Όλα ξεκίνησαν σαν παιχνίδι. Πώς θα ήταν, εν καιρώ απόλυτου εγκλεισμού, να παίξεις μπροστά σε κάμερες, στο προφυλαγμένο εδώ και τώρα μιας στιγμής που θα ολοκληρωθεί κάποτε μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, μέσα σε σπίτια άγνωστα, μέσα σε χρόνο απροσδιόριστο;
Και πώς θα ήταν να ξαναπιάσεις στα χέρια σου δώρα φίλων από άλλη εποχή, να δεις πώς αυτά ηχούν στο ηχείο της ωριμότητας, στην αγκαλιά αυτού του οργάνου που δεν είναι πια μονάχα μια κιθάρα;
Η Λυρική Σκηνή ήταν ο κατάλληλος χώρος για να βγουν τα παιδιά στις πλατείες να παίξουν. Και όντως έπαιξαν τελικά.
Μετά ήρθαν οι παράλληλες σκέψεις: Μες στις δυσκολίες ετούτης της αναγκαστικής πολυσυλλεκτικότητας εντυπώσεων με τις οποίες βομβαρδιζόμαστε από κάθε διαθέσιμη οθόνη, και που σπρώχνει κάθε ανθρώπινο στη γωνιά της σκηνής, έτσι που να πρωταγωνιστεί το εντυπωσιακό και μόνο, είναι απαραίτητο να θυμηθούμε πως ό,τι ακριβό κατορθώθηκε σ’ αυτόν τον τόπο, ρίζωσε σε επιστρώσεις κατάκλειστων παραδόσεων, αφομοιωμένων με τον πιο απλό τρόπο στην καθημερινότητα μιας κοινωνίας που έζησε, κατά συντριπτική πλειονότητα μες στη φτώχια, τον πόλεμο και, κάποτε, την προδοσία. Ο θησαυρισμός κατορθώθηκε μέσα από παράπλευρες, κατά πώς είθισται, οδούς. Έτσι, ας πούμε, με τον τρόπο που οι θησαυροί της κάποτε εδώ αρχαιότητας ενσωματώθηκαν στο Βυζάντιο και μέσα απ’ τους Πατέρες της Εκκλησίας πέρασαν στις λατρευτικές συνήθειες και μπόλιασαν ως καίριο γεγονός το ζωντανό σώμα του λαού, έτσι και δομικά στοιχεία του μουσικού αποτυπώματος του τόπου -οι ρυθμοί, οι αρμονίες, οι εσωτερικές κινήσεις των μετέπειτα παραδόσεων- ενσωματώθηκαν στις νέες γραφές και στη συνέχεια τα βρήκαμε σε μορφή πολύτιμων θραυσμάτων στην κάθε μας μέρα, να μιλούν κατευθείαν στην ψυχή μας.
Αναδυόταν λοιπόν εδώ ένα στοίχημα, που άρχισε να αρθρώνει τις ακατανόητές του φράσεις. Κι αυτές οι φράσεις μιλούσαν έτσι:
Στο έργο των “προπατόρων” Χατζιδάκι και Μαμαγκάκη, μπορούμε να αναγνωρίσουμε στοιχεία μιας τέτοιας με διαύγεια αφομοιωμένης παράδοσης, και, όσοι τους γνωρίσαμε από κοντά, θυμόμαστε την ακατάπαυστα ομιλούσα έγνοια τους να μεταλαμπαδεύσουν στους νεότερους ό,τι ακόμα λάμπει μες στην ησυχία του δικού τους χρόνου, ό,τι λάμπει σαν αποτύπωμα ζώντων μύθων και σαν ιερή σύνοψη της εδώ παρουσίας τους. Θραύσματα αυτού του ειδικού τρόπου θέασης και χρήσης του κόσμου, βρίσκει κανείς σε εκείνο που κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με αφορμή τον Σεφέρη, ονόμασε Χαμένο Κέντρο, εκείνο το λαμπερό σημείο στον πυρήνα μιας αεί διαφεύγουσας ελληνικότητας που, όποτε το ξανασυναντάμε, νιώθουμε σωστά προσανατολισμένοι μέσα στο ψυχικό σύμπαν της υφηλίου.
[ Θυμίζω πως ο Σεφέρης είχε παραδεχτεί πως, προσπαθώντας να μεταφράσει αποσπάσματα από τα Κουαρτέτα του T.S. Eliot —έργα γραμμένα μες στην παράδοση ενός δυτικού σχολαστικισμού— είχε αναγκαστεί να ασκήσει στη γλώσσα μας μια “υπερβολική βία”, στην γλώσσα μας όπως αυτός την αντιλαμβανόταν και την ένιωθε, κάτι που τον έκανε να παραιτηθεί απ’ το εγχείρημα. “Εδώ με σταμάτησε το φάσμα του Σολωμού”, είπε. ]
Οι επόμενες γενιές κράτησαν, κατά τις δυνάμεις τους, επαφή μ’ αυτό το Κέντρο, γράφοντας ξανά και ξανά επάνω στο Ένα διαρκές Παλίμψηστο της καταγωγής, το ίδιο ίσως πάντοτε πράγμα, με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.
Ίσως το ότι οι προπάτορες μας συγκινούν ακόμα, σημαίνει ότι ξαναβρίσκουμε στα λόγια και στους ήχους τους, καθώς και στους ρυθμούς που κυματίζουν τα σώματά τους σαν τραγουδούν, την χαμένη πηγή της εσωτερικής μας άρθρωσης, που είναι τόσο μες στο κύτταρο της μνήμης ριζωμένη, ώστε χωρίς αυτήν είναι αδύνατον να ζήσουμε. Εδώ κάθε αρρώστια μοιάζει να κατάγεται απ’ την πρωταρχική πτώση, την βίαιη εκδίωξη απ’ τον παράδεισο της αληθινής λαλιάς, κι όποια προσπάθεια επιστροφής θα γιορτάζεται μέσα μας σαν το μόνο άξιο εθνικό αφήγημα, σαν τη μόνη συλλογικότητα που εμπεριέχει, με αυτονόητο για όλους τρόπο, τη θυσιαστική προσφορά, τη λυτρωτική μέσα στους άλλους σπατάλη.
Ας ονομάσουμε τύχη σήμερα το ότι θραύσματα ετούτου του σπαταλημένου Κέντρου κρύβονται ακόμα δεξιά κι αριστερά, όπως οι πέτρες του Πικιώνη κάτω από τα πόδια μας σαν ανεβαίνουμε στην Ακρόπολη, που δεν τις προσέχουμε πια μα που γλυκαίνουν την ψυχή μας δίχως κόπο. Κι όπως εκείνο το κάποτε χωριό μας σε μια μακρινή γωνιά της επαρχίας.
Έτσι, ο πιο σπουδαίος θησαυρός θα ‘ναι για μας το ένα διαρκές Παλίμψηστο, η πλάκα, η περγαμηνή, η αόρατη μεμβράνη, που πάνω της αιώνες τώρα γράφονται και σβήνονται σημάδια συγγενών. Κι όμως, τίποτε απ’ τα γραμμένα δε χάνεται, έτσι καθώς οι αρχαίες πέτρες μες στους τοίχους των εκκλησιών.
Μπορώ εδώ, επιστρέφοντας, να ισχυριστώ πως αυτό το Κέντρο προτείνει εύγλωττα μια διακριτή μουσική εκφορά, εκφορά που στηρίζεται σε άλλους νόμους απ’ τους καθαρά αισθητικούς, όπως τους ξέρει κι όπως τους διδάσκει η Δύση. Κι αυτό γίνεται φανερό στον τρόπο των λαϊκών οργανοπαιχτών, καθώς και στον τρόπο που, επί παραδείγματι, ο Χατζιδάκις έπαιζε στο πιάνο του τις “Έξι λαϊκές ζωγραφιές” ή την “Μικρή λευκή Αχιβάδα”: Ποτέ με τον τρόπο του πιανίστα, πάντα με τον τρόπο του περιπατητή ακριβών καφενείων που φιλοξενούν κοινούς μύθους, απ’ την περίκλειστη φιγούρα του Καβάφη και την ιερατική του Παπαδιαμάντη, ως την άγνωστη όψη του Κορνάρου και τις καπνισμένες ψυχές των ρεμπετών.
Σε προέκταση, η όποια “δεύτερη γραφή”, για όργανο, ενός τραγουδιού (και σ’ αυτό εδώ το στοίχημα είχαμε τέτοιες περιπτώσεις), θα έπρεπε απαραιτήτως να περιέχει περισσότερο τη ζωντανή αναπνοή του τραγουδιστή όσο και την κάθετη αρμονική εικόνα κάθε στιγμής, και λιγότερο την με τρέχοντες όρους “καθαρή” ανάγνωση μιας μελωδίας, όπως θα την ακούγαμε στις από καθέδρας συγκεντρώσεις των συναυλιακών χώρων που έχουμε συνηθίσει. Αυτή η αιρετική οπτική δεν είναι ασφαλώς ούτε αιρετική ούτε νέα, και φορείς της αναντίρρητα υπήρξαν ξεχωριστοί τεχνίτες εκείνης της γενιάς. Ανάμεσά τους, ο Χατζιδάκις κι ο Μαμαγκάκης.
Η τετράδα των προσώπων που φιλοξενήθηκε σ’ αυτό το παιχνίδι μπορεί να μοιάζει με μια τυχαία τετράδα (κι αν υπάρχει “τυχαίο” σ’ αυτόν τον κόσμο), κατά το ότι κατ’ αρχήν στηρίχθηκε στις κάποτε γνωριμίες των προσώπων που την απαρτίζουν. Όμως ακόμα και μέσα σ’ αυτήν την τυχαιότητα υπάρχουν χαρακτηριστικά που συνδέουν τα πρόσωπα.
Το σχήμα πρέπει να αποκαλύψω πως θα ήταν πλήρες αν συμμετείχε και ο Γιώργος Κουμεντάκης, όπως υπήρξε το αρχικό σχέδιο, ως εκπρόσωπος των συνθετών της νεότερης γενιάς που φέρουν παρόμοιες ανησυχίες καθώς και ως αγαπητός συνεργάτης στην θαυμαστή συγκομιδή μας έργων για κιθάρα της δεκαετίας του 1990. Η ατυχία να είναι ο εμπνευστής των διαδικτυακών προγραμμάτων της Λυρικής, σε συνδυασμό με μια ευθιξία όλο και πιο σπάνια στον ευγενή μας τόπο, τον απέκλεισε αυτόματα απ’ την παρέα μας. Κι έτσι όμως είναι μες σ’ αυτήν, έτσι που συμβαίνει σε κάθε παλίμψηστο, όπου, παρότι δεν μπορείς να διακρίνεις όλες τις διαδοχικές γραφές, η κάθε προηγηθείσα γραφή έχει με έναν μαγικό τρόπο επηρεάσει και καθοδηγήσει την επόμενη.
Τα έργα, όπως τα ακούμε σε αυτό το μικρό ηχογράφημα (που δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την παρουσία του Κώστα Μπώκου απ’ το Studio 19 και του Μιχάλη Ασθενίδη και του Φώτη Ζυγούρη πίσω απ’ τις κάμερες) επιχειρούν να αρθρώσουν την πιο εμφανή στο σήμερα γραφή αυτών των διαδοχικών επιστρώσεων, όπως ο “αναγνώστης” τους-κιθαριστής καταφέρνει να τις αποκρυπτογραφήσει.
Υπήρξε όμως και μια συνέχεια, απρόσμενη όσο και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: Τα έργα δόθηκαν απ’ τον διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Κωνσταντίνο Ρήγο σε τέσσερις χορογράφους —την Μαρία Κουσουνή, την Ελευθερία Στάμου, τον Φώτη Διαμαντόπουλο και την Τατιάνα Παπαδοπούλου— και σε μια ανθοδέσμη από ωραίους χορευτές και χορεύτριες, για να ειπωθεί και μια τρίτη ιστορία μέσα στην ήδη ιστορία. Έτσι, ο χορός πήρε τη σκυτάλη απ’ τη μουσική και ξεκίνησε τον δικό του μοναχικό δρόμο, άλλοτε παράλληλο, άλλοτε αντίθετο, άλλοτε τεμνόμενο με τις αρχικές προθέσεις, δρόμο θεραπευτικό πάντως, αφού μας ελευθέρωσε απ’ τις εμμονές, συνυπογράφοντας την αρχική σκέψη πως όλα στον κόσμο είναι ένα ιερό Παλίμψηστο που στον καθένα κάτι διαφορετικό, ίσως, μα πάντα πολύτιμο έχει να πει.
[ Τα έργα αυτού του προγράμματος είναι αφιερωμένα απ’ τους συνθέτες τους στον Γιώργο Μουλουδάκη, που τα πρωτοπαρουσίασε. ]
Εδώ, μπορείτε να ακούσετε, με δωρεάν σύνδεση στο Διαδικτυακό Φεστιβάλ της ΕΛΣ, αυτό το μικρό ρεσιτάλ (Ο σύνδεσμος θα είναι διαθέσιμος ως την 31/12/21):
https://tv.nationalopera.gr/diaduktiaka-festival/resital-giorgou-mouloudaki/
Και εδώ (μονάχα ως τις 4/7/21, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της ΕΛΣ), τα ίδια έργα με τις χορογραφίες τους:
https://tv.nationalopera.gr/diaduktiaka-festival/thumisou-soma-meros-b/