Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Με τον πα­σί­γνω­στο στί­χο του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου (από τον Μπο­λι­βάρ) κα­λω­σο­ρί­ζου­με στις σε­λί­δες αυ­τές ποι­η­τές της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής που χρη­σι­μο­ποιούν στην ποί­η­σή τους ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα και τους πα­ρου­σιά­ζου­με με ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ποί­η­μά τους και το βιο­γρα­φι­κό τους, αλ­λά και μ’ ένα κεί­με­νο που μας στέλ­νουν για τη σχέ­ση τους με την Ελ­λά­δα. Για­τί σκε­φτή­κα­με αυ­τή την ιδέα; Για­τί οι χώ­ρες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, αποι­κί­ες της Ισπα­νί­ας, εμ­ψυ­χώ­θη­καν από την Ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1821 και αγω­νί­στη­καν για την Ανε­ξαρ­τη­σία τους με πρω­τερ­γά­τη τον Ελευ­θε­ρω­τή Σι­μόν Μπο­λί­βαρ. Επι­πλέ­ον, ήταν από τις πρώ­τες χώ­ρες που ανα­γνώ­ρι­σαν την Ελ­λά­δα ως ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος.
Έτσι, λοι­πόν, με κα­ρυο­φύ­λι την πέ­να του ο κα­θέ­νας και με λά­βα­ρο την ποί­η­ση, συ­να­ντιό­μα­στε εδώ για να γιορ­τά­σου­με τα δια­κό­σια χρό­νια από τη φλό­γα που μας ένω­σε. Ξε­κι­νή­σα­με με έναν ποι­η­τή κά­θε μή­να αλ­λ’ αμέ­σως συ­νε­χί­σα­με με δύο, και τώ­ρα, λό­γω της τε­ρά­στιας αντα­πό­κρι­σης που συ­να­ντή­σα­με και η οποία θα οδη­γή­σει στην έκ­δο­ση μιας πο­λυ­σέ­λι­δης αν­θο­λο­γί­ας εν ευ­θέ­τω χρό­νω, προ­χω­ρά­με πα­ρου­σιά­ζο­ντας τρεις ποι­η­τές κά­θε φο­ρά.
Επί­σης, πλη­ρο­φο­ρού­με τους ανα­γνώ­στες που θα ήθε­λαν να δια­βά­σουν τα πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να στα ισπα­νι­κά, ότι θα τα βρουν στο ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό http://​arc​agul​hare​vist​adec​ultu​ra.​blo​gspo​t.​com/ όπου, με τον τί­τλο Bolívar, eres bello como un griego, δη­μο­σιεύ­ο­νται έπει­τα από δε­κα­πέ­ντε μέ­ρες.

Αργεντινή

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


ΧΟΡ­ΧΕ ΜΠΟ­ΚΑ­ΝΕ­ΡΑ

Ο Jorge Boccanera (Μπα­ΐα Μπλάν­κα, 1952), εί­ναι ποι­η­τής, δο­κι­μιο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος και συ­ντο­νι­στής της έδρας Λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής Ποί­η­σης στο πα­νε­πι­στή­μιο του Αγί­ου Μαρ­τί­νου στην Αρ­γε­ντι­νή. Έχει ζή­σει για πολ­λά χρό­νια εξό­ρι­στος στο Με­ξι­κό και στην Κό­στα Ρί­κα κι έχει υπάρ­ξει μέ­λος σε επι­τρο­πές ση­μα­ντι­κών λο­γο­τε­χνι­κών βρα­βεί­ων σε διά­φο­ρες ισπα­νό­φω­νες χώ­ρες. Έχει εκ­δώ­σει πά­νω από εί­κο­σι βι­βλία ποί­η­σης, κα­θώς και πολ­λά με ιστο­ρί­ες της ζω­ής, δι­η­γή­μα­τα, χρο­νο­γρα­φή­μα­τα και θε­α­τρι­κά έρ­γα κι έχει επι­με­λη­θεί πολ­λές αν­θο­λο­γί­ες. Αρ­κε­τά από τα ποι­ή­μα­τά του έχουν με­λο­ποι­η­θεί και κυ­κλο­φο­ρούν ως τρα­γού­δια. Έχει τι­μη­θεί με πο­λυά­ριθ­μα βρα­βεία, ενώ ποι­ή­μα­τά του έχουν με­τα­φρα­στεί στα αγ­γλι­κά, βουλ­γα­ρι­κά, γαλ­λι­κά, ια­πω­νι­κά, ιτα­λι­κά, ολ­λαν­δι­κά, ουγ­γρι­κά, σου­η­δι­κά και τσε­χι­κά.


Το υψω­μα­τά­κι

Εν­νιά σκα­λιά σχε­δόν από τον θά­να­το
σ’ ένα διά­χυ­το φως
ξε­ντύ­νε­σαι.
Αυ­τό δεν εί­ναι το κα­τά­στρω­μα του «Κα­μπα­νός»,
αυ­τό δε μοιά­ζει με πα­ρά­δει­σο,
εί­ναι μο­νά­χα ένα υψω­μα­τά­κι.

Εδώ τα στή­θη σου ίπτα­νται,
η μέ­ση σου χτυ­πά­ει ανά­με­σα στα μπρά­τσα μου
κι η υγρα­σία εί­ναι μια φί­λη,
κοι­τά­ζο­ντας με μι­σό­κλει­στα μά­τια
την ατα­ξία πο­διών.

Αυ­τό δεν εί­ναι
η πο­λυ­τε­λής σουί­τα του Plaza Hotel,
ού­τε ένα κόκ­κι­νο χα­λί που να κυ­λάς ευ­χά­ρι­στα,
εί­ναι μο­νά­χα ένα υψω­μα­τά­κι.

Εδώ τα μαλ­λιά σου ανα­δύ­ο­νται μέ­σ’ απ’ τη νύ­χτα
κι εί­ναι ση­μαία φτιαγ­μέ­νη από λυ­γα­ριά,
εδώ ένα πα­λιό κρε­βά­τι ζη­τά­ει φω­να­χτά
Βο­ή­θεια!
Εδώ δεν υπάρ­χουν νι­κη­τές και νι­κη­μέ­νοι.

Έξω,
όχι πο­λύ μα­κριά
ο πλη­γω­μέ­νος απο­σπε­ρί­της
κυ­λά­ει σαν γά­τος αδύ­να­μος
πά­νω στη στέ­γη του κό­σμου.

Εδώ,
εν­νιά σκα­λιά σχε­δόν από τον θά­να­το,
τα μά­τια σου βρί­σκουν τα δι­κά μου
και δεν έχου­με χρό­νο ού­τε καν για να ξυ­πνή­σου­με.


Κύ­μα­τα

Η καρ­διά σου εί­ν’ ένα μι­κρού­λι­κο φλι­τζά­νι,
το μο­να­δι­κό φλι­τζά­νι που απαι­τεί δυο στό­μα­τα,
το μό­νο στό­μα που πο­τέ δεν ανα­τρέ­πε­ται.
Πε­λώ­ρια κύ­μα­τα,
ατμο­μη­χα­νές γκρε­μί­ζο­νται κο­ντά στα ελ­λη­νι­κά σου χεί­λη.
Ωστό­σο εδώ εί­ναι η Ίσλα Νέ­γρα και προ­χω­ράς
χω­μέ­νη μες σ’ ένα παλ­τό φτιαγ­μέ­νο γι’ άλ­λο σώ­μα,
φτιαγ­μέ­νο γι’ άλ­λο κλί­μα.

Ένας άντρας κλεί­στη­κε μες στα χαρ­τιά της νύ­χτας.
Οι πλά­νη­τές του θέ­λουν να ση­κώ­σουν το φλι­τζά­νι αυ­τό,
Όπως οι αθλη­τές τα χρυ­σά κύ­πελ­λα.


Κορ­δέ­λες

Στη μητέρα μου Μαρία Αγουστίνα

Στε­φά­νια για κέ­ντη­μα, ένα κα­λα­θά­κι με τα ρα­πτι­κά, όλη
η ζωή μια κλω­στή. Βε­λο­νιά­ζει μυ­ρω­διές στην κου­ζί­να,
μπα­λώ­νει σκι­σμέ­νες λέ­ξεις.
Η νο­σταλ­γία της εί­ναι λι­νή.

Πο­τέ δε γεν­νιό­μα­στε, πά­ντα
εί­μα­στε ραμ­μέ­νοι σε μια μά­να:
Κι ασπρο­κέ­ντια, κου­μπιά, τε­λά­ρα, ζω­ντα­νά για
την ού­για της γλώσ­σας και δα­ντέ­λες στο γέ­λιο.

Πλάι στο λυ­πη­μέ­νο ρό­δο της πε­λό­τας:
η μά­να μου.

Τον δρό­μο τον φω­τί­ζουν οι κλω­στές κά­ποιου αστε­ριού,
ένας άνε­μος βαμ­βα­κε­ρός, λάμ­ψη από χά­ντρες.

Και σε κα­θε­τί που σή­κω­σε τον κό­σμο,
    η βε­λό­να και η δα­χτυ­λή­θρα.


[ Τρία ποι­ή­μα­τα από το υπό έκ­δο­ση βι­βλίο Ojos de la palabra (Μά­τια τoυ λό­γου), Βρα­βείο Χο­σέ Λε­σά­μα Λί­μα 2020, το οποίο με­τα­φρά­ζω — Α.Δ. ]


Κάρ­τες από την Ελ­λά­δα

Στον εξάδελφό μου Κώστα Ήσυχο, πρώην βουλευτή και πρώην υφυπουργό Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας


Ο ια­πω­νι­κός θρύ­λος της Κόκ­κι­νης κλω­στής μι­λά­ει για δε­μέ­νες μοί­ρες που εκ­πλη­ρώ­νο­νται πέ­ρα από χρό­νους και γε­ω­γρα­φί­ες· η κλω­στή αυ­τή μπο­ρεί να ζα­ρώ­νει, να τε­ντώ­νε­ται, να λε­πταί­νει τό­σο πο­λύ που να γί­νε­ται ξέ­φτι, αλ­λά δεν κό­βε­ται πο­τέ. Πε­ρισ­σό­τε­ρο κι από κόκ­κι­νη κλω­στή με την Ελ­λά­δα με δέ­νει ένας ομ­φά­λιος λώ­ρος: αυ­τός της μη­τέ­ρας μου Μα­ρία Αγου­στί­να, και του παπ­πού μου Αλέ­ξαν­δρου Ήσυ­χου, γεν­νη­μέ­νου στη Σά­μο, ο οποί­ος έφτα­σε με­τα­νά­στης στην Αρ­γε­ντι­νή στις αρ­χές του 20ού αι. με τους αδελ­φούς του Ηρά­κλειο και Ιά­κω­βο.
Πα­ρό­λο που με­γά­λω­σα με τους Ιτα­λούς παπ­πού­δες από τη με­ριά του πα­τέ­ρα μου, επί­σης με­τα­νά­στες, ο ελ­λη­νι­κός κό­σμος ήταν πά­ντα πα­ρών, για­τί, πέ­ραν του να μοι­ρά­ζο­μαι το ίδιο όνο­μα με τον Σά­μιο παπ­πού μου [ ΣτΜ: το δεύ­τε­ρο όνο­μα του ποι­η­τή εί­ναι Αλε­χά­ντρο: Αλέ­ξαν­δρος ] και με συγ­γε­νείς που εί­χαν τα επώ­νυ­μα Σα­ρα­ντί­δης, Μω­ρα­ΐ­της, Χού­λης, Κα­λα­σά­κης, Πε­ντά­κης, αντη­χού­σε στ’ αυ­τιά μου από τα παι­δι­κά μου χρό­νια ένας λαϊ­κός πο­λι­τι­σμός που εξέ­φρα­ζαν οι αμέ­τρη­τες οι­κο­γε­νεια­κές δι­η­γή­σεις, οι ήχοι, οι γεύ­σεις, οι ελ­λη­νι­κοί χο­ροί και η μου­σι­κή της γλώσ­σας τους· όλες εκεί­νες οι δρα­στη­ριό­τη­τες μιας ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας, η οποία, στην Αρ­γε­ντι­νή, πα­ρέ­μει­νε δε­μέ­νη μέ­σα από εκ­φρά­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης.

ΙΙ

Συ­νη­θί­ζω να λέω πως, όποιος γεν­νιέ­ται σε λι­μά­νι, κου­βα­λά­ει για πά­ντα το τα­ξί­δι. Γεν­νή­θη­κα σ’ ένα λι­μά­νι του Ατλα­ντι­κού, το οποίο κά­πο­τε λε­γό­ταν Λι­μά­νι της Ελ­πί­δας, στην πό­λη Μπα­ΐα Μπλάν­κα, στο νό­το της επαρ­χί­ας του Μπου­έ­νος Άι­ρες, και η ζωή μου κι η γρα­φή μου εί­ναι ση­μα­δε­μέ­νες από το τράν­ζι­το. Ακό­μα και κά­ποιος κρι­τι­κός επι­σή­μα­νε ότι η ποί­η­σή μου έχει την ανα­πνοή των τα­ξι­διών. Εκού­σια ή εξαι­τί­ας της εξο­ρί­ας μου για πο­λι­τι­κούς λό­γους, η αλ­λα­γή τό­που εί­ναι η στά­μπα της ζω­ής μου από τα εί­κο­σί μου χρό­νια. Θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι έχω το τα­ξί­δι στο αί­μα μου, στα μά­τια μου, στο βά­δι­σμά μου, στην πε­ριέρ­γειά μου για δια­φο­ρε­τι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες. Ένας δά­σκα­λός μου, ο ποι­η­τής από τη Γουα­τε­μά­λα Λουίς Καρ­δό­σα υ Αρα­γόν, έχει πει σε αντι­στοι­χία με ιδέ­ες του Κα­βά­φη: «το να τα­ξι­δεύω με συ­ναρ­πά­ζει, όχι το να φτά­νω σε κά­ποιο λι­μά­νι».
Κι εδώ βρί­σκω έναν άλ­λο ου­σια­στι­κό σύν­δε­σμο με την Ελ­λά­δα: το θέ­μα του τα­ξι­διού· ένας από τους άξο­νες της ιστο­ρί­ας, της μυ­θο­λο­γί­ας, της λο­γο­τε­χνί­ας και γε­νι­κά της τέ­χνης της, που σφρα­γί­ζει αυ­τή την Ιθά­κη, η οποία, την ίδια στιγ­μή που εί­ναι στε­ριά, με­τα­το­πί­ζε­ται μα­ζί με τα όνει­ρα, τις ου­το­πί­ες, τις χί­μαι­ρές μας.
Ξα­να­γυρ­νάω στο λι­μά­νι που γεν­νή­θη­κα —και που κά­πο­τε ίσως υπήρ­ξε το σπου­δαιό­τε­ρο λι­μά­νι του Κώ­νου της Νο­τί­ου Αμε­ρι­κής—, γε­μά­το πλοία πε­λώ­ρια στα μά­τια ενός παι­διού. Ανε­βαί­νω τις σκα­λί­τσες ενός πε­λώ­ριου πλοί­ου με ελ­λη­νι­κή ση­μαία, το οποίο πολ­λοί το λέ­νε «ο Κα­μπα­νός», και ο Λευ­τέ­ρης, επι­στά­της του πλη­ρώ­μα­τος και φί­λος του Ηρά­κλειου, αδελ­φού του παπ­πού μου, με συ­νο­δεύ­ει σε μια ξε­νά­γη­ση στο κα­τά­στρω­μα χω­ρίς να αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι με αυ­τή τη στορ­γι­κή χει­ρο­νο­μία ανοί­γει τις πόρ­τες της πε­ρι­πέ­τειας για ένα παι­δί μό­λις οκτώ χρό­νων. Κι ακρι­βώς, από τις πρώ­τες ελ­λη­νι­κές λέ­ξεις που έμα­θα, χα­ρά­χτη­καν στο μυα­λό μου αυ­τές οι δύο: Κα­λό Τα­ξί­δι.

ΙΙΙ

Πέ­ραν της πο­λυά­ριθ­μης ελ­λη­νι­κής οι­κο­γέ­νειάς μου, των ναυ­τι­κών και δια­φό­ρων άλ­λων προ­σώ­πων —όπως ο «Μή­τσος», ιδιο­κτή­της του πιο πο­λυ­σύ­χνα­στου εστια­το­ρί­ου στο λι­μά­νι για σα­ρά­ντα πέ­ντε χρό­νια, ο οποί­ος συ­νή­θι­ζε να θυ­μά­ται τη φι­λία του με τον νε­α­ρό Αρι­στο­τέ­λη Ωνά­ση τη δε­κα­ε­τία του ’20 στη συ­νοι­κία Λα Μπό­κα του Μπου­έ­νος Άι­ρες—, εμ­φα­νί­ζε­ται στα δια­βά­σμα­τα και στις επιρ­ρο­ές μου η ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία. Και μα­ζί με την κλα­σι­κή αφή­γη­σή της, απο­κτούν βα­ρύ­τη­τα τα ποι­η­τι­κά έρ­γα με τα οποία συν­δια­λέ­γο­μαι όλα τα χρό­νια. Ανα­φέ­ρο­μαι στα βι­βλία των Κα­βά­φη, Ελύ­τη, Σε­φέ­ρη, Ρί­τσου, Βρετ­τά­κου, Βαρ­βι­τσιώ­τη και με­τα­γε­νέ­στε­ρων. Κυ­ρί­ως με τρά­βη­ξε η ποί­η­ση του Γιάν­νη Ρί­τσου, ίσως για την προ­φο­ρι­κή της γλώσ­σα και την ου­μα­νι­στι­κή της φλέ­βα. Αυ­τό συ­νέ­βη με τη με­σο­λά­βη­ση ενός θεί­ου μου, ο οποί­ος συ­να­ντού­σε τον Ρί­τσο στη Σά­μο, όπου ο ποι­η­τής περ­νού­σε κά­ποιες δια­κο­πές. Αρ­γό­τε­ρα, το 2000, διευ­θύ­νο­ντας μια σει­ρά ποί­η­σης στην Αρ­γε­ντι­νή, εξέ­δω­σα μια αν­θο­λο­γία Ελ­λή­νων ποι­η­τών —συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του Ρί­τσου— που εί­χε ετοι­μά­σει ο Αρ­γε­ντι­νός συγ­γρα­φέ­ας Ορά­σιο Κα­στί­γιο. Τον Κα­στί­γιο τον εί­χα γνω­ρί­σει λί­γο πριν τυ­χαία (υπάρ­χει η τυ­χαιό­τη­τα;) και μου εί­χε προ­κα­λέ­σει εν­δια­φέ­ρον η προ­σω­πι­κή του ποί­η­ση σε ση­μείο να εκ­δώ­σω μια συλ­λο­γή του· ωστό­σο, οφεί­λω να πω ότι με κα­τέ­πλη­ξε και η αγά­πη του για την Ελ­λά­δα, η οποία με­τα­ξύ άλ­λων εκ­δη­λώ­νε­ται και μέ­σω ενός εξα­ντλη­τι­κού έρ­γου ως με­τα­φρα­στή ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης· ει­δι­κό­τε­ρα μέ­σω της πο­λύ­φερ­νης Σύγ­χρο­νης Ελ­λη­νι­κής Ποί­η­σης, η οποία ξε­κι­νά­ει από τον Κα­βά­φη και φτά­νει ως τον Βαγ­γέ­λη Κάσ­σο γεν­νη­μέ­νο έπει­τα από σχε­δόν έναν αιώ­να.

IV

Όπως εί­πα, με δέ­νουν πολ­λά νή­μα­τα με την Ελ­λά­δα. Γι’ αυ­τό δεν παύω να ερευ­νώ την πα­λιά της και τη σύγ­χρο­νη ιστο­ρία της. Υπό αυ­τή την έν­νοια, στην εφη­βεία μου, εν­δια­φε­ρό­με­νος για πο­λι­τι­κά θέ­μα­τα, βί­ω­σα σαν να υπέ­φε­ρα ο ίδιος το φο­βε­ρό πρα­ξι­κό­πη­μα της Χού­ντας των Συ­νταγ­μα­ταρ­χών το 1967, και το 1973 τη σφα­γή φοι­τη­τών στο Πο­λυ­τε­χνείο, που με κά­ποιες ομοιό­τη­τες επα­νέ­λα­βε η Αρ­γε­ντι­νή το 1976 με την κα­τά­λη­ψη της εξου­σί­ας από στρα­τιω­τι­κούς, η οποία εί­χε ένα θλι­βε­ρό κό­στος τριά­ντα χι­λιά­δων αγνο­ού­με­νων, χι­λιά­δων φυ­λα­κι­σμέ­νων και άλ­λων τό­σων εξό­ρι­στων. Με­τα­ξύ των αγνο­ού­με­νων υπάρ­χουν και πολ­λοί Έλ­λη­νες που η τύ­χη τους αγνο­εί­ται ακό­μα. Θυ­μά­μαι ότι, τα χρό­νια που προη­γή­θη­καν αυ­τής της στρα­τιω­τι­κής βί­ας στην Αρ­γε­ντι­νή, εγώ εί­χα ταυ­τι­στεί τό­σο πο­λύ με την χι­λια­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα —και την κυ­βέρ­νη­ση Λαϊ­κής Ενό­τη­τας που ανέ­τρε­ψε ο στρα­τη­γός Πι­νο­τσέτ με αι­μα­τη­ρό πρα­ξι­κό­πη­μα το 1973— όπως και με την ελ­λη­νι­κή συ­γκυ­ρία. Ακρι­βώς εκεί­νη τη χρο­νιά, ο τα­λα­ντού­χος Μί­κης Θε­ο­δω­ρά­κης πα­ρου­σί­α­σε στο Μπου­έ­νος Άι­ρες το έρ­γο Κά­ντο Χε­νε­ράλ πά­νω σε κεί­με­να του Χι­λια­νού ποι­η­τή και Βρα­βεί­ου Νο­μπέλ, Πά­μπλο Νε­ρού­δα. Άλ­λος οριο­θέ­της της επο­χής εκεί­νης ήταν η ται­νία Ζ που αφη­γεί­ται τη δο­λο­φο­νία του Γρη­γό­ρη Λα­μπρά­κη από φα­σί­στες στρα­τιω­τι­κούς, μια ται­νία σκη­νο­θε­τη­μέ­νη από τον Κώ­στα Γα­βρά, ο οποί­ος έπει­τα από κά­ποια χρό­νια κα­τήγ­γει­λε τη χι­λια­νή δι­κτα­το­ρία με την ται­νία του Ο αγνο­ού­με­νος.
Σαν κά­ποιον που ανέ­κα­θεν αγω­νί­ζε­ται, όπως και τό­σοι άλ­λοι στη χώ­ρα μου, για τον σε­βα­σμό των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των και για μια ιε­ραρ­χη­μέ­νη δι­καιο­σύ­νη, η κόκ­κι­νη κλω­στή του θρύ­λου, με τον οποίο άρ­χι­σα τις ση­μειώ­σεις αυ­τές, με οδη­γεί σ’ εκεί­νους τους Έλ­λη­νες με­τα­νά­στες που εί­χαν έρ­θει μό­νο με την ελ­πί­δα τους, στους Έλ­λη­νες επι­στά­τες ερ­γα­τών, απο­κλει­σμέ­νους σε διά­φο­ρα μέ­ρη της χώ­ρας, στους εκα­το­ντά­δες Έλ­λη­νες ερ­γά­τες που δού­λευαν στα σι­δη­ρο­δρο­μι­κά συ­νερ­γεία στη Ρε­μέ­διος δε Εσκα­λά­δα —πο­λύ κο­ντά στο σπί­τι μου όταν εγκα­τα­στά­θη­κα με την οι­κο­γέ­νειά μου σ’ αυ­τή την πό­λη της επαρ­χί­ας του Μπου­έ­νος Άι­ρες—, και σε τό­σους άντρες και γυ­ναί­κες, ανώ­νυ­μους Έλ­λη­νες αδελ­φω­μέ­νους από την αλ­λη­λεγ­γύη που πα­λεύ­ει για έναν κα­λύ­τε­ρο κό­σμο. Γνω­ρί­ζο­ντας ότι, όπως έγρα­ψε ο Γιάν­νης Ρί­τσος, στη ζωή εναλ­λάσ­σο­νται οι σκλη­ρές στιγ­μές που πρέ­πει να κά­νου­με προ­σκέ­φα­λο την πέ­τρα, με κεί­νες τις στιγ­μές ευ­τυ­χί­ας όπου ένα χρυ­σό­ψα­ρο κο­λυ­μπά­ει στο στή­θος μας.


Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

ΑΝ­ΤΖΕ­ΛΑ ΤΖΕ­ΝΤΙ­ΛΕ

Η Ángela Gentile (Μπε­ρί­σο) εί­ναι ποι­ή­τρια και κα­θη­γή­τρια ισπα­νι­κής και ιτα­λι­κής γλώσ­σας και λο­γο­τε­χνί­ας. Ει­δι­κευ­μέ­νη στην Κοι­νω­νι­κο-εκ­παι­δευ­τι­κή Πο­λι­τι­κή και στη Δια­χεί­ρι­ση Πο­λι­τι­σμού, έχει ει­ση­γη­θεί θε­σμούς βρα­βεί­ων σε Αρ­γε­ντι­νή και Ιτα­λία, ενώ το έρ­γο της έχει απο­σπά­σει διε­θνή βρα­βεία και δια­κρί­σεις. Γρά­φει στα ισπα­νι­κά και τα ιτα­λι­κά, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας συ­χνά ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα, ενώ ποι­ή­μα­τά της έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες. Έχει κα­τα­γρά­ψει ιστο­ρί­ες των Ελ­λή­νων της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής και εν­δια­φερ­θεί για τους Έλ­λη­νες ποι­η­τές της δια­σπο­ράς και τη διά­δο­ση του έρ­γου τους στο ισπα­νό­φω­νο κοι­νό.


Χο­ρός

Ο ποι­η­τής εί­πε:
    «Αντί­πε­ρα έχει γιορ­τή».
Τα χέ­ρια του προ­σα­να­τό­λι­σαν το τα­ξί­δι κι η γλώσ­σα του τον λό­γο.
Τα πλοία ακο­λου­θού­σαν τ’ άστρα μα­ζί με την ανά­σα των κω­πη­λα­τών.

Ο ποι­η­τής ξα­να­μί­λη­σε:
      «Με πε­ρι­μέ­νουν»
και χό­ρε­ψε μέ­σα στη νύ­χτα.
Το σώ­μα του γύ­ρι­σε προς την Ανα­το­λή και το πρό­σω­πό του κοί­τα­ξε
για τε­λευ­ταία φο­ρά τη Δύ­ση.
Μα­κριά, οι αναμ­μέ­νες πυ­ρές και οι ιε­ροί μό­σχοι, προ­α­νήγ­γει­λαν το αιώ­νιο.


Με­τά την Τροία

Όταν η εξου­σία τούς έδει­ξε τα ψευ­το­στο­λί­δια της,
οι άντρες γύ­ρι­σαν από την ισο­πε­δω­μέ­νη πό­λη.
Ξέ­χα­σαν πως η δι­καιο­σύ­νη δε φυ­σά­ει πά­νω απ’ τα μά­τια των νε­κρών
και πως η μοί­ρα όλων εί­ναι το Τί­πο­τα.
Εκεί, κά­ποιοι ναυ­τι­κοί διά­βα­σαν τον ου­ρα­νό και τα­ξί­δε­ψαν σε υδά­τι­νους δρό­μους.
Ήπιαν αστέ­ρια σε τρω­ι­κές πη­γές απ’ τις Κυ­κλά­δες μα­κριά
κι ονει­ρεύ­τη­καν το Σού­νιο που ναυά­γη­σαν τα πλοία τα αχαϊ­κά.
Τό­τε, ο βα­σι­λιάς των αν­θρώ­πων συ­νέ­χι­σε για τον προ­ο­ρι­σμό του: Μυ­κή­νες.


Τρα­γού­δια που λέ­νε οι νυ­χτε­ρι­νές πλύ­στρες

Προς δυ­σμάς, ο Ζέ­φυ­ρος φυ­σά­ει πά­νω από τα πλυ­στα­ριά
όπου τα νε­α­νι­κά μας χέ­ρια κά­θε νύ­χτα εντα­φιά­ζουν το φεγ­γά­ρι.
Καρ­τε­ρού­με εδώ τα πλοία που φο­βού­νται τη θά­λασ­σα από μαύ­ρο οψια­νό,
ενώ έχουν τα­ξι­δέ­ψει με τον Εύ­ρο, τον κα­τα­ρα­μέ­νο άνε­μο της Ανα­το­λής.
Πρέ­πει να πλύ­νου­με ονό­μα­τα κι ασπί­δες και να ξα­γρυ­πνή­σου­με
τα σαν­δά­λια των ηρώ­ων,
ρου­φώ­ντας το ιε­ρό νε­ρό του Απρι­λιού στις χού­φτες μας.
Πε­ρι­φε­ρό­μα­στε στην άμ­μο των κα­τα­κλυ­σμών.
Και τρα­γου­δά­με.

[ Τρία ποι­ή­μα­τα από τη συλ­λο­γή Los pies de Ulises, με­τα­φρα­σμέ­να από το αρ­χείο που μου έστει­λε η ποι­ή­τρια. Δεί­τε, επί­σης, τη δί­γλωσ­ση έκ­δο­ση: Angela Gentile, Τα πό­δια του Οδυσ­σέα / Los pies de Ulises, από­δο­ση Χα­ρά­λα­μπος Π. Δή­μου, Οσε­λό­τος (2016). ]


Λα­έρ­της

Ορί­στε ένας γέ­ρο­ντας.
Το γή­ρας που κοι­τά­ζεις κα­τοι­κεί και στο βλέμ­μα σου.
Όλοι κου­βα­λά­με μέ­σα μας κά­τι το βέ­βη­λο:
ο εμπο­ρευό­με­νος κρα­σιά και λά­δια, ο κυ­νη­γός της δό­ξας,
ο εξό­ρι­στος από το ιε­ρό.
Ονει­ρεύ­τη­κα αη­δό­νια και κα­λο­καί­ρι κά­τω από τα δέ­ντρα.
Κυ­νή­γη­σα τα βή­μα­τα του Έρω­τα χω­ρίς να αιφ­νι­δια­στώ κι έγι­να
πα­τέ­ρας του πιο πα­νούρ­γου απ’ όλους τους αν­θρώ­πους.


[ Από τη συλ­λο­γή Gente de Jónico (Άν­θρω­ποι του Ιο­νί­ου) ]


Το βλέμ­μα της Δή­μη­τρας

Ι

Πί­σω από τον ου­ρα­νό
υπάρ­χει το μά­τι του αν­θρώ­που.
Βλέμ­μα που δεν αντι­κρί­ζει θε­ούς.
Αγρυ­πνά.

ΙΙ

Κά­ποιος δια­σχί­ζει τη μέ­ρα,
πί­σω απ’ τη σκιά της ζω­ής.
Εμπρός, μο­νά­χα ο Πό­θος.

ΙΙΙ

Να ξε­ντυ­θώ.
Εγώ περ­πα­τάω τη νύ­χτα
φω­το­γρα­φί­ες ψά­χνο­ντας κι­τρι­νι­σμέ­νες.

ΙV

Δε ρέ­ει το νε­ρό ού­τε κι η νύ­χτα.
Δε χτυ­πούν πια οι καρ­διές.
Ο άνε­μος έχει το μέ­τρο των που­λιών.

V

Πο­τέ δεν ένιω­σα στη θά­λασ­σα κο­ντά,
το άγ­χος της απε­ρα­ντο­σύ­νης,
η συ­νή­θεια να πο­δο­πα­τάω τα φθι­νό­πω­ρα.


[ Πέ­ντε ποι­ή­μα­τα από τη συλ­λο­γή Lo sguardo di Demetra / La mirada de Démeter (Το βλέμ­μα της Δή­μη­τρας) ]


ΓΕΥ­ΣΕΙΣ

Η γεύ­ση της κου­ζί­νας της ευω­διά­ζει όλη τη «Μά­ρε Νό­στρουμ», αμ­φο­ρείς ν’ αδειά­ζουν ελαιό­λα­δο, κρα­τή­ρες κρα­σιού, λα­χα­νι­κά και ψά­ρια. Οι Βυ­ζα­ντι­νοί τούς άφη­σαν τον τρό­πο τού να τρώ­νε και να αι­σθά­νο­νται· αλ­λά οι Έλ­λη­νες έδω­σαν ψυ­χή στις γεύ­σεις· και γι’ αυ­τό τα φρέ­σκα προ­ϊ­ό­ντα πλημ­μυ­ρί­ζουν τους χώ­ρους με το άρω­μα των λε­μο­νιών, με τα φα­γη­τά μάλ­λον χλια­ρά πα­ρά ζε­στά, με τα τυ­ριά σαν τη φέ­τα, το κε­φα­λο­τύ­ρι, το κα­σέ­ρι και τη μυ­ζή­θρα. Όλα τα συ­στα­τι­κά μάς μι­λούν για πα­νάρ­χαιες συ­ντα­γές όπως ο τρα­χα­νάς, η σκορ­δα­λιά, οι φα­κές, η ρε­τσί­να, το πα­στέ­λι.
Ο Μέ­γας Αλέ­ξαν­δρος, επε­κτεί­νο­ντας τα εδά­φη του, συ­νέ­βα­λε στη διά­δο­ση των γεύ­σε­ων· αυ­τές, επί­σης, έκα­ναν τον Αρ­χί­στρα­το να γρά­ψει ένα χιου­μο­ρι­στι­κό δι­δα­κτι­κό ποί­η­μα «Ηδυ­πά­θεια» (Η πο­λυ­τε­λής ζωή) με το οποίο προ­τεί­νει στον γα­στρο­νο­μι­κό ανα­γνώ­στη το κα­λύ­τε­ρο φα­γη­τό του κό­σμου.
Η Ελ­λά­δα με­τα­φρά­ζε­ται σε γεύ­σεις.


Άν­να Κι­τρι­λά­κη, οι γεύ­σεις της Ελ­λά­δας

Οι ελ­λη­νι­κοί κά­μποι κα­τά­φυ­τοι από ελιές, λε­μο­νιές και κη­πευ­τι­κά, τα­ξί­δε­ψαν μες στην καρ­διά της Άν­νας Κι­τρι­λά­κη από το μυ­θι­κό νη­σί της Χί­ου. Η Άν­να αντι­προ­σώ­πευε τη ζε­στα­σιά εκεί­νων οι οποί­οι —ξε­φεύ­γο­ντας από τον πό­λε­μο κι έχο­ντας υπο­μεί­νει πεί­να κι αρ­ρώ­στιες— νοιά­στη­καν να τους συ­γκε­ντρώ­σουν όλους γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι τους. Πί­σω έμε­νε ο θά­να­τος, από τα χέ­ρια των να­ζί, του αδερ­φού της Γιώρ­γου, μό­λις δε­κα­τεσ­σά­ρων χρό­νων, μό­νο και μό­νο επει­δή ζή­τη­σε κά­τι να φά­ει. Αυ­τή η γυ­ναί­κα, με το μι­κρό ανά­στη­μα αλ­λά με γι­γά­ντια δύ­να­μη, φορ­τώ­θη­κε στην πλά­τη της την κα­τά­θλι­ψη της μη­τέ­ρας της Δέ­σποι­νας Θε­ο­δω­ρά­κη και τη ζωή των μι­κρών αδερ­φιών της Αγ­γε­λι­κής, Γιώρ­γου και Τζέ­νης.
Θα μπο­ρού­σε να μι­λή­σει κα­νείς για τα θαυ­μα­τουρ­γά χέ­ρια της Άν­νας στην κου­ζί­να· όμως και την προ­σω­πι­κό­τη­τά της την τυ­λί­γει μια άλως ηρω­ι­σμού σαν του θε­ού Ερ­μή. Η Άν­να συ­νερ­γά­στη­κε με­τα­φέ­ρο­ντας πλη­ρο­φο­ρί­ες στον θείο της που ήταν μέ­λος της Αντί­στα­σης· κι ήταν οι μι­κρές πα­τη­μα­σιές της που πε­ρι­διά­βαι­ναν την ελ­λη­νι­κή γη με τα μη­νύ­μα­τα του πα­τέ­ρα της Ηρα­κλή, αγα­πώ­ντας αυ­τό που οι Έλ­λη­νες υπο­στή­ρι­ξαν επί αιώ­νες: την Ελευ­θε­ρία. Αυ­τά τα πα­ρα­δείγ­μα­τα πα­τριω­τι­σμού εί­ναι μέ­ρος ενός ανώ­νυ­μου λα­ού, κλη­ρο­νο­μιά και υπε­ρη­φά­νεια πρώ­τα για τους απο­γό­νους τους κι έπει­τα για όλη την κοι­νω­νία.
Το 1944, ένα πλοίο χα­νό­ταν μέ­σα στα πού­σια του Αι­γαί­ου με­τα­φέ­ρο­ντας Έλ­λη­νες σ’ ένα στρα­τό­πε­δο προ­σφύ­γων που εί­χαν στή­σει οι Άγ­γλοι στην Κύ­προ. Εκεί, η Άν­να ήρ­θε αντι­μέ­τω­πη με τον θά­να­το και σαν με­γά­λη αγω­νί­στρια άντε­ξε την εγ­χεί­ρη­ση για αφαί­ρε­ση όγκου στον εγκέ­φα­λο. Επι­στρέ­φο­ντας στον αγα­πη­μέ­νο της τό­πο πα­ρά­τη­σε το δη­μο­τι­κό σχο­λείο· αλ­λά, κα­θώς οι αγα­πη­μέ­νοι των θε­ών προι­κί­ζο­νται με χα­ρί­σμα­τα, εκεί­νη, σαν την αρ­χαία βα­σί­λισ­σα των Φαιά­κων Αρε­τή, ή την αιώ­νια Αθη­νά, έμα­θε να κε­ντά­ει και να που­λά­ει στην αγο­ρά την τέ­χνη της.
Η ζωή της Άν­νας πα­ραλ­λη­λί­ζε­ται με τη με­γά­λη ελ­λη­νι­κή επο­ποι­ΐα, μ’ αυ­τές τις ανυ­πό­τα­κτες κι ευ­γε­νι­κές μορ­φές που τρο­φο­δό­τη­σαν την ιστο­ρία από το λί­κνο του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού. Το 1959 πού­λη­σε τα μαλ­λιά της και, μα­ζεύ­ο­ντας τις οι­κο­νο­μί­ες της, έφυ­γε για την Αρ­γε­ντι­νή. Εί­ναι σε τού­το τον τό­πο που τε­λεί­ω­σε την πρω­το­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση χά­ρη στον μό­χθο της να μά­θει να γρά­φει και να δια­βά­ζει ισπα­νι­κά ως αυ­το­δί­δα­κτη, δια­βά­ζο­ντας τις εφη­με­ρί­δες στο πε­ρί­πτε­ρο του θεί­ου της. Η Άν­να και η ζωή κα­τά­φε­ραν να βρουν μια ισορ­ρο­πία, η νο­σταλ­γία συ­νε­χί­στη­κε μέ­σα στη μνή­μη· όμως εδώ γνώ­ρι­σε τον Σε­λε­στί­νο Γκρόν­τσι και γέν­νη­σε τα παι­διά της Σέρ­χιο, Μαρ­σέ­λο και Ελί­ζα­μπεθ. Η Άν­να, φο­ρέ­ας των γεύ­σε­ων της Ελ­λά­δας, υπήρ­ξε πρέ­σβει­ρα της σπου­δαί­ας ελ­λη­νι­κής γα­στρο­νο­μί­ας.

(Πη­γή: Η κό­ρη της Άν­νας, Ελί­ζα­μπεθ Γκρόν­τσι)

Από το βι­βλίο: Ángela Gentile, Diáspora griega en América [Ελ­λη­νι­κή δια­σπο­ρά στην Αμε­ρι­κή],
εκδ. Espérides, Λα Πλά­τα (2015), σσ. 61-63.

Oυρουγουάη

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


ΑΛ­ΦΡΕ­ΔΟ ΦΡΕ­ΣΙΑ

Ο Alfredo Fressia (Μο­ντε­βι­δέο, Ου­ρου­γουάη 1948) εί­ναι ποι­η­τής, με­τα­φρα­στής και κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνί­ας και για σα­ρά­ντα τέσ­σε­ρα υπήρ­ξε κα­θη­γη­τής γαλ­λι­κής φι­λο­λο­γί­ας. Διωγ­μέ­νος από τη δι­κτα­το­ρία της χώ­ρας του, από το 1976 δια­μέ­νει στη Βρα­ζι­λία, στο Σάο Πά­ο­λο. Έχει εκ­δώ­σει πολ­λές ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και έχει τι­μη­θεί με ση­μα­ντι­κά βρα­βεία όπως το Κρα­τι­κό Βρα­βείο Ποί­η­σης. Ποι­ή­μα­τά του έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες. Το 2018 το Μο­ντε­βι­δέο τού απέ­νει­με τον τί­τλο του Επι­φα­νούς Δη­μό­τη.


Οι Πέρ­σες

Κα­τά τον Ηρό­δο­το, ο στό­λος του Ξέρ­ξη
εί­χε ήδη αφή­σει τις Σάρ­δεις πο­ρευό­με­νος προς Σα­λα­μί­να,
όταν ο ήλιος άρ­χι­σε να εγκα­τα­λεί­πει τη θέ­ση του στον ου­ρα­νό
και να εξα­φα­νί­ζε­ται. Η μέ­ρα, γα­λή­νια και χω­ρίς τη σκιά κά­ποιου σύν­νε­φου,
άρ­χι­σε να με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε νύ­χτα. Ο ήλιος
έπαιρ­νε το χρώ­μα του ζα­φει­ριού και, κοι­τά­ζο­ντας ο ένας τον άλ­λο,
οι άντρες φαί­νο­νταν χλο­μοί σαν πε­θα­μέ­νοι.
Όλα τα πράγ­μα­τα έμοια­ζαν να τα λού­ζει ένας σκο­τει­νός ατμός.
Η κα­τά­πλη­ξη κι ο τρό­μος κυ­ρί­ευ­σαν την καρ­διά
των νε­α­ρών εκεί­νων αντρών. Ο Ξέρ­ξης εί­δε το θαύ­μα,
το ακο­λού­θη­σε με προ­σο­χή και ρώ­τη­σε τους μά­ντεις του
τι σή­μαι­νε. Ο ου­ρα­νός, του απά­ντη­σαν,
ανήγ­γει­λε στους Έλ­λη­νες την κα­τα­στρο­φή των πό­λε­ών τους,
κα­θώς ο ήλιος εί­ναι, εί­παν, το προ­φη­τι­κό άστρο των Ελ­λή­νων,
και το φεγ­γά­ρι, των Περ­σών. Ο Ξέρ­ξης, στά­θη­κε,
χά­ρη­κε με την απά­ντη­ση, ανα­κού­φι­σε τους άντρες του
με λό­για εμπι­στο­σύ­νης και —ο Ηρό­δο­τος πο­τέ δε θα πά­ψει—
πρό­στα­ξε να ξα­να­πά­ρουν τη ρό­τα τους.

Πε­θαί­νο­ντας, το κα­τά­λα­βαν: πε­θαί­νου­με
από μια έκλει­ψη, αιώ­νιοι σαν το ζα­φεί­ρι,
και θ’ ακο­λου­θή­σου­με την επι­στρο­φή των φεγ­γα­ριών
όσο κά­ποιος Χο­ρευ­τής θ’ απαγ­γέ­λει τα ονό­μα­τά μας.
Ζή­σα­με μό­νο γι’ αυ­τό.

Ο Ξέρ­ξης πέ­θα­νε στο πα­λά­τι, δο­λο­φο­νη­μέ­νος από έναν προ­δό­τη.


Άκαι­ρος Πίν­δα­ρος

Έκλει­ψη των Θη­βών, γυρ­νάς και πά­λι από τη σύ­ντο­μη εξο­ρία
για να σβή­σεις τον ήλιο του Μο­ντε­βι­δέο; Φέρ­νεις
την αγ­γε­λία κι άλ­λου πο­λέ­μου, την κα­τα­στρο­φή
της σο­δειάς μας, κά­ποια ακα­το­νό­μα­στη χιο­νο­θύ­ελ­λα
που κρύ­βει τον τρό­μο των τυ­ράν­νων, ή μια υπερ­χεί­λι­ση
της θά­λασ­σας που θ’ αδειά­σει στην εν­δο­χώ­ρα της χερ­σο­νή­σου;
Θα έχει πά­γο στα πε­δι­νά ή ένα κα­λο­καί­ρι που οι νο­τιά­δες
θα το κά­νουν να χυ­θεί σε μα­νια­σμέ­νες σο­ρο­κά­δες;
Θα πλημ­μυ­ρί­σεις τη γη και θα εκ­διώ­ξεις τους έντρο­μους αν­θρώ­πους;
Θα γεν­νη­θεί μια άλ­λη φυ­λή ανά­με­σά μας τό­τε; Κι εμείς
θα ξα­να­γί­νου­με φα­ντά­σμα­τα χω­ρίς πε­ρί­γραμ­μα μες στο σκο­τά­δι;


Αί­ας

Να το θυ­μά­σαι, το να φτά­σεις σε λι­μά­νι κα­λό ήταν αυ­τα­πά­τη,
τό­σο άγρια η εκα­τόμ­βη και τό­σο ήμε­ρα τα θε­ριά.
Το να φτά­νει σε κά­ποιο λι­μά­νι κα­νείς εί­ν’ έρ­γο των αν­θρώ­πων,
το να μη φτά­νει σε κα­νέ­να εί­ναι το μό­νο έρ­γο των θε­ών.

Ημε­ρο­λό­γιο κυ­νη­γιού

Κρά­τη­σε μια ολό­κλη­ρη νύ­χτα. Πλεύ­σα­με
πέ­ρα από τους κί­ο­νες, μα­κριά τα δά­ση
όπου γε­λά­ει μια θεά και τ’ αστέ­ρια δί­χως μνή­μη
ση­μά­δευαν το άστρο της Σε­λή­νης. Κλέ­βω τα πέ­τα­λα
από τα σαρ­κο­βό­ρα φυ­τά του κή­που των ηδο­νών.
Πα­ρα­μο­νεύω πά­νω απ’ την κα­τα­πα­κτή, φτιά­χνω φυ­τι­κά πε­ρι­δέ­ραια
για τα πλη­ρώ­μα­τα εφή­με­ρων λαι­μών. Τα δά­χτυ­λά μου ικα­νά
την κυ­μα­τι­στή ακο­λου­θούν γραμ­μή των ελ­ζε­βίρ:
Εί­ναι οι πο­τα­μοί της Βα­βυ­λω­νί­ας, ανε­βαί­νουν
σε ανα­ζή­τη­ση της λή­θης και γυρ­νά­νε πά­ντα
υπε­ρό­πτες σαν ένας πλα­νή­της. Κά­ποιες φο­ρές στα­μα­τάω
στους κρε­μα­στούς κή­πους της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και ασκώ
τον θά­να­το στα τε­λευ­ταία τουρ­νουά μου κυ­νη­γιού με γε­ρά­κια.
Ο Κέ­νταυ­ρος μου τρό­χι­σε τα δό­ντια και τα νύ­χια, έχω
την απλη­στία δε­κα­τριών παν­σε­λή­νων, κι απ’ το τα­ξί­δι θυ­μά­μαι
μό­νο κά­τι βυ­θι­σμέ­νους χάρ­τες θα­λάσ­σης, ένα κυ­νή­γι

στα ψη­λά και το τρα­γού­δι των ναυ­τι­κών.


Ένας κό­σμος που τον μοι­ρα­ζό­μα­στε

Η σε­βα­στή μου Αγα­θή, επι­με­λή­τρια της δη­μο­σί­ευ­σης αυ­τής, με ρω­τά­ει για τις σχέ­σεις μου με την Ελ­λά­δα, τό­σο τη σύγ­χρο­νη όσο και την κλα­σι­κή. Η λο­γο­τε­χνι­κή σχέ­ση μου με τη σύγ­χρο­νη Ελ­λά­δα δεν εί­ναι με­γά­λη, για να το πω κα­λύ­τε­ρα, περ­νά­ει από μια ομά­δα ποι­η­τών, όπως οι Κα­βά­φης, Σε­φέ­ρης, Ελύ­της, που έχουν με­τα­φρα­στεί στα ισπα­νι­κά και μας συ­ντρο­φεύ­ουν στα δια­βά­σμα­τά μας εδώ και χρό­νια. Αλ­λά, σε σχέ­ση με τον «κλα­σι­κό» ελ­λη­νι­κό κό­σμο, η ερώ­τη­ση της Αγα­θής θα μπο­ρού­σε να αντι­στρα­φεί, για να μά­θου­με, ρω­τώ­ντας αν υπάρ­χει κα­νείς στον δυ­τι­κό κό­σμο (Ευ­ρώ­πη, Βό­ρεια και Νό­τια Αμε­ρι­κή, τμή­μα της Αφρι­κής και της Ασί­ας) που να μην τον έχει ση­μα­δέ­ψει ή ακό­μα και να τον συ­γκρο­τεί ο ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός. Πι­στεύω πως η απά­ντη­ση θα εί­ναι αρ­νη­τι­κή. Πρό­κει­ται πράγ­μα­τι για έναν πο­λι­τι­σμό που μας κλη­ρο­δό­τη­σε αρ­χέ­τυ­πα, τα οποία πη­γαί­νουν ακό­μα και πιο μα­κριά από τη λο­γο­τε­χνία. Το «πα­νη­γύ­ρι» του Ομή­ρου, τα «ψί­χου­λα» που πε­ρι­μά­ζε­ψαν η τρα­γω­δία, η δη­μο­κρα­τία και τα όριά της, η φι­λο­σο­φία, η αρ­χι­τε­κτο­νι­κή, όλα αυ­τά πη­γαί­νουν πο­λύ πιο μα­κριά από τη λο­γο­τε­χνία. Εί­ναι τα υλι­κά από τα οποία εί­ναι φτιαγ­μέ­νες οι ψυ­χές μας, και το λέω αυ­τό από τη «μι­γά­δα ήπει­ρο», δη­λα­δή, από τον Νό­το της Νό­τιας Αμε­ρι­κής, όπου επί­σης πί­νου­με νε­ρό από πλου­σιό­τα­τους προ­κο­λομ­βια­νούς πο­λι­τι­σμούς.
Τις προ­άλ­λες εί­χα την ευ­και­ρία ν’ ακού­σω τις Ικέ­τι­δες, που με­τέ­δι­δε από την Αβι­νιόν κά­ποιο γαλ­λι­κό ρα­διό­φω­νο. Πρό­κει­ται για ένα κεί­με­νο που με συ­ντρο­φεύ­ει από τα νιά­τα μου (όπως όλες οι τρα­γω­δί­ες του Αι­σχύ­λου), δη­λα­δή, δεν εί­χε τί­πο­τα το «και­νού­ριο» για μέ­να. Κι ωστό­σο, μ’ έπια­σε μια συ­γκί­νη­ση βα­θιά, πρω­το­γε­νής. Εί­ναι φα­νε­ρό ότι το θέ­μα των με­τα­να­στών δε θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πιο επί­και­ρο, κι ότι κι ο ίδιος ήμουν με­τα­νά­στης, αλ­λά υπήρ­χε και κά­τι άλ­λο στη συ­γκί­νη­ση που μου έφε­ρε —πά­λι, όπως όταν ήμουν νέ­ος— δά­κρυα. Αυ­τό το «κά­τι άλ­λο» εί­ναι η μα­γεία του ελ­λη­νι­κού κό­σμου, ικα­νού να δί­νει μορ­φή στα αν­θρώ­πι­να πά­θη, και να δια­σχί­ζει τους αιώ­νες με μια ρώ­μη που σχε­δόν ζα­λί­ζει. Και στο κλα­σι­κό σύ­μπαν, θα μπο­ρού­σα να πω το ίδιο για τη λυ­ρι­κή ποί­η­ση και, φυ­σι­κά, για την επι­κή, την ομη­ρι­κή, αυ­τή που τό­σα χρό­νια έχω δι­δά­ξει ως κα­θη­γη­τής και στην οποία κα­τα­φέρ­νω πά­ντα να ανα­κα­λύ­πτω νέ­ες πα­ρα­μέ­τρους.
Τε­λειώ­νο­ντας, θα έλε­γα πως ο πο­λι­τι­σμι­κά μι­γάς χα­ρα­κτή­ρας μου —για­τί μπο­ρώ να περ­νάω από τον Ησί­ο­δο στο Πό­πολ Βου, ή από μια μυ­θο­λο­γία, την ελ­λη­νι­κή, στην άλ­λη, εί­τε εί­ναι η ίν­κα, η μά­για, η αζ­τέ­κι­κη— με κά­νει, και συγ­γνώ­μη για την έλ­λει­ψη με­τριο­φρο­σύ­νης μου, να εκτι­μώ ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την ελ­λη­νι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη, τον τό­πο που ο ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός μάς κλη­ρο­δό­τη­σε και στον οποίο κυ­κλο­φο­ρώ σαν να εί­ναι δι­κός μου. Για­τί όντως εί­ναι, κι ο πο­λι­τι­σμός της αγα­πη­μέ­νης μου Αγα­θής, και πολ­λών από εκεί­νους που δια­βά­ζουν αυ­τή τη μαρ­τυ­ρία, εί­ναι ορι­στι­κά οι­κου­με­νι­κός.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: