Ένα ρεσιτάλ (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Ένα ρεσιτάλ  (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Όλα ξε­κί­νη­σαν σαν παι­χνί­δι. Πώς θα ήταν, εν και­ρώ από­λυ­του εγκλει­σμού, να παί­ξεις μπρο­στά σε κά­με­ρες, στο προ­φυ­λαγ­μέ­νο εδώ και τώ­ρα μιας στιγ­μής που θα ολο­κλη­ρω­θεί κά­πο­τε μπρο­στά σε οθό­νες υπο­λο­γι­στών, μέ­σα σε σπί­τια άγνω­στα, μέ­σα σε χρό­νο απροσ­διό­ρι­στο;
Και πώς θα ήταν να ξα­να­πιά­σεις στα χέ­ρια σου δώ­ρα φί­λων από άλ­λη επο­χή, να δεις πώς αυ­τά ηχούν στο ηχείο της ωρι­μό­τη­τας, στην αγκα­λιά αυ­τού του ορ­γά­νου που δεν εί­ναι πια μο­νά­χα μια κι­θά­ρα;
Η Λυ­ρι­κή Σκη­νή ήταν ο κα­τάλ­λη­λος χώ­ρος για να βγουν τα παι­διά στις πλα­τεί­ες να παί­ξουν. Και όντως έπαι­ξαν τε­λι­κά.
Με­τά ήρ­θαν οι πα­ράλ­λη­λες σκέ­ψεις: Μες στις δυ­σκο­λί­ες ετού­της της ανα­γκα­στι­κής πο­λυ­συλ­λε­κτι­κό­τη­τας εντυ­πώ­σε­ων με τις οποί­ες βομ­βαρ­δι­ζό­μα­στε από κά­θε δια­θέ­σι­μη οθό­νη, και που σπρώ­χνει κά­θε αν­θρώ­πι­νο στη γω­νιά της σκη­νής, έτσι που να πρω­τα­γω­νι­στεί το εντυ­πω­σια­κό και μό­νο, εί­ναι απα­ραί­τη­το να θυ­μη­θού­με πως ό,τι ακρι­βό κα­τορ­θώ­θη­κε σ’ αυ­τόν τον τό­πο, ρί­ζω­σε σε επι­στρώ­σεις κα­τά­κλει­στων πα­ρα­δό­σε­ων, αφο­μοιω­μέ­νων με τον πιο απλό τρό­πο στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μιας κοι­νω­νί­ας που έζη­σε, κα­τά συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα μες στη φτώ­χια, τον πό­λε­μο και, κά­πο­τε, την προ­δο­σία. Ο θη­σαυ­ρι­σμός κα­τορ­θώ­θη­κε μέ­σα από πα­ρά­πλευ­ρες, κα­τά πώς εί­θι­σται, οδούς. Έτσι, ας πού­με, με τον τρό­πο που οι θη­σαυ­ροί της κά­πο­τε εδώ αρ­χαιό­τη­τας εν­σω­μα­τώ­θη­καν στο Βυ­ζά­ντιο και μέ­σα απ’ τους Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας πέ­ρα­σαν στις λα­τρευ­τι­κές συ­νή­θειες και μπό­λια­σαν ως καί­ριο γε­γο­νός το ζω­ντα­νό σώ­μα του λα­ού, έτσι και δο­μι­κά στοι­χεία του μου­σι­κού απο­τυ­πώ­μα­τος του τό­που -οι ρυθ­μοί, οι αρ­μο­νί­ες, οι εσω­τε­ρι­κές κι­νή­σεις των με­τέ­πει­τα πα­ρα­δό­σε­ων- εν­σω­μα­τώ­θη­καν στις νέ­ες γρα­φές και στη συ­νέ­χεια τα βρή­κα­με σε μορ­φή πο­λύ­τι­μων θραυ­σμά­των στην κά­θε μας μέ­ρα, να μι­λούν κα­τευ­θεί­αν στην ψυ­χή μας.
Ανα­δυό­ταν λοι­πόν εδώ ένα στοί­χη­μα, που άρ­χι­σε να αρ­θρώ­νει τις ακα­τα­νό­η­τές του φρά­σεις. Κι αυ­τές οι φρά­σεις μι­λού­σαν έτσι:
Στο έρ­γο των “προ­πα­τό­ρων” Χα­τζι­δά­κι και Μα­μα­γκά­κη, μπο­ρού­με να ανα­γνω­ρί­σου­με στοι­χεία μιας τέ­τοιας με διαύ­γεια αφο­μοιω­μέ­νης πα­ρά­δο­σης, και, όσοι τους γνω­ρί­σα­με από κο­ντά, θυ­μό­μα­στε την ακα­τά­παυ­στα ομι­λού­σα έγνοια τους να με­τα­λα­μπα­δεύ­σουν στους νε­ό­τε­ρους ό,τι ακό­μα λά­μπει μες στην ησυ­χία του δι­κού τους χρό­νου, ό,τι λά­μπει σαν απο­τύ­πω­μα ζώ­ντων μύ­θων και σαν ιε­ρή σύ­νο­ψη της εδώ πα­ρου­σί­ας τους. Θραύ­σμα­τα αυ­τού του ει­δι­κού τρό­που θέ­α­σης και χρή­σης του κό­σμου, βρί­σκει κα­νείς σε εκεί­νο που κά­πο­τε ο Ζή­σι­μος Λο­ρεν­τζά­τος, με αφορ­μή τον Σε­φέ­ρη, ονό­μα­σε Χα­μέ­νο Κέ­ντρο, εκεί­νο το λα­μπε­ρό ση­μείο στον πυ­ρή­να μιας αεί δια­φεύ­γου­σας ελ­λη­νι­κό­τη­τας που, όπο­τε το ξα­να­συ­να­ντά­με, νιώ­θου­με σω­στά προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι μέ­σα στο ψυ­χι­κό σύ­μπαν της υφη­λί­ου.

[ Θυ­μί­ζω πως ο Σε­φέ­ρης εί­χε πα­ρα­δε­χτεί πως, προ­σπα­θώ­ντας να με­τα­φρά­σει απο­σπά­σμα­τα από τα Κουαρ­τέ­τα του T.S. Eliot —έρ­γα γραμ­μέ­να μες στην πα­ρά­δο­ση ενός δυ­τι­κού σχο­λα­στι­κι­σμού— εί­χε ανα­γκα­στεί να ασκή­σει στη γλώσ­σα μας μια “υπερ­βο­λι­κή βία”, στην γλώσ­σα μας όπως αυ­τός την αντι­λαμ­βα­νό­ταν και την ένιω­θε, κά­τι που τον έκα­νε να πα­ραι­τη­θεί απ’ το εγ­χεί­ρη­μα. “Εδώ με στα­μά­τη­σε το φά­σμα του Σο­λω­μού”, εί­πε. ]

Οι επό­με­νες γε­νιές κρά­τη­σαν, κα­τά τις δυ­νά­μεις τους, επα­φή μ’ αυ­τό το Κέ­ντρο, γρά­φο­ντας ξα­νά και ξα­νά επά­νω στο Ένα διαρ­κές Πα­λίμ­ψη­στο της κα­τα­γω­γής, το ίδιο ίσως πά­ντο­τε πράγ­μα, με δια­φο­ρε­τι­κό κά­θε φο­ρά τρό­πο.
Ίσως το ότι οι προ­πά­το­ρες μας συ­γκι­νούν ακό­μα, ση­μαί­νει ότι ξα­να­βρί­σκου­με στα λό­για και στους ήχους τους, κα­θώς και στους ρυθ­μούς που κυ­μα­τί­ζουν τα σώ­μα­τά τους σαν τρα­γου­δούν, την χα­μέ­νη πη­γή της εσω­τε­ρι­κής μας άρ­θρω­σης, που εί­ναι τό­σο μες στο κύτ­τα­ρο της μνή­μης ρι­ζω­μέ­νη, ώστε χω­ρίς αυ­τήν εί­ναι αδύ­να­τον να ζή­σου­με. Εδώ κά­θε αρ­ρώ­στια μοιά­ζει να κα­τά­γε­ται απ’ την πρω­ταρ­χι­κή πτώ­ση, την βί­αιη εκ­δί­ω­ξη απ’ τον πα­ρά­δει­σο της αλη­θι­νής λα­λιάς, κι όποια προ­σπά­θεια επι­στρο­φής θα γιορ­τά­ζε­ται μέ­σα μας σαν το μό­νο άξιο εθνι­κό αφή­γη­μα, σαν τη μό­νη συλ­λο­γι­κό­τη­τα που εμπε­ριέ­χει, με αυ­το­νό­η­το για όλους τρό­πο, τη θυ­σια­στι­κή προ­σφο­ρά, τη λυ­τρω­τι­κή μέ­σα στους άλ­λους σπα­τά­λη.
Ας ονο­μά­σου­με τύ­χη σή­με­ρα το ότι θραύ­σμα­τα ετού­του του σπα­τα­λη­μέ­νου Κέ­ντρου κρύ­βο­νται ακό­μα δε­ξιά κι αρι­στε­ρά, όπως οι πέ­τρες του Πι­κιώ­νη κά­τω από τα πό­δια μας σαν ανε­βαί­νου­με στην Ακρό­πο­λη, που δεν τις προ­σέ­χου­με πια μα που γλυ­καί­νουν την ψυ­χή μας δί­χως κό­πο. Κι όπως εκεί­νο το κά­πο­τε χω­ριό μας σε μια μα­κρι­νή γω­νιά της επαρ­χί­ας.
Έτσι, ο πιο σπου­δαί­ος θη­σαυ­ρός θα ‘ναι για μας το ένα διαρ­κές Πα­λίμ­ψη­στο, η πλά­κα, η περ­γα­μη­νή, η αό­ρα­τη μεμ­βρά­νη, που πά­νω της αιώ­νες τώ­ρα γρά­φο­νται και σβή­νο­νται ση­μά­δια συγ­γε­νών. Κι όμως, τί­πο­τε απ’ τα γραμ­μέ­να δε χά­νε­ται, έτσι κα­θώς οι αρ­χαί­ες πέ­τρες μες στους τοί­χους των εκ­κλη­σιών.
Μπο­ρώ εδώ, επι­στρέ­φο­ντας, να ισχυ­ρι­στώ πως αυ­τό το Κέ­ντρο προ­τεί­νει εύ­γλωτ­τα μια δια­κρι­τή μου­σι­κή εκ­φο­ρά, εκ­φο­ρά που στη­ρί­ζε­ται σε άλ­λους νό­μους απ’ τους κα­θα­ρά αι­σθη­τι­κούς, όπως τους ξέ­ρει κι όπως τους δι­δά­σκει η Δύ­ση. Κι αυ­τό γί­νε­ται φα­νε­ρό στον τρό­πο των λαϊ­κών ορ­γα­νο­παι­χτών, κα­θώς και στον τρό­πο που, επί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ο Χα­τζι­δά­κις έπαι­ζε στο πιά­νο του τις “Έξι λαϊ­κές ζω­γρα­φιές” ή την “Μι­κρή λευ­κή Αχι­βά­δα”: Πο­τέ με τον τρό­πο του πια­νί­στα, πά­ντα με τον τρό­πο του πε­ρι­πα­τη­τή ακρι­βών κα­φε­νεί­ων που φι­λο­ξε­νούν κοι­νούς μύ­θους, απ’ την πε­ρί­κλει­στη φι­γού­ρα του Κα­βά­φη και την ιε­ρα­τι­κή του Πα­πα­δια­μά­ντη, ως την άγνω­στη όψη του Κορ­νά­ρου και τις κα­πνι­σμέ­νες ψυ­χές των ρε­μπε­τών.  
Σε προ­έ­κτα­ση, η όποια “δεύ­τε­ρη γρα­φή”, για όρ­γα­νο, ενός τρα­γου­διού (και σ’ αυ­τό εδώ το στοί­χη­μα εί­χα­με τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις), θα έπρε­πε απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο τη ζω­ντα­νή ανα­πνοή του τρα­γου­δι­στή όσο και την κά­θε­τη αρ­μο­νι­κή ει­κό­να κά­θε στιγ­μής, και λι­γό­τε­ρο την με τρέ­χο­ντες όρους “κα­θα­ρή” ανά­γνω­ση μιας με­λω­δί­ας, όπως θα την ακού­γα­με στις από κα­θέ­δρας συ­γκε­ντρώ­σεις των συ­ναυ­λια­κών χώ­ρων που έχου­με συ­νη­θί­σει. Αυ­τή η αι­ρε­τι­κή οπτι­κή δεν εί­ναι ασφα­λώς ού­τε αι­ρε­τι­κή ού­τε νέα, και φο­ρείς της ανα­ντίρ­ρη­τα υπήρ­ξαν ξε­χω­ρι­στοί τε­χνί­τες εκεί­νης της γε­νιάς. Ανά­με­σά τους, ο Χα­τζι­δά­κις κι ο Μα­μα­γκά­κης.
Η τε­τρά­δα των προ­σώ­πων που φι­λο­ξε­νή­θη­κε σ’ αυ­τό το παι­χνί­δι μπο­ρεί να μοιά­ζει με μια τυ­χαία τε­τρά­δα (κι αν υπάρ­χει “τυ­χαίο” σ’ αυ­τόν τον κό­σμο), κα­τά το ότι κα­τ’ αρ­χήν στη­ρί­χθη­κε στις κά­πο­τε γνω­ρι­μί­ες των προ­σώ­πων που την απαρ­τί­ζουν. Όμως ακό­μα και μέ­σα σ’ αυ­τήν την τυ­χαιό­τη­τα υπάρ­χουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που συν­δέ­ουν τα πρό­σω­πα.
Το σχή­μα πρέ­πει να απο­κα­λύ­ψω πως θα ήταν πλή­ρες αν συμ­με­τεί­χε και ο Γιώρ­γος Κου­με­ντά­κης, όπως υπήρ­ξε το αρ­χι­κό σχέ­διο, ως εκ­πρό­σω­πος των συν­θε­τών της νε­ό­τε­ρης γε­νιάς που φέ­ρουν πα­ρό­μοιες ανη­συ­χί­ες κα­θώς και ως αγα­πη­τός συ­νερ­γά­της στην θαυ­μα­στή συ­γκο­μι­δή μας έρ­γων για κι­θά­ρα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990. Η ατυ­χία να εί­ναι ο εμπνευ­στής των δια­δι­κτυα­κών προ­γραμ­μά­των της Λυ­ρι­κής, σε συν­δυα­σμό με μια ευ­θι­ξία όλο και πιο σπά­νια στον ευ­γε­νή μας τό­πο, τον απέ­κλει­σε αυ­τό­μα­τα απ’ την πα­ρέα μας. Κι έτσι όμως εί­ναι μες σ’ αυ­τήν, έτσι που συμ­βαί­νει σε κά­θε πα­λίμ­ψη­στο, όπου, πα­ρό­τι δεν μπο­ρείς να δια­κρί­νεις όλες τις δια­δο­χι­κές γρα­φές, η κά­θε προη­γη­θεί­σα γρα­φή έχει με έναν μα­γι­κό τρό­πο επη­ρε­ά­σει και κα­θο­δη­γή­σει την επό­με­νη.

Τα έρ­γα, όπως τα ακού­με σε αυ­τό το μι­κρό ηχο­γρά­φη­μα (που δεν θα ήταν δυ­να­τό χω­ρίς την πα­ρου­σία του Κώ­στα Μπώ­κου απ’ το Studio 19 και του Μι­χά­λη Ασθε­νί­δη και του Φώ­τη Ζυ­γού­ρη πί­σω απ’ τις κά­με­ρες) επι­χει­ρούν να αρ­θρώ­σουν την πιο εμ­φα­νή στο σή­με­ρα γρα­φή αυ­τών των δια­δο­χι­κών επι­στρώ­σε­ων, όπως ο “ανα­γνώ­στης” τους-κι­θα­ρι­στής κα­τα­φέρ­νει να τις απο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει.

Υπήρ­ξε όμως και μια συ­νέ­χεια, απρό­σμε­νη όσο και εξαι­ρε­τι­κά εν­δια­φέ­ρου­σα: Τα έρ­γα δό­θη­καν απ’ τον διευ­θυ­ντή του Μπα­λέ­του της ΕΛΣ Κων­στα­ντί­νο Ρή­γο σε τέσ­σε­ρις χο­ρο­γρά­φους —την Μα­ρία Κου­σου­νή, την Ελευ­θε­ρία Στά­μου, τον Φώ­τη Δια­μα­ντό­που­λο και την Τα­τιά­να Πα­πα­δο­πού­λου— και σε μια αν­θο­δέ­σμη από ωραί­ους χο­ρευ­τές και χο­ρεύ­τριες, για να ει­πω­θεί και μια τρί­τη ιστο­ρία μέ­σα στην ήδη ιστο­ρία. Έτσι, ο χο­ρός πή­ρε τη σκυ­τά­λη απ’ τη μου­σι­κή και ξε­κί­νη­σε τον δι­κό του μο­να­χι­κό δρό­μο, άλ­λο­τε πα­ράλ­λη­λο, άλ­λο­τε αντί­θε­το, άλ­λο­τε τε­μνό­με­νο με τις αρ­χι­κές προ­θέ­σεις, δρό­μο θε­ρα­πευ­τι­κό πά­ντως, αφού μας ελευ­θέ­ρω­σε απ’ τις εμ­μο­νές, συ­νυ­πο­γρά­φο­ντας την αρ­χι­κή σκέ­ψη πως όλα στον κό­σμο εί­ναι ένα ιε­ρό Πα­λίμ­ψη­στο που στον κα­θέ­να κά­τι δια­φο­ρε­τι­κό, ίσως, μα πά­ντα πο­λύ­τι­μο έχει να πει.

[ Τα έρ­γα αυ­τού του προ­γράμ­μα­τος εί­ναι αφιε­ρω­μέ­να απ’ τους συν­θέ­τες τους στον Γιώρ­γο Μου­λου­δά­κη, που τα πρω­το­πα­ρου­σί­α­σε. ]

Εδώ, μπο­ρεί­τε να ακού­σε­τε, με δω­ρε­άν σύν­δε­ση στο Δια­δι­κτυα­κό Φε­στι­βάλ της ΕΛΣ, αυ­τό το μι­κρό ρε­σι­τάλ (Ο σύν­δε­σμος θα εί­ναι δια­θέ­σι­μος ως την 31/12/21):
https://​tv.​nat​iona​lope​ra.​gr/​dia​dukt​iaka-​fes​tiva​l/​resital-​giorgou-​mou​loud​aki/
Και εδώ (μο­νά­χα ως τις 4/7/21, σύμ­φω­να με τον προ­γραμ­μα­τι­σμό της ΕΛΣ), τα ίδια έρ­γα με τις χο­ρο­γρα­φί­ες τους:
https://​tv.​nat​iona​lope​ra.​gr/​dia​dukt​iaka-​fes​tiva​l/​thu​miso​u-​soma-​meros-​b/

Ένα ρεσιτάλ  (κείμενο +2 ενσωματωμένα βίντεο)

Τρο­χιο­δει­κτι­κά


1. Μά­νος Χα­τζι­δά­κις Κρη­τι­κός χο­ρός

2ο μέ­ρος της “Σουί­τας για κι­θά­ρα”. Στην αφιέ­ρω­ση του χει­ρό­γρα­φου ο Χα­τζι­δά­κις ση­μειώ­νει: “Στον Γιώρ­γο, μια Σού­στα”. Εκ πα­ρα­δρο­μής. Το μέ­ρος δεν εί­ναι μια σού­στα, μα εί­ναι στα σί­γου­ρα ένας κρη­τι­κός χο­ρός, που φι­λο­ξε­νεί το πρό­σω­πο του Χα­τζι­δά­κι ταυ­τό­χρο­να με την μα­κραί­ω­νη πα­ρά­δο­ση της μιας πα­τρί­δας του, της Κρή­της. Δη­λώ­νει επί­σης την κοι­νή κα­τα­γω­γή του με τον Μου­λου­δά­κη, στον οποί­ον το έρ­γο-δώ­ρο απευ­θυ­νό­ταν. Η εδώ εκτέ­λε­ση φι­λο­δο­ξεί τον τρό­πο ενός λυ­ρά­ρη ή ενός λα­ου­τιέ­ρη σε πα­νη­γύ­ρι της Κρή­της, πα­ρά τη συ­ναυ­λια­κή εκ­δο­χή ενός λό­γιου έρ­γου.

2. Μά­νος Χα­τζι­δά­κις Ποιος εί­ν’ τρε­λός από έρω­τα

5ο μέ­ρος της -αφιε­ρω­μέ­νης στον Μου­λου­δά­κη- “Σουί­τας για κι­θά­ρα”, κα­θώς και μια δεύ­τε­ρη γρα­φή, απ’ το χέ­ρι του Χα­τζι­δά­κι, του ομώ­νυ­μου τρα­γου­διού απ’ τον Με­γά­λο Ερω­τι­κό, πά­νω σε στί­χους του Γιώρ­γου Σα­ρα­ντά­ρη:

Ποιος εί­ν’ τρε­λός από έρω­τα;
Ας κά­νει λάκ­κους την αυ­γή.
να πά­με εκεί να πιού­με
την βρο­χή.

Μια που εμείς σε όποια
στέ­γη αρά­ξου­με, σε όποια
αυ­λή, ο άνε­μος χαλ­νά­ει
τον ου­ρα­νό, τα δέ­ντρα
κι η στεί­ρα γη
μέ­σα σ' εμάς βου­λιά­ζει.

3. Μά­νος Χα­τζι­δά­κις Σ’ αγα­πώ

Το κλεί­σι­μο αυ­τού του κύ­κλου. Το 3ο μέ­ρος απ’ την “Σουί­τα για κι­θά­ρα”, και μια δεύ­τε­ρη γρα­φή απ’ το χέ­ρι του Χα­τζι­δά­κι, του ομώ­νυ­μου τρα­γου­διού απ’ τον Με­γά­λο Ερω­τι­κό, πά­νω σε στί­χους της Μυρ­τιώ­τισ­σας [αυ­τό το τρα­γού­δι υπήρ­ξε το έναυ­σμα του Με­γά­λου Ερω­τι­κού]:

Σ’ αγα­πώ, δεν μπο­ρώ
Τί­πο­τ’ άλ­λο να πω
Πιο βα­θύ, πιο απλό
Πιο με­γά­λο!

Μπρος στα πό­δια σου εδώ
Με λα­χτά­ρα σκορ­πώ
Τον πο­λύ­φυλ­λο αν­θό
Της ζω­ής μου

Τα δυο χέ­ρια μου, να…
Στα προ­σφέ­ρω δε­τά
Για να γεί­ρεις γλυ­κά
Το κε­φά­λι

Κι η καρ­διά μου σκιρ­τά
Κι όλη ζή­λια ζη­τά
Να σου γί­νει ως αυ­τά
Προ­σκε­φά­λι

Ω με­λίσ­σι μου, πιες
Απ’ αυ­τόν τις γλυ­κές
Τις αγνές ευω­διές
Της ψυ­χής μου!

Σ’ αγα­πώ τι μπο­ρώ
Ακρι­βέ να σου πω
Πιο βα­θύ, πιο απλό
Πιο με­γά­λο;

4. Νί­κος Κυ­πουρ­γός Κυ­νη­γη­τό για τρεις

3ο μέ­ρος απ’ τις “Εν­νέα μου­σι­κές ει­κό­νες για κι­θά­ρα”, έρ­γο αφιε­ρω­μέ­νο στον Μου­λου­δά­κη. Ωραίο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τού του μι­κρού έρ­γου (που -παιγ­μέ­νο απ’ την Κα­με­ρά­τα- μπή­κε στην ται­νία Black out, του Με­νέ­λα­ου Κα­ρα­μαγ­γιώ­λη), εί­ναι η αυ­το­δυ­να­μία των τριών φω­νών του που “κυ­νη­γιού­νται”, χω­ρίς στιγ­μή να αλ­λά­ζουν διά­θε­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η δεύ­τε­ρη φω­νή, με την απλό­τη­τα της στα­θε­ρής διάρ­κειας κά­θε νό­τας της, σαν στα­γό­να που στά­ζει την ευ­λο­γία της στη μου­σι­κή, με εμπι­στο­σύ­νη, χω­ρίς να ανη­συ­χεί για ό,τι πυ­κνό συμ­βαί­νει γύ­ρω της.

5. Νί­κος Κυ­πουρ­γός Το αλο­γά­κι της Πα­να­γί­ας

6ο μέ­ρος απ’ τις “Εν­νέα μου­σι­κές ει­κό­νες για κι­θά­ρα”. Εδώ, βλέ­που­με και ακού­με πλάι στο σχή­μα αυ­τού του πα­ρά­ξε­νου ζώ­ου που απο­κε­φα­λί­ζει τον ερα­στή του, έναν κρυμ­μέ­νο ελ­λη­νι­κό χο­ρό.

6. Νί­κος Κυ­πουρ­γός Το μο­νο­πά­τι για το σπί­τι

Απ’ τις “Εν­νέα μου­σι­κές ει­κό­νες για κι­θά­ρα”, το τε­λευ­ταίο μέ­ρος, με μια δυ­ρυθ­μία που με­τε­ω­ρί­ζε­ται στον χρό­νο. Ένας απο­χαι­ρε­τι­σμός στο τα­ξί­δι που τα προη­γού­με­να μέ­ρη έστη­σαν για τον πε­ρι­πα­τη­τή.

7. Νί­κος Μα­μα­γκά­κης Αρε­τού­σα

4ο μέ­ρος απ’ το “Εγκώ­μιο στον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι”, σε επτά μέ­ρη, γραμ­μέ­νο για τον Γιώρ­γο Μου­λου­δά­κη, που το πρω­το­έ­παι­ξε το 1997 στο άλ­μπουμ-αφιέ­ρω­μα: “Μι­κρή ανα­φο­ρά στον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι.” Το βλέμ­μα του Μα­μα­γκά­κη προς τον τό­πο του. Το συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε σε δια­φο­ρε­τι­κές εναρ­μο­νί­σεις που ο Μα­μα­γκά­κης κα­τά και­ρούς επι­χει­ρού­σε προς το μεί­ζον έρ­γο της πα­τρί­δας του, τον “Ερω­τό­κρι­το”, απ’ το 1964, ως την με­τέ­πει­τα όπε­ρά του. Η πολ­λα­πλή χρή­ση θε­μά­των που τον στοί­χειω­ναν ήταν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στην ιστο­ρία του, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό που μοι­ρά­ζο­νταν με τον φί­λο και συ­ντο­πί­τη του Χα­τζι­δά­κι. Η Αρε­τού­σα μο­νο­λο­γεί μέ­σα απ’ το στό­μα του Κορ­νά­ρου με πο­λύ­τι­μα για μας σή­με­ρα λό­για, λό­για που ζω­γρα­φί­ζουν μια απ’ τις πιο ανά­γλυ­φες εξο­μο­λο­γή­σεις για τον έρω­τα μέ­σα στην ιστο­ρία της γλώσ­σας. Εδώ, ένα πιο εκτε­νές από­σπα­σμα απ’ το Γ του Ερω­τό­κρι­του (στί­χοι 1409-1438), που χρη­σι­μο­ποιεί ο Μα­μα­γκά­κης:

Tα λό­για σου, Pωτό­κρι­τε, φαρ­μά­κι-ν εβα­στού­σαν,
κι ουδ' όλ­πι­ζα, ουδ' ανί­με­να τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακού­σαν.
Ίντά'ναι τού­τα τά μι­λείς, κι ο νους σου πώς τα βά­νει;
Πού τα'βρε αυ­τά­να η γλώσ­σα σου οπού μ' ανα­θι­βά­νει;
Kαι πώς μπο­ρεί τού­τ’ η καρ­διά, που με χα­ρά με­γά­λη 
στη μέ­σην της εφύ­τε­ψε τα νό­στι­μά σου κάλ­λη,
και θρέ­φει σε κα­θη­μερ­νό, στα σω­θι­κά ρι­ζώ­νεις,
πο­τί­ζει σε το αί­μα τζη, κι’ αθείς και με­γα­λώ­νεις,
κι ως σε ‘βα­λε, σ' εκλεί­δω­σε, δε θέ­λει μπλιό ν' ανοί­ξη,
και το κλει­δίν ετσά­κι­σε, άλ­λης να μη σε δεί­ξη,
και πώς μπο­ρεί άλ­λο δε­ντρό, άλ­λοι βλα­στοί κι’ άλλ' ά'θη,
μέ­σα τζη μπλιό να ρι­ζω­θού, που το κλει­δίν εχά­θη;        
Ζγου­ρα­φι­στή σ' όλον το νου έχω τη στό­ρη­σή σου,
και δεν μπο­ρώ μάλ­λη πλιό να δω πα­ρά την εδι­κή σου.
Xίλιοι ζγου­ρά­φοι κι α βρε­θού, με τέ­χνη, με κο­ντύ­λι,
να θέ να ζγου­ρα­φί­σου­σι μά­τια άλ­λα κι άλ­λα χεί­λη,
τη στό­ρη­σή σου ως τη­νε δου, χά­νε­ται η μά­θη­σή ντως,     
για­τί κάλ­λιά ν’ η τέ­χνη μου πα­ρά την εδι­κήν τως.
Eγώ όντε σ' εζ­γου­ρά­φι­σα, ήβγα­λα ‘κ την καρ­διά μου
αί­μα και με το αί­μα μου εγί­νη η ζγου­ρα­φιά μου.
κι όποια με αί­μα της καρ­διάς μιά ζγου­ρα­φιά τε­λειώ­ση,
κά­νει την όμορ­φη πολ­λά, κι ου­δέ μπο­ρεί να λιώ­ση.      
Πά­ντά 'ναι σάρ­κα ζω­ντα­νή, κα­τα­λυ­μό δεν έχει,
και ποιός να κά­μη ζγου­ρα­φιά μπλιό σαν εμέ κα­τέ­χει;
Tα μά­τια, ο νους μου κι η καρ­διά κι η όρε­ξη θε­λή­σα,
κι εσμί­ξαν και τα τέσ­σε­ρα, όντε σ' εζ­γου­ρα­φί­σα.
και πώς μπο­ρώ να σ' αρ­νη­θώ; κι α θέ­λω, δε μ' αφή­νει      
τού­τη η καρ­διά που εσύ 'βα­λες ‘ς τς αγά­πης το κα­μί­νι,
κι εξα­να­γί­νη στην πυ­ρά, την πρώ­τη Φύ­ση εχά­σε,
η στό­ρη­σή μου χά­θη­κε και τη δι­κή σου επιά­σε.

8. Νί­κος Μα­μα­γκά­κης Χα­σά­πι­κο

2ο μέ­ρος απ’ το “Εγκώ­μιο στον Μά­νο Χα­τζι­δά­κι”. Ο Μα­μα­γκά­κης έγρα­φε στο εσώ­φυλ­λο εκεί­νου του άλ­μπουμ: “… ένας πρω­το­γε­νής δη­μώ­δης σκο­πός (Χα­σά­πι­κο) που πά­νω του στη­ρί­χθη­καν πολ­λά ρε­μπέ­τι­κα, κι απ’ τον οποίο [ο Μά­νος] εί­χε βα­θειά επη­ρε­α­στεί…”
Η εδώ εκτέ­λε­ση φι­λο­δο­ξεί τη θερ­μο­κρα­σία μιας λαϊ­κής κι­θά­ρας, βγαλ­μέ­νης κα­τ’ ευ­θεί­αν απ’ την πλού­σια μυ­θο­λο­γία του Μα­μα­γκά­κη, με την ζώ­σα υπε­ρο­ψία της προς την “τε­λειό­τη­τα”, με τα τσα­κί­σμα­τα εκεί­να του χρό­νου που κά­νουν το χα­σά­πι­κο χο­ρό της εξο­μο­λό­γη­σης και της μέ­θε­ξης, έναν τό­πο όπου επι­τρέ­πε­ται να κι­νεί­σαι πα­ράλ­λη­λα με τους άλ­λους, ενώ πα­ρα­μέ­νεις εναρ­μο­νι­σμέ­νος με τον βα­θύ­τε­ρό σου πυ­ρή­να.

9. Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης Πα­ρά­ξε­νο τραί­νο

Γρά­φτη­κε αρ­χι­κά ως θραύ­σμα μου­σι­κής για την ται­νία του Πλού­ταρ­χου Καϊ­τα­τζή: “Παι­διά εί­μα­στε τό­τε… οι Μι­κρα­σιά­τες θυ­μού­νται”. Στην συ­γκε­κρι­μέ­νη σκη­νή της ται­νί­ας ένα τραί­νο από επί­και­ρα επο­χής, τραί­νο του 1922, φορ­τω­μέ­νο με πρό­σφυ­γες, δια­περ­νά την ελ­λη­νι­κή ύπαι­θρο. Αυ­τοί οι άν­θρω­ποι φέ­ρουν μα­ζί με τον πό­νο της ξε­νι­τιάς στην ίδια τους την πα­τρί­δα, τα κου­τσά μέ­τρα των χο­ρών που κρα­τούν στο στό­μα και στην καρ­διά τους. Το θέ­μα με τα χρό­νια με­ταλ­λά­χτη­κε σε μια μι­νια­τού­ρα για κι­θά­ρα, που -πά­ντως- πε­ριέ­χει τις αρ­χι­κές της προ­θέ­σεις. Πα­ρα­μέ­νει ένα τραί­νο με άλ­φα-γιώ­τα, που μο­νο­λο­γεί το ανα­πά­ντη­το ερώ­τη­μα της ξε­νι­τιάς στον ίδιο σου τον τό­πο.

10. Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης Νυ­χτε­ρι­νή πτή­ση

Το 9ο μέ­ρος απ’ το έρ­γο “Ο νέ­ος και η κου­κου­βά­για”, πά­νω σε μια ιστο­ρία του Μου­λου­δά­κη. Δια­τη­ρεί την ανή­συ­χη κί­νη­ση ενός απρό­σμε­νου νυ­κτε­ρι­νού ανέ­μου και ενός τύ­μπα­νου που στοι­χειώ­νει εξα­ντλη­τι­κά τα πά­ντα. Στο εσώ­φυλ­λο του δί­σκου δια­βά­ζου­με για την ει­κό­να:

«Στρώ­νω την μπέρ­τα στο χα­λί­κι και κά­νω τό­πο να πα­τή­σει. Δεν ξέ­ρω τό­σα χρό­νια πού το έκρυ­βα αυ­τό το χα­λί. Το τρά­βη­ξα, με μια αστρα­πιαία κί­νη­ση, όπως ο πα­τέ­ρας μου τρα­βού­σε την τσα­τσά­ρα του απ’ την κω­λό­τσε­πη για να ισιώ­σει μια τού­φα που ξέ­φυ­γε απ’ τον έλεγ­χο. Πά­νω σ’ αυ­τό το χα­λί θα τα­ξι­δέ­ψου­με. Από ψη­λά βλέ­που­με την Κνω­σό ερεί­πια, γύ­ρω από το λευ­κό κρί­νο του πρί­γκη­πα· μα­κριά, κά­τω απ’ τη θά­λασ­σα, κοι­μά­ται το ηφαί­στειο της Σα­ντο­ρί­νης. Χτυ­πά­ει μέ­σα μου, αστα­μά­τη­τα, ο πα­λιός ήχος του τύ­μπα­νου, βου­βός. Με σπρώ­χνει, υπνω­τι­σμέ­νο. Στέ­κο­μαι πά­νω απ’ το κο­ρί­τσι μου, δια­τά­ζο­ντας τη μπέρ­τα να δια­βεί αυ­τόν τον κό­σμο.»

11. Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης Ρο­λό­για Ν. 5 - το σα­λό­νι

5ο μέ­ρος απ’ την οκτα­με­ρή ενό­τη­τα “Ρο­λό­για”, του Γ. Μου­λου­δά­κη, πά­νω σε μια επί­σης δι­κή του ιστο­ρία. Δια­βά­ζου­με στην ει­σα­γω­γή του έρ­γου, και στο νού­με­ρο 5, που εί­ναι το “ρο­λόι του σα­λο­νιού”:

Στο σπί­τι ήτα­νε οχτώ ρο­λό­για. Ένα σε κά­θε δω­μά­τιο και με­ρι­κά ακό­μα. Κα­νείς δεν ήξε­ρε να πει για­τί η οι­κο­γέ­νεια χρειά­ζο­νταν τό­σα ρο­λό­για για να με­τρά τον χρό­νο της, πο­λύ δε πε­ρισ­σό­τε­ρο που κα­νέ­να από αυ­τά δεν έδει­χνε την ίδια ώρα (…)
Ο χρό­νος στο σα­λό­νι ήταν αλ­λιώς αρ­γός. Εκεί που σε άλ­λους και­ρούς εί­χε ζή­σει πο­λύ­χρω­μες γιορ­τές και συ­γκε­ντρώ­σεις εκρη­κτι­κές σαν ξαφ­νι­κό γέ­λιο, έβλε­πε τώ­ρα το ρο­λόι να μέ­νει σιω­πη­λό και αγκυ­λω­μέ­νο σε μια και μό­νη στά­ση, σαν κά­ποιος να πα­ρα­μέ­λη­σε το κα­θή­κον του να το κουρ­ντί­σει, και τον αέ­ρα γύ­ρω απ’ αυ­τό να στέ­κε­ται πη­χτός σαν το σι­ρό­πι της μά­νας του και ομι­χλώ­δης σαν ιστός αρά­χνης. Του άρε­σε να μέ­νει μέ­σα σ’ αυ­τό το δω­μά­τιο, για­τί πε­ριεί­χε τον μό­νο ακί­νη­το χρό­νο που μπο­ρού­σε να χω­ρέ­σει την ονει­ρο­πό­λη­ση και ταυ­τό­χρο­να μια αστρα­πιαία πε­ρί­λη­ψη του πα­ρελ­θό­ντος, σαν ασπρό­μαυ­ρη οι­κο­γε­νεια­κή φω­το­γρα­φία που πά­λιω­σε στις άκρες της και μό­νο (…)

12. Γιώρ­γος Μου­λου­δά­κης Γα­λά­ζιο αμα­ξάκι

Μια παι­δι­κή ει­κό­να, το 4ο μέ­ρος απ’ το “Ο νέ­ος και η κου­κου­βά­για”. Δια­βά­ζου­με για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη σκη­νή:

Τρέ­χω κα­βά­λα σε γα­λά­ζιο αμα­ξά­κι, με κου­δού­νια, στους δρό­μους της μη­τέ­ρας πό­λης. Ό,τι κρα­τή­σω μες τα χέ­ρια μου, από δω και μπρος εί­παθα ‘ναι δι­κό μου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: