Διασταύρωση & άλλα

Διασταύρωση & άλλα

Διασταύρωση

Ένας διαβάτης περνά ένα δέντρο
κι η φύση διχάζεται σε κορμό και σώμα
Απ’ τον διαβάτη πέφτει ένα ρούχο
από το δέντρο ένα φύλλο
Ο διαβάτης μαζεύει το ρούχο του
το δέντρο όμως όχι το φύλλο
Ο διαβάτης διαβήτης στους κύκλους του δέντρου
φθινόπωρο-άνοιξη, καλοκαίρι-χειμώνας
με το δέντρο στο κέντρο των κύκλων διάβασης
απ’ το τίναγμα χώματος στου διαβάτη το ρούχο
στο δίδαγμα σώματος απ’ το χρήμα στο χρώμα
καθώς κίτρινα φύλλα ετοιμάζουνε στρώμα
διασταύρωσης άλλης σε κορμί και κορμό


Ανάγνωση

Σήμερα λέω να μη διαβάσω
ή μάλλον να διαβάσω βαθύτερα
το ιδεόγραμμα του απέναντι δέντρου
Το λύγισμα είναι η στάση του
ή η απόσταση που το χωρίζει
από το είναι του;
Αναμφίβολα πεύκο
αλλά τι πεύκει
με όλον αυτόν τον αέρα
στην παρά φύσει ομιλία του
σαν ποίημα;
Εκφράζει κάτι δικό του
ή μήπως προοιωνίζεται πρώτη ύλη
η παρήχηση του «πέφτω» στο πεύκο;
Αν θρόισμα ανθρώπου ανάγνωση
τι γίνεται τότε δίχως τον άνεμο;
Ποιας ενδοφλέβιας ειρκτής το ρυθμό
στάζουν ανήκουστο οι βελόνες του;
Αμίλητο στέκει στην πράσινη φήμη του
σαν κρίκος άπεφθος μιας φιμωμένης φωτιάς
ή σημαίνει στους ασύνδετους σε νόημα κρίκους
της σιωπηλής του κωνοφορίας
όσα δεν μίλησε ο άναιμος λόγος μας;
Αν το δέντρο πυκνώνει σ’ αυτό το «δεν»
τότε στο ακαθόριστο το καθοριστικό


Φύλλα

Όπως είναι ζήτημα χρόνου
η ανταπόκριση της ζωής
στο δόσιμο του καθενός μας
έτσι είναι θέμα ανέμου
η ανταπόδοση του χαιρετισμού μας
από τα δέντρα
Η διευθέτηση φύλλων πάνω σε φύλλα
σαν την πεσμένη σεξουαλικότητα των αγγέλων
που έγιναν όσοι αρνήθηκαν
να αγαπήσουν για να πείσουν
πώς υπάρχει κάτι καλύτερο
από την πτώση των κίτρινων φύλλων
με σεβασμό στη βραδύτητα
η διευθέτηση λοιπόν
σαρώνεται από μια τάξη
σαν το σκανάρισμα της αλέας από την πόλη
πού δεν αντέχει το τυχαίο δόσιμο
παρά μόνο αυτό που υπολογίζει
μ’ ασφάλεια γραμματικής
στην πτώση του φύλλου
τα πάντα εκτός από
μια δοτική καταργημένη
στα σχολεία της


Του υλοτόμου ύλη

Μη μου ζητάς ποτεθαλλής
να πεύκω τον έρωτά σου
Στην πόλη που τρώει τον ουρανό
τα κεκαρμένα νοσταλγούν
το θρόισμα πριν το κλάδεμα
ενώ στου δάσους το πυκνό
ο αέρας μυρίζει ψίθυρο
και λίγο πριν πέσει η σιωπή
το πράσινο αδολεσχεί
ομοφυλόφιλα δέντρα
Μια πεισιθάνατη φυλλόρροια
τα οδηγεί στο ξέφωτο
σαν ζώα στο σφαγείο
Εκεί η χλωροφύλλη τους
θα γίνει αναισθητικό
στο κάπα του ξυλοκόπου
Κάπα – κούπα, κάπα – κούπα
σκεπάζουν τα φύλλα το φιλί
κάπα – κούπα, κάπα – κούπα
του τίποτα τα τιμαλφή
κάπα – κούπα, κάπα – κούπα
τελειώνει σε ήττα η ζωή
Μη μου ζητάς μ’ εκ γενετής
αιμορραγία χλωροφύλλης
να πρασινίσω το κενό σου
Το «δεν» του δέντρου μ’ αποτρέπει

Θέληση για δύναμη

Κάθε πρωί που ξυπνώ
πιέζω το βουνό
με το δάχτυλο στο τζάμι
Μετά στο γραφείο
όλη μου η θέληση για δύναμη
στη μύτη του στυλό στο χαρτί
καθώς σε ατέρμονα οκτάωρα
ξετυλίγω το κουβάρι
της αιώνιας επιστροφής
Τίποτα δεν γυρνάει αν δεν έχει πρώτα φύγει
απ’ τον ιστό των στοιχειωμένων μου στίχων
Το κορίτσι που ανεκπλήρωτα αγάπησα
βρίσκει προφάσεις ν’ αναβάλλει συνεχώς
το πλήρωμα του χρόνου, την άφθαστη ουτοπία
τη μόνη μου εκκρεμότητα, τον θάνατό μου
Γιατί πώς να πεθάνεις αν δε βρεις πώς να ζήσεις;
Κάθε πρωί που ξυπνώ
πιέζω με το δάχτυλο
τη σκανδάλη της θέλησης
κι η μέρα εκπυρσοκροτεί
ένα σμάρι τρομαγμένα πουλιά
φτερών χειροκρότημα στο σκάνδαλο
μιας αναίτιας ευτυχίας


Password


Κλειδώθηκα έξω απ’ το ποίημα
Δοκιμάζω ονόματα, χρονολογίες
μα αυτό δεν ανοίγει

Στο τέλος το ξεκλειδώνει το δέντρο στο τζάμι
που το χάκαρε σ’ αποστήθισης θρόισμα
πριν το γράψω

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: