Ο άλλος


Στον καθρέφτη του μπάνιου είναι σταθερά ο ίδιος. Τα κοψίματα διαφέρουν ανάλογα με την μέρα, ενώ η παραίτηση δεν αφήνει το πρόσωπο του. Στο μαγαζί το βλέμμα του συχνά χάνεται στο κενό ανάμεσα στο ράφι με τις σοκολάτες και τα ψυγεία. Θα ήθελε να κρυφτεί σε μία γωνία, να απαλλαγεί από το διαρκές σούρ’τα-φέρ’τα των πελατών, τον στακάτο ήχο των ταμειακών μηχανών, τους τεντωμένους ώμους του προϊστάμενου, όταν μαζεύονται ουρές μπροστά στα ταμεία. Τι να τους κάνουν δηλαδή όλους αυτούς, που κάθε Σάββατο συρρέουν για να στοκάρουν τα σπίτια τους, να περιποιηθούν το σόι που δεν μπορεί να έρθει λόγω καραντίνας, τους φίλους που έχουν ξεμείνει στα τηλέφωνα, τον έρωτα που παίζει μόνο στο ραδιόφωνο.

Ξεκλέβει τζούρες στο πίσω δωμάτιο, το μάγουλό του κολλημένο στα κρύα πλακάκια του τοίχου κάτω από το μικρό παράθυρο. Με τη Σοφία. Το φως τρεμοπαίζει, δεν το παίρνουν απόφαση να ζητήσουν να το φτιάξουν, υπάρχουν φορές που δεν τους νοιάζει κιόλας. Οι φακίδες της γελάνε όταν της αγγίζει τα μαλλιά δήθεν τυχαία, να μην της πέφτουν στα μάτια.

«Μάριε, θα σου κλέψω την καρδιά χωρίς να το πάρεις είδηση!»

Οι στιγμές σπάνιες. Η μάσκα πνίγει το χαμόγελό του.

«Γειά σας, κυρία Μάρθα, πώς είστε σήμερα;»

Ελάχιστα τα πράγματα στο καλάθι της∙ ήρθε για την καλημέρα. Μέχρι να του απαντήσει, της τα έχει βάλει σε σακούλα.

«Πώς να είμαι δηλαδή; Κολλημένη στο τάμπλετ όλη μέρα, με την τηλεόραση να σιγοντάρει στο βάθος. Σχεδόν πεθύμησα τον μακαρίτη. Μερικές φορές θυμάμαι ότι έχω εγγόνια» — η αφηρημάδα διακόπτει τα λόγια της, η ματιά της ξεφεύγει στο πλάι, ανησυχία αυλακώνει το μέτωπο της, σαν κάτι να θυμήθηκε, σαν να αναρωτιέται τι ξέχασε.

«Τέλος πάντων, μην σε καθυστερώ κιόλας, παιδί μου», του δίνει την κάρτα της.

Θα ήθελε να της επιστρέψει κάτι που θα της φτιάξει τη διάθεση, αλλά απλά της δίνει την κάρτα. «Χαίρομαι να σας βλέπω» το μόνο που του βρίσκεται.

Κατεβάζει το κεφάλι της και γυρίζει να φύγει. Το βλέμμα του κρέμεται πάνω της, καθώς εκείνη απομακρύνεται, μέχρι να φτάσει στην πόρτα.

«Συγγνώμη! Κύριε!» καλάθια με σωρούς από πράματα που πρέπει να χτυπηθούν.

Το βράδυ είναι χειρότερα, σέρνει βήματα ανόρεχτα από την κουζίνα στον καναπέ, δεν μπορεί να αποφασίσει εάν προτιμά ένα περιποιημένο δείπνο τριών πιάτων, ή άσκηση μπροστά στην τηλεόραση και ύπνο στον καναπέ τις μικρές ώρες της νύχτας.

Το τηλεφώνημα του πατέρα από το χωριό, όπου ανακατεύονται κάθε μέρα οι ίδιες ερωτήσεις, έχει καταντήσει αγγαρεία.

«Πώς πάει η δουλειά;»

«Καλά, τα ίδια»

«Μαγειρεύεις, τρως καλά;»

«Ναι, βρε μπαμπά. Τι κάνει η μάνα;»

«Τα ίδια. Το πρωί χάθηκε πάλι∙ την βρήκα στην πλατεία. Ακολούθησε, μου είπε, την γιαγιά της, που κατέβαινε στη βρύση∙ είχε, λέει, λυτά τα μαλλιά. Ήταν μαύρα όπως στη φωτογραφία του γάμου της».

Στέκεται όρθιος στον πάγκο της κουζίνας, κοιτάζει πέρα από τον σωρό με τα βρώμικα πιάτα, τον πατέρα στην πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά, με το κεφάλι παραδομένο, τα χέρια στα γόνατα, να γέρνει όλο και πιο πολύ.

Έτσι περνούσε ο καιρός, η μέρα μίκραινε, μέχρι το βράδυ που είδε πρώτη φορά τις υγρές πατημασιές στο πάτωμα του μπάνιου, να οδηγούν από τη μπανιέρα στο διάδρομο, μετά να χάνονται, σαν εκκρεμότητα που δεν μπορεί να ταχτοποιηθεί. Κοίταξε τα στεγνά από ώρα, γυμνά του πόδια, προδότες χωμένοι στις παντόφλες, να λουφάζουν αδιάφορα στην ταραχή του, κάτω από καρό πιτζάμες. Μπήκε στο μπάνιο, ζύγιασε το δεξί του πόδι πάνω από τη μία πατημασιά, για να δει εάν ταιριάζει, μετά το άλλο, γιατί λένε ότι το ένα είναι λίγο μεγαλύτερο, ανακουφίστηκε, τράβηξε το καζανάκι και μετά για ύπνο. Άφησε το φως ανοιχτό.

Δεν ήταν δικές του πατημασιές, όμως ταίριαζαν απόλυτα. Δεν τις είχε αφήσει εκείνος, αλλά ήταν μόνος στο σπίτι. Φαντάστηκε έναν άλλο εαυτό, ανέφελο, να μην μπορεί να κρατηθεί μέχρι να στεγνώσει, να πετάγεται από την μπανιέρα, ενώ το νερό τρέχει ακόμα στο γυμνό του στήθος, να κρεμιέται από το θυροτηλέφωνο, να ανοίγει στην Σοφία που έχει έρθει κλεφτά από τους γονείς της να τον δει, να βγάζει μπύρες από το ψυγείο, να αράζουν στο μπαλκόνι μέχρι το πρωί, πετώντας τα καπάκια στην έρημη άσφαλτο, τσίγκινοι ήχοι από μικρές ηδονές.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε το επόμενο βράδυ, με την διαφορά ότι οι υγρές πατημασιές βρέθηκαν πάνω στον καναπέ, σαν εκείνος ο άλλος, όση ώρα ο ίδιος ετοίμαζε βραδινό, χοροπηδούσε αμέριμνος πάνω – κάτω στα αφράτα μαξιλάρια. Τον περίμενε, να του πει να πάρουν τηλέφωνο τον Γιώργο που τζάμαραν στην σχολή, να μιλήσουν για εκείνα τα χρόνια, τις γκόμενες, τα καμένα τσιγάρα που έλιωναν στο πεζοδρόμιο μετά τις συναυλίες, όταν κάθονταν στα παπιά, οργανώνοντας ταξίδια που δεν έκαναν και δουλειές που δεν έπιασαν, αφού παλέψαν χρόνια να τελειώσουν τη σχολή και να ξεμπερδέψουν με τις προσδοκίες όλων.

Άφησε την τηλεόραση να καίει, το φως να παίζει, έπεσε στο κρεβάτι, κουκουλώθηκε έως το πρωί. Ας τον άφηνε επιτέλους ήσυχο, γιατί στην τελική τι θα μπορούσε εκείνος να κάνει; Μόνοι εναντίων όλων, δεν φόρεσες την μάσκα σου, άφησες τη μύτη να αναπνεύσει, ο βήχας σου με άγγιξε, οι ματιές αγκαλιάστηκαν, πρόστιμο∙ επειδή κυκλοφόρησες καθ’ επανάληψη, γέλασες δυνατά, τα χαρτιά σου ήταν ληγμένα, ύποπτο∙ ήσουν πολύ χαρούμενος.

Το τρίτο βράδυ οι πατημασιές, αποφασιστικές, κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα. Τις βρήκε όταν βούρτσιζε τα δόντια του, φορώντας το τισέρτ με την μπανάνα πάνω, που του είχε χαρίσει η αδελφή του.

Ήταν τότε, στις δέκα η ώρα το βράδυ, χωρίς μπουφάν, χαρτιά ή μήνυμα, που άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω, έτρεξε με τις κάλτσες τους τρεις ορόφους μέχρι την έξοδο, μετά από μήνες, ανέπνευσε τη νύχτα, έψαξε τα αστέρια και άφησε έναν αναστεναγμό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: