Οι γυναίκες
Οι γυναίκες που αγάπησα, δεν γέρασαν. Περνούν στο δρόμο, κρατώντας από το χέρι την σκιά τους και ο αέρας πάλλεται ως όψη θαλάσσης προσεκτικής μήπως ταράξει τα μεσονύκτια όνειρα, το χάραμα φτάσει νοτισμένο και τα χείλη ξημερωθούν στεγνά.
Οι γυναίκες που αγάπησα, δεν γέρασαν. Κρατούν την ανάσα τους ώσπου να θεριέψει το κορμί τους και να αστράψει ο ουρανός τους, να ακουστεί η βροντή και να πέσει η βροχή τους, να προβάλει αμέσως το φύτρο τους, πάλι να ποτιστεί και να ανθίσει.
Δεν γέρασαν οι γυναίκες που αγάπησα. Στέκουν δίπλα στην ανοιχτή εξώθυρα, η είσοδος πίσω τους σκοτεινιάζει, λες πως εκεί κοιμάται ανέσπερο το φως, μια πυγολαμπίδα να υπόσχεται θρίαμβο της στάλας που γενιέται για να ανοίξω την παλάμη μου.
Δεν γέρασαν οι γυναίκες που αγάπησα. Προσέχουν το πρόσωπό μου, βλέπουν τα ίχνη τους ανθοφορούντα στα μάτια μου, βρίσκουν την οσμή τους στην ανάσα μου, ακούν την φωνή τους στην προσκύνηση της μορφής τους. Δεν γέρασα με τις γυναίκες που αγάπησα, ούτε εκείνες γέρασαν.