Ξέρουν οι γέροι πού πάνε. Είπα κι ήρθα στην Αιδηψό. Το ταξίδι; Θα σε γελάσω. Εσχάτως δεν πολυθυμάμαι πού πάω και τι κάνω. Σταμάτησα σ’ έναν εγκαταλειμμένο Σταθμό Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών. Τόποι χωρίς παρελθόν σαν ηθοποιοί. Ορίστε, η μόνη σημείωση απ’ όλη τη διαδρομή. Εσύ ταξίδευες αλλιώς, χωρίς Σ.Ε.Α. κι εθνικές οδούς. Έφτανες κατάκοπος κι άρχιζες τα μπάνια, τα ιαματικά. Εγώ βολτάρω άπραγος στην πόλη, τα μπάνια τ’ αφήνω για τα βράδια. Τρέχει το ίδιο ζεστό νερό που ‘τρεχε στις μέρες σου. Μας ενώνουν τα αρχαία νερά. Κι ας μην έχω στέκι δικό μου, όπως εσύ. Την αράζω νυχτιάτικα στις δημόσιες γούρνες. Με τον πάσα ένα δίπλα. Βουλιάζω ως το πηγούνι και χάζευω το υπερπολυτελές ξενοδοχείο του 1896 με την εκλεκτή πελατεία και τα λευκά λινάρια. Ακούω τα σέρβικα, τα γερμανικά, τα ελληνικά. Ανήκω σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει ή σ’ έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, δεν ξέρω τι από τα δυο. Μικρή η διαφορά, λες. Γιατί δεν καταλαβαίνεις από τέτοια ερωτήματα, εσύ· που ήσουν ένα με τον κόσμο και τον λύγιζες όπως ήθελες, βάναυσα. Άλλος κόσμος τώρα, γι’ αυτό κρύβεσαι. Ας ξεμύτιζες απ’ τη σπηλιά και θα σε πήγαινα σ’ εκείνο το ετοιμόρροπο κατακόκκινο ξενοδοχείο που το αγαπούσε, λένε, ο Κωστής Παλαμάς, ένας ποιητής που νόμισε ότι οι Νέοι Έλληνες είναι Ρωμιοί, ή κάτι τέτοιο. «Στ’ αρχίδια μας κι εμας -- Κωστής Παλαμάς», αυτό θα πει ποίηση! Σ’ αρέσει το στιχάκι, ναι. Κι ας έχεις πείρα από τους παλιούς Έλληνες μόνον. Έσφαξες κάμποσους. Ως και τα δέντρα από την Ακαδημία του Πλάτωνα ξερίζωσες, που ήταν η πιο δασωμένη περιοχή της Αθήνας. Κι άρπαξες τα αναθήματα από τα ιερά, τα μοίρασες στους στρατιώτες σου... Μη μου θυμώνεις, μην παίζεις με τα φώτα και μ’αφήσεις στο σκοτάδι! Κάνε υπομονή. Κι εγώ θα σ’ αφήσω στην ησυχία σου. Αν κι είναι ωραία εδώ μέσα. Κρίμα που η σπηλιά σου δεν είναι και πολύ δημοφιλής. Ψυχή δεν έρχεται εδώ πέρα. Ρωτούσα γι’ αυτήν και μου είπαν ότι δεν αξίζει: τι να κάνετε εκεί, δεν έχει τίποτα· τα λόγια μιας νεαράς γκαρσόνας. Με άδειο βλέμμα το ‘πε. Μαθήτρια του δύο, ακόμη μια. Αλλά με επηρέασε. Έπαυσα να ρωτώ για τη σπηλιά σου. Ύπουλα μας καταβάλλει το κενό. Παύει τις αναζητήσεις. Κι όταν σ’ έψαξα ξανά –με τράβαγε η ονομασία, βλέπεις: η σπηλιά του Σύλλα – χάθηκα σε φριχτούς μαχαλάδες στην άνω μεριά της πόλης, εκεί που δεν πατάει τουρίστας, ούτε γέρος. Απόψε έπεσα πάνω σου, γυρνούσα ανάμεσα στις πολυκατοικίες και να την η σπηλιά, φανερώθηκε σαν κήτος. Εντέλει το καλύτερο σημείο σ’ όλη την πόλη της Αιδηψού. Μοιάζει με ανοιχτό στόμα μαύρο, ένα ρήγμα. Σε φαντάζομαι να χαλαρώνεις στα καυτά νερά που τρέχανε απ’ τους βράχους, θα ‘χες και σκλάβες καλές. Ο Πλούταρχος λέει πως μάζευες τους πιο θρασείς από τους ηθοποιούς και τους πιο φιλήδονους ανθρώπους του θεάτρου απ’ όλη την αυτοκρατορία για τις ακολασίες σου, και μίμους και γελωτοποιούς για να σας συνοδεύουν. Λοιπόν θα σου άρεσε η Αιδηψός, που ‘χε μακρά φήμη στην ασωτεία, αρκετή για να πουν αργότερα πως είναι τα Σόδομα και τα Γόμορρα, το πρότυπό τους πάντως. Η ευεξία βρίσκεται πολύ κοντά στην ακολασία. Ένα κλικ που λένε. Το σκεφτόμουν σε μια ταβέρνα εχθές που ρωτούσαν αν θέλω από τα απαγορευμένα. Δεν κατάλαβα τι εννοούσαν· τα θαλασσινά απ’ ό,τι φάνηκε, πετροσωλήνες, γόνο και άλλα τέτοια. Όλα επιτρέπονταν στις μέρες σου, ναι. Δεν απειλούνταν με εξαφάνιση! Και τι δεν αφανίστηκε στο μεταξύ, και τι δεν αφανίζεται, πίστεψέ με! Στο διπλανό τραπέζι μπαστακώθηκε μια οικογένεια. Με σβέρκα και κοιλιές. (Νομίζω ο Τζακ Κέρουακ είχε πει ότι οι Έλληνες είναι η ασχημότερη ράτσα στον κόσμο.) Η μάνα έδειχνε στα παιδιά πώς να τρώνε τις γυαλιστερές ωμές, σκέτο γλύκισμα, τους έλεγε, κι η έκφραση: σκέτο γλύκισμα μ’ έκανε να ανατριχιάζω. Βρέχεις τις γυαλιστερές με λεμόνι και μόλις σκιρτήσουν τις ρουφάς ζωντανές. Τους κοιτούσα και μου ‘ρθες στο μυαλό να ρουφάς έτσι την χώρα όλη. Την Ελλάδα ολόκληρη, ναι. Όπως έκανες με την Αθήνα που τη γονάτισες, την έφερες στις έσχατες στιγμές της, όπως μας τα λέει ο Πλούταρχος. Πόσο κοντά σου βρίσκομαι, ολετήρα των Αθηνών; Σχεδόν τη νιώθω την ανάσα σου. Η ρωμαϊκή κατάκτηση θα ήταν μια κάποια λύσις οποτεδήποτε, να ‘χε φραγκεύσει ο τόπος απ’ άκρη σ’άκρη. Έτσι λες; Ποιος ξέρει, οι Λατίνοι θα είχαν φτιάξει μια Βενετία στο Μαντούδι και μια Φλωρεντία στην Αμαλιάδα, μπορεί! Όσο να ‘ναι ο θάνατος στη Βενετία έχει μια διαφορά ποιοτική από τον θάνατο στην Αιδηψό. Αχά! Τώρα που λέω τέτοια σ’ αρέσει η παρέα μου κι έπαψες να πειράζεις τους φανοστάτες... Τα ‘χαν πει για σένα, ότι η βαναυσότητα υπαγορεύει όλες τις πράξεις σου κι ότι μόνο η κολακεία της βάζει χαλινάρι. Ανθρώπινα πράγματα. Το μόνο κέρδος που ‘χα από τόσα χρόνια Κλασικών Σπουδών είναι ότι συνομιλώ και με τομάρια σαν του λόγου σου, Σύλλα. Και βλέπεις πώς σου φέρομαι, δεν σου ‘φερα κανά σκυλί να χέσει μέσα. Απόψε μ’ έχεις πιο δικό σου άνθρωπο απ’ τους ιστορικούς που γράφουν για τις εκστρατείες σου στα Χάρβαρντ και στις Οξφόρδες. Λοιπόν σε ευχαριστώ που έκανες το στέκι σου πιο ζεστό από οποιοδήποτε Σ.Ε.Α. Αν είχες και μια μπίρα θα καθόμουν κι άλλο.