, από τα θυμιάματα του λιβανιού, ατμόσφαιρα, επιστράτευσα σοφτ παστέλ μολύβια, επηρεαζόμενος υποσυνείδητα απ’ τον ιμπρεσιονιστικό μυστικισμό του Μονέ, κατά την αποτύπωση του καθεδρικού ναού της Ρουέν, σε τρεις διαφορετικές ώρες της μέρας.
“Ένας είν’ο τρόπος να συναπαντηθώ ψυχικά με τα μοντέλα μου. Ν’ απεικονίσω αυτό που με συγκινεί σ’ αυτά, ωσάν να το διακρίνω ν΄ «ακτινογραφείται» στο διαφανοσκόπιο. Στόχος μου είναι να το ανασύρω κατόπιν στη ζωγραφική επιφάνεια με μισόκλειστα μάτια, συλλαμβάνοντας την ιδιωτικότητά τους, απ’ όποια γωνία επιθυμώ. Αυτό κάνει ο David Hockney όταν απεικονίζει ένα ξαπλωτό γυμνό λουόμενο άντρα, ή ο Jean Roustin όταν σκιτσάρει ένα γυμνό άφυλο σώμα εκ των όπισθεν, ν’ αφήνει κάτουρα στο διάβα του. Ν΄αποκαλύψω τη διάθεσή τους, ν΄ αποστάξω την ψυχική τους κατάσταση, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Κάπως έτσι είχε ορίσει ο Mallarmé, την τέχνη του Συμβολισμού, στα τέλη του 19ου αιώνα, διατυπώνοντας χαρακτηριστικά: “ΜΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕΙΣ ΤΟ ΙΔΙΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΖΩΓΡΑΦΙΣΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΕΙΝΟ ΑΣΚΕΙ…”
Ο Ιστορικός Τέχνης είχε απόλυτο δίκιο...