«Μια νεανική μου φιλοδοξία ήταν να τυπωθούν χιουμοριστικά σκίτσα μου σε ταχυδρομικά δελτάρια. Έτσι το 1909, στην Κέρκυρα, επρότεινα στους Αδελφούς Ασπιώτη, οι οποίοι είχαν εκδώσει τότες μια σειρά δελτία με τοπία και τύπους της Κέρκυρας, να εκδώσουν και μια σειρά δικών μου ευθυμογραφικών σκίτσων κερκυραϊκών σκηνών, που είχα ετοιμάσει επί τούτου. Δεν τα βρήκαν όμως, με το δίκιο τους, της αρεσκείας τους και η επιθυμία μου αυτή δεν έγινε τότε…».
Τα λόγια αυτά του Ηλία Κουμετάκη (1889 - 1979), ενός από τους πρωτομάστορες της ελληνικής γελοιογραφίας, είναι καταγραμμένα στο λεύκωμα «Ο σκιτσογράφος Ηλίας Κουμετάκης» (εκδ. ΑΓΡΑ/Ε.Λ.Ι.Α., 1998), ένα συλλογικό έργο με κατατοπιστικά κείμενα της κόρης του, Αγγελικής Κουμετάκη-Παπαδοπούλου, του γελοιογράφου Αρχέλαου και του συναδέλφου του, Κώστα Μητρόπουλου, καθώς και των Δημήτρη Πόρτολου, Οδυσσέα Δημητρακόπουλου και του ποιητή / βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου (1939). Η επιθυμία που περιέγραφε ο Ηλίας Κουμετάκης δεν πραγματώθηκε τότε. Σηματοδότησε όμως την μετέπειτα δημιουργία μιας σειράς ευθυμογραφικών δελταρίων που έφεραν τη –συντομογραφική–υπογραφή του: Η.Κ.
Το «αστέρι του χιουμοριστικού στερεώματος» σύμφωνα με τον ομότεχνό του, Αρχέλαο, μεσουράνησε την εποχή του μεσοπολέμου. Αυτοδίδακτος, δημοσίευσε τις πρώτες γελοιογραφίες του το 1910 στο Ημερολόγιο του Σκόκου. Ο ίδιος είχε πει για εκείνη τη –σημαδιακή- συνεργασία: «Πρωτάρχισα από το Ημερολόγιο του Σκόκου. Νεαρός ακόμα είχα φιλοδοξήσει να εμφανισθώ κι εγώ γελοιογραφικός συνεργάτης σ’ αυτό το πανελληνίου φήμης περιοδικό κι έγραψα, από την Κέρκυρα, στον μακαρίτη Κ. Σκόκο, τέλη του 1908, προσφέροντάς του συνεργασία. Εδέχτηκε ευχαρίστως και τα πρώτα μου σκίτσα εδημοσιεύοντο στον τόμο του 1910 (ο οποίος έτυχε να είναι και πανηγυρικός) μαζί με τη φωτογραφία μου συνοδευόμενη με κάμποσα κολακευτικά λόγια για το “μικρό συνεργάτη”. (…) Στο Ημερολόγιο του Σκόκου χρωστάω το μεγαλύτερο μέρος της φήμης μου ως γελοιογράφος».
Μέχρι την οικειοθελή –και οριστική– αποχώρησή του από το επάγγελμα του σκιτσογράφου, λόγω της δικτατορίας του Μεταξά, ο Ηλίας Κουμετάκης ανέδειξε το μεγάλο ταλέντο του, με φινετσάτο στιλ και χιουμοριστικές συνθέσεις. Οι γελοιογραφίες του δημοσιεύονταν στις εφημερίδες Χρόνος, Αθήναι και Πρωία, στα Παναθήναια του Γ. Βλάχου, στο Ρωμιό του Σουρή, στο σατιρικό Σατανά κ.ά. Πολυτάλαντος και πολυπράγμων, πειραματίστηκε με την ανάπτυξη μιας χιουμοριστικής ιδέας σε περισσότερες της μιας εικόνες, προσεγγίζοντας (πρώιμα για τα ελληνικά δεδομένα) τους κώδικες των κόμικς. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη διαφήμιση δημιουργώντας τη μακροβιότερη διαφήμιση στην Ελλάδα, που έγινε διαχρονικό σλόγκαν. Το «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι Μίσκο», με τον ομώνυμο καλόγερο καβάλα στο γαϊδουράκι του να φεύγει από το μοναστήρι για ψώνια, και τον ηγούμενο να του φωνάζει τη θρυλική παραγγελία, αποτυπώθηκε στο υποσυνείδητο των καταναλωτών για έναν ακόμα λόγο. Λέγεται ότι η επιλογή των μοναχών για να διαφημίσουν μακαρόνια βασιζόταν στη λαϊκή αντίληψη ότι στα μοναστήρια έτρωγαν καλά, άρα ήξεραν τι να ψωνίσουν. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι αυτή η διαφημιστική γελοιογραφία είχε παλαιότερες ρίζες και αφορούσε κάποιο άλλο προϊόν που επίσης είχε διαφημίσει ο Ηλίας Κουμετάκης. Σε εκείνη την αρχική εκδοχή τα μακαρόνια ήταν τσιγάρα, αντί της Μίσκο ήταν η καπνοβιομηχανία Γιαννουκάκη και ο (αμετάβλητα καλόγερος) Ακάκιος, λεγόταν σε εκείνη τη διαφήμιση Ονούφριος. Άγνωστο παραμένει αν το κάπνισμα εντασσόταν, επίσης, στις εμπειρικές γνώσεις των μοναχών.