——————————————————
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.
——————————————————
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
XXVΙΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 17: Οι πλανημένες
Θα σας κάνω μια ερώτηση κι εσείς απαντήστε την στον καθρέφτη του σπιτιού ή της οθόνης σας, σε απόλυτη μόνωση. Θελήσατε ποτέ να γίνετε για λίγες ώρες ένα κάθαρμα του έρωτα και στη συνέχεια να επιστρέψετε χωρίς συνέπειες στην προηγούμενη αγία σας κατάσταση; Για παράδειγμα, να διασπείρετε ζιζάνια σε μια ευτυχισμένη σχέση και μετά να ξαπλώσετε πάνω στα χαλάσματά της ή να παρασύρετε μια γυναίκα στα εδάφη του δικού σας (ψευδούς προφανώς) έρωτα; Να χορτάσετε απ’ το θύμα σας για όσο θελήσετε και μετά να σπεύσετε στο επόμενο; Σφίχτηκε το στομάχι σας, όπως και το δικό μου, έχετε δίκιο, δεν σκεφτήκαμε ποτέ τέτοια πράγματα. Αν όμως, λέμε αν, με υποχρέωναν με τις χείριστες απειλές να επιλέξω έναν τεχνουργημένο παλιάνθρωπο, αυτός θα ήταν ο απόλυτα ανήθικος Βαλμόν του επιστολικού μυθιστορήματος του Πιέρ Σοντερλό ντε Λακλό Επικίνδυνες σχέσεις [1782].
Η εκλογή του πρωτογενούς, βιβλιογραφημένου ήρωα θα μου χάριζε ζηλευτή καταγωγή και περίφημες περγαμηνές, περίτεχνη πλάση από ιδιαίτατο συγγραφέα και ανυπέρβλητες σελίδες προς τιμήν μου. Αμάθητος, όμως, σε περιβάλλοντα άλλων αιώνων, είναι αδύνατο να μην προτιμήσω μια κινηματογραφική του εκδοχή και να ενδυθώ μια ακαταμάχητη αντρική φιγούρα, πόσο μάλλον αν πρόκειται ν’ αγκαλιαστώ διαδοχικά από τρεις γυναίκες επ’ ουδενί απαρνήσιμες. Να είμαι γητευτής περίκομψος σαν τον Ζεράρ Φιλίπ —πόσους άλλους άντρες θα υποκρινόταν αν δεν ασθενούσε τόσο νέος και δεν πέθαινε οχτώ βδομάδες αργότερα! — να χαίρομαι τα καπνισμένα καταγώγια και τα ξέφρενα πάρτι στην Γαλλία του 1959 και να γίνομαι αποπλανητής γυναικών που επιθυμούσαν την αποπλάνηση και μου παραχωρούσαν ακόμα και ασυνείδητα το δικαίωμα να γκρεμίσω τα τείχη τους και να εισβάλλω στους λειμώνες που μοσχοβολούσαν στην μέσα πλευρά.
Δεν θα κατάφερνα τίποτα απ’ όλα αυτά αν δεν είχα δίπλα μου την πιο διεφθαρμένη Ιουλιέττα των τεχνών, την σύζυγό μου Ζυλιέτ με την μορφή της Ζαν Μορώ. Το πρόσωπό της είχε την ωραιότητα της ωριμότητας αλλά έκρυβε δόλους και διαστροφές. Μαζί περιγελάσαμε την δυαδικότητα της αγάπης και τις δήθεν αφοσιωτικές και αποκλειστικές σχέσεις (εκείνη το θα το ξανάκανε στο Ζυλ και Ζιμ) και συμφωνήσαμε κοινή ερωτική ελευθερία υπό τον όρο να μην ερωτευτούμε κάποιο από τα θύματά μας. Παραμερίζαμε ζήλειες και άλλα ταπεινά συναισθήματα και μοιραζόμασταν κάθε λεπτομέρεια των αποπλανήσεών μας.
Ήμασταν ακαταμάχητοι. Περιφερόμασταν στις κοινωνικές συναθροίσεις κι όλοι μιλούσαν για μας κι εμείς με τη σειρά μας απογειώναμε ή προγειώναμε όσους μας περιτριγύριζαν. Όταν κάποιος ήδη παγιδευμένος στα δίχτυα της τής ζήτησε λίγο περισσότερο χρόνο και την ρώτησε γιατί παραμένει μαζί μου, εκείνη τον παρότρυνε να κοιτάξει την ομήγυρη: όλες οι γυναίκες βαριούνται περισσότερο με τους εραστές τους παρά τους συζύγους τους – με τον Βαλμόν δεν το παθαίνω ποτέ. Σ’ εκείνο το πάρτι την ρώτησα για τους άντρες της και μου είπε πως τους βαρέθηκε και ψάχνει τρόπο να τους χωρίσει. Πάντα υποστήριζε πως το στυλ του χωρισμού είναι όλη η γοητεία της σχέσης. Μου άρεσε να την φιλώ όταν τους μιλούσε στο τηλέφωνο. Βέβαια μετά μπορούσε να αρνείται τον έρωτά μου: δεν απατώ τον περιστασιακό εραστή μου ούτε μ’ εσένα. Η δική μου φιλοσοφία συνοψιζόταν στη φράση: «σε ήθελα, σε κέρδισα, αντίο». Μετά ευχαρίστως θα αποκαθιστούσα τις τεθλιμμένες ερωμένες, όπως ο Καζανόβα, που τους έβρισκε συζύγους.
Το πρώτο μας θύμα ήταν η ξαδέλφη μου, νεαρότατη Σεσίλ. Σκόπευε να παντρευτεί κάποιον Κουρτ αλλά ήταν ερωτευμένη με τον φοιτητή Ντανσενί (έναν νεότατο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) που, ασπούδαστος και αστράτευτος, της ζητούσε να κάνει υπομονή. Η Ζυλιέτ ενθουσιάστηκε· ήταν η τέλεια πρόκληση σαγήνευσης, κάτι σαν διπλή κλοπή. Στις επιφυλάξεις μου για την συγγενική μας σχέση μου απάντησε: Κι εγώ είμαι γυναίκα σου και σου κάνω ένα μέγιστο δώρο. Είναι νεότατη, λίγο αδέξια, αλλά τα μάτια της είναι γεμάτα υποσχέσεις. Ό,τι μαθαίνουμε σ’ αυτή την ηλικία μένει σ’ όλη μας τη ζωή. Θα γελάμε για χρόνια, είπαμε για άλλη, μια φορά και με διαβεβαίωσε να μην ανησυχώ για την ευαίσθητη Σεσίλ. Μια νεαρή γυναίκα διαπλάθεται, όπως εσύ διέπλασες εμένα. Ποιος διέπλασε ποιον… αναρωτήθηκα εντός μου.
Αμέσως συνέλαβε το σχέδιο, να μην πάω στην Ελβετία, όπως σκόπευα, αλλά σ’ ένα χιονοδρομικό κέντρο στην Μεζέβ, μαζί τους· απλώς άλλαξα χιόνι. Όταν την συνάντησα η παμπόνηρη μητέρα της σκέφτηκε πως βρισκόμουν εκεί για να παρασύρω κάποια, μόνο που η τελευταία που θα σκεφτόταν ήταν η κόρη της. Καθώς επέμενε της υποσχέθηκα πως θα της αποκαλύψω το όνομα του θύματος όταν θα έχει ενδώσει. Πόσο με διασκέδαζαν τέτοιες κωμικοτραγικές ειρωνείες! Φρόντισα έγκαιρα να συνδεθώ καλύτερα με την Σεσίλ εξασφαλίζοντας μια μεταξύ μας συνενοχή, καθώς την βοήθησα να κρύψει ένα γράμμα από τον κρυφό μνηστήρα της. Αλλά στις χιονισμένες πλαγιές γνώρισα την Μαριάν, ενδεδυμένη με την αγγελική ξανθότητα της Ανέτ Βαντίμ, και τώρα η σαγήνη ήταν όλη δική μου. Η ομορφιά της εκτυφλωτική, η αγνότητά της άστραφτε σαν το ολόλευκο φως τους. Μέχρι σήμερα είχα εύκολες κατακτήσεις, τώρα μου παρουσιαζόταν μια γυναίκα ιδιαίτερης δυσκολίας. Ήταν παντρεμένη και είχε έρθει με την κόρη της και την θεία της σε ένα μικρό απομακρυσμένο σαλέ. Πάντα πίστευα ότι δεν υπάρχει απόρθητο φρούριο αλλά κακοί πορθητές, όμως τώρα η ποθητή πόλη έμοιαζε απροσπέλαστη.
Κι έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω ένα απροσδόκητο όπλο: την αλήθεια! Όταν γνωριστήκαμε άρχισα να της διηγούμαι τα κατορθώματά μου ως ενός ακόρεστου, μανιασμένου Δον Ζουάν. Της μίλησα για την συμφωνία με την γυναίκα μου να τα λέμε όλα, να επιτρέπουμε και να τολμούμε τα πάντα· για τον μοναδικό μας κανόνα να παραμένουμε διαυγείς και να μην πέσουμε στην παγίδα του έρωτα. Δεν έκρυψα την παραμικρή λεπτομέρεια, για να δω τι άντεχε ν’ ακούσει. Με άκουγε προσοχή, όχι χωρίς θλίψη. Και τότε ζήτησα την βοήθειά της. Στον έρωτα, της είπα, δεν αναζητούμε παρά την πλήρη ηδονή – μέχρι που η ηδονή γίνεται θλίψη. Ακολουθεί το παραλήρημα κι ύστερα μένει μια μεγάλη αγωνία, ένας βαθύς φόβος… Ήμουν τόσο καλός ώστε παραλίγο να πιστέψω την εξομολόγησή μου. Ήμουν βέβαιος πως η Μαριάν θα ζητούσε να με ξαναδεί κι αυτό θα της δημιουργούσε τύψεις. Δεν ήθελα να της τις αφαιρέσω, ήθελα να διαθέτει αρετή που θα θυσίαζε για μένα. Έσπευσα να τα γράψω όλα στην γυναίκα μου κι εκείνη κατέφτασε εσπευσμένα.
Εξαντλημένος από την προσπάθεια, αναζήτησα καταφύγιο κάτω από τις ζεστές κουβέρτες της Σεσίλ. Χτύπησα την πόρτα του δωματίου της στο ξενοδοχείο, εισέβαλα στο δωμάτιό της και, εμπνευσμένος από μια ερωτική γκραβούρα στον τοίχο, της σήκωσα τα σκεπάσματα. Τα πάνω πόδια της έγιναν ζεστό προσκεφάλι μου.
Μου εμπιστεύτηκε τον ερωτικό της διχασμό, ενώ κατέγραφα τα πάντα μ’ ένα κρυμμένο κασετόφωνο, για να την έχω αιχμάλωτη των λόγων της. Μιλούσαμε τον πληθυντικό της ευγένειας, την διαβεβαίωσα πως την καταλαβαίνω που όλοι της φέρονται σαν μικρό παιδί, της επισήμανα πως ο έρωτας είναι η τέχνη να βοηθάς την φύση. Στο τέλος της είπα δεν σας αφήνω αν δε με αφήσετε να σας φιλήσω και φυσικά η πρώτη ανταπόκριση ήταν όχι
και κάποια επόμενη ήταν ναι. Εσείς, τυχεροί για άλλη μια φορά, είδατε τον πρώτο μας εναγκαλισμό σ’ ένα ιδανικό καρέ: ημίφωτο δωμάτιο, η ράχη μιας πολυθρόνας και εξέχοντα αυτής τα έξοχα πόδια της, λες και ύψωναν ένα σύνθημα απελευθέρωσης. Φεύγοντας της έκανα την φιλοφρόνηση πως της πάνε οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα ματάκια της. Όντως της πήγαιναν.
Πίσω στο σαλέ άρχιζε η χορευτική βραδιά των θαμώνων. Μόλις κατέφτασε η Μαριάν κι έσπευσε στην τουαλέτα να αλλάξει παπούτσια, την βοήθησα να βγάλει τις χιονισμένες της μπότες. Χορέψαμε, της έδινα να πίνει και στο σβήσιμο των φώτων για την αλλαγή του χρόνου ανταλλάξαμε το τελευταίο φιλί της χρονιάς και το πρώτο της επόμενης. Κατόπιν φρόντισα να την γειώσω: όταν με ρώτησε τι είπα στην γυναίκα μου για εκείνη, της απάντησα πως την Ζυλιέτ δεν την ενδιαφέρουν οι συμβατικές γυναίκες. Όταν αποσύρθηκε από τον χορό, την ακολούθησα στο δωμάτιό της. Της είπα πως την αγαπώ, πως εκείνη με ανάγκασε να το εκστομίσω, γιατί δεν ήθελα να το ξέρει για να μη χαλάσει η φιλία μας, το μοναδικό έντιμο πράγμα στην ζωή μου. Ήθελε να φύγω αλλά συνέχισα: εφόσον με άλλαξε δεν έχει δικαίωμα να με διώχνει, το μόνο που της ζητάω είναι να την βλέπω καμιά φορά. Πόσο μου άρεσε να την βλέπω να αμύνεται και σιγά σιγά να χάνει τον έλεγχο!
Στο δωμάτιο με περίμενε η γυναίκα μου, αδημονώντας να μάθει τι συνέβη. Της είπα ότι δεν ήθελα να πιέσω άλλο το θήραμά μου, προτιμούσα να μου παραδοθεί. Μου τόνισε με την γνώριμη δηκτική της ηρεμία πως έχω ήδη αγαπήσει εκείνη την γυναίκα· πως έχουμε κι εμείς αξιοπρέπεια και δεν πρέπει να υποκύπτουμε στα ψέματα που εκφυλίζουν τα άλλα ζευγάρια. Ήθελε να το παραδεχτώ, να είμαι ειλικρινής και απέναντί στον εαυτό μου. Την διαβεβαίωσα πως αγαπώ μόνο μία, την έμπιστή και συνένοχό μου, αυτήν! Και τότε μου ζήτησε να της αποδείξω την αγάπη μου κι ο τρόπος ήταν ένας: να αποπλανήσω την Μαριάν και μετά να την παρατήσω, όπως έκανα πάντα ως τώρα. Της το υποσχέθηκα.
Η Ζυλιέτ προχώρησε στο βήμα που πάντα απολάμβανε. Πήγε στην Σεσίλ και της είπε ότι γνωρίζει όσα συνέβησαν. Εκείνη απολογήθηκε πως εγώ την υποχρέωσα να μου δοθεί, παρά την ντροπή και το κλάμα της. Η γυναίκα μου την καθησύχασε: Δεν ήταν σα να τον αγαπάς εκείνη τη στιγμή; Η ντροπή του έρωτα είναι σαν τον πόνο του, συμβαίνει μόνο μια φορά. Η Σεσίλ αγκαλιά με τις γάμπες της την άκουγε να την συμβουλεύει, να της προτείνει να αγαπά τον Ντανσενί με την καρδιά της κι εμένα όπως εκείνη τη νύχτα. Αλλά δεν πρέπει να δίνεται σ’ έναν άντρα και μετά να του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα γιατί αλλιώς θα πάει να αποκαλύψει τα πάντα! «Ο άντρας κάνει το πρώτο βήμα, η γυναίκα τα επόμενα». Την είχαμε πλέον καλά δεμένη. Κι έτσι την επισκέφτηκα κι ήταν πάνω στη γυμνή της πλάτη που τηλεφωνούσα στην Μαριάν αλλά η θεία της αρνούνταν να μου την δώσει. Και καθώς βοηθούσα την Σεσίλ στη μελέτη της γεωμετρίας, τότε συνέλεβα την ιδέα πως ο συντομότερος δρόμος είναι η ευθεία: ένα τραίνο κατευθείαν ως το σπίτι της.
Την επισκέφτηκα σε ώρα που γνώριζα πως θα είναι μόνη. Μου άνοιξε γοητευτικότερη από πότε, με την σπιτική της ρόμπα, τα λυτά της μαλλιά, την θλίψη και την οργή μοιρασμένες στο βλέμμα. Της είπα πως αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να με διώξει, απλά πήγα να την αποχαιρετήσω· εγκαταλείπω γυναίκα και καριέρα, δέχτηκα μια δουλειά έντεκα χιλιάδες τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα μακριά, στη Ρεϋνιόν, ένα νησί ανατολικά της Μαδαγασκάρης. Η ιδέα ότι θα ζούσαμε στην ίδια πόλη χωρίς την δυνατότητα να την βλέπω θα μου ήταν ανυπόφορη. Έφευγα για να γλιτώσω από τον εαυτό μου· η ζωή μου ήταν ένα κενό που εκείνη μ’ έκανε να καταλάβω. Ήταν η στιγμή που υπολόγιζα πολύ στη βοήθεια των δακρύων αλλά η τεταμένη μου προσοχή τα έφραζε. Τότε θυμήθηκα τα μαθήματα της Ζυλιέτ, ότι σε αντίθεση με τους άντρες που φοβούνται μη γελοιοποιηθούν, οι γυναίκες αισθάνονται μεγαλείο την στιγμή που είναι έτοιμες να παραδοθούν. Καθώς οι άνθρωποι που λένε πως θα αυτοκτονήσουν ποτέ δεν το κάνουν, προτίμησα να την αφήσω να μαντέψει κάποια σκοτεινή πρόθεση αυτοκαταστροφής, σε σημείο εκείνη να θεωρεί ότι αν μου παραδιδόταν θα μου κάνει μικρότερο κακό. Όταν κατάλαβα πως μίλησα αρκετά, ετοίμασα την Έξοδό μου. Της ευχήθηκα να είναι πάντα ευτυχισμένη γιατί μόνο αυτό θα μετράει μέσα μου, της φίλησα τρυφερά τα χέρια και κίνησα προς την πόρτα. Έτρεξε να με σταματήσει, να μου πει πως δεν θέλει να είμαι δυστυχισμένος – πόσο πανέμορφη η μορφή της έτσι όπως με αντίκριζε με τρυφερότητα! Φιληθήκαμε, γονατίσαμε, παραδόθηκε, μου δόθηκε. Όλα τούτα τα μετέφερα με κάθε λεπτομέρεια σε γράμμα προς την γυναίκα μου.
Η επόμενη σκηνή άξιζε κάθε κόπο και σκοπό που αγιάζει τα μέσα. Στο πρώτο της πλάνο τα πόδια της βρίσκονται «σε πρώτο πλάνο», μ’ ένα σπάνιο στα κινηματογραφικά χρονικά ζουμ, βυθισμένα στο μαλακό καναπέ της, λες και τα δάχτυλα μόλις αναδύονται στην νέα πραγματικότητα. Ο φακός ανεβαίνει στις γάμπες, στους μηρούς, στο στομάχι με τις σπαρμένες ελίτσες. Εκείνη βρίσκεται ξαπλωμένη στον καναπέ, καλύπτοντας την άνω γύμνια της κι εγώ καθισμένος στο πάτωμα, γερμένος πάνω της. Η ζεστή της παλάμη πλευρίζει το μάγουλό μου. Είναι η απόλυτη μεταστιγμή της σύμμειξης των εραστών. Έως και η μυρωδιά των υγρών μας είναι εμφανής για τους διοπτροφόρους της θείας ερωτικής ευχαριστίας. Η απόλαυση ήταν πλήρης και αμοιβαία. Της υποσχέθηκα αιώνια αγάπη και πρέπει να παραδεχτώ πως για κάποια ώρα ή κάποια λεπτά, ποιος ξέρει πόσα, το εννοούσα.
Αποφασίσαμε να κρυφτούμε μερικές ημέρες σ’ ένα ξενοδοχείο στην Νορμανδία. Μουντό κλίμα, έρημη παραλία, μακριά κάποιος καθάριζε μια σειρά από άδειες καμπίνες. Περπατούσαμε στην πλατειά αμμουδιά, ξαπλώσαμε, της έβγαλα τα παπούτσια και τις λεπτές κάλτσες, φίλησα τα ακρόδάχτυλα και ζέστανα με το χνώτο τα πέλματά της, καθώς ανταλλάζαμε ερωτικούς λόγους. Απορούσα με τον σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ που παρέδιδε στα χείλη μου τα γυμνά πόδια της γυναίκας του. Εμφανώς δεν συμμεριζόταν τις προτιμήσεις μου, εκτός εάν προέκρινε ακριβώς την συλλογική της μνημείωση.
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου τηλεφώνησαν για μια νέα σημαντική δουλειά: έναν οργανισμό για υπό ανάπτυξη χώρες. Η Μαριάν μελαγχόλησε, το σχέδιο μας για ένα σπίτι στο Μαρλί με τριανταφυλλένιο κήπο έπρεπε να παραμεριστεί. Άνοιξα ένα σημειωματάριο να της δείξω το νέο δρομολόγιο της αγάπης μας: Τόκιο, Ναϊρόμπι, Καλκούτα. Μου είπε πως φοβάται, της είπα πόσο μ’ αρέσει όταν φοβάται. Έσπευσα στην Ζυλιέτ που φυσικά είχε μεσολαβήσει για τη νέα μου δουλειά. Με ρώτησε αν κράτησα την υπόσχεση να χωρίσω την Μαριάν, παραδέχτηκα πως δεν βρίσκω τον τρόπο. Τότε ανέλαβε εκείνη να της τηλεγραφήσει. Μαντάμ Τουρβέλ, Ξενοδοχείο ντι Ρουά, Ντοβίλ. « Άγγελέ μου, βαριόμαστε τα πάντα, είναι νόμος της φύσης, στοπ. Σε πήρα με ευχαρίστηση και σε αφήνω χωρίς λύπη, στοπ.» Την κοιτούσα έκπληκτός, μα όφειλα να υποχωρήσω. Το τηλεγράφημα θα έφτανε σε μία ώρα, όταν η Μαριάν είχε ήδη τηλεφωνήσει στον σύζυγό της να του ανακοινώσει τον έρωτά μας και το τέλος του γάμου τους. Τώρα δεν είχε καν την δυνατότητα να επιστρέψει στην προηγούμενη ζωή της. Συγκρατούσα τα συναισθήματά μου αλλά όταν της τηλεφώνησε ο Ντανσενί εξοργίστηκα. Τι σχέση είχε μαζί της; Μου εξήγησε πως η Σεσίλ την είχε παρακαλέσει να τον πείσει να παντρευτούν, και φυσικά η Ζυλιέτ έκανε το αντίθετο: του είπε ότι ένας νέος ερευνητής δεν πρέπει να παντρεύεται και τον προσέλκυσε στην γοητεία της. Τώρα ετοιμαζόταν να τον συναντήσει, αυτόν τον νεαρό! Φιλονικήσαμε, μου είπε πως επέστρεψα σαν κακός σύζυγος, την προειδοποίησα πως, αν πάει, είμαστε σε πόλεμο. Η συμφωνία μας είχε διαρρηχθεί.
Στου Μιγκέλ, άντρο πρόσφορο για κάθε είδους ξεσάλωμα, άρχιζε να παίζει μια τζαζ μπάντα, με τον διονυσιακό Art Blakey στα κρουστά. Αφού η γυναίκα μου είχε εκεί ραντεβού με τον Ντανσενί, θα πήγαινα κι εγώ με την Σεσίλ, στην οποία τα μαρτύρησα όλα, το ίδιο και στον μνηστήρα της. Η Ζυλιέτ τους βρήκε αγκαλιασμένους, να την αγνοούν. Εκείνη η πληγωμένη της, δήθεν ανεπηρέαστη έκφρασή της! Την ειρωνεύτηκα με τα ίδια λόγια που χρησιμοποίησε όταν υπέφερα. Εγώ δεν χλευάζω, εκδικούμαι, είπε κι αποχώρησε. Ο κόσμος άναβε, η τζαζ αγρίευε, τα φώτα χαμήλωναν. Ξεσαλωμένες γυναίκας χόρευαν και μεθούσαν. Μπροστά μου κάποια σωριάστηκε χαμογελαστή στην πολυθρόνα, πετώντας τα παπούτσια της. Επιχείρησα να τηλεφωνήσω στην Μαριάν αλλά μάταια. Όταν ο Ντανσενί επέστρεψε στο δωμάτιό του τον περίμενε η Ζυλιέτ και του έδωσε το γράμμα που της είχα στείλει, περιγράφοντας την νύχτα μου με την Σεσίλ του. Η εκδίκησή της είχε τον γραφικό μου χαρακτήρα.
Συνέχισα να πίνω και να κοιτάζω τις γυναίκες να οργιάζουν μα καμία δεν μου έκανε αίσθηση. Όταν επέστρεψε οργισμένος ο Ντανσενί ήμουν σχεδόν μεθυσμένος. Μου έδειξε το γράμμα και του απάντησα με θράσος πως αναπλήρωσα τα καθήκοντά του όσο εκείνος έλειπε, πως τους συμφιλίωσα και της βρήκα πατέρα για το παιδί που της έκανα. Με γρονθοκόπησε κι ασταθής όπως ήμουν απ’ το ποτό έπεσα και χτύπησα ανεπανόρθωτα το κεφάλι μου – ένας συνήθης κινηματογραφικός θάνατος. Η Μαριάν πληροφορήθηκε τον θάνατό μου από τις εφημερίδες αλλά αρνήθηκε να τον αποδεχτεί: έλεγε στην θεία της πως με περιμένει για το Ρεϋνιόν μας, που, τι ειρωνεία, σημαίνει και επανένωση. Όσο για την γυναίκα μου, επιχειρούσε να κάψει όλα μου τα γράμματα όταν την επισκέφτηκε ο επιθεωρητής. Πάνω στο πανικό της άρπαξαν φωτιά τα μαλλιά της και παραμορφώθηκε το μισό της πρόσωπο - όλοι έλεγαν πως απέκτησε την εικόνα της ψυχής της.
Παραπλανημένες, αποπλανημένες ή απλώς πλανημένες, η γυναίκες πίστεψαν πως οι Επικίνδυνες Σχέσεις μπορούν να καταστούν ασφαλείς. Όμως τα ίδια τους τα πόδια έπαιρναν άλλη θέση. Τα πόδια της Σεσίλ στην πολυθρόνα του ξενοδοχείου εκκινούσαν την παράδοσή της στην αποπλάνηση, την οικειοθελή προσχώρηση στην πλάνη ενός άλλου, διαφορετικού έρωτα· τα πόδια της Μαριάν στον καναπέ του σπιτιού της την ολοκλήρωναν· και, τέλος, τα δια χειρός μου γυμνούμενα πόδια της στην παραλία επισφράγιζαν την οριστική της άφεση σε μια νέα ερωτική ζωή.
Φυσικά επανέλαβα πλείστες εκδοχές αυτού του κινηματογραφικού μου βίου, στις οποίες αρνιόμουν να παραδώσω το πνεύμα υπό τους καπνούς εκείνης της οργιαστικής τζαζ, παρόλο που, ομολογουμένως, επρόκειτο για έναν ωραίο θάνατο. Τον απέδωσαν σ’ ένα λάθος και συνέχισα να ζω και να πλανεύω ετοιμοπαράδοτα σώματα, με την αγαστή συνεργασία της άσπονδης εταίρου μου, με την οποία, συμφιλιωμένοι, συνεχίζαμε εθισμένοι στις ερωτικές εξαπατήσεις, σαν ναρκομανείς που έχουν το ίδιο πάθος και προτιμούν να παίρνουν την δόση τους μαζί παρά μόνοι. Ίσως πάλι να είχα διαλύσει την συζυγική μας αδελφότητα και να επιχειρούσα μόνος, με πλήρη ελευθερία κινήσεων στην αέναη αυταπάτη των κατακτήσεων, έχοντας παραγνωρίσει τον αφορισμό της Ζυλιέτ: «Σας διαλέγουμε, σας κερδίζουμε και πιστεύετε πως μας κατακτήσατε». Εννοείται πως δεν τέθηκε θέμα να αλλάξω χαρακτήρα και να μετανοήσω, καθώς αποτελούσε σταθερό κανόνα του παιγνίου μου να μην προδίδω ποτέ έναν ρόλο. Άλλωστε, τέτοιες μεταμέλειες συμβαίνουν μόνο στο σινεμά.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: Liaisons Dangereuses (Roger Vadim, 1959).
Οι γυναίκες: Jeanne Moreau (Juliette), Annete Vadim (Marianne), Jeanne Valérie (Cécile)