Εκεί στον Πεδιαίον το ποταμόν εβρέθηκεν μιαν μέρα μια κεφαλή μεγάλη, εβρέθηκεν μες σε ένα λάκκον με πολλά χώματα η κεφαλή, που επήγεν ένας γεωργός να οργώσει την γη, ή έσκαβεν που ήταν ανομβρία να έβρει νερό να ποτίσει και είδεν το κεφάλι με τα μάτια το όφκερα να τον κοιτάζει και εφοβήθηκεν αυτός και έβαλεν φωνήν μεγάλη και εφώναξεν του άλλους χωριανούς, «ελάτε να δείτε που βρήκα στον λάκκον που έσκαβα μιαν κεφαλή μεγάλη, ελάτε να δείτε την κεφαλήν με τα όφκερα μάτια», τους είπε, ελάτε να δείτε. Και επήγαν οι χωριανοί και είδαν από του λάκκου να τους θωρεί μια κεφαλή μεγάλη με δίχως οφθαλμούς που ήταν από σίδερον ή από χαλκόν, ήταν από μέταλλον πάντως και όχι από πέτρα που είδαν άλλες κεφαλές να είναι εκεί και έμειναν και αποθαύμαζαν και εκοίταζαν κι έλεγαν τι είναι αυτόν και σκέφτονταν να μείνουν να θαυμάζουν ή να φύγουν και να φοβηθούν, που ήταν η κεφαλή έτσι άγρια και μεγάλη και δίχως οφθαλμούς, ή και να κάμουν κάτι άλλον, ώσπου η γριά η Κωστού εγονάτισεν και πήρεν μιαν πέτρα και τους εκοίταξεν και την εζύγισεν στο χέριν της ανάμεσα στου θαυμασμού και του φόβου και την έγειρε στου φόβου και τους εκοίταξεν καλά και τους είπεν: «Και τί κοιτάζετε και αποθαυμάζετε και δεν καταλάβετε πως αυτού είναι ο Δράκος του Νερού που μας πιάνει το νερόν και έχομεν ανομβρία;», και πήρεν αυτή μιαν πέτρα και πήρεν έναν λίθον και άρχισεν να πετροβολεί την κεφαλήν που ήταν ο Δράκος του Νερού που έπιανε που το χωριό και το νησίν το νερόν κι άρχισαν τότες να φωνάζουν όλοι και να λέν «ο Δράκος, ο Δράκος του Νερού» και να ρίχνουν πέτρες όλοι και να πετροβολούν την κεφαλήν, ώσπου εφάνηκεν στην γη ο Δράκος να έχει κι άλλα μέλη ανθρώπινα και χέρια και πόδια και άλλα κι άρχισαν τότε να σκάβουν οι χωριανοί, άρχισαν να σκάβουν για να τα βρουν και ήρθε ένας άλλος γεωργός με έναν βουν και τον έλαβε στο υνί και έδεσεν τον και τράβησεν τον Δράκο να βγει από της γης και είδαν πως αυτός ήταν τεράστιος και είχεν και πόδια και χέρια που ήταν στους ώμους και στον κορμόν ενωμένα και άλλα και άρχισαν να τραβούν τον Δράκον δυνατά και ετραβούσαν πολύ κι αυτός εκόπηκεν κομμάτια και ξεριζώθηκεν η κεφαλή από το σώμαν αυτού κι έγινεν κομμάτια το κορμίν και έμειναν σε κάποιους τα χέρια και σε κάποιους οι παλάμες και σε κάποιους τα πόδια και στην ίδιαν την Κωστούν έναν κομμάτιν πόδι, το αριστερόν και εκείνην την στιγμή που μοίραζαν οι άνθρωποι τον Δράκο ανάμεσον τους, ήρθεν ένας ξένος που έσκαβεν στην περιοχή, όχι για να φυτέψει αυτός, όχι για να σπέιρει, για άλλον έσκαβεν για να έβρει πράματα παλιά και αρχαία, και έδεινεν και σε αυτούς πέτρες να χτίζουν τα σπίτια τους αμάν δεν τις ήθελεν και ήρθεν αυτός κοντά που άκουσεν τον κακό, επλησίασεν και είπε «τί κάνετε αυτού;» και τους εφώναξεν πως δεν είναι ο Δράκος αυτού αλλά ο θεός και μάλλον ο μεγάλος ο θεός ο Απόλλωνας, και έτρεξεν ο ξένος να πάρει την κεφαλήν την μεγάλη την δίχως αφθαλμούς να την γλιτώσει και κατάφερεν κι έπιασεν κι έναν πόδι, το πόδιν το δεξίν και κατάφερεν και τα έπιασεν κι ας φώναζαν οι χωριανοί και τα έπιασεν και έφυγεν, την επομένη μέραν έφυγεν και τα πήρεν με το καράβι και τα πούλησεν στην Σμύρνη σε έναν εγγλέζον και σε έναν γάλλον, χώρια το πόδιν και χώρια την κεφαλήν, την δίχως τους οφθαλμούς, και πήγεν το πόδιν, το δεξίν το πόδιν στην Γαλλία στο Λούβρον και την κεφαλήν την αγόρασε ένας Δούκας Εγγλέζος ο του Τσάτσγουερθ και την άφησεν στο κτήμαν του εκεί χρόνια πολλά, τόσα πολλά που άλλαξεν όνομαν η κεφαλήν και μηδέ Δράκον , μηδέ Απόλλωναν, μηδέ θεό την ελέγαν πια, μόνο την κεφαλήν του Τσάτσγουερθ την ελέγαν πιον. Και την εδώρισεν αυτήν την κεφαλήν στο μουσείον των Εγγλέζων κάποτε και μπορεί όποιος πάει εκεί τώρα να την δει, ως κεφαλήν γνωστήν του Τσάτσγουερθ, ενώ τα άλλα τα κομμάτια του θεού, του Δράκου, ή του Απόλλωνα, που τα κατάφεραν να τα γλιτώσουν από τα χέρια του ξένου του ληστή οι χωρικοί, τα πήραν σπίτιν τους και τα έλιωσαν και τα έκαναν κατσαρόλες και τηγάνια και η γριά η Κωστού η ίδια το πόδιν που κατάφερεν να πάρει, το αριστερόν πόδι του Δράκου που έπιασεν μέσα στο κακόν και την αναταραχή, το έκανεν με τον γιον της μιαν κατσαρόλα από σίδερον καλή, την έκανεν και μια κούπα που εγέμιζεν κάθε πρωίν νερό και έγερνε λίγον στην αυλήν σπονδήν, στην μνήμην δα κι αυτού του Δράκου του φτωχού, σε περίπτωσην που δεν ήταν Δράκος τελικά, αλλά αληθινά ο Θεός.