Γέμισε το δωμάτιο σου μήλα, Άννα, όχι κόκκινα μήλα, μήλα Μαγκρίτ, μια ποικιλία σπάνια, προσοχή, καθόλου ανθεκτική σε ασθένειες, μήλα τραγανά, με όψη στιλπνή, αλλά με σάρκα ζουμερή και μια ακαταμάχητη όξινη «γεύση αόρατου». Το εξαιρετικά ασυνήθιστο με τα μήλα Μαγκρίτ, είναι το ότι τα συστατικά τους είναι μάλλον λιγότερο πυκνά από τον αέρα, έτσι δεν πέφτουν όταν ωριμάσουν, αλλά αιωρούνται, αιωρούνται μέχρι να σαπίσουν —ο Νεύτωνας θα τα ‘χε βρει σκούρα, ακόμη κι αν κρατούσε όπλο θα τα ‘χε βρει σκούρα— αιωρούνται και στέκονται μπροστά από πράγματα και ανθρώπους και τους κρύβουν, ειδικά όταν αυτοί φορούν καπέλο. Καλά κάνουν, είναι επικίνδυνοι όσοι φορούν καπέλο, μπορούν να κάνουν πολλά κόλπα, εντυπωσιακά κόλπα, ποιος ξέρει τι κρύβουν κι αυτοί μέσα στα καπέλα τους, καλά κάνουν και τους κρύβουν. Δεν ονειρεύεσαι Άννα, έχει γεμίσει ο τόπος μήλα και παιδιά, παιδιά δικά σου, πρώην παιδιά για την ακρίβεια, πρώην παιδιά που γίνανε κύριοι και φοράν κάπελα. Καλά που μεγαλώσανε τα παιδιά, Άννα, κι όχι τα μήλα. Συμβαίνει που και που, μια στις τόσες, μυστήρια πράγματα, αντί να σαπίσουν γίνονται τεράστια τα μήλα Μαγκρίτ, αφύσικα διογκώνονται και καταλαμβάνουν τα δωμάτια και φυσικά συνθλίβουν τους κυρίους και ξαναγίνονται παιδιά. Κι αναγκάζεσαι μετά εσύ να δαγκώνεις, αμάσητα να καταπίνεις και να δαγκώνεις, να δαγκώνεις αδιάκριτα μες στην αγωνιά σου, πότε μήλο, πότε παιδιά, νομίζοντας πως έτσι θα τα σώσεις. Να προσέχεις, Άννα.