Την ώρα που προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στον τρίτο τόμο της Ιστορίας της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γίββωνα –εκεί όπου περιγράφει με συναρπαστικές λεπτομέρειες και αγγλοσαξονικό φλέγμα τις διώξεις του Νέρωνα– εισέβαλε ξαφνικά στο γραφείο μου φορώντας ένα μαύρο νεγκλιζέ και με λάγνο ύφος με ρώτησε προκλητικά: «Ξέρεις τι είναι ένα magnum opus;» «Ναι», της είπα, «μια ογκώδης μάζα χαρτιού που αν τύχει και πέσει στο κεφάλι σου, την ώρα που τακτοποιείς τη βιβλιοθήκη, σε σκοτώνει επί τόπου».
Στη νεκροψία ο γιατρός συμφώνησε με τον ορισμό που είχα δώσει και μετά την κατάθεσή μου στο Τμήμα, ο αξιωματικός που με συνόδευσε στην έξοδο είπε: «Αυτό το περιστατικό είναι από τα πιο αλλόκοτα που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Πόσο παράξενη είναι η μοίρα του ανθρώπου!» Ναι, είπα εγώ, με χαμηλωμένο βλέμμα, κοιτάζοντας επίμονα τα αγυάλιστα παπούτσια του.
Στον τάφο της, λίγο προτού ο νεκροθάφτης κλείσει το φέρετρο, σε ένδειξη αγάπης αλλά και ευγνωμοσύνης, εναπόθεσα στα χέρια της το φονικό εργαλείο που την είχε στείλει στον άλλο κόσμο. Με τόση ησυχία στο διαμέρισμα, το τελευταίο που με ένοιαζε είναι τι απέγιναν οι Χριστιανοί.