H πανταχού παρουσία των σπουργιτιών και άλλα ποιήματα

Μετάφραση: Νέλλη Σιάρρου
Ο Craig Arnold (φωτ. Amanda Abel)
Ο Craig Arnold (φωτ. Amanda Abel)

Pitahaya

Μά­θε μoυ ένα φρού­το της
πα­τρί­δας σου εί­πα κι εσύ τρύ­πω­σες για λί­γο σ’ ένα μα­γα­ζί
κι ύστε­ρα βγή­κες κρα­τώ­ντας στο χέ­ρι σου για μέ­να
ένα κί­τρι­νο πα­χύ κου­κου­νά­ρι.

δεν εί­χα­με μα­χαί­ρι
το έβα­λες στα δό­ντια σου
λο­ξά σαν που­λί και δά­γκω­σες
κι έσπα­σες τα σαρ­κώ­δη
φύλ­λα του ή μή­πως ήταν πέ­τα­λα

λευ­κό σχε­δόν στην καρ­διά
γε­μά­το μαύ­ρους σπό­ρους
γλυ­κό κι ελα­φρύ σαν πα­γω­μέ­νο σύν­νε­φο
σαν ένα εξω­τι­κό σορ­μπέ που προ­ω­θούν
σκυ­τα­λο­δρό­μοι από μια βου­νο­κορ­φή
χέ­ρι με χέ­ρι απευ­θεί­ας
στο ψη­λό τρα­πέ­ζι των Ίν­κας.

Κα­θί­σα­με σε με­ταλ­λι­κές κα­ρέ­κλες
ακό­μα υγρές απ’ τη βρο­χή το ρού­χο μου
μού­σκε­μα περ­νού­σε το φρού­το σου από τον ένα στον άλ­λο
όσο κι αν προ­σέ­χα­με δεν κα­τα­φέ­ρα­με
να μη χύ­σου­με το χυ­μό
τα μά­γου­λά μας να κολ­λά­νε τα δά­χτυ­λά μας
κι αυ­τά να κολ­λά­νε τα δά­χτυ­λά ο ένας του άλ­λου όχι
ού­τε μια στιγ­μή δεν αγ­γί­ξα­με


Στο­χα­σμοί πά­νω σε ένα γκρέιπ­φρουτ

Να ξυ­πνάς όσο υπάρ­χει χρό­νος για τα πά­ντα
Προ­τού τα άγ­χη της ημέ­ρας
σε αρ­πά­ξουν
Να έρ­χε­σαι στην κου­ζί­να
Και να ξε­φλου­δί­ζεις μια μι­κρή μπά­λα του μπά­σκετ
για πρω­ι­νό
Να αφαι­ρείς το πε­ρί­βλη­μα
σαν στρώ­μα από βαμ­βά­κι   ένα σύν­νε­φο από λά­δι
να δρα­πε­τεύ­ει απ’ τις τρυ­πί­τσες των πό­ρων
κα­θα­ρό και αψύ σαν πι­πέ­ρι
Να απο­μα­κρύ­νεις κά­θε απα­λό ροζ τμή­μα από τη θή­κη του
πο­λύ προ­σε­χτι­κά να μη σπά­σει
ού­τε ένα μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο κο­χύ­λι
Να αφή­νεις κά­θε κομ­μά­τι να γλι­στρή­σει
σε ένα ψυ­χρό μπλε κι­νέ­ζι­κο μπολ
ο χυ­μός να λι­μνά­ζει ωσό­του ολό­κλη­ρο
το φρού­το πια χω­ρι­στεί από τη φλού­δα του
και μό­νο τό­τε να τρως
μια τό­σο γλυ­κιά πει­θαρ­χία
εντε­λώς ανού­σια μια ιε­ρή
σύ­μπρα­ξη των χε­ριών και των αι­σθή­σε­ων
μια παύ­ση ένα μι­κρό κε­νό
κά­θε χρό­νο δυ­σκο­λό­τε­ρο να ζεις δί­πλα
κά­θε χρό­νο δυ­σκο­λό­τε­ρο να ζεις δί­χως



H πα­ντα­χού πα­ρου­σία των σπουρ­γι­τιών

Ζη­τή­θη­κε κά­πο­τε από έναν τα­ξι­διώ­τη που γνώ­ρι­σε πολ­λές ηπεί­ρους να ανα­φέ­ρει το πιο αξιο­ση­μεί­ω­το από όλα όσα εί­δε. Εκεί­νος απο­κρί­θη­κε: η πα­ντα­χού πα­ρου­σία των σπουρ­γι­τιών. —Adam Zagajewski

Σπουρ­γί­τι που σύ­ρει μια μα­κρό­στε­νη κό­ρα ψω­μιού πί­σω του
Σπουρ­γί­τι που το κε­φά­λι του έχει μεί­νει φα­λα­κρό απ’ τις αμέ­τρη­τες δια­μά­χες
Σπουρ­γί­τι που γέρ­νει το κε­φά­λι λί­γο στο πλάι λες κι αμ­φι­βάλ­λει για κά­τι
Σπουρ­γί­τι που ακο­λου­θεί κά­θε ελά­χι­στη χει­ρο­νο­μία σου
Σπουρ­γί­τι που κα­τα­σκο­πεύ­ει από μα­κριά την άκρη ενός τρα­πε­ζο­μά­ντη­λου που τρέ­μει
Σπουρ­γί­τια που ορ­μούν εκεί που συ­γκε­ντρώ­νο­νται σπουρ­γί­τια
Σπουρ­γί­τι που χτυ­πά τα φτε­ρά ενώ σέρ­νει μια φρά­ου­λα
Σπουρ­γί­τι λη­στής με μαύ­ρη μά­σκα που κλέ­βει ένα μα­ντή­λι
Σπουρ­γί­τι που η αγα­πη­μέ­νη του ποι­η­τή κρα­τά αγκα­λιά για να τον κά­νει
να ζη­λέ­ψει ενώ εκεί­νο τσι­μπά το δά­χτυ­λό της δυ­να­τά δυ­να­τό­τε­ρα
Σπουρ­γί­τι που κυ­νη­γά μια χάρ­τι­νη πε­τα­λού­δα που ανε­μί­ζει και τσι­μπά­ει τον αέ­ρα κά­θε φο­ρά που απο­τυγ­χά­νει να την φτά­σει
Σπουρ­γί­τι άγριο, σπουρ­γί­τι ανυ­πο­χώ­ρη­το κα­νέ­να έλε­ος
Σπουρ­γί­τι νε­οσ­σός με ασχη­μά­τι­στα ακό­μα φτε­ρά, μέ­νει σκυ­φτό στο περ­βά­ζι
Σπουρ­γί­τι που παι­δεύ­ε­ται πά­νω από ένα κομ­μά­τι ψω­μί ώσπου να αρ­πά­ξει την ψί­χα του
Σπουρ­γί­τι που τα πό­δια του με­τα βί­ας λι­κνί­ζουν το κλα­ρά­κι μιας ιτιάς και που ορ­μά στον αέ­ρα προ­κα­λώ­ντας ανε­παί­σθη­το τρέ­μου­λο στα φύλ­λα
Σπουρ­γί­τι το χρώ­μα της σκό­νης και της λά­σπης και των ξε­ρών βλα­στών
Σπουρ­γί­τια που συλ­λαμ­βά­νο­νται στον αέ­ρα από αγρό­τες που χτυ­πούν κα­τσα­ρό­λες
πε­τού­σαν πριν τώ­ρα πε­τα­μέ­να σε μα­λα­κό σω­ρό από σώ­μα­τα
Σπουρ­γί­τι που λέ­ει cheap σπουρ­γί­τι που λέ­ει Philip Philip
σπουρ­γί­τι που κρα­τά τα μυ­στι­κά των με­λαγ­χο­λι­κών αν­δρών και γυ­ναι­κών
σπουρ­γί­τι που πυ­ρο­βο­λεί­ται σπουρ­γί­τι που ηχεί κα­θώς δια­λύ­ε­ται κά­τω από την σό­λα της μπό­τας ενός αγο­ριού όπως ακρι­βώς και τα κα­φέ φύλ­λα του Οκτω­βρί­ου
Σπουρ­γί­τι του οποί­ου την πτώ­ση από τον ου­ρα­νό προ­σέ­χει ποιος Θε­ός
Σπουρ­γί­τι που κά­νει κα­τά­λη­ψη στη φω­λιά μι­κρού που­λιού στα χε­λι­δο­νό­σπι­τα
που με­τα­κο­μί­ζει εκεί μα­ζί με συμ­μο­ρία κα­κο­ποιών και πά­ει η γει­το­νιά
σπουρ­γί­τι που σκό­τω­σε τον Cock Robin κι ύστε­ρα το κρέ­μα­σαν σαν λη­στή
Σπουρ­γί­τι που τα χά­νει δεν ξέ­ρει ποια κα­τεύ­θυν­ση να πά­ρει στο αε­ρο­δρό­μιο και οι κά­με­ρες το κα­τα­γρά­φουν
Σπουρ­γί­τι που λέ­νε πως οδή­γη­σε τους Άγ­γλους στην πί­στη
Σπουρ­γί­τι που ει­σήλ­θε στην βα­σι­λι­κή αί­θου­σα εν μέ­σω χιο­νο­θύ­ελ­λας
φτε­ρού­γι­σε από πα­ρά­θυ­ρο σε πα­ρά­θυ­ρο κι εξα­φα­νί­στη­κε
Σπουρ­γί­τι ονει­ρεύ­ε­σαι κά­τι πα­ρα­πά­νω από λί­γη ζε­στή
ανή­συ­χη ζωή ανά­με­σα σε δύο δια­δρό­μους του τί­πο­τα
ο ένας για πά­ντα που προη­γεί­ται εκεί­νου που για πά­ντα έπε­ται

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: