——— Δ Ι Λ Η Μ Μ Α Τ Α ———
Στις ακτές της νήσου Naushon, η οποία πρέπει να αναφέρουμε ότι ανήκε στους Ινδιάνους και επωλήθη ως ακριβώς ορίζουν οι θρύλοι και, ενδεχομένως οι νόμοι του 18ου αιώνα, αντί πινακίου χαντρών σε κάποιον μεγιστάνα της Ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, και απέχει δύο μόλις χιλιόμετρα από τα παράλια της Μασαχουσέτης, ένας φίλος παρατηρούσε τα ωραία μεγάλα όστρακα τα οποία κρυβόταν –επί ποιος ξέρει πόσο καιρό– κάτω από το ένα Μ της άμμου, ενώ το άλλο Μ αφηνόταν σε ανεπαίσθητους σχηματισμούς που επιδρούσαν στο χρώμα του νερού την ώρα που αυτό ακουμπούσε στην παραλία και περάτωνε το ρόλο του.
Ο αέρας ερχόταν δυνατός από τον ωκεανό, σπρώχνοντας τα χρώματα προς την ακτή, βίαιος και πιεστικός, προπηλακίζοντας τα ιστία των ερασιτεχνών και υψώνοντας ένα ημιδιαφανές προπέτασμα από σταγονίδια που έκρυβε την παραλία, αναγκάζοντάς τους να την υποψιάζονται μάλλον παρά να την βλέπουν.
Η πάλη τούς οδηγούσε προς την ακτή, όπου ανθρώπινες κατασκευές έστεκαν αδιάφορες παρέχοντας μια ψευδαίσθηση συνεχούς πάνω στην παραλιακή άσφαλτο.
Το ενδιαφέρον του φίλου μας γι’ αυτούς χανόταν όταν τους έβλεπε να φτάνουν με ασφάλεια πλέον στην παραλία, διότι, όπως ξέρουμε, η παρατήρηση έχει πεπερασμένη διάρκεια, όντας μια ας πούμε ποσοτική έκφραση του ενδιαφέροντος, διαρκεί δε όσο και η συγκεκριμένη ανάγκη του παρατηρητή. Αυτή η ανάγκη, εστιασμένη εκείνη την εποχή στο νερό, τον έστρεφε προς τα βουβά μωβ του ωκεανού, τα οποία λεύκαζαν τις ακτές απομακρύνοντάς τες ονειρικά, και, ίσως περισσότερο απ΄ό,τι δικαιολογούσε η γεωγραφία της στιγμής.
Άλλοτε πάλι και επειδή η περιοχή χαρακτηριζόταν από παλίρροιες, οι παραλίες συνιστούσαν ένα παράταιρο δακτύλιο, ο οποίος αποκάλυπτε την περίμετρο του βυθού, ολωσδιόλου αλλιώτικη από την υπόλοιπη παραλία, πιο σκούρα και άξενη με διάσπαρτα όστρακα και πέτρες τα οποία επισημαίναν την προσωρινότητά της και τον απέτρεπαν από οποιαδήποτε βλέψη επάνω της. Ήταν, ίσως πρέπει να πούμε, η πιο άμεση αίσθηση του προσωρινού που είχε βιώσει, μια προσωρινότητα δυσάρεστη, ακριβώς διότι δεν του επέτρεπε καμμία απολύτως ελπίδα παρέμβασης ή συμμετοχής.
Τότε από την μεριά της παραλίας μπορούσε να παρατηρεί, να σκέφτεται τα νερά, να συναινεί στο δικαίωμά τους να έχουν μυστικά, να αποκτούν τα χρώματα που θέλουν, να επιτίθενται σε όποιον νομίζουν, ή να ακινητούν το βλέμμα του φιλοξενώντας άλλοτε άλλες εικόνες.
Θεωρούσε την ελευθερία τους δεδομένη, διότι ο συσχετισμός της με άλλα συμπαντικά φαινόμενα ήταν πολύ μακρινός και δυσδιάκριτος, κρυμμένος στην θεωρητική ερμηνεία του κόσμου, απαλλαγμένος από κάθε μαρτυρία των αισθητηρίων, γιατί πώς θα μπορούσε να ερμηνεύσει το γεγονός ότι όποτε ήθελαν έσμιγαν με τα ποτάμια σκεπάζοντας τις ακτές με επίμονα ακανθολούλουδα, ή στρέφαν εναντίον τους ετερόχρωμους ρύπους, στέλνοντας τους αέρηδες να αναγγείλουν στις παραλίες την απειλή και την τιμωρία.
Είχε βέβαια πολλές φορές σκεφτεί ότι όλα τα πλάσματα του νερού αποδέχονται την ενάλια μοίρα τους με μικρές εξαιρέσεις περιέργειας και χαράς που όπως λεν, υποκρύπτουν μυστικά της εξέλιξης όπως φερ’ ειπείν τα δελφίνια που αναπνέουν μόνο τις στιγμές που πηδούν και χαίρονται τραγουδώντας την αέναη τεθλασμένη τους. Όταν ο ίδιος ήταν στο νερό, η νομοτέλεια του βυθού τον έβρισκε συνήθως απροετοίμαστο και όταν φοβώταν κατέφευγε στο αιφνίδιο, το κακό, ή το άδικο, έννοιες που κουτσά-στραβά μπορούσαν να τον προετοιμάσουν για το αναπόδραστο, το οποίο γινόταν πολύ λιγότερο απειλητικό όταν στεκόταν στις παραλίες. Τις ένοιωθε να τον εξοικειώνουν με το νερό όταν άγνωστες ακτές αναδύονταν στο βάθος του ορίζοντα επιβεβαιώνοντας την νύχτα με μικρά έναστρα χωριά που ανήκαν στον ουρανό ή έπλεαν στην θάλασσα.
Σκέφτηκε λοιπόν ότι οι ακτές και οι παραλίες είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα αποτελούμενα από το ίδιο ακριβώς νερό, προορισμένες οι μεν ακτές να το αναχαιτίζουν, οι δε παραλίες να το υποδέχονται και να ορίζουν την συμβίωσή του με το έδαφος, να προσφέρουν άλλοτε άλλες ψευδαισθήσεις, όνειρα ή προσδοκίες. Σκέφτηκε ότι οι ακτές κατοικούν στο βλέμμα των θαλασσινών, ενώ οι παραλίες κυρίως στο βλέμμα των στεριανών, και με την ευκαιρία θυμήθηκε ότι οι ρυτίδες των ναυτικών εμφανίζονται στα πρόσωπά τους ευδιάκριτες, απότομες σχεδόν κρημνώδεις όπως οι ακτές, χωρίζοντας τις ευτυχισμένες μέρες του νερού από τις ευτυχισμένες μέρες της αγκαλιάς, και τη δυστυχία της μοναξιάς από την δυστυχία της συνύπαρξης.