Θες να φύγεις, να ταξιδέψεις, να γράψεις, δεν ξέρεις, όμως, με ποια σειρά. Τα θες όλα ταυτόχρονα, διαχωρισμοί και προτεραιότητες δεν είναι το δυνατό σου σημείο. Αντί να πάρεις τα πάνω σου εξασθενείς αλλά είσαι πολύ νέος ακόμη, για να το συνειδητοποιήσεις. Στην εφηβεία, η κατάρρευση δεν είναι συνηθισμένο φαινόμενο, δεν συμβαίνει συχνά γύρω σου, δεν είναι κάτι που μπορεί να προκύψει από λεπτό σε λεπτό. Προέκυψε, όμως.
«Ο γιος σας θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα… διακρίνω, όμως, αδυναμία προσαρμογής και άρνηση», άκουσες τον διευθυντή του Κολεγίου σου να του λέει, έβαλες τα δυνατά σου για να κρατηθείς όρθιος αλλά το σώμα σου δεν υπάκουσε, σαν μέσ’ από μια καψαλισμένη χρονόμπαλα τον είδες ν’ απομακρύνεται χωρίς να σκεφτεί να σ’ αναζητήσει.
Λίγα λεπτά πριν, σκουντιόσουνα και σκουντούσες τους συμμαθητές σου, που συνωστίζονταν πάνω στις σκάλες προσπαθώντας να παρακάμψουν ο ένας τον άλλο, τον πρόλαβες τελικά την ώρα που αποχωρούσε με το κούτελο συνοφρυωμένο και αισθητά πιο βαθιές εκείνες τις χαρακτηριστικές γραμμές στη βάση της μύτης, εκείνα τα σκούρα σημεία που, κάτω από το φως που εισχωρούσε από την οροφή της αίθουσας, βάθαιναν περισσότερο, χαρακιές που κάτι τέτοιες στιγμές προεκτείνονταν νοερά σε κάθε του κίνηση, μαρκάροντας την ίδια του την υπόσταση.
Όταν κάπως συνήλθες, όλα είχαν εξαφανιστεί. Βρισκόσουν στο ιατρείο, με τη νοσοκόμο να σου παίρνει την πίεση και τη γυναίκα του κυλικείου να προσπαθεί να σε πείσει να πιεις με το ζόρι ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι. Υπέθεσες πως κάποιος θα πρέπει να τον ειδοποίησε γιατί ήταν τώρα κι αυτός εκεί και σε κοιτούσε με πρόσωπο αλλοιωμένο. Ένιωθες ήδη καλύτερα και του είπες να μην ανησυχεί. Σε βοήθησε να φτάσεις στο αμάξι του, ένα κλειστό στέισον που είχε μόλις αγοράσει για τη δουλειά του, και την επομένη, που μάλλον ήταν Κυριακή, σε πήρε μαζί του.
Κατεβήκατε τη Συγγρού, πήρατε τη Βουλιαγμένης κι από εκεί διασχίσατε όλη την παραλιακή μέχρι το Σούνιο. Η διαδρομή ήταν όμορφη αλλά η μέρα μουντή και βαρύθυμη. Η περιοχή σαν να είχε σβηστεί, καλυμμένη από ένα γκρίζο πέπλο ομίχλης. Πάρκαρε σε μιαν ανοιχτή έκταση, το μόνο σημείο από όπου μπορούσατε να δείτε τα μάρμαρα και από κάτω τη θάλασσα, μέχρι πέρα βαθιά τον ορίζοντα. Θυμήθηκες μιαν άλλη φορά που είχατε όλοι βρεθεί εκεί, εσύ κι η αδερφή σου να κυνηγιέστε πάνω στην άμμο χωρίς να βλέπετε τίποτα γύρω σας, χωρίς τίποτα να παρατηρείτε, σαν να είχατε γίνει ένα με αυτό το τίποτα, σαν να ήσασταν ένα μ’ αυτά που αργότερα θα διαγράφατε ή θα προσπαθούσατε μ’ έναν άλλο τρόπο να θυμηθείτε, ενώ εκείνος, αθώος κι ανίδεος, νόμιζε πως μπορούσε να τα παγώσει στα δευτερόλεπτα που τα διέτρεχαν, να τ’ ασφαλίσει για χάρη σας με το πάτημα ενός κουμπιού, με ένα στιγμιαίο κλικ του φακού.
Μείνατε βυθισμένοι στις σκέψεις σας, με τα πρόσωπα άκαμπτα. Πόση ομορφιά, ψιθύρισε, κι ήταν η πρώτη φορά που άκουγες την αναπνοή του βαθιά και ήρεμη. Στην επιστροφή, ίσως σκέφτηκε ότι ήταν καιρός ν’ αφήσετε κατά μέρος έχθρες και ιδεοληψίες και σου πρότεινε το τιμόνι. Θα μπορούσε αυτή η κίνηση να γινόταν το εφαλτήριο μιας σχέσης που θα συνεχιζόταν σε άλλο επίπεδο, αλλά ποτέ στα χρόνια που ακολούθησαν δεν επαναλήφτηκε κάτι τέτοιο. Η δική του κατάρρευση άρχισε αναπάντεχα, σε μιαν εποχή που ένιωθε δυνατός και χωρίς εκκρεμότητες. Σε μιαν επίσκεψή σου στο νοσοκομείο, μετά βίας σε γνώρισε, κρατούσε ένα μισοκαμένο τσιγάρο που είχε μαζέψει ποιος ξέρει από πού κι έκανε πως το κάπνιζε.
Τον θυμάσαι με τα χέρια προτεταμένα σε σχήμα στιγμιαίας παράκλησης, αλλά φοβάσαι ότι μια τόσο μεμονωμένη εικόνα ελάχιστα διασώζει. Ίσως, όμως, αν κατάφερνες να τη δεις στην πραγματική της διάσταση −στην πιο μύχια επιθυμία του ή στο βαθύτερο άγχος του− αν μπορούσες να φέρεις πίσω τις φορές που τα ίδια αυτά χέρια άνοιγαν, θέλοντας να σ’ αγκαλιάσουν ή να αποτρέψουν κάποια μοιραία σου πτώση, αν κατόρθωνες να ανασυστήσεις μέσα σου τις στιγμές που μ’ ένα του άλμα σ’ έπιανε γερά από τα μπράτσα κι ύστερα, έντρομος γι αυτό που θα μπορούσε να σου έχει συμβεί, έχωνε τα δάχτυλα στις τσέπες του σακακιού του, ψάχνοντας για τον αναπτήρα ή το πακέτο με τα τσιγάρα του σαν να επεδίωκε μια ώρα αρχύτερα να στείλει τον εαυτό του στον τάφο, είσαι σίγουρος πως αυτό και μόνο θα έφτανε για να του δώσεις πίσω τον τίτλο του πατέρα. Αλλά κάτι τέτοια ο χρόνος τ’ αφήνει πίσω του κι όταν για λίγο τα ξαναφέρει στην επιφάνεια, έρχεται το παρόν να τ’ αποδυναμώσει και να τ’ απωθήσει εκ νέου, να τ’ αποσιωπήσει ή να τα διαστρεβλώσει ανεπανόρθωτα.
Πριν το τέλος του, είχε απλώσει τα χέρια μπροστά σαν να επρόκειτο να εκτοξευτεί στο κενό, προτού, άπραγος πάλι, τα χαμηλώσει κατευθύνοντάς τα εκεί που πίστευε ότι θα συναντούσαν τις τσέπες του∙ κίνηση που πλέον δεν ήξερες αν οφειλόταν σε σύγχυση, αμηχανία, ή τελευταία προσπάθεια να έρθει σ’ επαφή με το αμετάκλητο.