Οι ηδονές της ανάγνωσης είναι τόσες όσοι κι οι αναγνώστες, όσα και τα βιβλία, όσοι και οι τόποι και οι στιγμές της ανάγνωσης: να ανακαλύπτεις έναν καινούριο συγγραφέα που σε ενθουσιάζει, να σου προτείνει ο βιβλιοπώλης σου ένα βιβλίο που δεν το ήξερες και να αποδεικνύεται εξαιρετικό, να εξασφαλίζεις μιαν ώρα μεταξύ δύο υποχρεώσεων και να κάθεσαι σε μια καφετέρια με μια συλλογή διηγημάτων στο χέρι, να ξαναδιαβάζεις μετά από χρόνια ένα αγαπημένο σου μυθιστόρημα ή μετά από αιώνες ένα αγαπημένο βιβλίο της παιδικής σου ηλικίας, να φτιάχνεις λίστες με βιβλία (για ανάγνωση, για αγορά, για χάρισμα, για πέταμα), να προσπαθείς –μάταια– να τακτοποιήσεις τη βιβλιοθήκη σου, να ψάχνεις στα ράφια για μια ποιητική συλλογή και να βρίσκεις βιβλία που ούτε που θυμόσουν ότι τα είχες αγοράσει, να σημειώνεις με το μολύβι σου στα περιθώρια των σελίδων, να βλέπεις τον άγνωστο συνεπιβάτη σου στο λεωφορείο να διαβάζει το αγαπημένο σου βιβλίο, να κουβεντιάζεις για τον Ροΐδη ή για τον Ζωρζ Περέκ – ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
———— ≈ ————
Είμαι ο αναγνώστης που, καθώς διαβάζω, κρύβω με το χέρι μου τις επόμενες αράδες, για να μην πέσει το βλέμμα μου στην περιγραφή της συνάντησης που εδώ και τόσες σελίδες περιμένω επιτέλους να συμβεί.
———— ≈ ————
Στο Διαβάζοντας στη Χάννα ο Μπέρνχαρντ Σλινκ δεν χρειάστηκε περισσότερες από δέκα σελίδες για να ρίξει τον δεκαπεντάχρονο πρωταγωνιστή του στη γυμνή αγκαλιά μιας τριανταεξάχρονης γυναίκας. Του Τζον Ίρβινγκ, στο Χήρα για ένα χρόνο, τού πήρε σχεδόν εκατό σελίδες για να κάνει το ίδιο με τον δεκαεξάχρονο ήρωά του και την τριανταεννιάχρονη ερωμένη του. Το χάσμα των γενεών όλο και διευρύνεται…
———— ≈ ————
Όταν εγώ διαβάζω τον Δον Κιχώτη, δεν διαβάζω το ίδιο βιβλίο που διαβάζεις εσύ. Εγώ διαβάζω το αντίτυπο που αγόρασα σ' ένα βιβλιοπωλείο στην Κηφισιά στη μισή τιμή, γιατί ενώ ήταν δίτομη έκδοση είχαν μόνο τον έναν τόμο (τον δεύτερο) και τον είχα πάρει μαζί μου εκείνο τον Απρίλιο στην Ισπανία και στην τελευταία του σελίδα έχω σημειώσει όλες τις αναφορές στα θέματα που μ' ενδιέφεραν τότε (την αϋπνία, την ανάγνωση, την καλοσύνη, το χιούμορ...) και στη σελίδα 217 έχει μια μουτζούρα που την έκανα κατά λάθος με το στιλό μου καθώς το διάβαζα, και στο οπισθόφυλλο έναν μικρό λεκέ από καφέ και το τελείωσα μες στο αεροπλάνο της επιστροφής – εδώ πίσω μου τον έχω τώρα. Αυτόν τον Δον Κιχώτη διαβάζω, να ξέρεις.
———— ≈ ————
Αναρωτιέμαι, αν κάποτε επαληθευτεί η μαύρη προφητεία του Ray Bradbury και ρίχνονται όλα τα βιβλία (και όχι κάποια μόνο, όπως γίνεται κατά καιρούς μέχρι σήμερα) στη φωτιά (ή στη λήθη, που είναι και το πιθανότερο), θα βρεθεί άραγε κάποιος αναγνώστης να απομνημονεύσει το Φαρενάιτ 451 ή θα χαθεί κι αυτό μαζί με όλα τ' άλλα;
———— ≈ ————
Η βιβλιοθήκη του Δον Κιχώτη, η οποία, σύμφωνα με τους οικείους του, τον οδήγησε στην παραφροσύνη, περιείχε «πάνω από εκατό μεγάλους τόμους, θαυμάσια χαρτοδετημένους, και μερικούς ακόμη, μικρούς», ιπποτικά μυθιστορήματα, ως επί το πλείστον, και μερικά βιβλία ποίησης – μεταξύ των οποίων και ένα του ίδιου του Θερβάντες! Τα ίδια ακριβώς χρόνια, εκατόν τριάντα βιβλία καταγράφτηκαν στην απογραφή που έγινε στο εργαστήριο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, στο Τολέδο, αμέσως μετά απ' τον θάνατό του: είκοσι επτά ελληνικά, εξήντα επτά ιταλικά, δεκαεπτά ισπανικά και δέκα εννέα βιβλία αρχιτεκτονικής. Ελάχιστες ιδιωτικές βιβλιοθήκες της εποχής περιείχαν περισσότερα βιβλία. Κι ας είναι όσα περίπου έχω σε δυο τρία από τα ράφια της βιβλιοθήκης εδώ δίπλα μου. Πόσα βιβλία χρειάζεται άραγε ένας αναγνώστης για να περάσει μια ζωή;
———— ≈ ————
Από βιβλία μού αρέσουν εκείνα που στον κολοφώνα τους αναγράφουν τον αριθμό των αντιτύπων που «τραβήχτηκαν».
———— ≈ ————
Τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον τον αγαπάω για το Δρ Τζέκυλ και Κος Χάυντ, για τις Νέες χίλιες και μια νύχτες, για Το νησί των θησαυρών, για τα ευφυή δοκίμιά του, για τη φράση του «Our mission in life is not to succeed, but to continue to fail in the best of spirits», τον αγαπάω επειδή ο Alberto Manguel έχει γράψει μια όμορφη νουβέλα γι' αυτόν κι επειδή τον αγαπάει η Γλυκερία Μπασδέκη. Κι επειδή κάποτε κάθισε σ' ένα παγκάκι στη Νέα Υόρκη με τον Μαρκ Τουέιν και συζητούσαν οι δυο τους για πολλή ώρα.
———— ≈ ————
Μερικοί αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας, γιατί χρησιμοποιούμε τη λέξη «αράδα».
———— ≈ ————
Κάθε αναγνώστης έχει τα σίγουρα χαρτιά του: τα βιβλία εκείνα στα οποία ξέρει πως μπορεί να καταφύγει όποιος πόλεμος κι αν μαίνεται έξω ή μέσα του. Έχω κι εγώ τέσσερα-πέντε τέτοια στη βιβλιοθήκη μου, μα το καλοκαίρι στην τσάντα μου βρίσκεται οπωσδήποτε ένας τόμος με διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Η ιδανική συνθήκη είναι να κάθομαι στο μπαλκόνι, μπροστά μου ελιές και κυδωνιές, πιο πέρα η θάλασσα κι ο ορίζοντας, και να έχω στα πόδια μου ανοιχτό «Το μοιρολόγι της φώκιας». Διαβάζω για τη γριά-Λούκαινα και τον νεαρό βοσκό, για την Ακριβούλα που γλίστρησε, μπλουμ! στο κύμα και για τα πάθια και τους καημούς του κόσμου που δεν έχουνε τελειωμό. Κι όταν δεν βρίσκομαι σ’ εκείνο το μπαλκόνι, αν ανοίξω το βιβλίο μου, το αποτέλεσμα είναι πάλι το ίδιο – αιθρία και γαλήνη χάρη στο αγαπητικό βλέμμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
———— ≈ ————
[Ένα κεφάλαιο ακόμα και σβήνω το φως για να κοιμηθώ]
———— ≈ ————
Δεν νομίζω να υπάρχει συστηματικός αναγνώστης που να μην έχει βρεθεί, κάμποσες φορές, στην περίεργη εκείνη κατάσταση του να έχει ξεκινήσει και να διαβάζει πολλά βιβλία ταυτόχρονα, πολύ περισσότερα δηλαδή απ' όσα μπορεί νοητικά και ψυχικά να διαχειριστεί και να αφομοιώσει. Άλλοτε επειδή κανένα απ' αυτά δεν καταφέρνει να κρατήσει για πολύ το ενδιαφέρον του και άλλοτε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, επειδή είναι τόσα πολλά τα βιβλία που ερεθίζουν υπερβολικά το ενδιαφέρον του και εκείνος τόσο αδύναμος για να τους αντισταθεί. Κατάσταση που προκαλεί τελικά τουλάχιστον αμφιθυμία, αν όχι ενόχληση και δυσθυμία. Αλλά πόση είναι η ικανοποίησή σου, αναγνώστη, όταν επιτέλους το ένα μετά το άλλο κατορθώνεις να φτάνεις όλα αυτά τα βιβλία στην τελευταία τους σελίδα και βλέπεις να χαμηλώνει η στοίβα στο κομοδίνο σου και να κλείνουν πάλι οι τρύπες στα ράφια της βιβλιοθήκης σου. Ηδονές και πάθη της ανάγνωσης.
———— ≈ ————
Άλλος τρόπος να σταματήσεις τον χρόνο είναι να χωθείς σε μια καφετέρια της αρεσκείας σου, να παραγγείλεις έναν ζεστό καφέ, ή ό,τι άλλο ζητάει η ώρα και η διάθεση της στιγμής, και να βυθιστείς σε ένα μικρό βιβλίο, ξεχνώντας να σηκώσεις το βλέμμα σου απ' αυτό προτού να φτάσεις στην τελευταία του σελίδα: σε μια τραγωδία του Ρακίνα, σε ένα δοκίμιο του George Steiner, σ' ένα μικρό αστυνομικό του Paco Ignacio Taibo II, σ' ένα διήγημα του Βιζυηνού.
———— ≈ ————
Διαβάζω ένα διήγημα της Νίκης Αναστασέα, καμιά εικοσαριά σελίδες όλο κι όλο, κι έχω αγχωθεί πολύ. Δεν βλέπω να εξελίσσονται καθόλου καλά τα πράγματα για την πρωταγωνίστρια. Θα πάω λίγο στο γήπεδο να τρέξω κι ελπίζω μέχρι να γυρίσω κάτι να έχει αλλάξει.
———— ≈ ————
Υπάρχουν μέρες που παιδεύομαι μπρος στην οθόνη του υπολογιστή, μέχρι, το βράδυ πια, να καταλήξω με ένα κείμενο ή ένα ποίημα στα χέρια μου που να με ικανοποιεί απολύτως. Υπάρχουν μέρες που τις περνάω με τους ανθρώπους που αγαπάω, μέρες φιλίας και έρωτα, έντασης και γαλήνης. Υπάρχουν μέρες που τις ζω στις μικρές θάλασσες ή στα ψηλά βουνά, στις μεγάλες πόλεις που αγαπώ και στα μικρά χωριά που χαίρομαι ν' ανακαλύπτω. Μέρες γαλήνιες και ηδονικές. Μέρες ωραιότερες απ' τις συνηθισμένες. Μα πάντα υπάρχει και μια φωνή μέσα μου που γκρινιάζει και διαμαρτύρεται αν μια τέτοια ή άλλη μέρα φτάσει στο τέλος της χωρίς να έχω προλάβει να διαβάσω λίγες, έστω, σελίδες ενός βιβλίου. Τέτοιος είμαι.
———— ≈ ————
Όσο ωραίο είναι να μπαίνεις σε ένα βιβλιοπωλείο και να περιπλανιέσαι ανάμεσα στους πάγκους με τα βιβλία, να στέκεσαι μπροστά στα γεμάτα ράφια, γέρνοντας το κεφάλι σου δεξιά-αριστερά, και να αγοράζεις τελικά από εκεί όσα αντέχει η τσέπη σου εκείνη τη μέρα, άλλο τόσο ωραίο είναι να γυρίζεις στο σπίτι από τη δουλειά, κουρασμένος και πεινασμένος ως συνήθως, και να βρίσκεις ένα πακέτο με βιβλία να σε περιμένει, που μόλις το έφερε ο ταχυδρόμος· να παίρνεις τον χαρτοκόπτη σου για να το ανοίξεις και να χαζεύεις ύστερα τα καινούρια σου βιβλία ξεχνώντας προσωρινά την πείνα και την κούρασή σου. Γενικά τα βιβλία είναι ωραίο πράγμα.
———— ≈ ————
Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, στο τραπέζι με το σημειωματάριο ανοιχτό στο πλάι μας ή καθισμένοι αναπαυτικά στον καναπέ ανάμεσα σ' ένα σωρό από μαξιλάρια, να μην ξεχνάμε να ανασηκώνουμε κάθε τόσο το κεφάλι μας, για να ρίχνουμε μια ματιά έξω από το παράθυρο που οπωσδήποτε θα βρίσκεται, με τραβηγμένες τις κουρτίνες του, δεξιά ή αριστερά από τη θέση όπου καθόμαστε. «Πόσο απολαυστικό είναι αλήθεια να σταματήσεις το διάβασμα και να κοιτάξεις έξω», σημειώνει η Βιρτζίνια Γουλφ που ξέρει καλά να αναγνωρίζει τις απολαύσεις της ανάγνωσης. Να βλέπεις την αδιάκοπη κίνηση των οχημάτων στον δρόμο, τα ζευγάρια που αποχαιρετίζονται απρόθυμα μπροστά σε μιαν εξώπορτα, το ανατρίχιασμα των δέντρων από τις ριπές του αέρα, τους περαστικούς με τις σακούλες στα χέρια, τα παιδιά που ισορροπούν στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και τους ενήλικες που προσέχουν να μη βυθίσουν το πόδι τους σε καμιά λακκούβα με νερό. Και η ιστορία της Άννας Καρένινα ή του Κρις Κέλβιν να γυρίζει όλη την ώρα στον νου σου, τα λόγια τους να ανακατεύονται με μια μακρινή σειρήνα που ηχεί ή μ' ένα σιγανό κλάμα που ακούγεται από το διπλανό διαμέρισμα. Κι ύστερα να βυθίζεσαι πάλι στις τυπωμένες λέξεις του βιβλίου σου με πιο γεμάτα από οξυγόνο τα πνευμόνια σου και το μυαλό. Σε μια πιο πλούσια τώρα και πιο βαθιά ανάγνωση του βιβλίου που κρατάς στα χέρια σου και της πραγματικότητας που βουίζει γύρω σου.
———— ≈ ————
Νομίζω πως ο καθένας μας θα έπρεπε να διαβάζει κάθε χρόνο μερικά βιβλία σαν να είναι φοιτητής και να επρόκειτο να δώσει εξετάσεις γι' αυτά: να υπογραμμίζει και να κρατάει προσεκτικές σημειώσεις, να επαναλαμβάνει δυο και τρεις φορές την ανάγνωση, να προετοιμάζεται για να απαντήσει σε κάθε είδους ερωτήσεις, να θυμάται κομμάτια ολόκληρα απ' έξω. Τι κέρδος, σκέφτομαι, που θα είχα αν διάβαζα έτσι φέτος, ας πούμε, τα Αξόδευτα πάθη του George Steiner, τη Σκοτεινή Ήπειρο του Mark Mazower και το Μίλησε, μνήμη του Ναμπόκοφ ή τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη.
———— ≈ ————
Ευδαίμων πάντα κι έκπληκτος, μπροστά στα τόσα θαύματα της ανθρώπινης επινοητικότητας, και απελπισμένος, που δεν μπορώ όλα μονομιάς να τα αποκτήσω, τριγυρίζω μες στα βιβλιοπωλεία και σκέφτομαι ότι, αν αίφνης ένας γενναιόδωρος βιβλιοπώλης, ένας σύγχρονος αναγεννηθείς Σκρουτζ για παράδειγμα, μου χάριζε εκατό ή διακόσια, ας πούμε, από τα βιβλία του, με μοναδικό περιορισμό να προέρχονται όλα από ένα μόνο τμήμα του βιβλιοπωλείου, θα κατευθυνόμουν χωρίς καθόλου να διστάσω προς τα ράφια με τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς – εκτός φυσικά κι αν δεν είχα ήδη εδώ δίπλα μου το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, θα πήγαινα στο ράφι με την κλασική πεζογραφία, μόνο και μόνο για να πάρω αυτό ακριβώς το βιβλίο.
———— ≈ ————
Ό,τι σήμερα, κυρίως, απειλεί την πράξη της ανάγνωσης δεν είναι οι εξωτερικές συνθήκες, ο χώρος δηλαδή στο οποίο ασκεί την τέχνη αυτή ο αναγνώστης, αλλά οι συνεχείς περισπασμοί της ψηφιακής μας εποχής και η συνακόλουθη αδυναμία συγκέντρωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Θα έλεγα μάλιστα πως η ανάγνωση στην καφετέρια ή σ’ ένα παγκάκι, στο μετρό ή στην παραλία μπορεί να αποβεί πολύ πιο πλήρης, δηλαδή και ωφέλιμη και απολαυστική, κατά δύο τουλάχιστον έννοιες. Από τη μία, οι εξωτερικοί περισπασμοί εξουδετερώνουν, κατά κάποιον τρόπο, τους αντίστοιχους ψηφιακούς· φαίνεται πως όσο περισσότερο αναπνέει η ζωή γύρω μας τόσο λιγότερο την αναζητούμε στο κινητό μας τηλέφωνο. Και από την άλλη, η κίνηση του πλήθους και οι ομιλίες των ανθρώπων, η μουσική των ηχείων και το απαλό φύσημα του αέρα, υπεισέρχονται ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου που διαβάζουμε και, προσθέτοντας παύσεις και παρατηρήσεις, απρόσμενα σχόλια και τομές, το εμπλουτίζουν και το μεταμορφώνουν. Αλλά θέλει να ξέρεις πώς να κρατάς το βιβλίο λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω από το ύψος των ματιών σου
———— ≈ ————
Είμαι βέβαιος πως κάποιος άνθρωπος θα έχει υπάρξει που θα έμαθε γίντις μόνο και μόνο για να διαβάσει Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ στο πρωτότυπο. Πώς θα ήθελα να ήμουν εγώ αυτός.
———— ≈ ————
Ο ήχος που κάνει η ράχη ενός τόμου όταν τσακίζει καθώς το ανοίγεις μετατρέπει κάθε βιβλίο σε ποιητική συλλογή.