Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ

Η ορειχάλκινη Κεφαλή Chatsworth, ύψος 316 εκ. (περ. 460 π.Χ.) Βρετανικό Μουσείο
Η ορειχάλκινη Κεφαλή Chatsworth, ύψος 316 εκ. (περ. 460 π.Χ.) Βρετανικό Μουσείο



Εκεί στον Πε­διαί­ον το πο­τα­μόν εβρέ­θη­κεν μιαν μέ­ρα μια κε­φα­λή με­γά­λη, εβρέ­θη­κεν μες σε ένα λάκ­κον με πολ­λά χώ­μα­τα η κε­φα­λή, που επή­γεν ένας γε­ωρ­γός να ορ­γώ­σει την γη, ή έσκα­βεν που ήταν ανομ­βρία να έβρει νε­ρό να πο­τί­σει και εί­δεν το κε­φά­λι με τα μά­τια το όφ­κε­ρα να τον κοι­τά­ζει και εφο­βή­θη­κεν αυ­τός και έβα­λεν φω­νήν με­γά­λη και εφώ­να­ξεν του άλ­λους χω­ρια­νούς, «ελά­τε να δεί­τε που βρή­κα στον λάκ­κον που έσκα­βα μιαν κε­φα­λή με­γά­λη, ελά­τε να δεί­τε την κε­φα­λήν με τα όφ­κε­ρα μά­τια», τους εί­πε, ελά­τε να δεί­τε. Και επή­γαν οι χω­ρια­νοί και εί­δαν από του λάκ­κου να τους θω­ρεί μια κε­φα­λή με­γά­λη με δί­χως οφθαλ­μούς που ήταν από σί­δε­ρον ή από χαλ­κόν, ήταν από μέ­ταλ­λον πά­ντως και όχι από πέ­τρα που εί­δαν άλ­λες κε­φα­λές να εί­ναι εκεί και έμει­ναν και απο­θαύ­μα­ζαν και εκοί­τα­ζαν κι έλε­γαν τι εί­ναι αυ­τόν και σκέ­φτο­νταν να μεί­νουν να θαυ­μά­ζουν ή να φύ­γουν και να φο­βη­θούν, που ήταν η κε­φα­λή έτσι άγρια και με­γά­λη και δί­χως οφθαλ­μούς, ή και να κά­μουν κά­τι άλ­λον, ώσπου η γριά η Κω­στού εγο­νά­τι­σεν και πή­ρεν μιαν πέ­τρα και τους εκοί­τα­ξεν και την εζύ­γι­σεν στο χέ­ριν της ανά­με­σα στου θαυ­μα­σμού και του φό­βου και την έγει­ρε στου φό­βου και τους εκοί­τα­ξεν κα­λά και τους εί­πεν: «Και τί κοι­τά­ζε­τε και απο­θαυ­μά­ζε­τε και δεν κα­τα­λά­βε­τε πως αυ­τού εί­ναι ο Δρά­κος του Νε­ρού που μας πιά­νει το νε­ρόν και έχο­μεν ανομ­βρία;», και πή­ρεν αυ­τή μιαν πέ­τρα και πή­ρεν έναν λί­θον και άρ­χι­σεν να πε­τρο­βο­λεί την κε­φα­λήν που ήταν ο Δρά­κος του Νε­ρού που έπια­νε που το χω­ριό και το νη­σίν το νε­ρόν κι άρ­χι­σαν τό­τες να φω­νά­ζουν όλοι και να λέν «ο Δρά­κος, ο Δρά­κος του Νε­ρού» και να ρί­χνουν πέ­τρες όλοι και να πε­τρο­βο­λούν την κε­φα­λήν, ώσπου εφά­νη­κεν στην γη ο Δρά­κος να έχει κι άλ­λα μέ­λη αν­θρώ­πι­να και χέ­ρια και πό­δια και άλ­λα κι άρ­χι­σαν τό­τε να σκά­βουν οι χω­ρια­νοί, άρ­χι­σαν να σκά­βουν για να τα βρουν και ήρ­θε ένας άλ­λος γε­ωρ­γός με έναν βουν και τον έλα­βε στο υνί και έδε­σεν τον και τρά­βη­σεν τον Δρά­κο να βγει από της γης και εί­δαν πως αυ­τός ήταν τε­ρά­στιος και εί­χεν και πό­δια και χέ­ρια που ήταν στους ώμους και στον κορ­μόν ενω­μέ­να και άλ­λα και άρ­χι­σαν να τρα­βούν τον Δρά­κον δυ­να­τά και ετρα­βού­σαν πο­λύ κι αυ­τός εκό­πη­κεν κομ­μά­τια και ξε­ρι­ζώ­θη­κεν η κε­φα­λή από το σώ­μαν αυ­τού κι έγι­νεν κομ­μά­τια το κορ­μίν και έμει­ναν σε κά­ποιους τα χέ­ρια και σε κά­ποιους οι πα­λά­μες και σε κά­ποιους τα πό­δια και στην ίδιαν την Κω­στούν έναν κομ­μά­τιν πό­δι, το αρι­στε­ρόν και εκεί­νην την στιγ­μή που μοί­ρα­ζαν οι άν­θρω­ποι τον Δρά­κο ανά­με­σον τους, ήρ­θεν ένας ξέ­νος που έσκα­βεν στην πε­ριο­χή, όχι για να φυ­τέ­ψει αυ­τός, όχι για να σπέι­ρει, για άλ­λον έσκα­βεν για να έβρει πρά­μα­τα πα­λιά και αρ­χαία, και έδει­νεν και σε αυ­τούς πέ­τρες να χτί­ζουν τα σπί­τια τους αμάν δεν τις ήθε­λεν και ήρ­θεν αυ­τός κο­ντά που άκου­σεν τον κα­κό, επλη­σί­α­σεν και εί­πε «τί κά­νε­τε αυ­τού;» και τους εφώ­να­ξεν πως δεν εί­ναι ο Δρά­κος αυ­τού αλ­λά ο θε­ός και μάλ­λον ο με­γά­λος ο θε­ός ο Απόλ­λω­νας, και έτρε­ξεν ο ξέ­νος να πά­ρει την κε­φα­λήν την με­γά­λη την δί­χως αφθαλ­μούς να την γλι­τώ­σει και κα­τά­φε­ρεν κι έπια­σεν κι έναν πό­δι, το πό­διν το δε­ξίν και κα­τά­φε­ρεν και τα έπια­σεν κι ας φώ­να­ζαν οι χω­ρια­νοί και τα έπια­σεν και έφυ­γεν, την επο­μέ­νη μέ­ραν έφυ­γεν και τα πή­ρεν με το κα­ρά­βι και τα πού­λη­σεν στην Σμύρ­νη σε έναν εγ­γλέ­ζον και σε έναν γάλ­λον, χώ­ρια το πό­διν και χώ­ρια την κε­φα­λήν, την δί­χως τους οφθαλ­μούς, και πή­γεν το πό­διν, το δε­ξίν το πό­διν στην Γαλ­λία στο Λού­βρον και την κε­φα­λήν την αγό­ρα­σε ένας Δού­κας Εγ­γλέ­ζος ο του Τσά­τσγου­ερθ και την άφη­σεν στο κτή­μαν του εκεί χρό­νια πολ­λά, τό­σα πολ­λά που άλ­λα­ξεν όνο­μαν η κε­φα­λήν και μη­δέ Δρά­κον , μη­δέ Απόλ­λω­ναν, μη­δέ θεό την ελέ­γαν πια, μό­νο την κε­φα­λήν του Τσά­τσγου­ερθ την ελέ­γαν πιον. Και την εδώ­ρι­σεν αυ­τήν την κε­φα­λήν στο μου­σεί­ον των Εγ­γλέ­ζων κά­πο­τε και μπο­ρεί όποιος πά­ει εκεί τώ­ρα να την δει, ως κε­φα­λήν γνω­στήν του Τσά­τσγου­ερθ, ενώ τα άλ­λα τα κομ­μά­τια του θε­ού, του Δρά­κου, ή του Απόλ­λω­να, που τα κα­τά­φε­ραν να τα γλι­τώ­σουν από τα χέ­ρια του ξέ­νου του λη­στή οι χω­ρι­κοί, τα πή­ραν σπί­τιν τους και τα έλιω­σαν και τα έκα­ναν κα­τσα­ρό­λες και τη­γά­νια και η γριά η Κω­στού η ίδια το πό­διν που κα­τά­φε­ρεν να πά­ρει, το αρι­στε­ρόν πό­δι του Δρά­κου που έπια­σεν μέ­σα στο κα­κόν και την ανα­τα­ρα­χή, το έκα­νεν με τον γιον της μιαν κα­τσα­ρό­λα από σί­δε­ρον κα­λή, την έκα­νεν και μια κού­πα που εγέ­μι­ζεν κά­θε πρω­ίν νε­ρό και έγερ­νε λί­γον στην αυ­λήν σπον­δήν, στην μνή­μην δα κι αυ­τού του Δρά­κου του φτω­χού, σε πε­ρί­πτω­σην που δεν ήταν Δρά­κος τε­λι­κά, αλ­λά αλη­θι­νά ο Θε­ός.

Μουσείο του Λούβρου
Μουσείο του Λούβρου
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: