Pitahaya
Μάθε μoυ ένα φρούτο της
πατρίδας σου είπα κι εσύ τρύπωσες για λίγο σ’ ένα μαγαζί
κι ύστερα βγήκες κρατώντας στο χέρι σου για μένα
ένα κίτρινο παχύ κουκουνάρι.
δεν είχαμε μαχαίρι
το έβαλες στα δόντια σου
λοξά σαν πουλί και δάγκωσες
κι έσπασες τα σαρκώδη
φύλλα του ή μήπως ήταν πέταλα
λευκό σχεδόν στην καρδιά
γεμάτο μαύρους σπόρους
γλυκό κι ελαφρύ σαν παγωμένο σύννεφο
σαν ένα εξωτικό σορμπέ που προωθούν
σκυταλοδρόμοι από μια βουνοκορφή
χέρι με χέρι απευθείας
στο ψηλό τραπέζι των Ίνκας.
Καθίσαμε σε μεταλλικές καρέκλες
ακόμα υγρές απ’ τη βροχή το ρούχο μου
μούσκεμα περνούσε το φρούτο σου από τον ένα στον άλλο
όσο κι αν προσέχαμε δεν καταφέραμε
να μη χύσουμε το χυμό
τα μάγουλά μας να κολλάνε τα δάχτυλά μας
κι αυτά να κολλάνε τα δάχτυλά ο ένας του άλλου όχι
ούτε μια στιγμή δεν αγγίξαμε