Το είχες δει στην Ελευσίνα, σ᾽ εκείνο το αλησμόνητο, ηλιόλουστο, βροχερό, μουντό, θαλπερό, φωτερό, όλα, ταξίδι με τη Λουκία Καμπά, στον αρχαιολογικό χώρο, ένα trip στο παρελθόν που θέλει να γίνει μέλλον παίζοντας σαν ζογκλέρ με τις κορίνες του παρόντος, ναι, Τύχη Αγαθή, χαραγμένο με κεφαλαία, σε μια φαιή πέτρα, και τωόντι τώρα, τύχη αγαθή, φτάνει, πάνω που είχες αρχίσει να εκνευρίζεσαι, ναι, φτάνει ο Ράσκυ ΙΙ, ο Αντρέας Κτενάς, στην ώρα του, έξι το απόγευμα, just, δώδεκα και μία ώρες μετά τις πέντε η ώρα που χαράζει, κι είναι χαραγματιές γεμάτη η ψυχή σου, κόκκινες και βυσινιές και βεραμάν και γαλάζιες και γκρενά και κίτρινες και τιρκουάζ χαραγματιές, μικρές σαν στάλες, όλες σαν την πρώτη σταγόνα της βροχής που σκότωσε το καλοκαίρι μες στο κατακαλόκαιρο και μες στον τριήμερο καύσωνα, καθώς ανασυντάσσεις τις στρατιές της νύχτας και κάνεις λούπινγκ και ρόουλ με τις σκέψεις, ανακατεύοντας την τράπουλα και πάλι και στήνοντας ξανά τους πεσμένους πεσσούς στη σκακιέρα των εικοσιτετραώρων, κι έχεις στου νου το αίθριο χαμόγελο της Λουκίας Καμπά που διανύει την όγδοη δεκαετία στον πλανήτη Γη κι ανακατεύει επίσης, και αυτή, την τράπουλα στο πόκερ της σαγήνης, και σου λέει, σου έχει πει, στην Ελευσίνα εκεί, στο καφενείο Κυκεώνας, ότι ο χρόνος είναι τραμπάλα και τραμπολίνο και μίξερ και σιγαρέτο και βροντή και στραφτάλισμα, ναι, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί είναι ο χρόνος, η καταβύθιση στην τέχνη σου, στη δική σου, στην απόλυτα δική σου, στη μοναδικά δική σου τέχνη, αυτό δεν έκανε ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, Οδυσσέα;, αυτό δεν έκανε ο Τζόνας Μέκας, που εσύ επιμένεις να τον λες Γιόνας, αλλά εμείς, στη Νέα Υόρκη, τον λέγαμε Τζόνας, αυτό, Οδυσσέα μου, δεν κάνεις κι εσύ, με τα κείμενα/εγκαταστάσεις που επεξεργάζεσαι;, αυτό, αυτό, και μόνο αυτό κάνουμε όλοι μας και ο καθένας ξεχωριστά, από τότε, Οδυσσέα, που αποδράσαμε, νύχτα, με τη νυχτικιά και τις παντόφλες και τις άδικες ουλές μας, απ᾽ την ανόητη κι αδιανόητη κι ακατανόητη βία
Καλοδέχεσαι τον Αντρέα Κτενά, με της Λουκίας Καμπά τα λόγια ακόμη στις έλικες του αλλόκοτου εγκεφάλου σου και το αίθριο χαμόγελό της στην κογχική μοίρα, με απανωτές glimpses από τα δάχτυλά της στο όχημα που σας επέστρεψε από την Ελευσίνα στην Αθήνα, και από το φιλμ του βίου της που αναπάντεχα ξετύλιξε, όλες οι δεκαετίες σαν μια σερπαντίνα ή ένα αχανές βίντεο του άχρονου, ένα τέμενος βιωμάτων, μια διαρκής διηνεκής διαλεκτική διαδρομή ανάμεσα στο άχαρο Κακό και στο απαστράπτον Καλό, ανάμεσα στο γκρίζο των εκβιασμών, συναισθηματικών και σωματικών, και στο σαξ της εναντίωσης σε κάθε πίεση, μια γυναίκα, η Καμπά, λεπτοκαμωμένη, λεπταίσθητη, λεπτεπίλεπτη που τα έβαλε με θεούς και δαίμονες για να σωθεί και για να σώσει, ναι, για να σωθεί από το δόκανο μιας βρόμικης μπατιρημένης άθλιας και ελεεινής χλιδής, και για να σώσει τα τρία της παιδιά και την ίδια και την ουσία της και το νόημά της και την προσωπικότητά της και ευαισθησία της και την αισθαντικότητά της ποντάροντας τα λιγοστά της τιμαλφή και την πελώρια ψυχή της στη ρουλέτα της Τέχνης
Το είχες δει στην Ελευσίνα, και το βλέπεις και τώρα, Τύχη Αγαθή, γραμμένο με σπρέι στον τοίχο του Νέου Άλαμουτ, πάνω από τη ζωγραφιά που σου δώρισε η Λουκία Καμπά, και που εικονίζει ένα παγωτό δικής της επινοήσεως, ναι, ζωγραφίζει παιδικά παγωτά η Καμπά, διανύοντας την όγδοη δεκατία της στον βλογιοκομμένο πλανήτη και την πέμπτη δεκαετία της στο πλανητάριο της Τέχνης, κι ακόμα ζωγραφίζει μαύρες θάλασσες και φωτογραφίζει λουόμενους και οδοιπορεί στοχαζόμενη και καταγράφοντας όσα φτάνουν στον αμφιβληστροειδή και μετά τα συνδυάζει με άνθη και με οφθαλμούς και με αστραγάλους και με βοστρύχους όσων αγάπησε μες στα ερείπια μιας εποχής, και είναι η Τέχνη της άλλοτε μια μπαγλαμαδιά στην άβυσσο και άλλοτε ένα εφηβικό λεύκωμα, άλλοτε μια εμπρηστική πύκνωση της ιστορίας του Εικοστού Αιώνα με μνείες, αδιόρατες μολοντούτο, στον Κουνέλλη και στον Ρίχτερ (ααα, ο Γκέρχαρτ, πόσο λαμπερά όμορφος ήταν!, σου λέει στο όχημα όπου ξεδιπλώνει τη ζωή της), και άλλοτε μια εσκεμμένα παιδιάστικη χαρτοκοπτική χαρτοπαικτική
Καλοδέχεσαι τον Αντρέα Κτενά, και σχεδιάζεις να κάνεις ένα μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, αλλά όχι με τον Ευγένιο Ο᾽Νηλ, μα με τον Μπι Γκαν, διασχίζοντας λαβύρινθους και σκακιέρες, ενδίδοντας πού και πού στο απόλυτο στυλιζάρισμα, παίζοντας με τον χρόνο, μεταμφιέζοντας ημερομηνίες, μπλέκοντας το Jules & Jim με το Harold & Maude, μπαίνοντας σε μια παλιά χακί Ντακότα με τον Κτενά και την Καμπά, διασχίζοντας, οι τρεις σας, την κοιλάδα των δακρύων σκασμένοι στα γέλια, και οι τρεις, τρώγοντας πράσινα μήλα και πίνοντας κόκκινο σέρι, κόβοντας με τρυφερότητα ο ένας τα νύχια των ποδιών του άλλου, ακούγοντας Μπιλ Έβανς και Τεντ Μίλτον, γράφοντας στα γρασωμένα άρβυλά σας τους ελβετόψυχους και τους θιασώτες του ταχύπλοου νεοπλουτισμού, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα (εσύ, Οδυσσέα, και η Καμπά — ο Κτενάς απαλλάσσεται του ταμπάκου), κάνοντας κούνια σε κληματσίδες, σφάζοντας φακές να φάτε τα εντόσθια, πίνοντας κινέζικο τσάι με το δείλι, φτάνοντας στην Αρκαδία με το χάραμα, πεταλώνοντας τζιτζίκια, ανακαλύπτοντας ξανά τη γύρη και την κερήθρα, διαβάζοντας Κάλβο και Καλβίνο, μπαινοβγαίνοντας στην σήραγγα του πάθους, φορώντας λευκά λινά πουκάμισα, αφήνοντας νοερά τριαντάφυλλα στο μνήμα του Τσετ Μπέικερ, παραμένοντας προσηλωμένοι στις προσηλώσεις σας, κάνοντας επισκέψεις στον Βίνσεντ Γκάλο, χτυπώντας τατουάζ με φράσεις που έφεραν τον κόσμο πάνω κάτω, ξέροντας ότι το μυστικό είναι να είσαι Παιδί-Τραύμα και Ενήλικας-Θαύμα, θωπεύοντας με κάθε ευκαιρία τα γαϊδουράγκαθα, ενδίδοντας ασμένως σε ξεσκισμένα μελοδράματα
Το είχες δει στην Ελευσίνα, και το βλέπεις και τώρα, Τύχη Αγαθή, και καλοδέχεσαι στο Νέο Άλαμουτ τον Ράσκυ ΙΙ και του βάζεις μια γκράπα να πιει και του μιλάς για το Σχέδιο Ωμέγα και σου μιλάει για το πρότζεκτ Industrial Gatsby και του αναλύεις το έπος Το Στέρνο του Κερκ και σε ξεναγεί στο σενάριο Η Ασπρόμαυρη Τρίχα του Γκαζάρα και του λές, Δύο αρνήσεις δεν κάνουν μία κατάφαση αλλά μια άρνηση στο τετράγωνο, και σου λέει, Δύο σακατεμένοι δεν κάνουν έναν υγιή αλλά ένα ρημαγμένο τίποτα, και του λες, Δέκα προφιτερόλ δεν κάνουν καμπύλες ευζωΐας αλλά οδηγούν στον όλεθρο, και σου λέει, Σαράντα ακροάσεις του Ege Bamyasi δεν μάς κάνουν σαράντα ακροάσεις ενός αριστουργήματος αλλά ογδόντα χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσα ήγουν και ίσον και τουτέστιν ένα ταξίδι στον υποβρύχιο παράδεισο, και του λες, του Αντρέα Κτενά, Τώρα που είπες για ταξίδι να κάνουμε το ταξίδι εσύ εγώ και η Καμπά, ναι, να κάνουμε το ταξίδι εσύ εγώ και η Καμπά, ναι, να κάνουμε το ταξίδι εσύ εγώ και η Καμπά, ναι, να κάνουμε το ταξίδι εσύ εγώ και η Καμπά, ναι,
[Συνεχίζεται εις το Επόμενον]