Έκανα τη διαδρομή από το σπίτι μέχρι τη στάση του λεωφορείου όσο πιο αργά μπορούσα. Οι δρόμοι άδειοι, χάρτινες σημαίες σκορπισμένες στα πεζοδρόμια κι ο απόηχος από την πρωινή παρέλαση αντηχούσε στ’ αυτιά μου.
Πα ρά πα ρα ρα ράμ…
———— ≈ ————
«Ασφάλεια αεροδρομίου», μου λέει χαμηλόφωνα ένας αστυνομικός, «παρακαλώ ακολουθήστε με για κάποιες διατυπώσεις». Βλέπω έκπληκτος να κρατάνε την αποσκευή μου εκεί στον έλεγχο.
Τον ακολουθώ και μπαίνουμε στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Ο αστυνομικός μού δείχνει ένα κάθισμα. Σκύβει, κάτι λέει στον ανώτερό του, βγαίνει και κλείνει την πόρτα.
— Καθίστε.
— Ευχαριστώ.
— Δώστε μου τα χαρτιά σας.
— Συμβαίνει κάτι;
— Υποθέτω πως όχι, ωστόσο είμαστε υποχρεωμένοι να ελέγχουμε όλες τις περιπτώσεις.
— Ποιες περιπτώσεις;
— Μην ανησυχείτε, ένας έλεγχος ρουτίνας είναι.
———— ≈ ————
Ξεφύλλισα για τελευταία φορά την εργασία. «Ο ξενιτεμένος στην ελληνική γραμματεία: από τον Όμηρο στον Σεφέρη». Έριξα μια ματιά στη βιβλιογραφία, φυλλομέτρησα τις παραπομπές. Την άφησα στην άκρη και πήρα το τηλέφωνο.
«Η εργασία σου είναι έτοιμη. Σου άφησα μόνο τον επίλογο. Να γράψεις κι εσύ κάτι, καλό θα σου κάνει. Έλα το πρωί στη Βιβλιοθήκη. Κράτα και τα λεφτά».
Πήρα απ’ το πακέτο το τελευταίο μου τσιγάρο. Το άναψα και τσαλάκωσα το πακέτο. Τέλος. Τελευταία φορά που παίρνω μέρος σ’ αυτή την απάτη.
Άνοιξα τον υπολογιστή και αναζήτησα τη σελίδα της αεροπορικής εταιρείας. Συμπλήρωσα τις παραμέτρους και πάτησα ‘αναζήτηση’. Αθήνα – Βρυξέλλες. Απλή μετάβαση. Ένας επιβάτης. Συν/πλην εφτά μέρες. 168,30 η καλύτερη τιμή. Ανήμερα εικοστή πέμπτη Μαρτίου. Θα φτάσω τρεις μέρες πριν την ημερομηνία που πρέπει να παρουσιαστώ στην καινούργια μου δουλειά. Εξάμηνη σύμβαση. Μετά, έχει ο Θεός.
Αν είμαι τυχερός και δεν ανέβει η τιμή του εισιτηρίου μέχρι αύριο, μου φτάνουν τα λεφτά να πεταχτώ στο χωριό να χαιρετήσω τη μάνα μου.
———— ≈ ————
— Με τι ασχολείστε;
— Δάσκαλος. Άνεργος δάσκαλος.
— Και πού πηγαίνετε;
— Ταξιδεύω στον ΕΟΧ.
— Βρυξέλλες λέει εδώ.
— Μάλιστα. Ταξιδεύω στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
— Μην ανησυχείτε, ένας τυπικός έλεγχος είναι. Σε λίγο θα μπορείτε να φύγετε.
———— ≈ ————
«Ευτυχώς εδώ δεν έχουμε θάλασσα», γυρίζει και μου λέει. «Σκέψου εκεί στα νησιά. Ζουν απ’ τη θάλασσα. Η θάλασσα τους θρέφει, οι τουρίστες. Η ίδια θάλασσα που πνίγει τους ανθρώπους».
Κάθομαι δίπλα της και την κοιτάζω. Η πλεκτή ζακέτα ριγμένη στους ώμους της. Αλλάζει κάθε τόσο χρώμα το πρόσωπό της καθώς πέφτει πάνω της το φως της τηλεόρασης. Πότε γίνεται κόκκινο, πότε κίτρινο, πότε θαμπό γαλάζιο.
Πάντα λιγόλογη ήταν η μάνα μου. Λες και μαζεύει τις σκέψεις και τα λόγια της κι όποτε ανοίγει το στόμα της να μιλήσει με ξαφνιάζει. Τελευταία είναι συνεχώς αφηρημένη.
Κοιτάζει προς την τηλεόραση με βλέμμα απλανές. Τα δάχτυλα των χεριών της πλεγμένα μεταξύ τους, ακουμπισμένα στην ποδιά της. Κάνουν μια ανεπαίσθητη ρυθμική κίνηση, σαν παλμό. Λες κι η καρδιά της χτυπάει εκεί πια, στα δάχτυλα, κι όχι στο στήθος της.
Έσκυψα και την φίλησα. Γονάτισα και πήρα τα χέρια της στα χέρια μου.
«Θα φύγω».
Σηκώθηκα και πήγα προς την έξοδο. Στην κάσα της πόρτας διέκρινα τα σημάδια απ’ τον σουγιά του πατέρα μου, που μέτραγε το μπόι μου όταν ήμουνα μικρός. Κάθε Πρωτοχρονιά, στα γενέθλιά μου.
Η τηλεόραση συνέχισε να παίζει.
———— ≈ ————
— Θ’ αργήσουμε πολύ ακόμα; Φοβάμαι πως θα χάσω την πτήση μου.
— Μην ανησυχείτε, αν συμβεί κάτι τέτοιο θα φύγετε με την επόμενη. Έχετε βρει δουλειά εκεί;
— Μάλιστα, κύριε.
— Είναι πολλές οι περιπτώσεις τελευταία. Είναι φυσικό να κινούν υποψίες.
— Ποιες περιπτώσεις, δε σας καταλαβαίνω.
———— ≈ ————
Έλεγα πως θα πήγαινα και στον τάφο του πατέρα μου. Τελικά δεν πήγα. Δεν ήθελα να γίνει το φευγιό μου τόσο δραματικό. Δεν πάω και στην άκρη του κόσμου. Δυο τσιγάρα δρόμος είναι.
Καθώς αναδεύεται το σώμα μου μέσα στο λεωφορείο νομίζω πως κάθομαι στα πόδια του πατέρα μου. Είμαι παιδί και το σπίτι μας μυρίζει γλυκό κυδώνι. Η μάνα μου σκυμμένη στο πλεκτό της. Το ραδιόφωνο παίζει παλιά τραγούδια. Κι ο πατέρας με χορεύει στα πόδια του και μου μαθαίνει τις πρώτες λέξεις. Ήλιος. Λουλούδι. Χελιδόνι.
Καθώς αναδεύεται το σώμα μου μέσα στο λεωφορείο σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που φύγανε κάποτε. Κι αυτούς που έμειναν πίσω. Σκέφτομαι αυτούς που γύρισαν κι αυτούς που χάθηκαν στον δρόμο. Σκέφτομαι ιστορίες για αποχωρισμούς κι ανταμώματα. Σκέφτομαι εμένα.
Τώρα την ξενιτειά την λένε επαγγελματική κινητικότητα.
———— ≈ ————
Με βάζουν στην πρώτη πρωινή πτήση μαζί με τη βαλίτσα μου κι εγώ ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι το ύποπτο μπορεί να κρύβει μια άδεια αποσκευή.
Καθώς απογειώνεται το αεροπλάνο ένας κόμπος πνίγει τον λαιμό μου. Σηκώνω το σκίαστρο του παραθύρου. Το φως της αυγής χαϊδεύει τα χέρια μου. Το αεροπλάνο σκίζει τα σύννεφα κι ίσα που προλαβαίνω να δω κάτω τη γη που απομακρύνεται.
Ανασαίνω βαθιά και σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που φεύγουν. Κι αυτούς που θα φύγουν χωρίς να ξέρουν αν θα φτάσουν κάπου κάποτε. Σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που φεύγουν και νιώθω μια ακαθόριστη νοσταλγία. Όχι γι’ αυτά που αφήνω πίσω μου. Όχι για τη μάνα μου, την πόλη, το χωριό, τους φίλους μου. Νιώθω μια νοσταλγία για έναν τόπο, ένα μέρος, μια στιγμή, δεν ξέρω, μια εποχή, όπου οι λέξεις θα βρουν ξανά το νόημά τους. Νοσταλγώ έναν τόπο, μια εποχή, όπου θα μπορώ να λέω την ξενιτειά, ξενιτειά. Και την πα-
Και την πα- Πα ρά πα ρα ρα ράμ
Και την πα- Πα ρα ράμ πα ρα ράμ
Και την πα-
Χωρίς παραπαπάμ.
Απλά.
Όπως πατέρας.
Απλά.
Όπως παλεύω. Όπως παντοτινά.